Εκατόν πενήντα χρόνια πέρασαν και ποτέ δεν ξανάδαμε κοριτσάκι να φτάνει σε τέτοια ηλικία χωρίς ούτε μια ρυτίδα. Η Αλίκη οδηγεί καμιά δωδεκαριά γενιές στη Χώρα των Θαυμάτων. Έδωσε κλωτσιά στην παιδική λογοτεχνία, ή μάλλον στη λογοτεχνία σκέτη, τον κόσμο της εικονογράφησης, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο και τη μουσική. Κι όχι μόνο: είναι μία από τις πρώτες ηρωίδες που ταξίδεψε, ενόσω ακόμα ζούσε ο δημιουργός της, εκτός λογοτεχνίας. Γέννημα των παραμυθιών, των τραπουλόχαρτων και της επιστολογραφίας, το τοσοδούλικο πλασματάκι φιγουράρισε σε γραμματόσημα, κουτιά μπισκότων και επιτραπέζια παιχνίδια.
Το αφήγημά της είδε για πρώτη φορά το φως τον Ιούλιο του 1865. Κι από τότε ταρακουνάει συνεχώς το συλλογικό φαντασιακό με μια ιστορία απολύτως μοναδική απ’ όποια πλευρά και να τη δεις, ένα συναρπαστικά πολυπλόκαμο κόσμο. Ο Lewis Carroll κατάφερε να φτιάξει ένα σύμπαν που μπορεί να συναγωνιστεί μόνο το “Dune” του Frank Herbert κι από τελείως άλλη αφετηρία: απελευθερώνει την παιδική λογοτεχνία από την υποχρέωση να επιμορφώσει, εισάγει στην αφήγηση πρόσωπα καμωμένα από γλωσσολογικές αμφισημίες, νεολογισμούς και λογικά προβλήματα.
Πρόσωπα-καθρέφτες του χωροχρόνου των ονείρων, που παραλογίζονται κατά το δοκούν, που προκαλούν ρηγματώσεις ρηματικές, τεράστιες, μέσα στις οποίες θα σπεύσουν να χωθούν ασμένως James Joyce και κουστωδία. Το πόνημα συνθλίβει τις κατηγοριοποιήσεις μας σαν καρυοθραύστης. Ο Lewis Carroll δεν είναι απλώς ένας συγγραφέας, ούτε η Αλίκη μια απλή ηρωίδα. Το ντουέτο ενσαρκώνει μια αιώνια αναρώτηση σχετικά με τη δόμηση της ταυτότητας – Ποιος είμαι; Αλλά, το κυριότερο: Για πόσο;
«Όλα αυτά γίνονται όλο και πιο περίεργα» μονολογεί η Αλίκη εδώ κι ενάμισι αιώνα μέσα από αυτό το υπέροχα αλλούτερο σύμπαν που σπεύδει δικαίως να τιμήσει ολάκερη η Ευρώπη, καθώς εξακολουθεί να κατατρύχει μικρούς και μεγάλους, μεταξύ των οποίων και πολλούς μουσικούς.
«Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», ακόμα και σήμερα, ταϊζει παραδοξότητα και ονειροπολήσεις την ποπ κουλτούρα. Η ιστορία που δεν υπακούει σε καμία λογική, οι λωλοί χαρακτήρες, οι κουφοί διάλογοι τη μετατρέπουν σ’ ένα βαρέλι δίχως πάτο έμπνευσης για μια πλειάδα καλλιτεχνών, ανοίγοντας μια χαραμάδα.
Έτσι, στην ψυχεδελική τους περίοδο, οι Beatles έγραψαν το «I Am The Walrus» (1967), αναφορά στο θαλάσσιο ελέφαντα που πιάνει στρείδια για να τραφεί. Την ιστορία του άσπλαχνου ζώου αφηγούνται στη μικρή Αλίκη οι δίδυμοι Tweedle Dee και Tweedle Dum, οι οποίοι ενέπνευσαν με τη σειρά τους το ομώνυμο τραγούδι του Μπόμπ Ντίλαν, το οποίο περιλαμβάνεται στο άλμπουμ «Love and Theft» του 2001.
Σ’ ένα στυλ πολύ πιο σκοτεινό, ο Marilyn Manson, τραγουδιστής του βιομηχανικού metal, άντλησε συχνά από το θαυμαστό σύμπαν του Lewis Carroll, κατά κόσμον Charles Lutwidge Dodgson. Τοιουτοτρόπως προέκυψε και το άλμπουμ «Eat Me Drink Me». Μετά θέλησε να κάνει και μια ταινία τρόμου, βασισμένη στα ημερολόγια και τις βιογραφίες του συγγραφέα. Τίτλος «Phantasmagoria: The Visions of Lewis Carroll». Τελικά, παράτησε το project, καθότι «ιδιαίτερα επιβλαβές για τη διανοητική μου υγεία», όπως εξήγησε.
Στο παιχνίδι πήραν μέρος και τα Γαλλάκια. Το γκρουπ Indochine κυκλοφόρησε προ δεκαετίας το δίσκο «Alice & June». Και τα video-clips έπαιξαν πολύ: «What You Waiting For?» από τους No Doubt, με μια rock’n’roll Αλίκη με ιαπωνικές επιρροές, χαμένη στο λαβύρινθο. Τη σκυτάλη πήραν οι Paramore, αμερικάνικο ποπ-πανκ συγκρότημα, με το βίντεο του σιγκλ «Brick By Boring Brick» (2009).
Το μνημειώδες αυτό έργο ενέπνευσε και καλλιτέχνες που το μετέφεραν στη σκηνή. Είναι η περίπτωση του ράπερ Oxmo Puccino και του τρομπετίστα Ibrahim Maalouf, συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας και παιδικής χορωδίας, το Φλεβάρη. Καπάκι, ο Damon Albarn, leader των Blur, με το «wonder.land», το οποίο θα παρουσιαστεί αυτόν το μήνα στο διεθνές φεστιβάλ μουσικής του Μάντσεστερ, δίνει με τη σειρά του ζωή στο έργο. «Θα είναι σιροπιαστό, προβλεπόμενο και κυνικό. Θέλησα να στήσω μια Χώρα των Θαυμάτων όσο χρειάζεται θαυμαστή και θορυβώδη. Αλλά ταυτόχρονα όσο αναγκαία λυπητερή».
Διαβάστε ακόμα: O Δημήτρης Αντωνίτσης και το “Αυθεντικά Πλαστό”.