«Το ατού της ομορφιάς το συνειδητοποίησα με την πάροδο του χρόνου, γιατί αρκετές φορές είμαι και αφελής, σε βαθμό βλακείας».

Ο Αλέκος Συσσοβίτης, ως εμπειρία συνέντευξης, ήταν για μένα μια αποκαθήλωση, με την καλή έννοια και σε πολλά επίπεδα. Δεν περίμενα, ούτε γνώριζα ασφαλώς, ένα τόσο βαρύ παιδικό παρελθόν, δεν περίμενα έναν άνθρωπο που θα ξεγυμνωνόταν απολύτως παραδεχόμενος με ευκολία και ταπεινότητα την –αρχική- άγνοιά του πάνω στη δουλειά αλλά και την εμπειρική και μόνο σπουδή του, δεν περίμενα αυτή τη γλυκιά εξωστρέφεια. Νιώθω ότι απλώς δεν υπάρχει πια κάτι να τον απειλεί ή να φοβάται – απλώς ζει και αναπνέει μέσα από κάθε ρόλο για να ανακαλύψει κάτι ή να διαχειριστεί κάτι άλλο.

Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, σε μια πολύ φτωχή οικογένεια και μέσα στις οικοδομές. Από 13 χρονών τον έπαιρνε ο πατέρας του, που ήταν σοβατζής, μαζί του για δουλειά. Η μητέρα του ήταν μοδίστρα. Στα 40 τ.μ. του σπιτιού τους ζούσε και η αδελφή του. Ο ίδιος δεν είχε καν δωμάτιο – κοιμόταν στην κουζίνα. Και όμως, η ζωή του επιφύλασσε πολλές και μεγάλες εκπλήξεις.

Φτωχά παιδικά χρόνια. Τουλάχιστον καλά συναισθηματικά;
Δυστυχώς, με πολλά και σοβαρά προβλήματα που προέκυπταν από την ασταθή και βαριά ψυχολογική κατάσταση της μητέρας μου. Ζούσαμε πολύ  αντιφατικά: ήταν σαν μέσα στο σπίτι να υπήρχε και ένα ψυχιατρείο και ένας ναός αγάπης – αλλά μιας αγάπης παθολογικής. Η μάνα μου, δηλαδή, ήταν δεμένη με μένα σε βαθμό μεγάλης εξάρτησης. Κι ενώ ήταν ένας άνθρωπος με πολύ τσαγανό, δουλευταρού και πολύ αστεία, ήταν άρρωστη ψυχικά και πολύ κυκλοθυμική – περνούσε από το μαύρο στο άσπρο σε κλάσματα του δευτερολέπτου.

– Θεωρώ πάντως ότι η δουλειά του ηθοποιού θα αποτέλεσε για εσάς συναισθηματική διέξοδο.
Ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει τις καταβολές του από παιδί. Όταν το οικογενειακό κλίμα είναι ήσυχο, μέτριο σε εντάσεις, δεν έχεις μεγάλες καταθέσεις ψυχής να κάνεις. Δεν έχεις μια προσωπική ανησυχία να λύσεις, έναν υπαρξιακό γρίφο για το τι συμβαίνει στο υποσυνείδητό σου, γιατί είσαι αυτός που είσαι. Εγώ θυμάμαι, ας πούμε, να φεύγω από το σπίτι με δύσπνοια και να τρέχω στους δρόμους προσπαθώντας να αναπνεύσω. Οι ακραίες αλμοδοβαρικές καταστάσεις ήταν καθημερινότητα μας. Οπότε, ναι, σίγουρα το θέατρο με βοήθησε πολύ.

«Θυμάμαι να φεύγω από το σπίτι με δύσπνοια και να τρέχω στους δρόμους προσπαθώντας να αναπνεύσω».

– Πώς ξεφύγατε από όλο αυτό αρχικά;
Ευτυχώς ήμουν πολύ ανήσυχος σε αντίθεση με την αδερφή μου – πιο συντηρητικός και πιο εγκρατής άνθρωπος – που έμεινε εκεί. Έφυγα λοιπόν στα 16 μου και περνούσα τα καλοκαίρια μου στη Μύκονο, όπου δούλευα στα μπαρ –σέρβις, DJ, όλα μαζί– ενώ ουσιαστικά μετά τον στρατό, από τα 23-24 μου, ζω στην Αθήνα. Δούλεψα κι εδώ στα μπαρ για μια μεγάλη περίοδο, για πάνω από 10 χρόνια. Έμπλεξα με το μόντελινγκ μία διετία περίπου και μετά ήρθε η πρόταση από τον Μάκη Γαζή, σε ένα πάρτυ τυχαία, για να συναντήσω τον Γιώργο Πανουσόπουλο για την «Ελεύθερη Κατάδυση» – «είσαι αυτό που ψάχνουμε» μου λέει και μου δίνει την κάρτα του Πανουσόπουλου. Εντωμεταξύ, εγώ τότε ήμουν πολύ σινεφίλ, έβλεπα ανεξάρτητο αμερικανικό και ευρωπαϊκό κινηματογράφο, αλλά δεν ήξερα την ελληνική σκηνή. Γενικά πάντως και όταν έκανα μόντελινγκ, το έκανα γιατί μου άρεσε πάρα πολύ το κάδρο, με ενδιέφερε η σκηνοθεσία, η φωτογραφία. Και μάλιστα όταν έκανα την ταινία, μου λέει ο Πανουσόπουλος, «Το μόντελινγκ σε βοήθησε γιατί ξέρεις να μπαίνεις, να στήνεσαι σωστά στην κάμερα και να φεύγεις, λιτά και επί της ουσίας». Τέλος πάντων… ας επανέλθω… Όταν τελικά πήγα να τον δω, του είπα: «Κοίταξε, να με συγχωρείς, εγώ βλέπω πολύ σινεμά, αλλά δεν βλέπω ελληνικό σινεμά. Δεν ξέρω τι κάνεις ούτε ποιος είσαι». Πάει λοιπόν στο γραφείο του και μου δίνει έξι ταινίες. «Πάρε, μου λέει, να μάθεις ποιος είμαι. Εσύ κι εγώ κάτι θα κάνουμε, σημαντικό».

– Πόσο καλός δρόμος είναι αυτός της ειλικρίνειας, όμως…
Πολύ. Αφού του είπα, «εμένα τι με θες; δεν είμαι ηθοποιός». «Δεν θέλω ηθοποιό, θέλω έναν άτεχνο, λαϊκό άνθρωπο γι’ αυτή τη δουλειά μου». Και μετά βγαίνει η ταινία, γίνεται όλος αυτός ο ντόρος και ύστερα από ένα διάστημα με φωνάζει ο Χουβαρδάς στο «Αμόρε» και μου λέει «Θέλεις να παίξεις;». Του λέω «Γιάννη, εγώ θέατρο δεν ξέρω τι είναι, δεν έχω σπουδάσει…». Πήγα όμως, έκανα ένα δοκιμαστικό, πήρα τον ρόλο και μπήκα στο θέατρο.

– Ποιο έργο ήταν;
Ήταν το «Μπελβεντέρε», του Χόρβατ. Με Μάγια Λυμπεροπούλου, Καφετζόπουλο, Βακούση, τον συγχωρεμένο τον Οικονόμου. Ήταν όλοι ηθοποιοί με καριέρα είκοσι χρόνων, κι ήμουν κι εγώ εκεί.. Τότε κάναμε και με τον Λεμπεσόπουλο την «Αίθουσα του Θρόνου» στο MEGA. Από τη μια λοιπόν ήμουν τυχερός, γιατί με ζητούσαν κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι πραγματικά είχαν να μου δείξουν πράγματα και να μάθω και από την άλλη, τολμούσα να εκτεθώ στο σανίδι, με τις αδυναμίες, τα λάθη και την ατεχνία μου, το οποίο βέβαια είχε μεγάλο κόστος. Αυτές οι στιγμές έχουν καταγραφεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου.

«Πιστεύω ότι αυτό που πρέπει να καταθέσει ένας ηθοποιός επί σκηνής είναι τα συναισθήματα».

– Στιγμές αγωνίας;
Ναι, της αγωνίας εν δράσει. Να είμαι στη σκηνή και να παίζω μεγάλους ρόλους, και να ξέρω ότι τώρα κάνω λάθος. Θυμάμαι μια παράσταση, για να τη βγάλω, νόμιζα ότι παίζω 13 γύρους μποξ και για 12 γύρους τρώω ξύλο. Κι έλεγα στον εαυτό μου, «θα σταθείς, θα σταθείς». Ήθελα να φύγω από τη σκηνή, γιατί ήξερα τα λάθη μου. Αλλά παρ’ όλα αυτά…

– Δύσκολο… χρειάζεται και ευφυΐα και συναισθηματική ευφυΐα.
Και θέλει και κουράγιο να το αντέξεις μετά. Άντε το αντιλήφθηκες, πώς το αντέχεις; Ήταν πολύ επώδυνο. Κι έχω κάνει χίλιες μύριες δουλειές και πολύ βαριές δουλειές. Αυτό το ψυχολογικό κόστος της υποκριτικής όμως, όταν δεν κατέχεις τα μέσα, είναι πάρα πολύ δύσκολο.

– Ποια πιστεύετε ότι ήταν τα προτερήματά σας –αν εξαιρέσουμε την πολλή δουλειά, γιατί βλέπω ότι είστε ένας άνθρωπος που δεν τη φοβάται.
Ο Αϊνστάιν έλεγε ότι το 90% της επιτυχίας μας είναι η εργασία. Ποιος; Ο Αϊνστάιν –δεν μίλαγε για το IQ. Κατ’ αρχάς και μόνο αυτό που αναφέρουμε, ήταν ένα μεγάλο όπλο, ότι δεν ήμουν δειλός. Ότι μπορούσα να διαχειρίζομαι και να συνυπάρχω με τα λάθη μου, ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Δεν έκανα πίσω.

– Με μία σεμνότητα, όμως, δεν είχατε δηλαδή την αλαζονεία του ωραίου.
Αυτό σε πετάει έξω πολύ γρήγορα. Εξάλλου το ατού της ομορφιάς το συνειδητοποίησα με την πάροδο του χρόνου, γιατί αρκετές φορές είμαι και αφελής, σε βαθμό βλακείας. Ερχόταν ο κόσμος και μου έλεγε «να ξέρεις ότι είσαι μία απειλή». Απειλή; Γιατί να είμαι απειλή για τους συναδέλφους μου; Γιατί, λέει, το ωραίο είναι απειλή, επειδή είναι συγκρίσιμο και δημιουργεί ανασφάλειες.

«Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ένας ηθοποιός που έχει έντονα βιώματα και  είναι ζορισμένος άνθρωπος. ».

– Και είναι και πάρα πολύ θελκτικό. Μπροστά στην ομορφιά… πολλοί υποκλίνονται.
Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι η ομορφιά είναι η πιο καλή συστατική επιστολή. Και ισχύει. Άρα, υπήρχε ένα καλό, το παρουσιαστικό, υπήρχε ένα δεύτερο καλό, μία σοφία του δρόμου που είχα, γιατί δεν είμαι άνθρωπος που έχω καταβροχθίσει τα βιβλία –έχω διαβάσει την περίοδο που έπρεπε να διαβάσω και τα πράγματα που έπρεπε να διαβάσω. Επίσης, το ότι είχε ακουμπήσει η ζωή πάνω μου βιωματικά από μωρό παιδί ήταν η παρακαταθήκη που έβλεπαν οι σκηνοθέτες και το ζητούσαν. Νομίζω ότι έχει μεγάλο ενδιαφέρον ένας ηθοποιός που έχει έντονα βιώματα και  είναι ζορισμένος άνθρωπος. Πιστεύω ότι αυτό που πρέπει να καταθέσει ένας ηθοποιός επί σκηνής είναι τα συναισθήματα. Συναισθήματα όμως τα οποία δεν προέρχονται μόνο από μία εγκεφαλική διαδρομή αλλά από μία ψυχική σχέση με την κοινωνία, τον κόσμο, τους συνανθρώπους.

Και φυσικά παίζει ρόλο και το ήθος, γιατί κακά τα ψέματα, το θέατρο είναι μια ομαδική τέχνη και μόνο έτσι μπορείς να το υπηρετήσεις, μέσα από την καλή συνεργασία.

«Δεν είμαι άνθρωπος που έχω καταβροχθίσει τα βιβλία –έχω διαβάσει την περίοδο που έπρεπε να διαβάσω και τα πράγματα που έπρεπε να διαβάσω».

– Στην πορεία των ετών έχετε κατασταλάξει τι είδους έργα προτιμάτε; Κάνετε πολύ δράμα, είναι η αλήθεια.
Μα από εκεί ξεκίνησε η κουβέντα μας. Τι είναι αυτό που παρακινεί έναν ηθοποιό να ασχοληθεί με αυτή τη δουλειά, που δεν έχει χρήματα, και να δώσει τον καλύτερό του εαυτό; Γιατί υπάρχει και αυτή η παραδοξότητα: ενώ μπορεί να μην πληρώνεσαι, δίνεις φουλ γκάζια. Νομίζω ότι πραγματικά είναι το τι έχεις ζήσει μεγαλώνοντας. Και επειδή είμαστε πάντα σε ένα ταξίδι έρευνας και το θέατρο είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας, ανεβαίνεις σε αυτό το όχημα με θέληση και δίψα, να ξεδιπλώσεις την ψυχή σου, για να αυτοαναλυθείς και κατ’ επέκταση να δείξεις και στους υπόλοιπους, σαν καθρέφτης τους, τι συμβαίνει μέσα σε όλους μας. Τολμάει ένας άνθρωπος να ανέβει πάνω σε μια σκηνή και μέσα από τον ρόλο του να πει «Κύριοι, κυρίες, αυτοί είμαστε οι άνθρωποι, αποδεχτείτε τα καλά και τα κακά, τα άσπρα και τα μαύρα, τον ήλιο και την παγωνιά μέσα μας».

– Ποιοι ρόλοι που έχετε κάνει στο θέατρο σας έχουν συγκλονίσει ιδιαιτέρως και ποιοι άνθρωποι σας έχουν επηρεάσει;
Η παράσταση «Aμάραντα» με τη bijoux de kant και η «Νεκρή Ζώνη» του Πίντερ είναι πολύ αγαπημένα μου έργα. Με τη Ρούλα Πατεράκη έχω κάνει 4-5 δουλειές και πραγματικά είναι μια δασκάλα για μένα. Με τον Γιάννη Σκουρλέτη, που συνεργάζομαι τώρα για δεύτερη φορά, μαθαίνω συνεχώς. Ο Γιάννης Χουβαρδάς, που με έβαλε στο θέατρο υπήρξε άνθρωπος-σταθμός για μένα. Πρέπει όμως να αναφερθώ ιδιαιτέρως στο έργο «Ο θάνατος και ο αγρότης», που είχα κάνει με την Πατεράκη. Με είχε απασχολήσει πολύ και με εξέφραζε ιδιαιτέρως. Ηταν γραμμένο περίπου το 1400 μ.Χ., ένα πολύ ιδιαίτερο προαναγεννησιακό κείμενο, που πραγματεύεται τη βαθιά αντιπαλότητα του ανθρώπου με τον θάνατο. Ένας συγγραφέας χάνει τη γυναίκα του, 21 χρονών, την ώρα που γεννάει και έτσι γράφει μία ύβρη απέναντι στον θάνατο.

«Ο Νίτσε έλεγε ότι το καλό και το κακό συμπορεύονται, η ευτυχία και η δυστυχία –και ανάλογα με τις περιστάσεις, ζεις το ένα από τα δύο, το άλλο όμως είναι εκεί».

– Στον θάνατο ή στον Θεό;
Κατ’ επέκταση στον Θεό. Ο θάνατος είναι θεός. Οπότε βάζει τον άνθρωπο απέναντι στο άγνωστο και γι’ αυτό ο άνθρωπος έχει μια πολύ έντονη αντίδραση. Εγώ, επειδή έχασα και τους δύο γονείς μου πολύ βίαια, ιδίως τον πατέρα μου με καρκίνο, δεν μπορώ να συλλάβω γιατί να φεύγουμε από τη ζωή τόσο τυραννικά και μάλιστα όταν δεν έχουμε πειράξει κανέναν. Αυτή η αδικία με ενοχλεί πολύ. Άλλο ένα έργο που με έχει αγγίξει ήταν η «Κραυγή» του Τένεσι Ουίλιαμς, που κάναμε με τη Μάνια Παπαδημητρίου, σε σκηνοθεσία της Έλλης Παπακωνσταντίνου. Ήταν η προσωπική κατάθεση ψυχής του Τένεσι – κάτι που με κλόνισε. Πρόκειται για την υπέρμετρη αγάπη που είχε για την αδερφή του – σε μία σχέση μάλιστα που κάποιοι θεωρούσαν αιμομικτική. Γιατί τη στήριζε επειδή εκείνη ήταν ψυχοπαθής και ήταν το αποκούμπι του και, αν θέλετε, και η συγγραφική του τροφή –το να προσπαθεί να δώσει μια λύση στην ψυχοπάθεια, να την αποδεχτεί και να μπορέσει να τη βοηθήσει χωρίς ο ίδιος να επηρεαστεί.

– Στη σκηνή μπορείτε να τιθασεύετε τα συναισθήματά σας;
Ναι, επειδή είναι τέχνη και η τέχνη θέλει τα καλούπια της. Έχω ακούσει ότι στη Ρωσία ένας ηθοποιός ξέφυγε από τον έλεγχο και σκότωσε συνάνθρωπό του επί σκηνής. Ο ηθοποιός καλείται πολλές φορές, σαν φάντασμα, να βγαίνει από τον εαυτό του και να τον παρατηρεί απέξω. Τότε κάνει σωστή τέχνη. Πρέπει να ελέγχουμε τα συναισθήματά μας πάνω στη σκηνή, για να μεταφέρουμε το έργο στον θεατή. Πρέπει να λειτουργούμε σαν αγωγός του κειμένου. «Story tellers», μάς λέει ο Μάμετ. Αν εγώ διοχετεύω πάρα πολύ έντονα συναισθήματα, μπλοκάρεται το συναίσθημα του θεατή και δεν μπορεί να αφεθεί στο έργο. Είναι μία λειτουργία που θέλει μεγάλη προσοχή.

– Αυτό εξελίσσεται με τα χρόνια; Είναι και θέμα εμπειρίας;
Είναι κάποιοι που το έχουν έμφυτο, κάποιοι άλλοι –όπως εγώ– το αποκτούν πολύ αργά, σε βάθος χρόνου. Και στο «Μπελβεντέρε» ακόμα, ο Γεωργουσόπουλος είχε γράψει, «Άγουρος μεν, αλλά με πολύ ενδιαφέροντα εσωτερικό κόσμο», που εμένα μου άρεσε πολύ. Άγουρος εννοούσε τεχνικά, αλλά έβλεπε ότι μέσα υπάρχει φλόγα.

«Ο ηθοποιός καλείται πολλές φορές, σαν φάντασμα, να βγαίνει από τον εαυτό του και να τον παρατηρεί απέξω. Τότε κάνει σωστή τέχνη».

– Έχετε τον φόβο των κενών θέσεων στο θέατρο;
Αυτό είναι τρελό μυστήριο. Ομολογώ ότι κάποιες από τις καλύτερες παραστάσεις που έχουμε κάνει, ήταν με άδεια θέατρα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στο Θέατρο Χώρα, που παίζαμε με τη Ρούλα Πατεράκη και εντεκαμελή θίασο την «Κυρία με τις καμέλιες», χιονισμένη όλη η Ελλάδα και έρχονται με τα πόδια 3 θεατές. Έχουμε το δικαίωμα να μην παίξουμε, όταν οι θεατές είναι κάτω από τον αριθμό των ηθοποιών, αλλά λέει η Πατεράκη, θα παίξουμε. Κάναμε μία από τις καλύτερες παραστάσεις. Γενικά όμως υπάρχουν κι αυτά και πρέπει να μάθεις να τα αποδέχεσαι –την κακή κριτική, το άδειο θέατρο, την άρνηση, το όχι στη ζωή… Ο Νίτσε έλεγε ότι το καλό και το κακό συμπορεύονται, η ευτυχία και η δυστυχία –και ανάλογα με τις περιστάσεις, ζεις το ένα από τα δύο, το άλλο όμως είναι εκεί. Στις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου, υπάρχει από μέσα μου μία ανησυχία, μία αμφιβολία. Είναι άραγε πραγματικότητα; Άρα και η δυστυχία, είναι εκεί και το δηλώνει. Στις πιο δυστυχισμένες στιγμές της ζωής σου, σε μια κηδεία, μπορεί να γελάσεις. Γιατί είναι και η ευτυχία εκεί και στο υπενθυμίζει.

«Υπάρχουν κι αυτά και πρέπει να μάθεις να τα αποδέχεσαι – την κακή κριτική, το άδειο θέατρο, την άρνηση, το όχι στη ζωή».

– Επίσης μόνο κάτι καλύτερο μπορεί να συμβεί, όταν ζεις το χειρότερο.
Στο έργο λέω, «Ό άνθρωπος γλυκογελά, θρηνεί και πάλι χαίρει, αιώνια αισθήματα το στήθος του δε φέρει». Το οποίο είναι τέλειο. Ο δρόμος της αποτυχίας, όπως και της επιτυχίας, είναι ζητούμενα –πρέπει να είναι ζητούμενα, αλλιώς κακομαθαίνεις και όταν θα έχεις, εκ των πραγμάτων, την πρώτη σου ήττα, μπορεί να αυτοκτονήσεις. Άμα σε κοροϊδέψει τόσο πολύ η ζωή που αργήσει να σου φέρει τις ήττες, τότε είσαι δυστυχής. Ο ευτυχής άνθρωπος είναι αυτός που έχει δει τη δυστυχία από πολύ νωρίς.

– Εσείς οικογένεια δεν… τολμήσατε να κάνετε;
Όχι, είχα τόσο κακή εμπειρία από τη δική μου. Όχι γιατί δεν αγαπούσαν ένας τον άλλον, αλλά για την ανυπόφορη ένταση που ζούσαν. Οπότε, όχι, δεν το τόλμησα. Λατρεύω τη μοναξιά και τη μοναχικότητά μου. Είμαι πάρα πολύ ήσυχος. Κοιμάμαι ήσυχα, γιατί το ζητούμενο είναι πραγματικά να πέφτεις στο κρεβάτι και να κλείνεις τα μάτια σου ήρεμα.

 

Info:

Ο Αλέκος Συσσοβίτης είναι συνιδιοκτήτης του ΦΑΟΥΣΤ. Επίσης, πρωταγωνιστεί στο έργο «Τα δάση στα γόνατα», Θέατρο του Νέου Κόσμου (κάτω χώρος), Αντισθένους και Θαρύπου, τηλ. 2109212900.

Δευτέρα και Τρίτη, 21:15 ως 23/04

 

Διαβάστε ακόμα: Μίνως Μάτσας, «καθόλου δεν μετάνιωσα που γύρισα από την Αμερική».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top