brian-eno_p

Με το «The Ship», ο Brian Eno αναβαπτίζει ουσιαστικά τη φαντασία του στο σύνολο του πολυδιάστατου έργου του, τις χιλιάδες ώρες καλειδοσκοπικών ηχογραφήσεων που δημιούργησαν το μύθο του.

Το πρόσφατο μουσικό άλμπουμ The Ship, του Brian Eno, στο οποίο βασίστηκε η ομότιτλη οπτικοακουστική εγκατάσταση (installation) στη «Στέγη», αξίζει ιδιαιτέρως της προσοχής μας. Γιατί συνιστά ένας είδος «σατόρι» για τον Eno, μια επιφοίτηση, μια αναστάσιμη συνειδητοποίηση ότι το παιχνίδι του με τον ελιτισμό τής συναισθηματικής αποστασιοποίησης και της ακουστικής κυβερνητικής οδηγήθηκε από τον ίδιο στα έσχατα όριά του, δηλαδή στο χείλος της απόλυτης ψυχρότητας. Προφανώς, αισθάνθηκε και ο ίδιος το «πένθος» της απουσίας ανθρωποκεντρικότητας στα πιο πρόσφατα, ψυχρόαιμα ελέω τεχνοσοφίας και άκρως αλεατορικά, ambient πειράματά του, γεγονός που τον οδήγησε εκ νέου στη χαρά της ενσώματης, πιο θερμόαιμης και πιο αυθόρμητης δημιουργίας.

Έτσι, το The Ship ακούγεται σαν ένα εμπνευσμένο υπόδειγμα κιρκαδικής συνενοχής ανάσας και φαντασίας, αντί του ασέξουαλ χασίματος σε χλιαρές ηχοδεξαμενές αισθητηριακής αποστέρησης και σε κρυσταλλόκοσμους αλγοριθμικής αφαίρεσης, στα οποία έτεινε ο Eno εσχάτως, υποκύπτοντας συχνά στον ενδοκρανιακό αυτόματο πιλότο των, σίγουρα οξύτατων, δεξιοτήτων και αντανακλαστικών του.

Πράγματι, τα τελευταία χρόνια κάτι άρχισε να απουσιάζει αισθητά από την «κατά Eno Ambient», τη ρεμβώδη αυτή μηχανή γέννησης οπτικοακουστικών παραισθήσεων, η οποία, λειτουργώντας εν είδει hi-tech θεάτρου κρίσεων συναισθησίας, εξήγγειλε τον ερχομό του Ρομαντισμού των Μικροτσίπ, θυμίζοντας ένα είδος ψηφιακής καλλιέργειας διαστρικής ηχητικής χλωρίδας λικνιζόμενης σε αόρατους ηλιακούς ανέμους και βαρυτικές θάλασσες. Μια χλωρίδα χωρίς πανίδα!

brian-eno_the-ship_p

Από τη δεκαετία του 1970, το όνειρο του Brian Eno ήταν να συνδυάσει ήχο και εικόνα σε ένα είδος θεάτρου «εφαρμοσμένης συναισθησίας», οδηγούμενος έτσι σε μια εντυπωσιακή σειρά από καλλιτεχνικά installations.

Συνειδητοποιώντας προφανώς τον κίνδυνο πλήρους αποπροσωποίησης, απανθρωποποίησης και εντέλει αποξένωσης της τέχνης του από το αίσθημα και τους ρυθμούς του ζώου, ο Eno επανήλθε το σωτήριο έτος 2016 με το The Ship, ένα δοκίμιο έρευνας των δυνατοτήτων του ίδιου στην ενσυναίσθηση και το αφούγκρασμα των σπλάχνων. Διόλου τυχαία, ως σωτήριο δέος για τη μακροημέρευση της «περιβαλλοντικής» pop-art, επανέρχεται στο προσκήνιο η ανθρώπινη φωνή, όπως επιστρέφουν και οι καρδιακοί ρυθμοί τού ανθρώπινου ζώου στην ανάσα των ηλεκτρονικών ομοιωμάτων έμβιας και μη-έμβιας συν-κίνησης που κυριαρχούν στα έργα του Eno.

Ομοιώματα αμφίβιας ζωής, στα όρια της ορυκτής και της υδαρούς υφής, έμπλεα στο βυθό των σκοταδιών της συλλογικής ψυχής τού διαδικτυακού κόσμου, αλλά με ενεργό μνήμη ή ονειροπόλα προσδοκία ηλιοφάνειας, τα οποία ο ίδιος αναπτύσσει στοχαστικά ήδη από τη δεκαετία του 1960 και τα οποία οδήγησε αφενός στα διονυσιακά όριά τους με άλμπουμ όπως το Nerve Net ή το My Life in the Bush of Ghosts (με τον David Byrne) και αφετέρου στην απόλυτη πλατωνική αφλογιστία και αποσυναρμολόγησή τους με το ανεμικό Neroli και τους ομοιοπαθητικούς διαδόχους του, αισίως επί τω εκδηλωτικότερον, January 07003, Civic Recovery Centre, Lightness, Music for White Cube, Compact Forest Proposal, Lux κ.λπ.

Τα τελευταία χρόνια κάτι άρχισε να απουσιάζει αισθητά από την «κατά Eno Ambient», τη ρεμβώδη αυτή μηχανή γέννησης οπτικοακουστικών παραισθήσεων.

Καμία σχέση, όμως, όλα αυτά με το εμβριθές και αβυσσώδες «τριπ» ερωτισμού και φαντασίας των ambient αριστουργημάτων του, άκρως αισθαντικών άλμπουμ όπως το Music for Airports (1978), το On Land (1982), το Apollo (1983, με Daniel Lanois και Roger Eno), το The Plateaux of Mirror (1980, με Harold Budd), το The Shutov Assembly (1992), τις ψυχοτροπικές συνεργασίες με τον Robert Fripp No Pussyfooting (1973) και Evening Star (1975) ή το υπερβατικό Discreet Music (1975), τα οποία λειτουργούν διαχρονικά, χωρίς ίχνος ψυχενεργούς κάμψης, με ευεργετική επίδραση στους προσωπικούς μας δείκτες IQ και EQ.

eno

Ο Eno, επιστρέφοντας φέτος πιο γήινος, με το Πλοίο του, μας προσφέρει όχι μόνο το απόσταγμα των οπτικοακουστικών installations που πραγματοποιεί σε γκαλερί και θέατρα από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα, αλλά και την υπέρβαση του μονολιθικού μινιμαλισμού στον οποίο οι εν λόγω τελετουργίες συχνά έτειναν ή κατέφευγαν για να αποκρούσουν την πένθιμη σιγή.

Παραδόξως, αυτά τα πολύτιμα έργα παραμένουν ακόμα μη επαρκώς αφομοιωμένα από τους επίδοξους, διαδικτυακής κουλτούρας, μυοχαλαρωτικούς ηχοπλοηγούς και από τους cyber-jazz ιεροφάντες του matrix-style νιρβάνα. Το ίδιο θα ισχυριζόμουν, με το χέρι στην καρδιά, και για το απόλυτο αριστούργημα του εικοστού αιώνα, το ασύλληπτο άλμπουμ Music for Films (1978), ένα παζλ μυσταγωγικών ατμοσφαιρών, το οποίο αρκεί από μόνο του για να εισαγάγει τον Brian Eno στο πάνθεον εκείνων των συνθετών του 20ού αι. που διαμόρφωσαν την εναλλακτική-τής-εναλλακτικής μουσική αισθητική του 21ου αι., τη «βασιλικότερη της βασιλικής» οδό επιστροφής στο μύχιο οικουμενικό εαυτό μας, μακράν των ετεροπροσδιορισμών, της υστερίας των μοδών και του ιλίγγου της εικονοτρομοκρατίας.


Διαβάστε ακόμα: Αυτό είναι ευφυέστερο και πιο φευγάτο λαϊκό οπτικοακουστικό συγκρότημα όλων των εποχών!


Το Music for Films συνιστά ένα ακόμη πειστήριο για την ισχυροποίηση της διαπίστωσης ότι, εκ φύσεως, η απόλυτη ψυχαναγκαστική αφαίρεση δεν αντέχεται από τον ανθρώπινο ψυχισμό ούτε καν ως ψυχοπαθολογία. Ακόμη και οι «κλινικές περιπτώσεις» έχουν τις εκλάμψεις τους. Το ίδιο και η πρόσφατη, υπέρ του δέοντος εσωστρεφής, στα όρια του να θεωρηθεί άγουσα προς αγοραφοβική ψύχωση, αυτοματοποιημένη ambient καλλιτεχνία του Eno.

Προσωπικά, παρατηρούσα όλο και πιο ανήσυχος ότι στα ambient σόλο άλμπουμ του, όχι στην πρόσφατη τραγουδοποιία του ή στις νεότερες ιδιό-ρρυθμες συνεργασίες του (όπως το υπέροχο Drums Between The Bells), ο Eno το είχε παρακάνει με την κυνική αποσύνδεση του σώματος και της μνήμης από τις υπερσοφιστικέ δημιουργίες του. Δημιουργίες βασισμένες σε καλοσυγκερασμένες ψηφιακές μήτρες παραγωγής μουσικής τυχαιότητας, πρωτοποριακά προγράμματα υποβλητικής πλοκής συχνοτήτων, χρωμάτων, εικόνων και μελωδικών θραυσμάτων, ένα κατά βάση απλό παιχνίδι στιγμιαίας διέγερσης και στιγμιαίας αποδιέγερσης σε ουροβόρο κυκλική εναλλαγή, με φράκταλ διακλαδώσεις ημι-θεματικών/ημι-αθεματικών παραλλαγών και μεταμορφώσεων, οι οποίες έσβηναν ολοένα και πιο αισθητά το «εγώ» του συνθέτη από το έργο. Ίσως βέβαια αυτό να υποδείκνυε τη βαθύτερη ανάγκη τού Eno για μινιμαλιστική περιστολή των εξωτερικών ερεθισμάτων και απομυθοποίηση της αυτοπαρατήρησης, μια ριψοκίνδυνη ανάγκη για μια μεταφυσικού τύπου εγκατάλειψη, μια ευγενή ακρότητα, μια ιδιωτική πορεία προς την προσωρινή έκλειψη του Εγώ ή ίσως προς το συμβιβασμό με την ιδέα τής οριστικής έκλειψης του Εγώ.

61zbhbtfbll-_sl1200_

Στο «The Ship» ενσωματώνονται μεταλλαγμένες νύξεις προς το προσωπικό μουσικό παρελθόν του Eno, εν είδει φετιχοποιημένων ήχων, μοτίβων, παλμών, ψαλμικών παλίμψηστων και δηλωτικών, ως προς τις διαχρονικές στιλιστικές προτιμήσεις του, ενορχηστρώσεων.

Φέτος, πάντως, ο Εγώ-Eno, επιστρέφοντας όντως πιο γήινος, με το Πλοίο του, μας προσφέρει όχι μόνο το απόσταγμα των οπτικοακουστικών installations που πραγματοποιεί σε γκαλερί και θέατρα από τη δεκαετία τού 1970 μέχρι σήμερα, αλλά και την υπέρβαση του μονολιθικού μινιμαλισμού στον οποίο οι εν λόγω τελετουργίες συχνά έτειναν ή κατέφευγαν για να αποκρούσουν την πένθιμη σιγή.

Μάλιστα, όχι μόνο κάνει στροφή σε πιο οικείες σε όλους μας ανθρωποκεντρικές ονειροφυγές και πραγματικότητες φόβου (φέτος τον ενέπνευσε ο Τιτανικός και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, σύμβολα αντιστοίχως της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και τρέλας, εμβληματικά παραδείγματα έσχατης ύβρεως σε έναν πλανήτη γενικευμένης παραφροσύνης), αλλά αναβαπτίζει ουσιαστικά τη φαντασία του στο σύνολο του πολυδιάστατου έργου του, τις χιλιάδες ώρες καλειδοσκοπικών ηχογραφήσεων που δημιούργησαν το μύθο του.

Άραγε με το «The Ship», ο Eno μας καλεί συνειδητά σε μια αναδρομή στις ένδοξες εποχές του;

Αυτό γίνεται αισθητό στον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνονται στο The Ship μεταλλαγμένες νύξεις προς το προσωπικό μουσικό παρελθόν του, εν είδει φετιχοποιημένων ήχων, μοτίβων, παλμών, ψαλμικών παλίμψηστων και δηλωτικών, ως προς τις διαχρονικές στιλιστικές προτιμήσεις του, ενορχηστρώσεων. Άραγε μας καλεί συνειδητά σε μια αναδρομή στις ένδοξες εποχές του; Τότε που υπέγραφε ή συνυπέγραφε τη δημιουργία κάποιων από τα κορυφαία ροκ τραγούδια του εικοστού αιώνα (τα αριστουργήματα του ιδίου, του David Bowie, των Roxy Music, των Talking Heads κ.λπ.), μερικά απίστευτα κινηματογραφικά θέματα (στις ταινίες Dune, Jubilee, Trainspotting και αλλού), τον χαρακτηριστικό ήχο διάσημων συγκροτημάτων που άλλαξαν τις νόρμες της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας (U2, Devo, Talking Heads, Ultravox κ.λπ.), καθώς επίσης και μερικές από τις πιο επιδραστικές και πιο συγκινησιακά αποτελεσματικές ιδέες του μεταμοντερνισμού (παραγωγή-έκδοση έργων τού Michael Nyman, του Gavin Bryars, του John Cage κ.λπ.). Αλλά για όλα αυτά μπορείτε φυσικά να πληροφορηθείτε κατ’ ιδίαν στο Google, στο Youtube, στο iTunes ή όπου αλλού στο Διαδίκτυο και να μοιραστείτε τις μουσικές εμπειρίες σας στο Twitter, στο Facebook, στο Vimeo ή στο δικό σας Blog. Thanks God, it’s cyberspace, που θα έλεγε και ο Brian Eno, ανέκαθεν λάτρης της εκδημοκρατισμένης τεχνοκρατίας.


Ακούστε τα σημαντικότερα άλμπουμ ambient αισθητικής με την υπογραφή του Brian Eno

Brian Eno – Music for Films

Brian Eno – Discreet Music

Brian Eno – Triennale

Brian Eno – The Ship

Fripp and Eno – Wind On Water


 

Διαβάστε ακόμα: Ελένη Καραΐνδρου – Θόδωρος Αγγελόπουλος: η συνάντηση που έμελλε να σημαδέψει το έργο και των δυο.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top