Σε αυτήν την ταινία το σεξ δεν είναι μια ερωτική πράξη, αλλά ζήτημα ισχύος και κυριαρχίας.

Πρέπει να παραδεχτείτε πως δεν ήταν καθόλου εύκολο να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη ένα έργο σαν τις Επικίνδυνες σχέσεις (Εκδ. Άγρα, 2009), επιστολικό μυθιστόρημα, παλαιάς κοπής, αλλά και σκανδαλωδώς σεξουαλικό για την εποχή του, του οποίου η ταινία αναδεικνύει όλη τη λάμψη.

Πόσω μάλλον που το opus magnum του Pierre Choderlos de Laclos είναι μια εξαιρετικά λαμπρή σύνθεση, βιρτουόζικη, ιδίως αφού πρόκειται για την αλληλογραφία πολλών προσώπων, χωρίς να περιορίζεται σε δύο μόνο συνομιλητές, πράγμα που θα καθιστούσε το εγχείρημα πολύ πιο εύκολο. Να προσθέσω ότι η εκθαμβωτική εκλέπτυνση και η ασύγκριτη διεισδυτικότητα για το τέλος του Παλαιού Καθεστώτος (1782) κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την πρόκληση.

Υπήρξαν εποχές που οι σπουδαστές το διάβαζαν μετά μανίας, με την ελπίδα να καταφέρουν κι αυτοί να γίνουν μακιαβελικοί γόητες. Μαζί μπορούσαν να απολαύσουν μια θεσπέσια γλώσσα που σε κάνει να ανατριχιάζεις μπροστά σ’ αυτές τις άσπλαχνες μηχανορραφίες. Όπως ο Diderot, στο Ζακ ο μοιρολάτρης και ο αφέντης του (1771), για παράδειγμα, ο Λακλό διαβάζεται με μεγάλη ευκολία, αλλά και θαυμασμό. Ο Μποντλέρ είχε γράψει για το βιβλίο αυτό ότι «αν καίει, δεν μπορεί να καίει παρά μόνο με τον τρόπο που καίει ο πάγος».

Μοιραίες γυναίκες, πλεκτάνες, χειραγωγήσεις: αρχέτυπα που θα μπορούσαν άνετα να εμπνεύσουν έναν Γουάιλντερ ή έναν Χόουκς της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Ακόμα και σήμερα, όταν τη βλέπεις, είναι μια σκέτη απόλαυση.

Να πω λοιπόν, κατ’ αρχάς, ότι η ταινία του Στέφεν Φρίαρς, που έρχεται μετά το θρίαμβο του Ο Σάμι και η Ρόζι κάνουν έρωτα, σέβεται απολύτως τη ραχοκοκαλιά του πρωτοτύπου, γλυκαίνοντας λίγο μόνο το τέλος (στο αφήγημα, η μαρκησία ντε Μερτέιγ όχι μόνο καταλήγει κοινωνικά καταδικαστέα, αλλά προσβάλλεται κι από ευλογιά).

Με το φιλμ αυτό, ο Φρίαρς απέσπασε δικαίως μερικά Όσκαρ το 1989, για σενάριο, σκηνικά, κοστούμια.

Θυμάμαι ότι τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν συγκλονιστικά. Χωρίς αμφιβολία, ποτέ η ομορφιά των φορεμάτων δεν ήταν τόσο εκθαμβωτική όσο στο δεύτερο μισό του Αιώνα των Φώτων. Χωρίς αμφιβολία, ποτέ η εκλέπτυνση και η αρμονία στην αρχιτεκτονική, την επίπλωση, τα μπιμπελό δεν άγγιξε αυτήν την κορύφωση αρμονίας. Κι ο σκηνοθέτης θέλησε να γυρίσει μια ταινία που να θυμίζει τον πίνακα Ο σύρτης του Φραγκονάρ.

Με το φιλμ αυτό, ο Φρίαρς απέσπασε δικαίως μερικά Όσκαρ το 1989, για σενάριο, σκηνικά, κοστούμια. Ο σκηνοθέτης κατάφερνε κάθε σεκάνς να είναι ένα πραγματικό χάδι για τα μάτια, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα έτσι το πόσο ανυπόφορα ψεύτικη, ξεδιάντροπη και ματαιόδοξη ήταν η ζωή αυτών των γεμάτων κακία αριστοκρατών (όπως ήδη το έλεγε ήδη έναν αιώνα πριν ο Μολιέρος στον Δον Ζουάν), που σκοπός της ζωής τους ήταν μόνον ο πόθος και η ηδονή.

Η -τότε- 18χρονη Ούμα Θέρμαν μέσα από το ρόλο της Σεσίλ όχι απλώς κατάφερε να γίνει γνωστή σε όλο τον κόσμο, αλλά κέρδισε και τον τίτλο του sex symbol.

Ο Φρίαρς συνεργάστηκε με τον Κρίστοφερ Χάμπτον, ο οποίος προσάρμοσε το δικό του έργο για το Μπρόντγουέι βασισμένο στο μυθιστόρημα. Θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να περιμένει ότι μια τέτοια διεθνής συμπαραγωγή που ανέβαζε επί σκηνής Γάλλους αριστοκράτες που έπαιζαν Αμερικανοί ηθοποιοί, υπό την καθοδήγηση ενός Βρετανού σκηνοθέτη θα είχε ως αποτέλεσμα έναν προβλέψιμο ακαδημαϊσμό κι ο Φρίαρς θά ‘χε χάσει την ψυχή του.

Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Ο Φρίαρς παρέμεινε πιστός στον εαυτό του, προσεγγίζοντας με ειρωνεία και διεισδυτικότητα τα μέλη μιας κοινωνίας ευγενών πριν από την επανάσταση, αντικαθιστώντας εδώ τους Βρετανούς προλετάριους με τους οποίους αρέσει τόσο να καταπιάνεται και δείχνοντας πως ο κόσμος δεν έχει διόλου αλλάξει.

Η ταινία του Βρετανού διαθέτει απίστευτη χάρη, περνώντας με ευκολία από τη μαύρη κωμωδία στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Ακόμα και σήμερα, όταν τη βλέπεις, είναι μια σκέτη απόλαυση.

Η ταινία του Βρετανού διαθέτει απίστευτη χάρη, περνώντας με ευκολία από τη μαύρη κωμωδία στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Μοιραίες γυναίκες, πλεκτάνες, χειραγωγήσεις: αρχέτυπα που θα μπορούσαν άνετα να εμπνεύσουν έναν Γουάιλντερ ή έναν Χόουκς της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Ακόμα και σήμερα, όταν τη βλέπεις, είναι μια σκέτη απόλαυση.

Τα πέντε πρώτα λεπτά, όπου δεν αρθρώνεται ούτε λέξη, αλλά φιλμάρονται το ξύπνημα και το ντύσιμο της σατανικής Μαντάμ ντε λα Μαρτέιγ και του Βαλμόν είναι συγκλονιστικά, πολύ ωμά και πολύ φίνα ταυτόχρονα: πουδράρισμα της περούκας για τον έναν, κεντητά πουκάμισα, κορσέδες και κάνιστρα για τον άλλον.


Διαβάστε ακόμα: Η Παριζιάνα, μια φαντασίωση δύο αιώνων


Όταν πήγα να δω την ταινία ήμουν πολύ επιφυλακτικός ως προς την επιλογή του Τζον Μάλκοβιτς για το ρόλο του υποκόμη ντε Βαλμόν. Δεν μου ήταν κι ο πιο ελκυστικός ηθοποιός του κόσμου. Όσο το σκεφτόμουν μετά, αναγνώριζα ότι όλη αυτή η κακία στο βλέμμα, το πικρό στόμα, η άγρια άνεση του παρουσιαστικού ταίριαζαν γάντι στην περίπτωση.

H παντρεμένη και σεμνότυφη Αιμιλία, αφού κάνει έρωτα με τον Βαλμόν, του προσφέρει τα οπίσθιά της ως σαρκώδες αναλόγιο για να γράψει εκείνος μια επιστολή που περιγράφει την απόλαυση της μίας και μοναδικής βραδιάς.

Κι είναι έξοχα διεστραμμένη η σκηνή της αποπλάνησης της παντρεμένης και σεμνότυφης Αιμιλίας, όπου αφού κάνουν έρωτα, εκείνη του προσφέρει τα οπίσθιά της ως σαρκώδες αναλόγιο για να γράψει μια επιστολή που περιγράφει την απόλαυση της μίας και μοναδικής βραδιάς. Πράγμα που θα επαναληφθεί, αντίστροφα αυτή τη φορά, με τη Σεσίλ, την οποία μόλις έχει διακορεύσει.

Η Σεσίλ γράφει στη γυμνή πλάτη του Βαλμόν μια επιστολή που περιγράφει το δικό της έρωτα.

Επ’ αυτού, το βιβλίο είναι πολύ πιο διφορούμενο: ο Βαλμόν αφήνεται να πεθάνει σε μια μονομαχία επειδή πρόδωσε τον έρωτα της εκθαμβωτικής όσο και ενάρετης κας ντε Τουρβέλ (Μισέλ Πφάιφερ) ή είναι κάτι πιο πολύπλοκο; Όπως η λύσσα του που επέτρεψε στην παλιά του ερωμένη μαρκησία ντε Μερτέιγ να τον χειραγωγήσει; Γιατί εδώ το σεξ δεν είναι μια ερωτική πράξη, αλλά ζήτημα ισχύος και κυριαρχίας.

Ω το άσπλαχνο ύφος του Μάλκοβιτς, με το οποίο απευθύνεται σε μια αθώα Σεσίλ ντε Βολάνζ (Ούμα Θέρμαν), αφού πρώτα την έχει ξεπαρθενέψει…

Από την άλλη, η Γκλεν Κλόουζ ήταν πραγματικά εκπληκτική: μια γυναίκα που δεν βρίσκεται πια στο άνθος της ηλικίας της, συγκρατημένη, διατηρημένη, αλλά με μια ακατανίκητη δίψα να εκδικηθεί διαφθείροντας, φορώντας την προβιά της αρετής.

Η Γκλεν Κλόουζ ήταν πραγματικά εκπληκτική: μια γυναίκα που δεν βρίσκεται πια στο άνθος της ηλικίας της, συγκρατημένη, διατηρημένη, αλλά με μια ακατανίκητη δίψα να εκδικηθεί διαφθείροντας, φορώντας την προβιά της αρετής.

Επανέρχομαι, όμως, στη δυσκολία να περάσεις σε μια ταινία τον πλούτο και τη λεπτότητα της γραφής: υπάρχουν σκηνές που δεν σε πείθουν με τη φυσικότητά τους. Όπως, λόγου χάρη, η περίφημη επιστολή 141 όπου η ντε Μερτέιλ υποδεικνύει στον Βαλμόν το πώς να απαλλαγεί από την κα ντε Τουρβέλ, μία από τις σπουδαιότερες σελίδες της γαλλικής λογοτεχνίας, απίστευτα γραμμένη, που παγώνει τον αναγνώστη, αλλά ερμηνεύεται από τον Μάλκοβιτς χωρίς την πρέπουσα άσπλαχνη ελαφρότητα. Υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα, όπως το ύφος πάλι του Μάλκοβιτς, κατά τη διάρκεια ενός γεύματος, με το οποίο απευθύνεται σε μια εύθραυστη και αθώα Σεσίλ ντε Βολάνζ (Ούμα Θέρμαν), αφού πρώτα την έχει ξεπαρθενέψει. Χαραγμένο έχει μείνει στη μνήμη μου το εξαίσιο στήθος της.

Ο Βαλμόν του Μίλος Φόρμαν, που βγήκε στις αίθουσες λίγους μήνες μετά, δεν γνώρισε ποτέ την ίδια επιτυχία. Ενώ κόστισε $ 33 εκατ. έναντι των $ 14 εκατ. του Φρίαρς, αποκόμισε μετά βίας $ 1,2 εκατ. στις ΗΠΑ, τίποτα μπροστά στα $ 34 εκατ. για τις Επικίνδυνες σχέσεις.

Ο Τσέχος σκηνοθέτης ήρθε επίσης αντιμέτωπος με την αποδοκιμασία της κριτικής: η πολύ ελεύθερη μεταφορά του έργου του Λακλό (με τους Κόλιν Φερθ και Ανέτ Μπένινγκ) θεωρήθηκε πολύ όμορφη, πολύ τρυφερή, όχι αρκετά διεστραμμένη και πολύ μακριά από το πρωτότυπο, εκεί όπου ο Άγγλος σκηνοθέτης επέμεινε στην παγωμένη και σκληρή ψυχρότητα των σχέσεων. Ύστατη απογοήτευση για τον Φόρμαν: το μόνο που κατάφερε να αποσπάσει ήταν το César των καλύτερων κοστουμιών, το ίδιο βράδυ που ο Φρίαρς κέρδιζε εκείνο της καλύτερης ξένης ταινίας.

 

Διαβάστε ακόμα: Ιστορία της Ο, η αβάσταχτη ελευθεριότητα του κορμιού.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top