«Βλέπω όλες τις παραστάσεις, κάθε μέρα και σκέφτομαι διαρκώς τα λόγια του έργου, τους ήχους, τις κινήσεις… Φέτος προσπαθώ να το κόψω αυτό». (Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα)

Κάθε φορά αναμένω την παράστασή του με την ίδια χαρά και αγωνία. Τώρα πια που τον γνώρισα, νομίζω ότι και εκείνος το ίδιο παθαίνει: ζει τις παραστάσεις που σκηνοθετεί με χαρά, ενθουσιασμό και συνεχή αγωνία. Και όσο περισσότερο το μυαλό του αφήνεται και σχηματίζει ατελείωτους λαβυρίνθους, τόσο πιο πολύ εκλογικεύει για να μπορεί να είναι λειτουργικός. Ομολογώ ότι δεν τον περίμενα τόσο χαμογελαστό, τόσο διατεθειμένο να αναλύσει τα πάντα χωρίς υπεκφυγές. Τον περίμενα όμως τόσο άμεσο και ειλικρινή.

Ο Δημήτρης Καραντζάς είναι ο σκηνοθέτης που δεν μπορείς να κατατάξεις – και αυτό ακριβώς είναι το πιο ενδιαφέρον ταλέντο του. Η δυνατότητα να προκαλεί μη αναμενόμενες μεταμορφώσεις πάνω στις σκηνές και η πολυπλοκότητα αναζητήσεων οφείλονται στην ελευθερία της ψυχής του και στις προσωπικές αναζητήσεις. Και έτσι δεν καλουπώνει τίποτα μέχρι να πρέπει να οριοθετήσει ένα έργο για να γίνει πραγματικότητα. Και πάλι, θα αμφισβητεί για πάντα ό,τι έκανε, σκιτσάροντας έναν άλλο χάρτη στο μυαλό του που πια είναι αργά να ακολουθήσει. Για αυτό, θα βγει σε άλλους δρόμους, γιατί η ψυχή δεν ερμηνεύεται τόσο εύκολα.

«Αν κάτσω να σκεφτώ τι είχε “πιάσει” κάποτε σε μια θεατρική παράσταση για να εφαρμόσω την ίδια συνταγή, χάθηκα».

– Πόσο ανήσυχος είσαι όταν παρακολουθείς μια παράσταση που έχεις σκηνοθετήσει;
Πολύ… γιατί βλέπεις τι γίνεται και ταυτόχρονα ξέρεις τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνει. Και δεν μπορείς ούτε να παρέμβεις ούτε να τροποποιήσεις. Είναι πολύ παράξενες στιγμές αυτές. Ακόμα και καλά να πηγαίνει μια παράσταση, η ένταση που έχεις επειδή δεν μπορείς να σταματήσεις, εκείνη τη στιγμή, κάτι που συμβαίνει ορίζει και τη διαφορά που έχει ο σκηνοθέτης από τους ηθοποιούς. Τουλάχιστον εκείνοι, παίζοντας, εκλύουν την ενέργειά τους και χαλαρώνουν. Εγώ, μετά από κάθε παράσταση ζω σε υπερβολική τσίτα προσπαθώντας να συνέλθω. Και μετά με ρωτούν όλοι «μα τι έχεις;».

– Βλέπεις όλες τις παραστάσεις; Κάθε μέρα;
Ναι, δυστυχώς. Και σκέφτομαι διαρκώς, ακόμη και στον ύπνο μου που λέει ο λόγος, τα λόγια του έργου, τους ήχους, τις κινήσεις… Φέτος προσπαθώ να το κόψω αυτό.

– Ακούγεται πολύ ψυχαναγκαστικό. Δεν είναι ζωγραφική η σκηνοθεσία για να βάλεις μια τελευταία πινελιά, αλλά δεν πρέπει κάποτε να τελειώνει;
Σκέψου όμως να σταματήσεις να ζωγραφίζεις επειδή σου τελείωσαν τα χρώματα… Στο θέατρο δεν είναι έτσι. Οι παραστάσεις είναι όντως ένας ζωντανός οργανισμός που μπορεί να μετακινηθεί προς μια καλύτερη ή προς μία χειρότερη κατεύθυνση στην πορεία του, μπορείς να τον ανατροφοδοτείς και ίσως να παραλλάσεις πράγματα. Ιδίως αν ένα έργο παίζεται καιρό. Με αυτή την έννοια, δεν τελειώνει.

«Καμιά φορά, το θέατρο και η κριτική λαμβάνουν χαρακτήρα… κολεξιόν: πέτυχε η χειμωνιάτικη κολεξιόν του τάδε, περνούν τα χρώματα στον κόσμο και άλλα τέτοια».

– Έχεις στο νου σου την προσδοκία του κοινού; Πέφτεις έξω;
Αν σκεφτώ το κοινό, δεν θα πρέπει να κάνω αυτή τη δουλειά. Εννοώ ότι, προφανώς, θέλω να επικοινωνήσει, αλλά αν κάτσω να σκεφτώ τι είχε «πιάσει» κάποτε για να εφαρμόσω την ίδια συνταγή, χάθηκα. Εκεί θα έχει τελειώσει το θέμα. Και, ναι, έχω πέσει έξω σε σχέση με το τι περίμενα ότι θα έβγαινε από μία παράσταση και με το τι βγήκε τελικά.

– Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ καθόλου να σε ορίσω. Έχουμε δει πολύ διαφορετικά πράγματα από εσένα. Με ένα θεατρικό ύφος βεβαίως, αλλά πάντως αλλιώτικα.
Χαίρομαι, γιατί συνήθως διαβάζω ότι είμαι μόνο εγκεφαλικός. Η συνομιλία με ένα έργο είναι σαν να βλέπεις έναν άλλον κόσμο, ένα άλλο τοπίο. Βλέπεις άλλη φωτογραφία, γεννιούνται άλλες ιδέες, υποκινείσαι από το νέο που σε μετατοπίζει. Να γιατί μ’ αρέσει τόσο η σκηνοθεσία, γιατί μέσα από αυτό, προφανώς, μετατοπίζονται δικά μου πράγματα, όσα σκέφτομαι, όσα αισθάνομαι – πρόκειται δηλαδή για μια συνεχή άλλη τοποθέτηση στην πραγματικότητα.

– Αντιμετωπίζεις, συνεπώς, κάθε παράσταση σε σχέση με το τι νιώθεις.
Ακριβώς. Και στις παραστάσεις, που μπορεί να έχουν υπάρξει πιο κλειστές στην πρόσληψή τους, κάτι που μου φαίνεται απολύτως γόνιμο, σημαίνει ότι έτσι ήμουν τη δεδομένη χρονική στιγμή. Μπορεί να λειτουργήσει όμως και αντίστροφα: για παράδειγμα στην παράσταση του Ίψεν «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί», αυτό το δύσκολο και δυσπρόσιτο έργο, οδήγησε και εμένα σε μια πιο ερμητική λογική. Φυσικά ήξερα ότι δεν θα επικοινωνήσει με όλους. Αλίμονο όμως εάν ένα θέαμα στοχεύει στο πώς θα το εκλάβουν όλοι, νομίζω ότι τα ίδια τα κείμενα δεν… θέλουν τα καταλάβουν όλοι, όπως ο επίλογος του Ιψεν περί τέχνης που αφορά μόνο λίγους. Υπάρχει ένα κοινό που πηγαίνει στο θέατρο για να δει τη ζωή του και να τη δει άμεσα. Με έμμεσο τρόπο όλοι αυτό κοιτάμε.

– Εμένα μ’ αρέσει να βλέπω και τις ζωές των άλλων.
Και πάλι, εσένα βλέπεις μέσα από τις ζωές των άλλων, συγκρίνεσαι με όσα δεν βιώνεις ή με όσα μπορεί να μην έχεις ακόμη συνειδητοποιήσει. Και δεν πειράζει κιόλας να είσαι σε προσωπική στιγμή τέτοια για να επικοινωνήσεις με ένα έργο. Ξέρεις, μερικές φορές μπερδευόμαστε στις ταξινομήσεις – οι καλές και οι κακές παραστάσεις… Σαφώς πρέπει να παιχτεί αυτό το παιχνίδι, όμως ο κανόνας του δεν μπορεί να είναι πόσο σαφής και εύληπτη είναι μια εικόνα. Καμιά φορά, το θέατρο και η κριτική λαμβάνουν χαρακτήρα… κολεξιόν: πέτυχε η χειμωνιάτικη κολεξιόν του τάδε, περνούν τα χρώματα στον κόσμο και άλλα τέτοια. Εύκολα χάνεις την πίστη σου σε κάτι αν μετράς των άλλων προσδοκίες. Υπάρχουν καλλιτέχνες που τους πιστεύω και θέλω να τους παρακολουθώ ανεξαρτήτως τού σε πόσο κόσμο απευθύνονται. Πρέπει όμως να μπορείς μέσα σου, ως σκηνοθέτης, να ξεχωρίσεις αν είναι καθαρή η δική σου πρόθεση – διότι αν δεν είναι δεν θα επικοινωνήσεις με κανέναν.

«Σκεπτόμενοι το τι είναι η ευτυχία και πώς έχει οριστεί, νιώθουμε βαθιά ότι δεν θα την ακουμπήσουμε και έτσι τη χάνουμε τελείως».

– Υπάρχει όμως και το άλλο άκρο: θα κάνω κάτι έτσι ώστε να μην το κατανοήσει κανείς για να το πω σύγχρονη τέχνη.
Αυτό είναι αλαζονεία και αφορά όλους τους τομείς της τέχνης. Το έχουμε δει κάποιες φορές στο ελληνικό θέατρο, από εκείνους που θέλουν να κάνουν τους σπουδαίους και που τελικά δεν μπορούν να μοιραστούν τίποτα.

– Πάμε στην αρχή… Πώς σκηνοθέτησες το πρώτο έργο; Πως έτυχε;
Σκηνοθέτησα με τρόμο, ένα έργο που είχα γράψει στην εφηβεία μου. Ο Τάσος Μπαντής, από τους πιο αγαπημένους μου δασκάλους στη σχολή του Εμπρός που είχα μπει, ισχυριζόταν ότι είχε σοκαριστεί με αυτό γιατί ήταν πολύ ζοφερό και ότι μόνο εγώ θα μπορούσα να το σκηνοθετήσω. Στο δεύτερο έτος, εκείνος πέθανε –πολύ νωρίς. Τότε έζησα ένα μεταφυσικό γεγονός, από τα ελάχιστα που αναγνωρίζω ως τέτοια: στην εφημερίδα, κάτω από την αναγγελία της κηδείας του, διαβάζω ότι το ΑΜΟΡΕ ανέμενε έργα νέων συγγραφέων. Έτσι και έγινε.

– Ήταν σαφές στη σχολή ότι δεν θα γίνεις ηθοποιός;
Υπήρξαν στιγμές που μου πέρασε λίγο απ΄ το μυαλό η υποκριτική, αλλά συνειδητοποίησα ότι πάντα είχα στον νου το τι κάνει ο άλλος και όχι στο πώς θα κάνω εγώ κάτι.

– Μήπως σου είναι και πιο εύκολο να κρίνεις και όχι να κριθείς;
Δεν έχεις άδικο. Από όταν με θυμάμαι στη σχολή, δεν προσπαθούσα να κάνω πράγματα με τα οποία διαφωνούσα. Μόνο σε περιπτώσεις που εκτιμούσα ιδιαιτέρως τον σκηνοθέτη, αλλά αν ένας ηθοποιός λειτουργούσε με αυτό το κριτήριο, δεν θα έπαιζε πουθενά.

– Εσύ είσαι ευέλικτος με τους ηθοποιούς σου; Μπαίνεις στη θέση τους, στην αδυναμία τους ενδεχομένως να συλλάβουν κάτι που θέλεις;
Σε αυτό το σημείο ειδικά θα κάνω τα πάντα, θα τους γίνω φόρτωμα και βάρος ωσότου καταλάβουν γιατί θέλω να γίνει κάτι και πώς το θέλω. Θα επιστρατεύσω ό,τι μπορώ, λαμβάνοντας ασφαλώς υπόψη τα εκφραστικά τους μέσα, σε σχέση όμως πάντα με το πλαίσιο που έχω θέσει. Ακόμη και ο καλύτερος ηθοποιός δεν μπορεί να καθορίσει εκείνος το τι σημαίνει μία παράσταση. Είναι αλλουνού δουλειά και δεν πρόκειται για ένα θέμα εξουσίας – είναι θέμα πλευράς στην οποία κάθεσαι.

«Ακόμη και ο καλύτερος ηθοποιός δεν μπορεί να καθορίσει εκείνος το τι σημαίνει μία παράσταση. Είναι αλλουνού δουλειά και δεν πρόκειται για ένα θέμα εξουσίας – είναι θέμα πλευράς στην οποία κάθεσαι».

– Σε βρίσκουν τα έργα ή τα βρίσκεις εσύ; Ο Ρομπ του Ευθύμη Φιλίππου πώς προέκυψε;
Αυτό προέκυψε από μία επιθυμία να συνεργαστούμε με τον Ευθύμη. Υπήρχε για καιρό αυτή η πρόθεση, είχαν γίνει συζητήσεις με τη Στέγη, προέκυψαν άλλα και τώρα ήταν η στιγμή. Με ενδιαφέρει πολύ το τι σημαίνει μεταφορικά αυτό το έργο – το βλέπω σαν παραβολή στην πραγματικότητα, τι σημαίνει ένας χαρακτήρας ενός serial killer.

– Τι σημαίνει για σένα;
Είναι μια παραβολή που αφορά στην απώλεια των ενστίκτων. Δείχνει το πώς όλοι μας είναι σαν να έχουμε βρει έναν τρόπο να λειτουργούμε με μοτίβα συμπεριφορών, περιχαρακωμένοι, χωρίς να αποκαλύπτουμε κάτι για εμάς, ενώ εντασσόμαστε σε κοινωνικά πλαίσια από την ανάγκη μας να είμαστε κάπου ταξινομημένοι. Αυτή την κοινωνία βλέπουμε πάνω στη σκηνή. Ο Ρομπ, ο οποίος δεν ξέρουμε καν αν υπήρξε, είναι στην πραγματικότητα ένα πρόσωπο το οποίο μεταμορφώνεται συνέχεια μέσα από τις αφηγήσεις εκείνων που όμως δεν μετακινούνται καθόλου, περίκλειστοι σε έναν κοινό τρόπο ύπαρξης που δέχεται, ας πούμε, κάτι ως ωραίο ή ως άσχημο με απολυτότητα. Μία κοινωνία που δεν αντέχει συνδυασμούς. Και όμως αυτή η κοινωνία λατρεύει τον Ρομπ που, για μένα, αποτελεί τη φαντασίωση τής απελευθέρωσή της. Ο serial killer δεν αντιμετωπίζεται με όρους ντοκιμαντέρ ή ρεαλιστικά ή ως θρίλερ- το θέμα φόνος είναι ένα άλμα πέρα από τα στενά όρια. Μπορεί να είναι ένα πλυντήριο γεμάτο ένστικτα και βία που όλοι έχουμε βιώσει και ο καθένας διαχειρίζεται με τον δικό του τρόπο, όμως σημασία έχει τι θα συνέβαινε αν δεν λειτουργούσαμε όλοι με ρομποτικό τρόπο. Προκειμένου να ανταπεξέλθουμε, σκοτώνουμε συνέχεια κάτι – αυτό είναι το θέμα. Το βλέπω και από τον εαυτό μου – για να είμαι λειτουργικός, αφήνω πολλά πίσω.

«Ο ηθοποιός με έναν τρόπο, οφείλει να είναι άφυλος με την έννοια του δοχείου που είναι εκεί για να χωρέσει τα πάντα, για να τροφοδοτήσει τον κόσμο».

– Άρα εσύ για να μπορέσεις να σκηνοθετήσεις ένα έργο, πρέπει οπωσδήποτε να βρεις σημείο επαφής.
Μα, ναι. Αυτό είναι απαραίτητο για να μπορέσει να μεταδοθεί και στους ηθοποιούς. Αν δεν βρω κάτι στον πυρήνα για να το ξυπνήσω και σε άλλους ανθρώπους και να προχωρήσουμε μαζί, πώς θα χτίσω μία παράσταση; Παλιότερα, με ενδιέφερε πιο πολύ η φόρμα γιατί φοβόμουν να δω εμένα και αυτό με έκανε ανελεύθερο με την έννοια ότι ήμουν πολύ πιο αγκυλωμένος στο τι έπρεπε να γίνει. Τώρα, είμαι πιο ήπιος και ανοιχτός ειδικά όταν συντονιζόμαστε με τους ηθοποιούς.

– Έχω την αίσθηση ότι στις σκηνοθεσίες σου, δεν παίζει ρόλο το φύλο. Και δεν το λέω μόνο για τη Μήδεια, όπου ήταν σαφές και ένιωθα ότι έβλεπα γυναίκα παρότι οι άνδρες φορούσαν αυστηρά μαύρα κοστούμια και γραβάτες. Νιώθω ότι πρόκειται για θέση.
Είναι η πρώτη φορά που μου το λέει κάποιος με λόγια και νομίζω ότι πατάει σε μία θέση μου, καθόλου πρωτόγνωρη, αφού υπάρχει χρόνια ως θεατρική αρχή. Ο ηθοποιός, λοιπόν, με έναν τρόπο, οφείλει να είναι άφυλος με την έννοια του δοχείου που είναι εκεί για να χωρέσει τα πάντα, για να τροφοδοτήσει τον κόσμο. Όταν το φύλο είναι σε πρώτο πλάνο, δεν υπάρχει η ουδετερότητα που σε βοηθά να δεις μόνο τα επιχειρήματα. Στη Μήδεια, ας πούμε, η επιλογή των αντρών έγινε ακριβώς για να εξουδετερωθεί το φύλο. Η Μήδεια είναι μία γυναίκα/μάνα που σκότωσε τα παιδιά της – αν το δεις σύμφωνα με τα καθ’ ημάς. Το εγχείρημα, όμως, αυτού του προσώπου, αυτής της ιδέας, είναι πολύ πιο υπερβατική υπόθεση. Γνωρίζουμε ότι η Μήδεια προέρχεται από τον ήλιο και άρα έχουμε να κάνουμε με ένα φυσικό φαινόμενο που έχει ήδη σκοτώσει τον αδερφό του και άλλους. Συνεπώς, ο κύκλος της ανύψωσής της, πάλι στον ήλιο, θα γίνει μέσω του φόνου. Όταν η ίδια λέει ότι θέλει να πεθάνει, εννοεί ότι θέλει να σκοτώσει την ανθρώπινη πλευρά της. Η Μήδεια για εμένα ήταν ένα πρόσωπο που λόγω του έρωτα, ενσαρκώθηκε ανθρώπινα χαρακτηριστικά, γνώρισε την ανθρώπινη κατάσταση και την απέρριψε. Στην ουσία, η πράξη της θανάτωσης των παιδιών είναι μια πράξη θανάτωσης της συνέχειας του ανθρώπινου είδους, σε σχέση με το ήθος που η ίδια βλέπει στο ανθρώπινο είδος. Οπότε αυτό μπορεί να το νιώσει και άντρας και γυναίκα.

– Αφήνεσαι στον έρωτα ή τον φοβάσαι;
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο μαζεύομαι. Υπάρχει κάτι το οποίο δεν ξέρω αν είναι θέμα ηλικίας, ανωριμότητας ή ωριμότητας, αλλά τη στιγμή που φεύγει η πρωταρχική ένταση του έρωτα δεν ξέρω τι να κάνω, δεν ξέρω γιατί βρισκόμαστε καν δύο άνθρωποι στο ίδιο δωμάτιο, νιώθω ότι πρέπει να ανταποκριθώ σε ένα βάρος…

– Τη μανία της ευτυχίας του καιρού μας, πώς τη διαχειρίζεσαι;
Νομίζω ότι δυστυχούμε ακριβώς γιατί κυνηγάμε μανιωδώς να ευτυχήσουμε. Σκεπτόμενοι το τι είναι η ευτυχία και πώς έχει οριστεί, νιώθουμε βαθιά ότι δεν θα την ακουμπήσουμε και έτσι τη χάνουμε τελείως. Μπορεί τελικά να είμαστε όλοι ευτυχισμένοι και να μην μας έχουμε επιτρέψει να το αντιληφθούμε.

//Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, «Ρομπ/Rob» του Ευθύμη Φιλίππου. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς, 17-28 Ιανουαρίου. Τηλ.: 210 9005 800.

 

Διαβάστε ακόμα: Αργύρης Ξάφης – «Πώς γίνεται να εύχεσαι “ψόφο” σε κάποιον επειδή διαφωνείς με όσα λέει;»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top