«Δεν κρύβω τίποτα, γι’ αυτό και είμαι σαφής. Είναι μεγάλο βάρος το να κρύβεις πράγματα, είναι βασανιστήριο».

Eνας ευφυής άνθρωπος με γρήγορο μυαλό σε διαρκή εγρήγορση σε πηγαίνει βόλτα όπως μία ρόδα στο λούνα παρκ – σε ανεβάζει ψηλά, στον δικό του αέρα να σου χτυπάει το πρόσωπο αλλά θα σε προσγειώσει κιόλας γιατί ξέρει καλά πως πρέπει να πατάς γερά στη γη για να απολαύσεις και να σβήσεις τη δίψα σου.

Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης είναι πιο ανοιχτός από ό,τι φαντάζεται κάποιος. Ανοιχτός και αφοπλιστικός σε όλες του τις αποκρίσεις – δεν σκέφτεται δευτερόλεπτο προτού απαντήσει – ανοιχτός στη ζωή. Αυτό άλλωστε τον χαρακτηρίζει: οι διαρκείς αναζητήσεις και περιπλανήσεις. Λατρεύει τα ταξίδια, βουτάει στις προκλήσεις, αναζητά διαφορετικούς ρόλους και συνθήκες θεατρικές για να εξερευνήσει όσα περισσότερα γίνεται σε μια ζωή. Ετσι κάπως, με αλλαγή μεγάλη, έφθασε στην πρωτεύουσα. Μεγάλωσε στο Πλωμάρι, το χωριό της μητέρας του, στη Μυτιλήνη, σε ένα πάρα πολύ ωραίο σπίτι με κήπο, δίπλα σε ένα ποταμάκι. Πιο πριν ζούσε στο Μεγαλοχώρι, όπου ήταν δάσκαλος ο πατέρας του σε ένα διθέσιο σχολείο.

– Νιώθατε ότι ζούσατε σε ένα μικρό μέρος;
Ναι, με έπνιγε, ήθελα από πολύ μικρός να φύγω, όσο ωραίο κι αν ήταν το μέρος. Οταν τελείωσα τη Γ’ Γυμνασίου, πήρε μετάθεση ο πατέρας μου και ήρθαμε στην Αθήνα για να είμαι κι εγώ κοντά σε φροντιστήρια κλπ. καθότι καλός μαθητής. Ξέρετε, πριν από λίγο καιρό διάβασα ένα πολύ καλό βιβλίο για το παλιό ορφανοτροφείο της Καλαμάτας, το οποίο τώρα έχει γίνει μουσικό σχολείο. Γράφει, λοιπόν, ότι υπήρχαν μερικά παιδιά που δραπέτευαν συνέχεια από κει, τα έβρισκαν και μετά αυτά ξαναέφευγαν. Αυτό οι γιατροί εκεί το ονόμασαν «σύνδρομο περιπλάνησης». Νομίζω ότι το έχω αυτό το σύνδρομο από μικρό παιδί – μ’ αρέσει πολύ η περιπλάνηση. Μ’ αρέσει να δραπετεύω από τη ζωή, γι’ αυτό μ’ αρέσει πολύ και να ταξιδεύω – κυρίως μόνος μου, όχι με γκρουπ αλλά σαν αληθινός τουρίστας. Ακόμα και το θέατρο, μια περιπλάνηση είναι, από ρόλο σε ρόλο, μια περιπλάνηση σε άλλες ζωές.

– Όταν ήρθατε στην Αθήνα πού μένατε;
Στη Νέα Σμύρνη, όπως οι περισσότεροι Μυτιληνιοί, και πήγα στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων, ένα καλό σχολείο. Τελειώνοντας από εκεί πέτυχα στις Γραφικές Τέχνες, δεν πέτυχα να γίνω φυσικός, όπως ήταν το όνειρο των γονιών μου και ας πούμε και το δικό μου, γιατί εγώ στην ουσία, από πέντε χρονών, ήθελα να γίνω ηθοποιός.

– Το καταλάβατε εκ των υστέρων αυτό ή το λέγατε και τότε;
Το έλεγα από μικρός, αλλά βέβαια ήμουν σε ένα χωριό στη Μυτιλήνη και ούτε ήξερα τι είναι θέατρο. Είχα έναν παππού που ασχολιόταν πολύ με το θέατρο, αλλά ζούσε σε άλλο χωριό, τον έβλεπα δυο-τρεις φορές τον χρόνο. Μάλλον λειτούργησε το γονίδιο. Ήταν κι αυτός δάσκαλος. Το Αναγνωστήριο Αγιάσου ήταν ο αρχαιότερος ερασιτεχνικός θεατρικός θίασος στην Ελλάδα, με έτος ιδρύσεως 1894, προτού απελευθερωθεί η Μυτιλήνη. Όταν πήγαιναν στο νησί περιπλανώμενοι θίασοι, τα μπουλούκια, έμεναν στην Αγιάσο. Έχω φωτογραφίες του παππού μου με την Αλέκα Στρατηγού, που έπαιζε «Το κουρέλι» του Νικοντέμη.

«Μ’ αρέσει να δραπετεύω από τη ζωή, γι’ αυτό μ’ αρέσει πολύ και να ταξιδεύω – κυρίως μόνος μου, όχι με γκρουπ αλλά σαν αληθινός τουρίστας».

– Οι γονείς σας συμφωνούσαν να γίνετε ηθοποιός;
Δεν ήθελαν ούτε να το ακούσουν στην αρχή, νόμιζαν ότι το έλεγα για αστείο. Μετά, όταν άρχισε να γίνεται σοβαρό, μου την «έπεσαν» από παντού – οι δάσκαλοι, οι φίλοι, οι συγγενείς, αλλά εγώ δεν το έβγαλα από το μυαλό μου, το ήθελα πολύ. Άρχισα να σπουδάζω Γραφικές Τέχνες, αλλά ένα καλοκαίρι, έφυγα για τρεις μήνες στο Παρίσι, σκεπτόμενος ότι μπορεί να μείνω κιόλας εκεί, να κάνω μαθήματα. Δεν με σήκωνε και πολύ όμως το κλίμα. Ωραίο το Παρίσι, αλλά όταν θέλεις να κάνεις θέατρο, πρέπει να το κάνεις στη μητρική σου γλώσσα, δεν γίνεται αλλιώς. Οι ήχοι της μητρικής σου γλώσσας δημιουργούν αίσθημα και μπορεί να σε κάνουν να επικοινωνήσεις πολύ βαθιά με το κοινό.

– Τώρα, με τα χρόνια που πέρασαν, αλλάζει και ο τρόπος που παίζετε, έτσι δεν είναι;
Αλλάζει ο τρόπος που βλέπουν τα μάτια σου. Πολλοί βλέπουν φωτογραφίες μου από παλιά και μου λένε, «μα ίδιος είσαι». Κι όμως, αν παρατηρήσεις, καταλαβαίνεις ότι αλλάζει η ματιά, ο τρόπος που κοιτάζεις τη ζωή, τους ανθρώπους.

«Παλιότερα ήμουν πολύ ισχυρογνώμων έως απόλυτος. Τώρα ξέρω ότι μπορεί και ένας άλλος δρόμος να με οδηγήσει σε κάτι καλύτερο».

– Ο χρόνος σάς έχει μαλακώσει ή σας έχει σκληρύνει;
Πιστεύω ότι με έχει μαλακώσει -ή και τα δύο.

– Νόμιζα ότι είσαστε πιο κλειστός άνθρωπος και κάπως αιθεροβάμων, βλέπω όμως ότι είσαστε πολύ σαφής και προσγειωμένος.

Δεν κρύβω τίποτα, γι’ αυτό και είμαι σαφής. Είναι μεγάλο βάρος το να κρύβεις πράγματα, είναι βασανιστήριο. Νομίζω ότι θα αυτοκτονούσα στη βδομάδα, αν προσπαθούσα να επιλέξω αυτό τον δρόμο.

– Νιώθετε ότι είστε καλός σε αυτό που κάνετε, το απολαμβάνετε;
Τώρα πια, ναι, το απολαμβάνω. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαι πάντα ευχαριστημένος. Απλώς τώρα δεν με βαραίνει όταν δεν πετύχω αυτό που θα ήθελα. Γιατί το θέατρο είναι μια καθημερινή μάχη. Το χτες ήταν χτες, σήμερα είναι μια άλλη συνθήκη: αλλιώς οι ηθοποιοί, αλλιώς το κοινό. Δεν μπορείς απλώς να επαναλαμβάνεις ήχους και κινήσεις, σαν ένα ολόγραμμα. Πρέπει να προσπαθείς να αφουγκράζεσαι το αίσθημα του άλλου, του συμπαίκτη σου, το δικό σου αίσθημα, να ξέρεις πού πατάς εκείνη την ώρα και να βρεις τη δίοδο να επικοινωνήσεις αυτά τα δύο αισθήματα με το τρίτο αίσθημα, που είναι το κοινό. Πέρασα βέβαια από διάφορα στάδια. Το πώς συμπεριφέρομαι τώρα στη σκηνή δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο που συμπεριφερόμουν πριν από είκοσι χρόνια.

– Άρα είστε και συνεργατικός άνθρωπος.
Τώρα, ναι. Παλιότερα ήμουν πολύ ισχυρογνώμων έως απόλυτος. Τώρα ξέρω ότι μπορεί και ένας άλλος δρόμος να με οδηγήσει σε κάτι καλύτερο. Οπότε αυτή η ελπίδα με κάνει να είμαι ακόμα πιο ανοιχτός στη διαφορετική προσέγγιση. Τώρα δεν έχω βεβαιότητες, γιατί οι βεβαιότητες σε μικραίνουν, σε περιορίζουν.

– Μετά από τόσα χρόνια στο θέατρο, υπάρχουν ακόμα πράγματα με τα οποία θα θέλατε να πειραματιστείτε; 
Βέβαια, υπάρχουν πολλά ακόμα να κάνω. Γι’ αυτό και προσπαθώ να το σπάω αυτό, γιατί καμιά φορά η «πιάτσα», που λέμε, λέει, «α, ο Χρήστος είναι στο Θέατρο Αλίκη, είναι με τη Βίκυ συνέχεια» (σ.σ. Σταυροπούλου). Εγώ θέλω να σπάει αυτό, είμαι ανοιχτός σε προτάσεις, θέλω να κάνω διαφορετικά πράγματα. Δεν είναι τυχαίο ότι πέρυσι έκανα έναν δραματικό μονόλογο, το τελευταίο κείμενο που έγραψε ο Μάνος Ελευθερίου για τον πατέρα του Άμλετ. Ήταν ένα πολύ απαιτητικό και σκοτεινό κείμενο. Θα το ξανακάνω αυτό τον μήνα στο Θέατρο Άλμα, σε ένα φεστιβάλ που γίνεται για μια βδομάδα, αφιερωμένη στη μνήμη του Μάνου Ελευθερίου.

»Πέρυσι κάναμε επίσης στο Θέατρο Σταθμός δύο μονολόγους με τη Νένα Μεντή, «Ο ουρανός και… Το παντελόνι του», λεγόταν. Ήταν μια πολύ ιδιαίτερη δουλειά και επειδή πήγε πολύ καλά μπορεί να την επαναλάβουμε κάποια στιγμή και φέτος. Το δε καλοκαίρι που μας πέρασε, έπαιξα και τον παιδαγωγό στην «Ηλέκτρα». Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, θέλω πάρα πολύ να ανοίγομαι σε καινούργια πράγματα. Εξάλλου είναι κακό να βάζουμε όρια στον εαυτό μας. Το θέμα είναι όταν εσύ σπας τα όρια, να μπορούν οι άνθρωποι δίπλα σου να συμπλέουν μ’ αυτό. Γιατί καμιά φορά σού βάζουν και οι άλλοι τα όρια. Δεν θέλω να έχω συγκεκριμένη ταυτότητα, αλλά αυτό είναι πολύ δύσκολο και το πληρώνεις. Εγώ, όμως, είμαι έτοιμος να το πληρώσω. Προκειμένου να ζήσω και να γευτώ αυτό που θέλω, είμαι έτοιμος να πληρώσω και το αντίτιμο.

– Θέλετε λοιπόν την περιπλάνηση, αυτό που μου λέγατε πριν. Στην προσωπική σας ζωή;
Είμαι ένας άνθρωπος που έχω ζήσει πολύ ωραία. Έχω ερωτευτεί, με έχουν ερωτευτεί, έχω ζήσει θυελλώδεις σχέσεις, έχω δοκιμάσει τα πάντα, δεν έχω κάποιο απωθημένο. Το μόνο μου απωθημένο, ας πούμε, είναι ότι όσο ζω, θέλω να προλάβω να ταξιδέψω όλο και περισσότερο.

«Η Βίκυ είναι ένας άνθρωπος πολύ διαφορετικός από μένα. Έχουμε κοινά πράγματα, γι’ αυτό και έχουμε ταιριάξει τόσο, αφουγκράζεται ο ένας τον άλλον και τον εμπιστεύεται».

– Από τα ταξίδια σας, υπάρχουν μέρη που έχετε αγαπήσει πολύ;
Η όαση της Σίβα μού αρέσει πολύ. Είναι στη δυτική έρημο της Αιγύπτου, στα βάθη της Σαχάρας. Έχω πάει δύο φορές εκεί -τη δεύτερη με τη Βίκυ. Όταν πήγα την πρώτη φορά, νόμιζα ότι έκανα ταξίδι στον χρόνο, ότι άλλαξα εποχή. Ξεκίνησα από την Αλεξάνδρεια επτά το πρωί με λεωφορείο και έφτασα στις έξι το απόγευμα σε ένα μέρος μέσα στην έρημο, όπου έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Πρόκειται για ένα μαγικό μέρος.

– Γνωρίζεστε πολλά χρόνια με τη Βίκυ;
Γνωριστήκαμε το ’92, όταν ήταν έγκυος στην κόρη της, τη Δανάη. Ο καθένας είχε τη ζωή του, εγώ μόλις είχα βγει από μία σχέση, εκείνη ήταν ακόμη παντρεμένη τότε. Γίναμε αμέσως πολύ κολλητοί φίλοι και σιγά σιγά γίναμε οικογένεια και αρχίσαμε να ζούμε μαζί.

– Να ρωτήσω τι είναι η Βίκυ, πίσω από αυτό που βλέπουμε;
Δεν θα ήθελα να μιλήσω εκ μέρους της Βίκυς. Καταρχάς η Βίκυ είναι ένας άνθρωπος πολύ διαφορετικός από μένα. Έχουμε κοινά πράγματα, γι’ αυτό και έχουμε ταιριάξει τόσο, αφουγκράζεται ο ένας τον άλλον και τον εμπιστεύεται. Από ‘κει και πέρα, αντιλαμβανόμαστε τη ζωή με διαφορετικό μάτι ο καθένας, πράττουμε διαφορετικά, και στη δουλειά και στη ζωή.

«Η όαση της Σίβα μού αρέσει πολύ. Είναι στη δυτική έρημο της Αιγύπτου, στα βάθη της Σαχάρας. Έχω πάει δύο φορές εκεί -τη δεύτερη με τη Βίκυ».

– Ας γυρίσουμε πάλι στο θέατρο… Πιστεύω ότι έχουμε πολύ καλό θέατρο στην Ελλάδα πλέον, πολλές διαφορετικές προτάσεις.
Ναι, υπάρχει μια σοβαρή δράση, υπάρχει υλικό και κόσμος που νοιάζεται γι’ αυτό, με ταλέντο, όρεξη και γνώσεις. Υπάρχει όμως και πολλή σκαρταδούρα, που δημιουργεί μια μεγάλη σύγχυση, τα τελευταία χρόνια. Γίνονται περίπου 1.500 παραστάσεις κάθε χρόνο -είναι λίγο τρελό αυτό, είναι πληθωριστικό και αποτέλεσμα της κρίσης, θα έλεγα, κι αυτό συμβαίνει γιατί δεν υπάρχει μια συλλογική σύμβαση. Οπότε είμαστε στα χέρια του κάθε ψώνιου και του κάθε απατεώνα. Οι ηθοποιοί είναι συνήθως ευαίσθητα πλάσματα, με όλα τα καλά και τα κακά, και είμαστε το μόνο επάγγελμα που δύο φορές τον χρόνο ψάχνει για δουλειά. Καταλαβαίνεις λοιπόν τι νεύρο πρέπει να ‘χεις για να το διαχειριστείς αυτό.

– Μέσα από τις συνεντεύξεις που κάνω, καταλαβαίνω πόσο δύσκολη είναι η δουλειά του ηθοποιού -γιατί ο κόσμος έχει εντελώς άλλη εντύπωση.
Ο κόσμος έχει την εικόνα των τριών-τεσσάρων επιτυχημένων που βλέπει στα εξώφυλλα. Δεν είναι έτσι όμως. Η ζωή του ηθοποιού είναι πολύ σκληρή, ακόμη και πετυχημένος να είσαι. Πρέπει να έχεις πολύ δυνατό νευρικό σύστημα ή να το ασκήσεις στη συνθήκη και να παλεύεις να υπάρχεις και να προχωράς. Τουλάχιστον αυτό κάνω εγώ, κάθε δουλειά μου θέλω να είναι και ένα λιθαράκι για κάτι ακόμα.

– Η σκηνοθεσία;
Μ’ αρέσει και η σκηνοθεσία, έχω σκηνοθετήσει αρκετές φορές, μπορεί να το ξανακάνω στο μέλλον. Έχω διάφορα σχέδια και διάφορες σκέψεις. Εξάλλου πάντα σκεφτόμουν σκηνοθετικά, δεν περιορίζομαι στον εαυτό μου, βλέπω το όλον. Πρέπει και ο ηθοποιός να προτείνει κάτι στον σκηνοθέτη, να παλεύει γι’ αυτό που πιστεύει και να είναι ανοιχτός, να ακούει. Εγώ προσπαθώ να έχω τα μάτια μου και τα αυτιά μου ανοιχτά και να κερδίζω ακόμα και από πράγματα που δεν συμφωνώ καταρχήν. Έλεγα παλιά σε έναν δάσκαλό μου, τον Τάσο Μπαντή, ότι αυτό που μου λέει ο σκηνοθέτης είναι διαφορετικό από αυτό που διαβάζουμε εμείς τώρα και συμφωνούμε ότι έτσι πρέπει να είναι. Και μου απαντούσε, «δεν πειράζει, εσύ θα προσπαθήσεις να κάνεις αυτό που λέμε, μην πηγαίνοντας κόντρα και σε αυτό που λέει ο σκηνοθέτης». Κι έλεγα, μα πώς θα το κάνω αυτό, δεν γίνεται! Κι όμως, τελικά γίνεται.

– Δηλαδή έχετε την οδηγία και βάζετε τον εαυτό σας μέσα σε αυτό το πλαίσιο.
Με τα χρόνια, στο θέατρο καταλαβαίνεις ότι ο θεατής «διαβάζει» πολύ περισσότερο αυτό που σκέφτεσαι από αυτό που λες. Γι’ αυτό λέμε ότι «η σκηνή ξεγυμνώνει». Οπότε αν το καταλάβεις αυτό, καταλαβαίνεις και ότι έχεις μεγάλη δύναμη στη σκηνή -και είναι κρίμα να μην την εκμεταλλεύεσαι.

«Αγχώνομαι με μένα και τη συμπεριφορά τη δική μου, όχι με τον θεατή. Δεν είμαι από τους ηθοποιούς που λένε ότι σήμερα το κοινό είναι πολύ αυστηρό, δεν αντιδρά».

– Ως θεατής πώς είστε;
Είμαι πολύ ανοιχτός και καλός θεατής. Πηγαίνω πάντα με καλή διάθεση κι αν τύχει και δεν μ’ αρέσει κάτι, δεν μ’ αρέσει, εντάξει. Γενικά όμως είμαι γενναιόδωρος. Αγαπώ τους συναδέλφους μου και μπορώ να πω ότι το θέατρο μού έχει μάθει να συμμερίζομαι την ανθρώπινη φύση. Όταν παίζεις ένα ρόλο που δεν έχει καμία σχέση με σένα -φαινομενικά, γιατί όλοι είμαστε όλα, κι ας μην το ξέρουμε-, και καταφέρνεις και αρθρώνεις τελικά αυτό που λέει, ξαφνικά σκέφτεσαι, «α, μπορεί να είμαι κι αυτό». Ανακαλύπτεις, δηλαδή, κι άλλες πτυχές του εαυτού σου. Με έκπληξη στην αρχή. Αυτό σε κάνει να γίνεσαι πιο ήπιος με το διαφορετικό και να συμμερίζεσαι τα λάθη και τα πάθη των ανθρώπων. Αυτό είναι το μεγάλο κέρδος που παίρνει κάποιος από το θέατρο – είτε παίζοντας είτε βλέποντας. Όταν βάζεις τον εαυτό σου στη θέση του άλλου, γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος σιγά σιγά.

«Σ’ αυτή τη ζωή, όλοι μας παίρνουμε αυτό που μας αξίζει. Αυτό είναι μια αρχή που όσο περνάνε τα χρόνια, όλο και περισσότερο την ενστερνίζομαι».

– Σας αγχώνει το κοινό σε μια παράσταση;
Αγχώνομαι με μένα και τη συμπεριφορά τη δική μου, όχι με τον θεατή. Δεν είμαι από τους ηθοποιούς που λένε ότι «σήμερα το κοινό είναι πολύ αυστηρό, δεν αντιδρά». Δεν πιστεύω ότι φταίνε οι θεατές, αλλά ότι κάτι φταίει στην παράσταση, σε εμάς τους ηθοποιούς. Όταν λες ότι φταίει ο θεατής, σημαίνει ότι έχεις θρέψει ένα «εγώ» τεράστιο. Το υπερεγώ πρέπει να υπάρχει, όταν βγαίνεις στη σκηνή, αλλά με ταπεινότητα. Γενικά πάντως δεν πρέπει όταν συμβαίνει κάτι να το ρίχνεις στους άλλους -ούτε στη ζωή ούτε στο θέατρο. Ό,τι δίνεις, παίρνεις.

 – Οι καλές παραστάσεις πάντως πάνε καλά.
Αυτό είναι αλήθεια. Όμως στα χρόνια της κρίσης, το κοινό έχει μειωθεί δραματικά σε απόλυτους αριθμούς. Τα τέσσερα-πέντε τελευταία χρόνια, σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει, οι θεατές έχουν μειωθεί γύρω στο 40%. Οπότε αυτό είναι μια δύσκολη συνθήκη. Η τιμή του εισιτηρίου έχει επίσης μειωθεί και μεγάλες παραγωγές δεν γίνονται πλέον.

– Ένας ηθοποιός μπορεί να ζήσει από τη δουλειά του στο θέατρο;
Όσον αφορά εμένα, μπορώ να πω ότι αισθάνομαι ευλογημένος, που έχω καταφέρει να ζήσω τη ζωή μου από το θέατρο.

– Αυτό όμως δεν είναι τυχαίο, έχετε κοπιάσει.
Δεν λέω ότι είναι τυχαίο. Έτσι κι αλλιώς, σ’ αυτή τη ζωή, όλοι μας παίρνουμε αυτό που μας αξίζει. Αυτό είναι μια αρχή που όσο περνάνε τα χρόνια, όλο και περισσότερο την ενστερνίζομαι, χαμηλώνοντας το κεφάλι ακόμα και για πράγματα που δεν μου αρέσουν για τον εαυτό μου ή στόχους που δεν πέτυχα, καταλαβαίνω ότι φταίω εγώ και κανένας άλλος.

– Για τα πράγματα που δεν σας άρεσαν στη ζωή σας προσπαθήσατε να τα αλλάξετε;
Πιο παλιά ερχόμουν σε μεγάλη κόντρα με τον εαυτό μου, αλλά δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό. Ναι, να αναγνωρίζεις τι συμβαίνει, αλλά να μην πολεμάς τον εαυτό σου. Είναι καλύτερα να συμφιλιώνεσαι και να λες «εγώ έχω αυτό το χαρακτηριστικό ή το θέμα και δεν μπορώ να κυνηγάω πράγματα που κυνηγάει κάποιος άλλος». Ο καθένας είναι πλασμένος αλλιώς. Έχω κάνει ψυχανάλυση μόνος μου -και δεν το λέω αυτό με έπαρση. Το έχω κάνει μέσα από τη δουλειά μου, την ποίηση, τα τραγούδια, τις σχέσεις μου και τις συζητήσεις με ανθρώπους που γνωρίζω. Πρόκειται για μια διαρκή πάλη με τον εαυτό σου, όπου κι εκεί πρέπει να είσαι γενναιόδωρος.

 

ΙΝFO

ΘΕΑΤΡΟ ΑΛΙΚΗ
«Πουλιά στον αέρα»
Αμερικής 4, Κέντρο
Τηλ.: 2103210021

 

Διαβάστε ακόμα: Δημοσθένης Παπαδόπουλος, «Στην αρχή της κρίσης έφυγα για Βερολίνο, να κάνω διάλειμμα από το αυτομαστίγωμα».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top