Credit: Kokotron/Flickr

Η Κάλλας, έστω κι αν διέθετε τεχνική ανώτερη από πολλές κολορατούρα συναδέλφους της ή ήχο πλουσιότερο από πολλές ντίβες της εποχής της, δεν είχε ούτε την πιο ωραία ούτε την πιο ομοιογενή φωνή. Ωστόσο, υπήρξε η πιο πειστική αοιδός των παθών, η πιο πολύμορφη μούσα των επιθυμιών. Credit: Kokotron/Flickr

Mια όπερα είναι κάτι το οποίο δεν θα μπορέσεις ποτέ να γνωρίσεις απόλυτα. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση και η μεγάλη αίσθηση του ανικανοποίητου», είχε δηλώσει η Μαρία Κάλλας. Η πιο εκφραστική φωνή της όπερας σιώπησε στις 16 Σεπτεμβρίου 1977.  Σήμερα, ενενήντα χρόνια από τη γέννησή της, η ευαισθησία μας ρουφά άπληστη κάθε ίχνος ανάμνησης από τη ζωή τής (ή με την) Κάλλας, ζωντανεύοντας το δικό μας πορτραίτο της υπερευαίσθητης αοιδού η οποία έμελλε να δώσει το φιλί της ζωής στην όπερα. Πράγματι, έσωσε το μουσικό θέατρο από την υπεροψία, το ανέραστο στυλιζάρισμα και την άτολμη ερμηνεία, αναγεννώντας την πλανητική απήχησή του. Πριν από το μεσουράνημα της Κάλλας στη Σκάλα του Μιλάνου, μέσα στη δεκαετία του 1950, η όπερα κινδύνευε να πνιγεί στη θανάσιμη αγκαλιά των σνομπ. Έμοιαζε να έχει χαριστεί στην μπλαζέ επιτήδευση των φωνών, στη στομφώδη ισοπέδωση των απαιτητικών ρόλων και στη διακοσμητική αντίληψη της όπερας ως είδος κοσμικού γκαλά: μια αντίληψη στην οποία η όπερα κινδυνεύει να καταλήξει εκ νέου.

Όταν έλαμψε η Κάλλας τα αηδόνια (τα φλύαρα στόματα των «καλλωπιστικών» πριμαντόνων) εξαφανίστηκαν και οι πομπώδεις ντίβες εκτοπίστηκαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Πριν ανατείλει το άστρο της Σεσίλιας Άννας Μαρίας  Καλογεροπούλου, αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων της Ευρώπης κυριαρχούσαν τα έργα του Βάγκνερ και του Βέρντι, η πλειοψηφία των έργων του ιταλικού βερισμού και η, εκ των ων ουκ άνευ, «Κάρμεν». Ιδίως στα ιταλικά θέατρα θριάμβευαν και έργα όπως η «Αντριάνα Λεκουβρέρ» του Τσιλέα ή η «Φραντσέσκα ντα Ρίμινι» του Ζαντονάι, όλα ιδιαιτέρως ατμοσφαιρικά, ενώ σε πρώτη ζήτηση έρχονταν η «Τόσκα» και η «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι. Σε αυτό το ρεπερτόριο κυριαρχεί, κατά κανόνα, η βαριά ενορχήστρωση, ενώ το εκφραστικό ζενίθ αγγίζεται συνήθως σε σκηνές «γυμνής» πρόζας, όπου η τραγουδίστρια-πρωταγωνίστρια επιστρατεύει όλα τα θεατρικά προσόντα της για να συναρπάσει το κοινό, όπως για παράδειγμα στην καταληκτική σκηνή τής «Κάρμεν» ή στη σκηνή όπου φονεύεται ο Σκάρπια, στην «Τόσκα».

Τα ιδιαίτερα, λοιπόν, προσόντα που απαιτούνταν τότε ήταν η πλούσια και δυνατή φωνή, η οποία αναδυόταν με νικητήριο στόμφο μέσα από το πυκνό μπαράζ της ορχήστρας ή αφόπλιζε το κοινό με μια υπερβολικά δραματική ερμηνεία, παρακάμπτοντας τις λεπτές αποχρώσεις, ισοπεδώνοντας άριες, παρερμηνεύοντας ηρωίδες (Βιολέτα, Λουτσία, Ελβίρα…) και εγκαταλείποντας την κολορατούρα (απαιτητική φωνητική γραφή δεξιοτεχνικών εφέ) βορά στα φλύαρα στόματα των λεγόμενων αηδονιών, των «καλλωπιστικών» πριμαντόνων. Τα αηδόνια, στον αντίποδα της πομπώδους ντίβας, με κρυστάλλινες αλλά αδύναμες φωνές, απογύμνωναν τις παρτιτούρες από την τραγική διάσταση των εντάσεων και των υπόκωφων σιωπών τους, σκορπώντας στον αέρα διακοσμητικές τρίλιες, στακάτι, σκάλες, αρπίσματα και ό,τι άλλο πυροτέχνημα διέθετε το εξωτικό οπλοστάσιό τους.

 

Πώς να πεθαίνεις κάθε βράδυ!

Όταν, όμως, έλαμψε η Κάλλας, όλα αυτά έσβησαν. Τα αηδόνια εξαφανίστηκαν και οι πομπώδεις ντίβες εκτοπίστηκαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τώρα πλέον η Λουτσία δεν εξερευνά υστερικά στρατοσφαιρικές φωνητικές επιδόσεις, αλλά ρίχνει ανατομικές ματιές στα εσώψυχά της. Το δράμα της Βιολέτας μετατοπίζεται από την κόντρα μι ύφεσι της πρώτης πράξης, στα ντουέτι της δεύτερης. Η Αμπιγκαϊλ («Ναμπούκο»), η Έλενα («Σικελικοί Εσπερινοί»), η Νόρμα, η Λαίδη Μάκβεθ, η Αρμπίντα και άλλες ξεχασμένες ηρωίδες κυριεύουν με την αλήθεια τους τη σκηνή.

«Για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν, ένα άνοιγμα στο σύμπαν, κι εσύ τραγουδάς από κει» (Πιέρ Πάολο Παζολίνι)

Η Κάλλας, έστω κι αν διέθετε τεχνική ανώτερη από πολλές κολορατούρα συναδέλφους της ή ήχο πλουσιότερο από πολλές ντίβες της εποχής της, δεν είχε ούτε την πιο ωραία ούτε την πιο ομοιογενή φωνή. Ωστόσο, υπήρξε η πιο πειστική αοιδός των παθών, η πιο πολύμορφη μούσα των επιθυμιών. Ποιος να μη λυγίσει μπροστά στο μυστήριο της καρδιάς της, όταν πάλλεται ολόκληρη από την οργή της Μήδειας, όταν εξαϋλώνεται μέσα στη διάφανη προσευχή της Νόρμας, όταν βουλιάζει στη μελαγχολία της Αμίνας, όταν συντρίβεται από την απόγνωση της Ιμογένης, όταν παραδίδεται στη μελαγχολία της Οφηλίας, ρόλοι οι οποίοι για πρώτη φορά ερμηνεύονται τόσο καταλυτικά; «Οι κινήσεις της σε έκαναν να ανατριχιάζεις», μνημονεύει ο σκηνοθέτης Λουκίνο Βισκόντι. «Σου ράγιζε την καρδιά», ομολογεί ο μαέστρος Κάρλο Μαρία Τζουλίνι. «Δεν είναι δυνατόν κάθε βράδυ να πεθαίνεις στη σκηνή, όπως το ήθελε εκείνη», απολογείται η υψίφωνος Σίλβια Σας. «Για μένα υπήρξε η μοναδική μεγάλη τραγουδίστρια του μπελ κάντο, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα», τόνισε ο μαέστρος Λέοναρντ Μπερνστάιν. «Όταν την πρωτογνώρισα, κατάλαβα από τα πρώτα κιόλας λεπτά της συνομιλίας μας πως ο μεγαλύτερος εχθρός της Κάλλας ήταν η Μαρία. Όπως κατάλαβα και ότι δεν ήθελε πια να ξανατραγουδήσει, απλά και μόνο γιατί είχε επίγνωση του πόσο σπουδαία υπήρξε», επισήμανε ο τενόρος Πλάθιντο Ντομίνγκο. «Μα πού είναι τέλος πάντων μια άλλη τραγουδίστρια τόσο μεγάλη όσο ήταν εκείνη;», αναρωτιέται, δίκαια, ο τενόρος Φράνκο Κορέλι. «Για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν, ένα άνοιγμα στο σύμπαν, κι εσύ τραγουδάς από κει», της ψιθυρίζει ερωτικά, μέσα από την ποίησή του, ο σκηνοθέτης Πιέρ Πάολο Παζολίνι, συμπυκνώνοντας τα συναισθήματα όλων μας. Και παρασύροντάς μας σε αχόρταγα ακούσματα και διαβάσματα για την αλήθεια και το μύθο της.

Για τους αμύητους συνιστώνται ως αφετηρία τα λευκώματα-χρονικά «Μαρία Κάλλας: Οι Μεταμορφώσεις μιας τέχνης» (Μπάστας-Πλέσσας), του Βασίλη Νικολαϊδη, «Μαρία Κάλλας: Η Ελληνική Σταδιοδρομία της» (Γνώση), του Πολύβιου Μαρσάν, και «Κάλλας-Μήδεια» (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών) του Νίκου Μπακουνάκη, που συμπληρώνονται εξαίσια από τις «Ιταλικές Νύχτες» (Καστανιώτης) του ίδιου και την «Άγνωστη Κάλλας» (Καστανιώτης) του Πετσάλη Διομήδη. Αναζητήστε τα και συμπληρώστε τα με τις νεώτερες αναψηλαφήσεις τής λαμπρής και θλιμμένης ζωής της μεγάλης ντίβας, στις εκδόσεις Dover, Gallimard, Flammarion, Belfond, Ramsay, Amadeus, Πατάκη, Ανατολικός, Οδός Πανός, κ.λ.π.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top