«Η ρίμα, η ρίμα η ακανόνιστη, η εσωτερική, η σπαστή, που σε γυρεύει εκεί που την έχεις ξεχάσει, που σε αιφνιδιάζει προτού να δώσει χώρο σε πεζό χωρίο, όλο αυτό το σύμπαν απέκτησε δικό του χώρο μέσα μου, σκήνωσε και άρχισε να ζει» λέει ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος.

Είχα ξεκινήσει να γράφω για τον Ιωάννη Άγγελο του Μίκα Βάλταρι και η παράδοση του κειμένου μου στον Κίμωνα, που είχε την καλοσύνη να με ρωτήσει ποιο βιβλίο μου άλλαξε τη ζωή, χρόνιζε. Ως που κατάλαβα το πραγματικό ερώτημα. Ο Ιωάννης Άγγελος είναι το αγαπημένο μου βιβλίο, αλλά δεν μου άλλαξε τη ζωή. Τη ζωή μου άλλαξε η έκδοση T.S. Eliot – ΠΟΙΗΜΑΤΑ της Εστίας, 1.500 δραχμές αγορασμένη από πάγκο σε διήμερο μαθητικών εκδηλώσεων, δευτέρα γυμνασίου, την ίδια μέρα που πρωτοάκουσα Led Zeppelin – το Battle of Evermore. Στην κουβερτούρα του εξωφύλλου, που έχει χαθεί, φωτογραφία του ποιητή. Στις 143 πυκνωτυπωμένες σελίδες, άπαντα τα ποιήματά του.

Η έκδοση «T.S. Eliot – ΠΟΙΗΜΑΤΑ» της Εστίας στη βιβλιοθήκη του Μπογδάνου.

Η λέξη, που αργότερα εκείνη τη μέρα στο δωμάτιό μου περιγράφει τη γνωριμία μου με τον Έλιοτ, είναι μαγνητισμός. Χρόνια μετά, και αφού θα είχα στο μεταξύ ψειρίσει μεταφράσεις από Σεφέρη, Κλείτο Κύρου, Αριστοτέλη Νικολαϊδη, Τάκη Παπατσώνη, Χάρη Βλαβιανό, θα κατέληγα ότι η πρώτη αυτή απόδοση, που έπεσε στα χέρια μου, είναι η ευρηματικότερη, πιστότερη, πληρέστερη και τιμιότερη. Κύδος στον Γ. Νίκα, που ανοίγει τον πρόλογό του υπενθυμίζοντάς μας το «traduttore traditore». Για την ώρα, όμως, ήμουν, στα δώδεκα προς δεκατρία, σ’ένα σύμπαν δίχως διαδίκτυο και κινητά, παρά μόνο με ανθρώπους και βιβλιοθήκες, παραδομένος στον μυστικό ρυθμό ενός κειμένου, που δεν είχε καμία σχέση με οτιδήποτε άλλο είχα διαβάσει στη ζωή μου. Η ρίμα, η ρίμα η ακανόνιστη, η εσωτερική, η σπαστή, που σε γυρεύει εκεί που την έχεις ξεχάσει, που σε αιφνιδιάζει προτού να δώσει χώρο σε πεζό χωρίο, ή σε παράθεση αυτούσιου αποσπάσματος εξωτερικής πηγής, να ψάχνεις (και δίχως εισαγωγές, αλλά ως σώμα ρέοντος νοήματος), ε, όλο αυτό το σύμπαν απέκτησε δικό του χώρο μέσα μου, σκήνωσε και άρχισε να ζει.

Εν μέρει λόγω του Έλιοτ, μαζί του κινηματογραφικού Κήτινγκ, των Floyd και ενός διαζυγίου, δεν έγινα νομικός.

Ο Έλιοτ θρηνεί χαμηλόφωνα τον κόσμο που έφυγε και μαζί τον κόσμο που έρχεται – ίσως για αυτό ένας από τους πρώτους του κριτικούς να τον κατηγορεί, πως φαίνεται να μην είναι ευγνώμων για τίποτα. Καθιερώθηκε ως μέγιστος μοντέρνος ποιητής, μεταξύ άλλων διότι διαλύει και συμπυκνώνει αδιαφορώντας για τους κανόνες – έχοντας μάθει καλά από τον miglior fabro, Έζρα Πάουντ. Ζει σε μια εποχή, όπου ο Τζόυς κάνει στο πεζογράφημα ό,τι κάνει ο Πικάσο στην ζωγραφική και ο Αϊνστάιν στη φυσική, ενώ ο δυτικός πολιτισμός μπαίνει στην περιδίνηση των δύο παγκοσμίων πολέμων. Λειτουργεί σαν γέφυρα του υπέρχρονου έμμετρου λόγου, μια πνευματική σύνδεση του Εκκλησιαστή με την Αποκάλυψη, μέσω Αισχύλου και Σαίξπηρ, διαμέσου της επεισοδιακότητας, της προσέγγισης του καθημερινού και της πολυεπίπεδης αφηγηματικής συλλειτουργίας εικόνων, που διατρέχουν άνω-κάτω την οδόν, την μία όμως και ωυτήν – με μεταφυσική, δε, αίσθηση ενότητας του υλικού και του άυλου κόσμου. Μαζί με τις διαρκείς, εμμονικές επαναναγνώσεις του βιβλίου, είχα καλούς φιλολόγους. Ειδικά ο Βασίλης Λεντάκης και ο Κ.Χ. Μύρης, δεν σταμάτησαν στιγμή να τροφοδοτούν τη μηχανή μου με καύσιμο. Κι ο κόσμος αυτός άρχισε να ανθίζει, μέχρι «την καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου».

Η πρώτη ποιητική δημοσίευση του Κωνσταντίνου Μπογδάνου στο περιοδικό «η λέξη», τεύχος 141, δρχ 800, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης ’97.

Αν οι ματιές άφηναν αποτύπωμα, οι σελίδες του T.S. Eliot – ΠΟΙΗΜΑΤΑ θα είχαν κάψει εκατομμύρια impressions στα εικοσιπέντε χρόνια, που έχω στην κατοχή μου το συγκεκριμένο αντίτυπο. Η μεγάλη τέχνη αποτελεί τον πιο σκληρό καθρέφτη και το ενθουσιωδέστερο σκίρτημα και επανέρχεται, εντυπωμένη ούτως ή άλλως, εφόσον επανλάληψις μήτηρ. Εν μέρει λόγω του Έλιοτ, μαζί του κινηματογραφικού Κήτινγκ, των Floyd και ενός διαζυγίου, δεν έγινα νομικός. Στα 19, στην πρώτη μου ποιητική δημοσίευση στo περιοδικό η λέξη, τεύχος 141, δρχ 800, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης ’97 (ευγνώμων, Αντώνη Φωστιέρη), αναφέρομαι με το καλημέρα στον T.S. «με τον τρόπο του». Λίγα χρόνια μετά, συγκροτώντας οικουμένη αναφορών, αντιλαμβάνομαι τις σήραγγες που συνδέουν αγίους μου με τον Έλιοτ. Ειδικά στον Σεφέρη, γεύομαι μέσα από τις λέξεις του την δική του ηχώ του κορυφαίου αγγλόφωνου ποιητή του εικοστού αιώνα. Οι δικοί μου στίχοι, δε, σα να είχαν πάντα ένα μάτι στραμμένο στον Έλιοτ. Πολύ αργότερα, αναρτώ μιαν άσκηση στο μπλογκ του Νίκου Σαραντάκου, μετατρέποντας ένα πορνογραφικό περιστατικό σε ελιοτικό στιχούργημα. Ο οικοδεσπότης το υποδέχεται κολακευτικά – κρινόταν ακόμα η γραφή, όχι η ιδεολογία του συγγραφέα.


Διαβάστε ακόμα: Κωνσταντίνος Μπογδάνος – «Είμαι ο πιο αμαρτωλός Ορθόδοξος»


Η παγκοσμιοποίηση, σύμφυρση πολιτισμών, στα σπάργανά της μα σαφής, είναι το κατ’εξοχήν περιβάλλον του Έλιοτ, που γραπώνεται από γεωγραφικούς και ιστορικούς ομφαλούς και συμπλέκει γλώσσες. Είναι επόμενο, ότι ένα παιδί που σκανάρει με μανία τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ και μαθαίνει γλώσσες, θα αποπειραθεί να μεταφράσει. Τρόπον τινά, οι μεταφράσεις του Έλιοτ, που ξεκινούσα στα δεκαοκτώ, με οδήγησαν αργότερα στο Λονδίνο, αντί για το Εδιμβούργο. Κι ούτε είναι άσχετο με τη γλωσσομανία που αυτός μου ξεκίνησε, το τί τελικά με χαρακτήρισε επαγγελματικά. Δεν μπορούσα να μη σκεφτώ, φεύγοντας από την EBRD και το City το 2006, ότι κάποτε ο Τομας Στερνς είχε εγκαταλείψει το ίδιο αυτό περιβάλλον. Ούτε ποτέ κατάφερα να απαλλαγώ από την άποψη, ότι ο ποιητής έχει μίας μορφής υποχρέωση, να αποτυπώσει τόσο την εποχή του όσο και τον τρόπο με τον οποίο ψηλαφείται γλωσσικά το ανθρώπινο μυστήριο. Ποίηση σημαίνει υπερκείμενο, είναι η μορφή λόγου με τη μεγαλύτερη χωρητικότητα μνήμης και τον ισχυρότερο επεξεργαστή. Δεν είναι τυχαίο, ότι εν καιρώ διαδικτύου καθίσταται σχεδόν περιττή ως μορφή μαρτυρίας.

Χειρόγραφα από τις μεταφράσεις που έκανε ο 18χρονος Μπογδάνος στα ποιήματα του Έλιοτ.

Εννοείται, τέλος, ότι χωρίς τον T.S. – δηλαδή αυτήν την πρώτη έκδοση της Εστίας, που τα ξεκίνησε όλα – δεν θα είχα εκδώσει το ΟΝ (Γαβριηλίδης, 2008), ούτε το βιβλίο μου θα ήταν ένα βασανισμένο ζουμί εκατοντάδων σελίδων και ωρών, ιδρωμένο έως τελευταίας λέξης κι εφοδιασμένο με φλέγμα παντελώς ανώφελο σε μια χώρα, όπου ο πολιτισμός απολύεται μαζί με τον πληθυντικό και την ιδιωτικότητα. Επίσης, δεν θα είχα ζήσει την πρώτη βίαιη πρόσκρουσή μου με το οικοσύστημα των τότε αφηνιασμένων χολοχόων εργατών της τωρινής εξουσίας. Κυρίως, δεν θα κλωτσούσε πάντα και καθοριστικά μέσα μου αυτή η κάπως ιλαρή, διαρκής αγωνία της ιστορίας που βουίζει γύρω μας. Ούτε θα ήμουν τόσο απόλυτος, στο να αξιολογώ τους ανθρώπους με πρώτο κριτήριο τη γλώσσα που χρησιμοποιούν. Κάπως έτσι, λόγω εκείνης της συνάντησης με το βιβλίο που μου άλλαξε τη ζωή, νιώθω όλο και περισσότερο πως ζω στο ιδεατό καταφύγιο ενός κύκλου που εξασθενεί, καταναλώνοντας τα παιδικά μου μάτια, που ίσως βούτηξαν πολύ βαθιά, πολύ νωρίς. Ίσως με βοηθούσε περισσότερο, αν εκείνο το απόγευμα είχα πιάσει τον Ηγεμόνα, που βρισκόταν λίγο πιο δίπλα.

 

Διαβάστε ακόμα: Χόρχε Λουίς Μπόρχες – «Αγαπητέ μου, είμαστε όλοι μιμητές»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top