«Υπάρχει μια τάση στην Αμερική τα τελευταία χρόνια, που θέλει κάθε συγγραφέα ή καλλιτέχνη να χαρακτηρίζεται “cool” επειδή τοποθετείται ενάντια στον Donald Trump. Εγώ δεν το έκανα» (Credits: Max Vadukul)

Μόλις 21 ετών είδε το πρώτο του βιβλίο, «Λιγότερο από το μηδέν», να προκαλεί αντιδράσεις, καθώς παρουσίαζε μια αμερικανική νεολαία βουτηγμένη στην ηδονή, τις καταχρήσεις και την αδιαφορία για το μέλλον. Ήταν 1985 και αυτή ήταν η πραγματικότητα – χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η κοινωνία ήταν έτοιμη να την δεχτεί! Δύο χρόνια αργότερα, η Washington Post χαρακτήριζε το δεύτερο βιβλίο του, «Οι νόμοι της έλξης»… «το χειρότερο μυθιστόρημα όλων των εποχών».

1991 και ο εκδοτικός οίκος του, Simon & Shuster, ανακοινώνει τον πρόωρο τερματισμό της συνεργασίας μαζί του, κάτω από την πίεση φεμινιστικών και άλλων οργανώσεων, λίγο πριν την κυκλοφορία του περίφημου «American Psycho» – που τελικά θα κυκλοφορήσει από τον ακόμα πιο ιστορικό οίκο Alfred A. Knopf – γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία και διχάζοντας τους κριτικούς.

Ανάμεσα σε αυτούς που διέκριναν μια καυστική ματιά στην καπιταλιστική μεγαλομανία των yuppies, τον υπερκαταναλωτισμό της εποχής και τις επιδερμικές ανθρώπινες σχέσεις και σε εκείνους που απλώς έριχναν την πέτρα του αναθέματος στις σκληρές περιγραφές βίας, κανιβαλισμού, νεκροφιλίας και δεν έφταναν καν μέχρι το τέλος του βιβλίου, για να αναρωτηθούν αν τελικά τα όσα είχαν προηγηθεί ήταν η «αληθινή» ζωή ενός διαταραγμένου ανθρώπου, που το πρωί εργαζόταν ως αντιπρόεδρος σε εταιρεία συγχωνεύσεων & εξαγορών και το βράδυ μεταμορφωνόταν σε serial killer ή όχι…

Ο Bret γελάει και απαντάει αμέσως: «Κοίτα, για αρχή τώρα πίνω καφέ. Από την άλλη, είναι 10:00 το πρωί εδώ στo Λος Άντζελες, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να πίνω κάτι άλλο! Μπορώ να σου πω με σιγουριά το εξής, εντούτοις: το να γράφεις βιβλία είναι διασκεδαστικό, αλήθεια είναι. Αλλά το να δίνεις συνεντεύξεις γι’ αυτά… δεν έχει καθόλου πλάκα. Συγγνώμη που ξεκινάμε την συνέντευξη με αυτή την δήλωση, δεν θέλω να σε αποθαρρύνω, αλλά είναι γεγονός. Δεν αναφέρομαι, προφανώς, σε σένα, θα σου πω στο τέλος αν η δική μας κουβέντα είναι διασκεδαστική ή όχι!»

– Να υποθέσω ότι οι συνεντεύξεις με ξένους δημοσιογράφους, που δεν μιλάνε τόσο καλά αγγλικά, είναι ακόμα πιο δυσάρεστες;
Ω Θεέ μου… οι Ιταλοί… οι Ιταλοί! Ειλικρινά πιστεύω ότι είναι πιο εύκολο να κάτσω τώρα να μάθω ιταλικά, παρά να προσπαθήσω να καταλάβω τι προσπαθούν να μου πουν στα αγγλικά εκείνοι.

– Διαβάζεις τις κριτικές που γράφονται για σένα; Εκτός από αυτές που είναι γραμμένες στα ιταλικά, δηλαδή…
Ναι, τις διαβάζω, πάντοτε τις διάβαζα. Και προφανώς έχω συνηθίσει να διαβάζω συχνά αρνητικά σχόλια. Είναι όλα μέρος του παιχνιδιού. Στα 23 μου, όταν διάβασα ότι μου χρέωναν το «χειρότερο μυθιστόρημα όλων των εποχών», αρχικά με πείραξε, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι είναι και αυτό μια διάκριση! [γέλια] Από τη στιγμή που εκθέτεις τα γραπτά σου δημόσια, τα κείμενα δεν σου ανήκουν, πλέον. Δεν είναι σελίδες από το προσωπικό σου ημερολόγιο. Για μένα, τα βιβλία μου μπορεί να συμβολίζουν συγκεκριμένα πράγματα, αλλά δεν μπορώ, και δεν πρέπει να ελέγξω πώς θα τα εκλάβει κάθε αναγνώστης.

»Άρα κάθε συγγραφέας δεν πρέπει να ξεχνάει πως άπαξ και εκδόσεις ένα βιβλίο, πλέον άλλοι ορίζουν και χαρακτηρίζουν το έργο σου, άλλοι σε εντάσσουν σε σχολές, άλλοι ψάχνουν επίθετα για να σε περιγράψουν. Ναι, κάποιοι ήρωές μου είναι μοναχικοί, είναι επιφανειακοί, είναι αδιάφοροι. Εγώ δεν νομίζω ότι είμαι έτσι σαν άνθρωπος. Αλλά αν ο αναγνώστης με φαντάζεται ίδιο με τους ήρωές μου, δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό- η αλήθεια του είναι πιο σημαντική από τη δική μου, στο δικό του μυαλό. Θυμάμαι την Los Angeles Times, που είχε γράψει διθυράμβους σε μία μικρή στήλη για το American Psycho. Την επόμενη μέρα, στη στήλη της αλληλογραφίας, απλωμένες σε τρεις ολόκληρες σελίδες ήταν επιστολές εξαγριωμένων αναγνωστών που ανακοίνωναν ότι θα ακύρωναν τη συνδρομή τους λόγω εκείνης της κριτικής, χαχαχα. Προσοχή: ο Bret Easton Ellis πουλάει βιβλία, αλλά κόβει πωλήσεις από τις εφημερίδες!»

«Δεν συντάσσομαι με τον Τραμπ, αλλά δεν καταλαβαίνω τι νόημα θα είχε να ασκήσω και εγώ κριτική από τον καναπέ μου στους πολιτικούς ηγέτες της χώρας».

– Οι εποχές έχουν αλλάξει, αλλά οι καλές κριτικές προς το έργο σου εξακολουθούν να σπανίζουν. Διάβαζα τις απόψεις για το Λευκός και είχα συμπεράνει ότι είναι ένα βαρετό παραλήρημα ενός ανθρώπου που έχει λύσει το βιοποριστικό ζήτημα και απλώς πετάει προβοκατόρικες απόψεις, απλώς επειδή έχει την πολυτέλεια να το κάνει και να τις βλέπει να δημοσιεύονται. Όταν όμως έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου, ομολογώ απόρησα, καθώς δεν συνάντησα καθόλου κάτι τέτοιο. Αντίθετα, είδα ένα κείμενο που ρέει πολύ ευχάριστα, συχνά συναρπαστικά, από έναν άνθρωπο που γνωρίζει αυτά τα οποία πραγματεύεται και μοιράζεται αγωνίες για το μέλλον της κοινωνίας γενικώς και του λόγου, γραπτού και όχι μόνο, ειδικότερα…
Χαίρομαι γι’ αυτό. Και… προφανώς, συμφωνώ. Σίγουρα δεν είχα καμία πρόθεση να μοιραστώ παραληρήματα με τους αναγνώστες. Δεν νομίζω ότι θα ενδιέφερε κανέναν αυτό. Έχω την εντύπωση όμως ότι το πρόβλημα εκείνων που έχουν τέτοιες ενστάσεις δεν είναι αυτά που γράφω, αλλά… αυτά που δεν έγραψα. Υπάρχει μια τάση στην Αμερική τα τελευταία χρόνια, που θέλει κάθε συγγραφέα ή καλλιτέχνη να χαρακτηρίζεται “cool” επειδή τοποθετείται ενάντια στον Donald Trump. Εγώ δεν το έκανα. Αυτό δεν σημαίνει ότι συντάσσομαι μαζί του. Απλώς δεν καταλαβαίνω τι νόημα θα είχε να ασκήσω και εγώ κριτική από τον καναπέ μου στους πολιτικούς ηγέτες της χώρας. Τι το ενδιαφέρον θα είχε να διαβάσετε κείμενα του Bret Easton Ellis, που θα επαναλαμβάνουν απλώς αυτά που ήδη ξέρουν και βλέπουν όλοι;

-Μήπως πίσω από αυτές τις αντιδράσεις κρύβονται και κάποιοι απογοητευμένοι θαυμαστές σου; Μήπως κάποιοι περίμεναν με λαχτάρα σχεδόν μια δεκαετία για μια καινούρια νουβέλα και απογοητεύτηκαν όταν στράφηκες στο non fiction;
Χα! Μπορεί…Κοίτα, το έχω δηλώσει και στο παρελθόν και δεν το κρύβω, παρόλο που αυτό έκανα σχεδόν όλη την ενήλικη ζωή μου: αυτό που αποκαλούμε fiction έχει τελειώσει, τουλάχιστον όπως το ξέραμε και όπως το είχαν στο μυαλό τους άπαντες στον κλάδο του βιβλίου όλα αυτά τα χρόνια. Πραγματικά, πόσοι διαβάζουν ακόμα μυθιστορήματα; Την τελευταία 15ετία έχει χαθεί μόνον από την αμερικανική αγορά πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια από τις πωλήσεις λογοτεχνίας. Στην Αγγλία, το ίδιο διάστημα, έχουν χαθεί κοντά εκατό εκατομμύρια δολάρια. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο κόσμος στρέφεται πλέον αλλού. Και λιγότεροι διαβάζουν, αλλά και αυτοί που διαβάζουν συστηματικά προτιμούν δοκίμια, Ιστορία ή κλασικούς συγγραφείς, ενίοτε και αρχαίους Έλληνες. Είναι γεγονός αυτό, το να προσποιούμαστε ότι δεν συμβαίνει θα ήταν υποκριτικό και μάταιο.

«Γράφω γιατί έχω κάτι να πω. Γράφω για μένα. Δεν ξέρω αν ακούγεται εγωιστικό» (Credits:Antonio Olmos/The Observer).

– Είναι αδιαμφισβήτητο, ακόμα και αν δεν στο επιβεβαιώνει ο εκδότης σου, μπορούν να στο επιβεβαιώσουν, δυστυχώς, οι βιβλιοπώλες. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό, πιστεύεις; Ευθύνεται η αδιαφορία του κοινού; Μήπως αυτή προκλήθηκε από την ποιότητα της λογοτεχνίας που εκδίδεται; Μήπως σπανίζουν οι μεγάλες πένες; Μήπως η ίδια η ζωή σήμερα δεν ευνοεί την ελκυστική, ρομαντική εικόνα του συγγραφέα που κλεισμένος σε μια σοφίτα παιδεύεται να γράψει μπροστά από μια οθόνη το Μεγάλο Αριστούργημα της γενιάς του;
Έχουν αλλάξει πολλά. Κατ’ αρχάς, όπως είπες, η ίδια η ζωή: πάρε τον Χέμινγουεϊ για παράδειγμα: σου αρέσει δεν σου αρέσει, ρίξε μια ματιά σε αυτά που έζησε. Πήγαινε για κυνήγι και ψάρεμα με τον πατέρα του στην εξοχή του Ιλινόις. Έπαιζε μποξ. Βρέθηκε στο Παρίσι μαζί με τους άλλους αυτοεξόριστους της Χαμένης Γενιάς και έκανε σεξ με όποια του άρεσε. Πήρε μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τραυματίστηκε στην Ιταλία. Εργάστηκε ως Πολεμικός Ανταποκριτής για εφημερίδες και ταξίδεψε στην Ασία. Πήρε μέρος σε σαφάρι στην Αφρική και έτρεχε μπροστά από τους ταύρους στην Ισπανία. Αποσύρθηκε στην Κούβα και βυθίστηκε στο αλκοόλ. Πήρε Νόμπελ, αυτοκτόνησε… δηλαδή όλα αυτά δεν χωράνε καν σε μία ζωή – κι όμως χώρεσαν, σχεδόν όλα, στα βιβλία του.

Το μυθιστόρημα του Bret Easton Ellis «Λευκός» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ.

»Σήμερα, ο αντίστοιχος Χέμινγουεϊ, ακόμα και αν έχει ταλέντο… πώς θα βιώσει κάτι αντίστοιχο; Από την οθόνη του κινητού του; Δεν θέλω να ακούγομαι διδακτικός ούτε ηλικιωμένος χωρίς κατανόηση για τις συνήθειες των νέων: και εγώ είμαι δραστήριος στα social media και εγώ έχω μαζί μου πάντοτε ένα κινητό και εγώ ανοίγω τον υπολογιστή κάθε μέρα. Αλλά μπορώ άνετα να ζήσω και χωρίς αυτά. Βλέπω το αγόρι μου, που είναι 23 ετών, και τον κοροϊδεύω. Αν του πω κάτι που δεν ξέρει, αντί να με ρωτήσει σχετικά, πάει και το γκουγκλάρει. Ποιο το νόημα; Αφού είμαι απέναντί σου, ρώτα με, για το όνομα.

– Το ζήτημα της εξάρτησης από τα κινητά και της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής το θίγεις και στο «Λευκός». Στην πορτογαλική έκδοση του βιβλίου, ο υπότιτλος είναι «Ένας Πολιτιστικός Επικήδειος του Καιρού μας» – το βρήκα πολύ εύστοχο. Ένιωσες ποτέ ότι, ως συγγραφέας, καλείσαι να κερδίσεις ένα κοινό που a priori δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτά που έχεις να γράψεις;
Θα μπορούσα να σκέφτομαι έτσι, αλλά δεν νομίζω ότι θα ήμουν αυτός που είμαι αν το έκανα. Και σίγουρα δεν θα ήμουν συγγραφέας. Από το «Λιγότερο από το μηδέν» μέχρι σήμερα, το ότι μου αρέσει να έχουν απήχηση τα βιβλία μου δεν σημαίνει ότι ζω με αυτό το άγχος. Ποτέ δεν ξεκινάω να γράψω κάτι με στόχο να παραμείνω επίκαιρος. Ναι, θα ήθελα τα γραπτά μου να εμπνέουν τον κόσμο, να ξεκινάνε προβληματισμούς, συζητήσεις, διαφωνίες. Να εμπνέουν, βασικά αυτό. Αλλά αν αυτή είναι η κατάληξη, έχει καλώς. Σίγουρα δεν είναι όμως η αφετηρία μου. Προφανώς σέβομαι το κοινό μου, αλλά δεν έχω κάποιον κατά νου όταν γράφω. Γράφω γιατί έχω κάτι να πω. Γράφω για μένα. Δεν ξέρω αν ακούγεται εγωιστικό, αλλά θα συμβούλευα τους πάντες εκεί έξω να μην έχουν τον παραμικρό σεβασμό για έναν συγγραφέα που γράφει για το κοινό του. Μου φαίνεται άρρωστο, πραγματικά… Ο συγγραφέας οφείλει να είναι ο αναγνώστης του εαυτού του.

– Παρόλα αυτά, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς γρήγορα, από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο του Λευκός, γνωρίζεις ακριβώς σε ποια εποχή ζεις. Έλεγες προηγουμένως ότι η λογοτεχνία δεν αφορά πλέον το ευρύ κοινό. Γιατί όμως να το αφορούν οι non fiction απόψεις;
Υποθέτω γιατί αυτές οι απόψεις είναι η καταγραφή της πραγματικότητας. Το ότι γράφω γι αυτά που με προβληματίζουν, μπορεί να προβληματίσουν κι άλλους. Πάλι δεν θέλω να ακουστώ διδακτικός, αλλά, διάολε, παρόλο που μας κατηγορούσαν ότι ήμασταν η γενιά των επιδερμικών απολαύσεων, τουλάχιστον μάθαμε να μη ζούμε μια παθητική ζωή. Συμφωνώ απόλυτα με τον υπότιτλο που διάλεξαν οι Πορτογάλοι, δεν το ήξερα! Οι καιροί όντως απαιτούν έναν επικήδειο-κλωτσιά για να συνέλθουμε…

«Σήμερα, πατάς εκατό φορές το τηλεχειριστήριο και βλέπεις εκατό πράγματα, που όμως είναι πρακτικά παραλλαγές του ίδιου reality θέματος».

»Οι γονείς μας μπορεί να έκαναν πολλά λάθη, αλλά ποτέ δεν μας πάρκαραν μπροστά από μια τηλεόραση που είχε εκατό κανάλια να διαλέξεις. Μεγάλωσα γνωρίζοντας ότι η τηλεόραση ήταν κάτι στο οποίο μπορούσα να έχω ολιγόωρη πρόσβαση τα Σαββατοκύριακα και μόνο. Καταλάβαινα ότι η ζωή ήταν εκεί έξω γι’ αυτά που μπορούσα να κάνω. Και γι’ αυτά που δεν μπορούσα, υπήρχαν τα βιβλία. Σήμερα, πατάς εκατό φορές το τηλεχειριστήριο και βλέπεις εκατό πράγματα, που όμως είναι πρακτικά παραλλαγές του ίδιου reality θέματος. Αντί να βγεις έξω, να σκαρφαλώσεις ένα δέντρο και να πάρεις μάτι τη γειτόνισσα που γδύνεται, κάθεσαι στην τηλεόραση και βλέπεις reality διασημότητες να γδύνονται. Προφανώς δεν συγκρίνονται οι δύο αυτές εμπειρίες. Η πρώτη είναι μια συγκίνηση που θυμάσαι για πάντα, η δεύτερη είναι κάτι που σταδιακά σε καθιστά παθητικό.

– Παλαιότερα, ωστόσο, είχες δηλώσει πως ακριβώς επειδή γνώρισες επιτυχία από νεαρή ηλικία, είχες την πολυτέλεια να μην ενηλικιωθείς πλήρως…
Ναι, ισχύει, αλλά είχα τουλάχιστον την ικανότητα να το αντιληφθώ. Κυνηγούσα μια ζωή που ήξερα ότι δεν είχε ουσία, αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ– όταν βγάζεις χρήματα μικρός, όλα γίνονται πιο απλά και εύκολα κακομαθαίνεις σε μια πλασματική πραγματικότητα. Ο χρόνος, βέβαια, βοηθάει να προσγειωθείς: έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη να γερνάει και καταλάβαινα ότι η ζωή προχωράει. Ίσως αν είχα το babyface του Michael J. Fox, να είχα μείνει ακόμα στη δεκαετία του ’90. [γέλια]

Ως νεαρός και πολλά υποσχόμενος (Credits: Sophia Evans / eyevine / Zuma).

Πέρα από τις κριτικές, συχνά αρνητικές, έχουν γραφτεί και πολλά άλλα για σένα. Οι Ουαλοί Manic Street Preachers ηχογράφησαν τραγούδι με τίτλο “Patrick Βateman” – φόρο τιμής στον ήρωα του American Psycho. Οι Εγγλέζοι Bloc Party άνοιγαν το δεύτερό τους άλμπουμ με το “Song For Clay (Disappear Here)” αφιερωμένο στον Clay, πρωταγωνιστή των Λιγότερο από το μηδέν & Αυτοκρατορικές απολαύσεις, ενώ η γραφή σου έχει αποτελέσει αντικείμενο ακαδημαϊκών συγγραμμάτων το 2010 και το 2012. Πιθανότατα δεν θα γνωρίζεις πως και ένας έλληνας μουσικός, ο THE BOY, έχει κυκλοφορήσει τραγούδι με τίτλο το όνομά σου… Τα παρακολουθείς όλα αυτά;
Δεν ξέρω αν αυτό με κάνει να φανώ εγωπαθής, αλλά ναι, τα παρακολουθώ, συνήθως κάποιος με ενημερώνει γι’ αυτά, αν εγώ δεν τα προσέξω. Είναι αυτό που σου έλεγα προηγουμένως: μου αρέσει να εμπνέω. Νομίζω ότι τις προάλλες κάποιος μου έστειλε στο messenger το τραγούδι του Έλληνα που λες, αν θυμάμαι καλά δεν ήταν άσχημο…

– Ως κάτοικος Λος Άντζελες έχεις προσωπικές εμπειρίες από το Χόλιγουντ και την κινηματογραφική βιομηχανία. Στην αρχή έγραφες γι’ αυτά, στην πορεία είχες ενεργό συμμετοχή: τέσσερα βιβλία μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη, εσύ έγραψες δύο σενάρια, έζησες εκ των έσω αυτόν τον μαγικό, για το ευρύ κοινό, κόσμο. Έμεινες όμως ικανοποιημένος από τις εμπειρίες; Πιστεύεις ότι τα βιβλία σου έγιναν καλές ταινίες;
Καλή ερώτηση. Θα ξέρεις, βέβαια, ότι οι αρνητικές κριτικές δεν περιορίζονταν μόνον στα βιβλία μου αλλά και στις ταινίες. Κάποιες ήταν καλές, κάποιες όχι και τόσο, αλλά όταν δίνεις τα δικαιώματα σε μια εταιρεία παραγωγής πρακτικά παραχωρείς τον έλεγχο. Άρα ρισκάρεις το τελικό αποτέλεσμα να μη σου αρέσει τόσο. Γενικά δεν ήμουν άτυχος σε αυτό τον τομέα: και καλοί σκηνοθέτες έπιασαν τα βιβλία μου και καλοί ηθοποιοί ενσάρκωσαν τους ήρωές μου. Μην ξεχνάμε ότι οι ταινίες, σε αντίθεση με τα βιβλία, γερνάνε πιο γρήγορα, τις βλέπεις δέκα χρόνια μετά και όλα σου φαίνονται λάθος: τα ρούχα, οι φωτισμοί, τα κουρέματα… Πιστεύω πάντως ότι το Νόμοι της έλξης ήταν πολύ κοντά σε αυτό που είχα στο μυαλό μου και ήταν μία καλή ταινία. Το American Psycho είχε κάποια πολύ καλά στοιχεία, όπως τον Christian Bale, αλλά πιστεύω ότι είναι από τα βιβλία που δεν γίνεται να μεταφερθούν εύκολα στον κινηματογράφο…

«Μεγάλωσα μαζί με τη γενιά μου, μοιράστηκα κι εγώ τις αγωνίες και τα όνειρά της, έγινα μάρτυρας της κενότητάς της».

-Και αν μπορούσες σήμερα να διαλέξεις τα πάντα εσύ; Βιβλίο, πρωταγωνιστές, σκηνοθέτη… τι θα διάλεγες για μια νέα ταινία βασισμένη σε δικό σου μυθιστόρημα;
Μην ξεχνάμε ότι δεν έχει αλλάξει μόνον το λογοτεχνικό σκηνικό, αλλά και το κινηματογραφικό: το Hollywood δεν υπάρχει πια, έχει σβήσει. Οι ταινίες, με τη συμβατική μορφή που τις ξέραμε, όπως έβγαιναν την εποχή που παιζόταν στις αίθουσες το «Λιγότερο από μηδέν», έχουν τελειώσει πια. Αν, όμως, μπορούσα να διαλέξω, οι επιλογές μου δεν θα ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπες: θα ξεκινούσα με τον David Fincher ως σκηνοθέτη, είναι εξαιρετικός. Θεωρώ επίσης ότι ο Tom Cruise και ο Brad Pitt θα ταίριαζαν πολύ στους χαρακτήρες μου. Και θα ήθελα πολύ να δω ειδικά τον Tom Cruise, έξω από τις συνηθισμένες επιλογές του, στο σύμπαν του Bret Easton Ellis. Μέναμε κάποτε στο ίδιο κτίριο, ξέρεις. Δυστυχώς τον συνάντησα μόνο μία φορά, τυχαία στο ασανσέρ. Μάλλον δεν θα με θυμάται.

»Όσον αφορά το ποιο βιβλίο θα διάλεγα, το «Σεληνιακό τοπίο» είναι μάλλον το αγαπημένο μου και σίγουρα το καλύτερό μου – κι ας μη συμφωνούν οι κριτικοί! Αλλά είναι πολύ δύσκολο να χωρέσει σε μία ταινία, θα προτιμούσα να γίνει τηλεοπτική σειρά. Υπάρχει, εντούτοις, περίπτωση να βγει και το «Αυτοκρατορικές απολαύσεις» σε ταινία… Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει – π.χ. η φίλη μου η Donna Tart περίμενε πέντε χρόνια για να δει την «Καρδερίνα» στον κινηματογράφο. Και από ό,τι φαίνεται, έχει γίνει καλή δουλειά στη μεταφορά.

-Συμπληρώνεις φέτος 35 χρόνια καριέρας. Αν με ρωτούσε ένας σημερινός 16χρονος για ποιο λόγο να διαβάσει Bret Easton Ellis, τι θα ήθελες να του απαντούσα;
Όπως είπα νωρίτερα, δεν είναι σωστό να εξηγώ εγώ γιατί έχει νόημα να διαβάσει κανείς τα δικά μου βιβλία. Αλλά… επειδή πιθανότατα ένας 16χρονος σήμερα δεν θα ξέρει ποιος είμαι, θα ήθελα να του απαντήσεις ότι όλα αυτά τα 35χρόνια, στην αρχή ασυνείδητα, πλέον συνειδητά, προσπάθησα να καταγράψω όλη την εξέλιξη της αμερικανικής κοινωνίας: από τα πάρτι αποφοίτησης, τις αδελφότητες στα κολέγια, τη μάστιγα του AIDS, το πληρωμένο σεξ, την κοκαΐνη, τη ματαιοδοξία περιοδικών, όπως το GQ, την μουσική εξέλιξη του new wave, τις οικογενειακές δυσλειτουργίες, στη σχέση των νέων με τη μουσική και την pop κουλτούρα, στη σχέση που έχουμε με τους γονείς μας όσο ζουν αλλά και αφού πεθάνουν, στο πώς διαχειριζόμαστε τη σεξουαλικότητά μας… έχουν συμβεί τόσα πολλά.

»Μεγάλωσα μαζί με αυτή τη γενιά, μοιράστηκα κι εγώ τις αγωνίες και τα όνειρά της, έγινα μάρτυρας της κενότητάς της και εξακολουθώ να καταγράφω την πορεία της, με διαφορετική, πλέον προσέγγιση. Ναι, νομίζω ότι θα ήθελα να με θυμούνται σαν τον συγγραφέα που ήταν εκεί, όταν η κοινωνία άλλαζε σελίδα στις συνήθειές της, φανερές και ανομολόγητες…

«Προσπάθησα να καταγράψω όλη την εξέλιξη της αμερικανικής κοινωνίας» (Credits: Casey Nelson).

– Δεν ξέρω για τον 16χρονο, εγώ πάντως, αν δεν είχα διαβάσει τα βιβλία, θα είχα πειστεί να τα διαβάσω! Φοβάμαι, όμως, ότι ο χρόνος μας έχει τελειώσει και θα πρέπει να κλείσουμε…
Ο χρόνος μας έχει τελειώσει εδώ και δέκα λεπτά, αλλά ξεχάστηκα κι εγώ, οπότε μάλλον πήρες την απάντησή σου αν η κουβέντα είχε ενδιαφέρον ή όχι, όπως είχα υποσχεθεί στην αρχή – όντως πρέπει να κλείσουμε γιατί ήδη χτυπάνε τα τηλέφωνα, αλλά θα ήθελα να προσθέσω κάτι: οκ, τα πράγματα δεν είναι υποσχόμενα για τη λογοτεχνία. Αλλά εκεί που πάει να σε πιάσει απελπισία, κάτι συμβαίνει και ανακτάς την πίστη σου και στο είδος και στο ανθρώπινο ταλέντο. Υπάρχει ένα βιβλίο, το “There There”, ενός συγγραφέα που δεν ξέρει σχεδόν κανείς: τον λένε Tommy Orange και το εξέδωσε σχετικά μεγάλος, στα 37. Κατευθείαν βρέθηκε υποψήφιος για Pulitzer και το βιβλίο πουλάει από άκρη σε άκρη σε όλη την Αμερική, επειδή αρέσει σε όποιον το διαβάζει.

»Ο Tommy Orange είναι Ινδιάνος και έγραψε μια νουβέλα, που μιλάει για τους σύγχρονους Ινδιάνους, που ζουν περίπου ως ξένοι στη δική τους χώρα, σε μια Αμερική που κάποτε ήταν δική τους αλλά τώρα τους κρατάει συχνά στο περιθώριο… Σκέψου τα συστατικά: μεγάλος σε ηλικία συγγραφέας, από το πουθενά, με καταγωγή από τη φυλή Cheyenne, με θεματολογία πολύ ειδική και όχι μαζικού ενδιαφέροντος – και όμως… έκανε τους πάντες να ασχολούνται μαζί του και το βιβλίο πουλάει. Πουλάει πολύ. Ξέρεις γιατί; Γιατί είναι ωραίο. Είναι ωραίο και διαφορετικό. Και αρέσει σε όποιον το διαβάζει, αρέσει τόσο που κάθε αναγνώστης το προτείνει σε έναν άλλο και αυτό δεν σταματά ποτέ.

»Άρα, ναι, δεν έχουν τελειώσει όλα. Αυτό προσπαθώ να πω και στις σελίδες του «Λευκός». Ναι, ζούμε σε καιρούς με περίεργες αξίες. Αλλά ο άνθρωπος έχει ακόμα το μυαλό του. Αρκεί να μην το αφήσει να μουδιάσει… Πώς το είπες αυτό με τους Πορτογάλους; «Ένας Πολιτιστικός Επικήδειος του Καιρού μας»; Ναι, αυτό, αυτό ακριβώς. Για να πάμε παρακάτω. Η ζωή συνεχίζεται. Και δεν γίνεται να συνεχιστεί στην οθόνη του κινητού, η αληθινή ζωή είναι πολύ πιο όμορφη.

 

//Η συνέντευξη που παραχώρησε ο Bret Easton Ellis στον Σπήλιο Λαμπρόπουλο δημοσιεύτηκε κατ’ αποκλειστικότητα στο Public Blog

//Το βιβλίο του Bret Easton Ellis «Λευκός» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Οξύ.

 

Διαβάστε ακόμα: Eίδαμε το «Joker» – Η ερμηνεία του Φίνιξ αγγίζει τα όρια του υποκριτικού θαύματος.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top