Η Αλεξάνδρα Μπουτάρη, ο Σωτήρης Κακίσης, η Τέρρυ Ρούπακα και η Θεοδοσία Μίχου στα «Οινοπνεύματα» της Αλεξάνδρας.

Η Αλεξάνδρα Μπουτάρη, ο Σωτήρης Κακίσης, η Τέρρυ Ρούπακα και η Θεοδοσία Μίχου στα «Οινοπνεύματα» της Αλεξάνδρας.

Τη γνώρισα για λίγο πριν από αρκετά χρόνια σ’ ένα Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη της, εύχαρι και λαμπερή, πανέμορφη όπως πάντα. Θυμάμαι πως μας σύστησε τότε ο αδελφός της και φίλος μου, ο Δημήτρης ο Φλόκας, και πως η αίθουσα του σινεμά ήταν υπερπλήρης, κι εμείς μαζί με άλλους όρθιοι κάπου δεξιά στην πλατεία βλέπαμε την προβολή. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να θυμηθώ πια ποια ταινία: ήταν ίσως η «Μανία» του Πανουσόπουλου, οπωσδήποτε όχι η «Νίκη της Σαμοθράκης» του Δήμου του Αβδελιώδη, που κι αυτήν την είχα παρακολουθήσει όρθιος, αλλά κάπως στο χρόνο πιο μετά.

Σαν να γίναμε φίλοι αμέσως. Πήγαμε νομίζω και λίγο μετά όλοι μαζί στο «Φλου» του Δημήτρη, ένα από τα πιο in τότε κι ιστορικά πια μπαρ της Θεσσαλονίκης, λίγα βήματα πιο πέρα. Ύστερα, δεν είχαμε ξαναβρεθεί, δεν είχαμε ξαναμιλήσει.

Η Μπέττυ Λιβανού, η Αλεξάνδρα Μπουτάρη και η Λίλη Πανούση στη Σεμέλης (φωτογραφία Νανά Κακίση).

Η Μπέττυ Λιβανού, η Αλεξάνδρα Μπουτάρη και η Λίλη Πανούση στης Σεμέλης (φωτογραφία Νανά Κακίση).

Χτύπησε το τηλέφωνό μου απροόπτως κάποια στιγμή: «Σωτήρη, είμαι η Αλεξάνδρα η Μπουτάρη, με θυμάσαι; Ξέρεις γιατί σου τηλεφωνώ; Μετακομίζουμε οικογενειακώς στην Αθήνα, και θέλω από σένα δυο πράγματα, αν γίνεται: πρώτον, να κάνουμε παρέα, και, δεύτερον, να με προειδοποιείς για ’κείνους που δεν είναι της προκοπής άνθρωποι, αφού εσύ θα τους έχεις πριν από μένα καταλάβει. Γιατί αλλιώς φοβάμαι πως θα χάσω πολύ χρόνο πάλι, διαλέγοντας και ξεδιαλέγοντας!»

Κι έτσι, ναι, ξαναβρεθήκαμε με την Αλεξάνδρα, με την Αλέκα τη Φλόκα, για τα καλά, για μια φιλία ζωής πια. Και στη Σκουφά, στο πρώτο τους σπίτι, και μετά τέρμα Αναγνωστοπούλου, και στη Χοϊδά, στην άλλη πλευρά του Λυκαβηττού αργότερα. Μα και στο δικό μου σπίτι, στη Σεμέλης, με τους δικούς μου φίλους φίλη η Αλεξάνδρα, με τους δικούς της κι εγώ. Και, βέβαια, με παρέες εορταστικές συχνά στα «Οινοπνεύματά» της τα εξαιρετικά, στην Ηρακλείτου, στο Κολωνάκι εκεί. Εκεί κι ο Αλκαίος μου, με τον Γιάννη Βαρβέρη και τον Γιώργο Μαρκόπουλο, με την Μπέττυ Λιβανού. Εκεί κι ο Μίμνερμός μου, για την επέτειο των εκδόσεων Μίμνερμος, με τον Φασιανό, τον Στεφάνου, τον Σπεράντζα…

Μας σύστησε ο αδελφός και φίλος μου, ο Δημήτρης ο Φλόκας, σ’ ένα Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη της. Σαν να γίναμε φίλοι αμέσως.

Γιατί η Αλεξάνδρα με την ψυχή της πάντα προς τα ’κει πετούσε: προς της ζωγραφικής και της Ποίησης, προς της κάθε δημιουργίας τη λυτρωτική συχνά επικράτεια, από τα εύθυμα «Οινοπνεύματα» στων πνευμάτων τις πιο επίμονες συγκινήσεις. Προς εκεί που, όσο γίνεται πιο βαθιά στον κάθε άνθρωπο, κάτι πάντα πιο ουσιαστικό υπάρχει, κρύβεται, υπομονετικά να βρεθεί περιμένει.

Διαβάστε ακόμα: Ο Αμφίβολος Επισκέπτης Αργύρης Μπακιρτζής.

Με τη Λέτη Κρόκου και το αγαπημένο της σκυλί στο σπίτι της (φωτογραφία Σωτήρης Κακίσης).

Με τη Λέτη Κρόκου και το αγαπημένο της σκυλί στο σπίτι της (φωτογραφία Σωτήρης Κακίσης).

Θυμάμαι που ανέβαινα και για ένα άλλο, κατοπινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και δεν έβρισκα κατάλυμα, και πήρα την Αλεξάνδρα να με βοηθήσει. «Μην το συζητάς! Θα μείνεις στης γιαγιάς μου, που δεν υπάρχει πια, το ωραίο διαμερισματάκι, είναι πλήρες, θα σε φροντίσουν σαν στο πιο νοικοκυρεμένο ξενοδοχείο οι δικοί μου. Αλλά θα ’χεις μόνο μία μικρή υποχρέωση: προτού φύγεις για τις βραδινές σου βόλτες, ν’ ανεβαίνεις στο διαμέρισμα τού πατέρα και της μητέρας μου στην ίδια πολυκατοικία, να πίνετε ένα ουισκάκι με τον μπαμπά, να λέτε καμιά κουβέντα μεταξύ σας».

Η Αλεξάνδρα στη Ζωοδόχου Πηγής, στην επέτειο των εκδόσεων «Ερατώ» (φωτογραφία Βασιλική Βλάχου).

Η Αλεξάνδρα στη Ζωοδόχου Πηγής, στην επέτειο των εκδόσεων «Ερατώ» (φωτογραφία Βασιλική Βλάχου).

Κι αυτό έκανα με τον πατέρα Φλόκα, τον παλαιό ευπατρίδη, τις λίγες μέρες αυτές: χωρίς να πίνω το ουίσκι μου, αλλά κρατώντας κι εγώ στην πολυθρόνα μου το ποτήρι μου, για πολλά πολλών εποχών πράγματα συζητήσαμε, μαθαίνοντας και ρωτώντας τον εγώ, σαν σε συνεντεύξη μακρόσυρτη κι ακαταχώρητη, αλλά καίρια, πολύ ενδιαφέρουσα και ειλικρινή.

Η Αλεξάνδρα, που ακόμα σχεδόν εγώ δεν έχω καταλάβει πως δεν υπάρχει πια, εκτός από τρυφερή συχνά ευεργέτις μου σε πράγματα μικρά, γήινα και συνήθως δυσκολεμένα, ήταν άνθρωπος απλός, χαρακτήρας ισχυρός, με αισθήματα αθώα και άμεσα πάντα, με μυαλό που σκεφτόταν με την καρδιά της μαζί, σε συνεχή διάλογο, σε μια όλο νόημα, το μυαλό και η καρδιά της, συνεργασία. Κι εγώ, και οι υπόλοιποι καλοί φίλοι της, στην Αλεξάνδρα Μπουτάρη αυτό πάντα, νομίζω, βλέπαμε, αυτό γενναιόδωρα κι εκείνη μάς πρόσφερε: της εσωτερικότητάς της τη δύναμη, των πράξεών της την άδολη πάντοτε σημασία.

Και, δυστυχώς, και την αντίληψη –όπως και για όλους μας από κάποια στιγμή κι έπειτα– μιας ακαταμάχητης, γοητευτικής, αλλά κι επικίνδυνης και σκληρής, σκληρότατης μελαγχολίας.

Διαβάστε ακόμα: «Μ’ Αγαπάς;»: 25 χρόνια από τη Βενετία μακριά.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top