Την Παρασκευή 31/3, ο Άντριαν Πραμπάβα θα διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο Μέγαρο Μουσικής. (Photo credits: Ulrike von Loeper)

Ο ταλαντούχος Ινδονήσιος αρχιμουσικός Άντριαν Πραμπάβα είχε αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές στην πρώτη του εμφάνισή με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών το 2014. Αύριο Παρασκευή εμφανίζεται και πάλι επικεφαλής της ορχήστρας στο Μέγαρο Μουσικής, σε ένα πρόγραμμα που δεν χρειάζεται συστάσεις: Βάγκνερ, Ρίχαρντ Στράους, και Σούμαν, με τη σπουδαία Ελληνίδα πιανίστα Δόμνα Ευνουχίδου.

Συναντηθήκαμε και συζητήσαμε για πολλά θέματα, από την τέχνη του αρχιμουσικού μέχρι τα πολιτικά διακυβευόμενα της Ινδονησίας · ακολουθεί μια σταχυολόγηση.

Ο πολιτισμός μας έχει γίνει πολύ οπτικός. Όμως δεν μπορείς να κρίνεις έναν αρχιμουσικό από ένα βίντεο. Ούτε μπορείς να μάθεις διεύθυνση ορχήστρας από το youtube, όπως νομίζουν πολλοί.

Όταν ήμουν επτά ετών, οι γονείς μου με ρώτησαν τι δώρο θα ήθελα για τα γενέθλιά μου. Ζήτησα ένα βιολί. Οι γονείς μου φυσικά φοβήθηκαν ότι ήταν ένα παιδικό καπρίτσιο και ότι μετά από λίγο θα το βαριόμουν, και θα τους ξέμενε το βιολί. Όμως επέμεινα. Έτσι μου αγόρασαν το βιολί, όμως ήταν ένα βιολί με μεταλλικές χορδές κιθάρας και δοξάρι με πλαστικές τρίχες. Ήταν φρικτό. Μπορούσες να πιέζεις μέχρι να ματώσουν τα δάχτυλά σου, αλλά δεν έβγαζε ήχο. Ήταν σαν καραόκε! Παρόλα αυτά εξασκούμουν σα μανιακός. Ήμουν αυτοδίδακτος. Είχα την κασέτα με το 6ο κοντσέρτο για βιολί του Παγκανίνι με τον Σαλβατόρε Ακκάρντο, άκουγα και έπαιζα. Μετά από δύο χρόνια γράφτηκα στη μουσική σχολή και πήρα κανονικό βιολί. Αλλά με τόση εξάσκηση φυσικά μπορούσα πλέον να παίξω οτιδήποτε.

«Η διεύθυνση ορχήστρας δεν έχει να κάνει μόνο με τεχνικά ζητήματα, έχει να κάνει και με την ικανότητά σου να επιβάλλεσαι, και με το τι μπορείς να μεταδώσεις πέρα από την παρτιτούρα». (Photo credits: René Knoop)

Κάποια στιγμή αποφάσισα ότι έπρεπε να ακούσω περισσότερα πράγματα. Πήγα στο δισκοπωλείο και ρώτησα μια κυρία: «Θα ήθελα κλασική μουσική. Τι πρέπει να αγοράσω;» Το κατάστημα δεν ήταν εξειδικευμένο. Μου έδωσε την κασέτα «Τα μεγαλύτερα hits του Μπετόβεν». Είχε την εισαγωγή «Κοριολανός» και αμέσως μετά το τέταρτο μέρος της «Ηρωικής» Συμφωνίας. Έμαθα να το ακούω έτσι. Όταν αργότερα διηύθυνα τον «Κοριολανό», χαμογελούσα με τον εαυτό μου· το εσωτερικό μου αυτί εξακολουθούσε στη συνέχεια να ακούει το φινάλε της «Ηρωικής».

Το 1984 επισκέφτηκε την Τζακάρτα η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης με τον Ζούμπιν Μέτα για να παίξουν την 5η Συμφωνία του Μάλερ. Άδειασα τον κουμπαρά μου και πήγα να αγοράσω εισιτήριο. Στο ταμείο όμως υπήρχε η επιγραφή SOLD OUT. Στεναχωρήθηκα απίστευτα, ήταν μια πραγματικά τραυματική εμπειρία. Όμως έτσι ενδιαφέρθηκα για πρώτη φορά για τον Μάλερ, τον οποίο ως τότε αγνοούσα τελείως.

Η διεύθυνση ορχήστρας δεν έχει να κάνει μόνο με τεχνικά ζητήματα, έχει να κάνει και με την ικανότητά σου να επιβάλλεσαι, και με το τι μπορείς να μεταδώσεις πέρα από την παρτιτούρα. Αυτό είναι κάτι που το αποκτάς από την εμπειρία ζωής που έχεις, από την εξέλιξη της προσωπικότητάς σου. Για αυτό παλιότερα έλεγαν ότι καλός μαέστρος γίνεσαι στα ογδόντα. Βέβαια ο κόσμος πλέον δεν το καταλαβαίνει αυτό, επικρατεί μια λατρεία για νεώτερους σε ηλικία. Πριν, όταν διεκδικούσες μια θέση αρχιμουσικού, σου έλεγαν «Είσαι πολύ νέος ακόμα»· τώρα σου λένε «Είσαι πολύ μεγάλος».

Ο πολιτισμός μας έχει γίνει πολύ οπτικός. Όμως δεν μπορείς να κρίνεις έναν αρχιμουσικό από ένα βίντεο. Ούτε μπορείς να μάθεις διεύθυνση ορχήστρας από το youtube, όπως νομίζουν πολλοί. Ακόμα και αν η κίνηση φαίνεται καθαρή, αν δεν είσαι στην αίθουσα, δεν μπορείς να καταλάβεις τι μεταδίδει πραγματικά ο αρχιμουσικός, ούτε αν έχει επιβολή, ούτε βέβαια πως ακούεται πραγματικά ο ήχος. Και αυτό που μετράει τελικά είναι το μουσικό αποτέλεσμα, όχι πως «δείχνει» κάποιος στο πόδιον.

Και στην όπερα επίσης σήμερα δίνουμε πολλή σημασία στο οπτικό κομμάτι. Αυτό από κάποιες πλευρές είναι μια βελτίωση, γιατί μερικές παραστάσεις ήταν τόσο συμβατικές που καταντούσαν αστείες. Από την άλλη φτάνουμε πάλι σε υπερβολές. Το 2015 διηύθυνα τη «Ρουσάλκα». Μου έστειλαν την παρτιτούσα με τις περικοπές που ήθελε ο σκηνοθέτης, και ο ρόλος της Ρουσάλκα είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Όταν τον συνάντησα, του είπα: «Δεν μπορείς να κόψεις το μισό από το “Τραγούδι στη Σελήνη”, θα ζητήσουν τα λεφτά τους πίσω, αυτό έχουν έρθει να ακούσουν». Εντέλει δουλέψαμε αρκετές ώρες μαζί και καταφέραμε να βρούμε μια λύση.

«Επινοήσαμε συσκευές που μπορούν να κάνουν τη ζωή μας ευκολότερη, και αντί για αυτό έχει διασπαστεί η προσοχή μας και είμαστε συνεχώς αγχωμένοι επειδή νομίζουμε ότι δεν έχουμε χρόνο».

Υπάρχουν αρχιμουσικοί που ξοδεύουν μια ώρα για μελέτη και την υπόλοιπη μέρα για δικτύωση. Προωθούν την σταδιοδρομία τους αρκετά καλά· οι άνθρωποι είναι πλέον τόσο κορεσμένοι από πληροφορίες, που δεν έχουν χρόνο να κρίνουν, και προσλαμβάνουν οποιονδήποτε τους προτείνει κάποιος γνωστός. Δυστυχώς έχουμε γίνει σκλάβοι του χρόνου. Επινοήσαμε συσκευές που μπορούν να κάνουν τη ζωή μας ευκολότερη, και αντί για αυτό έχει διασπαστεί η προσοχή μας και είμαστε συνεχώς αγχωμένοι επειδή νομίζουμε ότι δεν έχουμε χρόνο. Θα έπρεπε να έχουμε περισσότερη εμπιστοσύνη στην κρίση μας και στον εσωτερικό μας ρυθμό.

Η μουσική του Σούμαν θέτει πολλές προκλήσεις στον αρχιμουσικό, ειδικά η εισαγωγή «Μάνφρεντ». Η ενορχήστρωση έχει αρκετά δύσκολα σημεία, που δεν «ακούγονται» με την πρώτη ματιά. Η αρμονία είναι επίσης εξαιρετικά περίπλοκη, και γενικά ο Σούμαν ως συνθέτης δεν κατάφερνε πάντοτε να καταγράψει με απολύτως σαφή τρόπο τι θέλει να ακουστεί. Οπότε πρέπει να ξεκαθαρίσεις πολλά τεχνικά ζητήματα με την ορχήστρα προτού προχωρήσεις σε οποιαδήποτε ερμηνεία. Κυριολεκτικά, πρέπει να «στύψεις» την παρτιτούρα για να βγάλεις τη μουσική.

Ο Κουρτ Μαζούρ με διάλεξε για βοηθό αρχιμουσικό όταν διηύθυνε «Τριστάνο και Ιζόλδη» στο Παρίσι. Ήταν αρχιμουσικός με επιβολή, και άνθρωπος του Ναι ή του Όχι, δεν είχε ενδιάμεσο. Αν κάτι δεν του άρεσε, το επαναλάμβανε ξανά και ξανά μέχρι να το πετύχει. Υπήρχε ένα πέρασμα που ήταν ασαφές. Συνέχεια έλεγε: Όχι, Όχι, Όχι. Δέκα λεπτά αργότερα, τίποτα. Δεκατρία λεπτά, κάτι είχε αρχίσει να ξεκαθαρίζει. Μετά από ένα τέταρτο, ήταν πλέον σωστό. Μου έμαθε να επιμένω, να μην εγκαταλείπω την προσπάθεια.

«Όσο περισσότερο ζω, όσο περισσότερες εμπειρίες αποκτώ, όσο πιο πολλά πράγματα μαθαίνω, τόσο περισσότερα ανακαλύπτω και στις παρτιτούρες που μελετώ». (Photo credits: Ulrike von Loeper)

Οι Γάλλοι δίνουν πολλή σημασία στο ορχηστρικό χρώμα, και η εμπειρία με τον Μαζούρ στο Παρίσι μου έμαθε να δίνω μεγάλη σημασία και στο ορχηστρικό χρώμα στη μουσική του Βάγκνερ. Νομίζουμε ότι ο Βάγκνερ έχει έναν «στάνταρ» γερμανικό ήχο και τελείωσε. Όχι. Ο Βάγκνερ έζησε αρκετό καιρό στο Παρίσι, όπου άκουσε πολλή μουσική και εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τον Μπερλιόζ. Στην εισαγωγή των «Αρχιτραγουδιστών της Νυρεμβέργης» υπάρχουν μέρη που πρέπει να ισορροπήσεις τα όργανα προσεκτικά για να πετύχεις συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Και η πολυφωνική γραφή δεν σου επιτρέπει να παίξεις «παχύ» ήχο, γιατί τότε θα χαθούν οι λεπτομέρειες.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Τζακάρτα, αλλά ζω στο Βερολίνο. Πλέον έχω ζήσει περισσότερα χρόνια στη Γερμανία από ό,τι στην Ινδονησία. Για την Ινδονησία έχω ταυτόχρονα αισιοδοξία και ανησυχία. Είμαι αισιόδοξος γιατί ο κόσμος θέλει να απαλλαγεί από τη διαφθορά στην πολιτική, και αυτό φάνηκε στις τελευταίες εκλογές. Από την άλλη ανησυχώ για την άνοδο του θρησκευτικού φανατισμού σε τμήμα της κοινωνίας. Στην οικογένειά μου υπάρχουν εξίσου Μουσουλμάνοι, που εκπροσωπούν το 90% του πληθυσμού, και Χριστιανοί. Παλιότερα μαζευόμασταν και περνούσαμε μαζί τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές. Χριστούγεννα και Μπαϊράμ. Ήταν φυσιολογικό. Δυστυχώς όχι πλέον.

Στα γερμανικά υπάρχει μια πολύ ωραία λέξη για την έννοια της ερμηνείας: die Lesart – κυριολεκτικά «τέχνη της ανάγνωσης». Όσο περισσότερο ζω, όσο περισσότερες εμπειρίες αποκτώ, όσο πιο πολλά πράγματα μαθαίνω, τόσο περισσότερα ανακαλύπτω και στις παρτιτούρες που μελετώ.

//Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: Οι πόλεις της μουσικής – Δρέσδη

 

Διαβάστε ακόμα: Δημήτρης Λιγνάδης – «Δεν είναι οικονομική η κρίση, αλλά κρίση παιδείας και πολιτισμού»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top