Ο Χρήστος Λούλης ως Γιάνης Βαρουφάκης (en.aiff.gr).

Μνήμες από ένα μέλλον διαρκείας: όταν ο Κώστας Γαβράς γύρισε το εμβληματικό «Ζ» ήμουν αγέννητος ακόμη. Το είδα χρόνια μετά, ως φοιτητής, σε κινηματογράφο του κέντρου, τότε που με ένα εισιτήριο μπορούσες να δεις ένα μαραθώνιο ταινιών.

Είχε προηγηθεί, βέβαια, η εμπειρία της ανάγνωσης του μυθιστορήματος του Βασίλη Βασιλικού, επομένως είχα τη δυνατότητα να κάνω συγκρίσεις ανόμοιων πραγμάτων (πρώτη φορά συμβαίνει στη ζωή;). Με το μυαλό ολότελα ξεκολλημένο, βγήκα από τον σινεμά έχοντας την εδραία αίσθηση πως η ζωή έχει έναν κρυφό παλμό, μια επαναστατική ροπή που σε οδηγεί να πάρεις το δίκιο του κόσμου στις πλάτες σου κι έτσι να πορευτείς κόντρα στη σκοτεινή μηχανή των εξουσιαστικών δομών. Εφηβικές σκέψεις που σήμερα δεν θα τις έκανα, όμως, σε ‘κείνα τα χρόνια της αθωότητας με κράτησαν ψυχικά και σωματικά ζωντανό.

Ακολούθησε η «Κατάσταση Πολιορκίας», ο «Αγνοούμενος» και η «Ομολογία». Δεν θυμάμαι αν τις είδα όλες αυτές τις ταινίες μ’ αυτή τη σειρά, ωστόσο μέσα μου δημιούργησαν μια αδιατάρακτη αλληλουχία. Είχα τοποθετήσει τον Κώστα Γαβρά στους αποκαλυπτικούς σκηνοθέτες των καιρών μας. Εκείνους που δεν περιορίζουν την κάμερά τους σε μια ερωτική ιστορία ή σε αδιάβατες κοινωνιολογικές αναλύσεις. Ήταν εκεί για να σου αποκαλύψει τη σκοτεινή πλευρά της αλήθειας.

Ένας έμπειρος και άξιος σκηνοθέτης δεν κάνει κόπια ένα βιβλίο προσπαθώντας να οπτικοποιήσει όλα τα γραφόμενα. Εντέλει, αν δεν το κάνει αυτό ο Γαβράς του «Ζ» ποιος θα μπορούσε να το κάνει;

Δεν ξέρω τι έφταιξε και τα κατοπινά χρόνια έχασα την επαφή με το έργο του. Επαναστατική κόπωση; Διαφορετικές προτεραιότητες; Αλλο σύστημα αναφοράς; Φευ, από το βράδυ του περασμένου Σαββάτου και μετά ξέρω ότι προτιμώ να κρατήσω μέσα μου τη θύμηση του πρώτου Γαβρά από τον τωρινό.

Το παραδέχομαι: αποφάσισα με περισσή συστολή να δω την avant premiere της καινούργιας του ταινίας «Ενήλικες στην αίθουσα». Ο βασικός λόγος της αναποφασιστικότητά μου ήταν το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη, στο οποίο στηρίχθηκε η ταινία.

Άλλα πράγματα περιμένεις από τον σκηνοθέτη του εμβληματικού «Ζ», Κώστα Γαβρά (Menelaos Myrillas / SOOC).

Παρεμπιπτόντως: δεν φαντασιώθηκα ποτέ κρεμάλες στο Σύνταγμα με το κεφάλι του πρώην ΥΠΟΙΚ να στέκει ακίνητο και παγωμένο σαν το γουρουνοκέφαλο στο Lord of the flies του Γκόλντινγκ. Ούτε έκρινα πως σε μια δημοκρατία πρέπει να λιθοβολείς έναν πολιτικό για τα λάθη του (ακόμη κι αν είναι κολοσσιαία). Αυτό που πάντα με ενοχλούσε στον Βαρουφάκη ήταν η μεγαλαυχία του, η αίσθηση του προφήτη που έχει για τον εαυτό του, η επηρμένη σιγουριά του μόνιμα σωστού.

Περίμενα η ταινία να λειτουργήσει προσθετικά. Να πάρει έναυσμα από το βιβλίο και να μιλήσει συνολικότερα γι’ αυτό που έζησε η Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια. Τι στο καλό, ένας έμπειρος και άξιος σκηνοθέτης δεν κάνει κόπια ένα βιβλίο προσπαθώντας να οπτικοποιήσει όλα τα γραφόμενα. Εντέλει, αν δεν το κάνει αυτό ο Γαβράς του «Ζ» ποιος θα μπορούσε να το κάνει;

Φευ, διαψεύστηκα! Η ταινία είναι ο ορισμός του προπαγανδιστικού φιλμ. Οχι προς ένα κόμμα ή μια ιδεολογία, αλλά ένα πρόσωπο. Σε όλη την ταινία ο Γιάνης Βαρουφάκης (τον υποδύεται ο εξαιρετικός Χρήστος Λούλης) εμφανίζεται ως Προμηθέας που υπόκειται βασανιστήρια. Ένας ήρωας βαλκανικού τύπου και αγγλοσαξονικής φορεσιάς. Καμία κριτική για τα πεπραγμένα του, ουδεμία νύξη (έστω) για το γεγονός ότι οι ανεφάρμοστες ιδέες του οδήγησαν σε ένα επικίνδυνο αδιέξοδο τη χώρα.

Σε αντίθεση με τον Τσίπρα (στον ρόλο ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης) που εμφανίζεται άλλοτε ως άβουλο ον (ή ξιφίας που τον τραβάνε και τον αφήνουν από το αγκίστρι, όπως λέει στην ταινία) κι άλλοτε ως τσαντισμένο παιδάκι που δεν θέλει να φορέσει τη γραβάτα που του προσφέρει ο Γιούνκερ. Κι όμως, τίποτα από τα δύο δεν είναι ο πρώην πρωθυπουργός. Και γνώριζε τι έκανε και πολύ σύντομα ακολούθησε τους τροπισμούς των επίσημων fora.

O Γαβράς φτιάχνει μια δισδιάστατη ταινία αφηγούμενος μια ιστορία με όρους «άσπρου-μαύρου» και «καλού-κακού». Moραλισμός που δεν έχει θέση στην τέχνη. Μπορεί να είχε στην εποχή του Μπαλζάκ και του Ντίκενς, αλλά πλέον έχουμε περάσει σε άλλο στάδιο ανάλυσης.

Ο μοναδικός που κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον είναι ο Λούλης. Αποδεικνύει πως είναι ένας στιβαρός ηθοποιός που δεν προσπαθεί να γίνει… Μητσικώστας.

Πάντως, το πρώτο σοκ στην ταινία έρχεται με την εναρκτήρια σκηνή: μεταφερόμαστε σε μια προεκλογική συγκέντρωση του ΣΥΡΙΖΑ με τον Αλέξη Τσίπρα να ομιλεί με στεντόρεια φωνή, η οποία βαθμηδόν σβήνει για να πάρει τα ηνία ένα ανιαρό μπουζούκι που θυμίζει κακοπαιγμένη εκδοχή Zorba the Greek σε ένα τουριστικό εστιατόριο της Πλάκας και τριγύρω γερμανούς τουρίστες να χορεύουν πίνοντας «retsina». Μπανάλ; Κάτι χειρότερο. Η μουσική σε όλη την ταινία είναι από εκνευριστική έως αδιάφορη (σαν αυτή που παίζουν τα ασανσέρ των μεγάλων ξενοδοχείων).

Ο μοναδικός που κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον είναι ο Λούλης. Αποδεικνύει πως είναι ένας στιβαρός ηθοποιός που δεν προσπαθεί να γίνει… Μητσικώστας και να μιμηθεί τον Βαρουφάκη. Μετά το τέλος της ταινίας, σε ένα πηγαδάκι, μου έλεγε πως δεν τον μελέτησε καθόλου όσο διαρκούσαν τα γυρίσματα. Τον είχε στο μυαλό του τόσα χρόνια από τις δημόσιες εμφανίσεις του ανδρός κι έτσι του βγήκε αυθόρμητα ο ρόλος.

Το μέγα ερώτημα παραμένει: πώς μιλάει κανείς για κάτι που καίει ακόμη; Ο Γαβράς αποφάσισε να μιλήσει με μια ρομαντική διάθεση που σε ορισμένες στιγμές κρύβει αφέλεια και μονοδιάστατη σκέψη. Διέτρεξε μια δεκαετία ταραχώδους δημόσιου βίου σαν να ήταν βίντεο κλιπ. Εφτιαξε χαρακτήρες που συμβολοποιούνται χονδροειδώς (οι κακοί ξένοι, οι καλοί Έλληνες) και στο τέλος βάζει τον Τσίπρα και τους έτερους πρωθυπουργούς να χορεύουν έναν… Δαλιανίδειο χορό αναπαριστώντας την πίεση που υπέστη ο τότε έλληνας πρωθυπουργός από τους ξένους ηγέτες. Ο συμβολισμός είναι τόσο κραυγαλέος που περίμενα από την άκρη της σκηνής να εμφανιστεί η Χρονοπούλου κρατώντας μπεγλέρι για να τραγουδήσει «Του Τσίπρα απέναντι πείτε του πως τον θέλω».

Ο Κώστας Γαβράς θα παραμείνει ένας μέγιστος δημιουργός ανεξάρτητα από αυτή την ταινία. Είναι ένας σημαντικός Έλληνας που ζει στο εξωτερικό και μας κάνει υπερήφανους. Επαναλαμβάνω: ζει στο εξωτερικό, άρα έχει μερική γνώση των πραγμάτων που συμβαίνουν στη χώρα. Ενδεχόμενα κάπως εξωραϊσμένη και σίγουρα όχι αντικειμενική.

Kάπως έτσι θα ήθελε να σκηνοθετήσει και ο Βαρουφάκης τον εαυτό του (George Vitsaras / SOOC).

Όμως, όταν αποφασίζεις να δημιουργήσεις μια πολιτική ταινία (και όχι ντοκιμαντέρ), αφήνεις εκτός μυθοπλασίας τη μυθολογία που έχεις πλάσει για κάποια άτομα. Πολλώ δε μάλλον την αγιογραφία τους. Μπορεί ο Βαρουφάκης, ως πολιτικός, να χρειάζεται την έξωθεν καλή μαρτυρία του, ο Γαβράς όμως δεν την είχε ανάγκη. Ούτε φυσικά οι θεατές.

υγ: Ναι, υπήρξε χειροκρότημα στο τέλος της ταινίας (παρουσία του Γαβρά και του Βαρουφάκη), αλλά δεν το λες ενθουσιώδες. Δεν είχαμε να κάνουμε με standing ovation. Αυτή κι αν ήταν η συνειδητοποίηση ότι μας έλειψαν πολλά κομμάτια της ιστορίας έτσι όπως την είδαμε οπτικοποιημένη.

 

Διαβάστε ακόμα: «Ελευθερία» – η ευαίσθητα hardcore ταινία του Άλμπερτ Σέρα.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top