«Μπορεί να μη συμφωνώ με την πολιτική του Τσίπρα, αλλά ο ίδιος είναι το άθροισμα ενός ολόκληρου λαού».

Λίγο προτού υποδυθεί τον μυθικό Οιδίποδα, ο Δημήτρης Λιγνάδης μού ανοίγει τη χειμαρρώδη καρδιά του. Είχαμε αποφασίσει να μιλήσουμε για τα χαρακτηριστικά του ήρωα και πώς αυτά τα βιώνει ο ίδιος στη ζωή του και την κοινωνία. Όμως, ξεστρατίσαμε. Πολύ. Γιατί ένας άνθρωπος με τέτοιο πλούτο, ψυχής, μυαλού, γνώσεων και λέξεων, δεν αυτοπεριορίζεται. Και ασφαλώς δεν τον περιορίζεις. Παραγγέλνεις άλλο ένα ποτό και τον απολαμβάνεις μέχρι τέλους. Γιατί δεν θα έχεις συχνά τέτοια τύχη: να ακούς σαφή επιχειρήματα για σαφείς θέσεις με έντονη αυτοκριτική διάθεση και ατέρμονη αναζήτηση για τα ανθρώπινα. Και τα θεία. Και τα ορατά και τα άυλα.

– Τι ορίζουμε ως ταυτότητα στον «Οιδίποδα»;
Στον «Οιδίποδα», το «ποιος είμαι» σημαίνει «από πού προέρχομαι» και «πού πάω». Κι αυτό είναι κάτι που μπορεί να ακούμε συχνά, όμως καλό είναι να πολλαπλασιάσουμε τον «Οιδίποδα» και να τον δούμε σαν μια ολόκληρη κοινωνία. Ειδικά δε στις μέρες μας, όσον αφορά τους Ελληνες η ερώτηση, μεταφράζεται ως εξής: «Δεν ξέρω ποιος είμαι, γιατί μου έχουν στερήσει το από πού προέρχομαι και ως εκ τούτου μου έχουν στερήσει και το πού πάω». Γιατί αν δεν ξέρω από πού έχω ξεκινήσει, πώς μπορώ να γνωρίζω αν πηγαίνω μπροστά ή πίσω; Δεν έχουμε δηλαδή μία σταθερά. Επομένως μετά το πρώτο βασικό ερώτημα του «ποιος είμαι», έρχεται το δεύτερο που είναι «γιατί είμαι αυτό που είμαι» – «έγινα;», «με έκανε η μοίρα;», «ο Θεός;» ή «είμαι αυτεξούσιος;».

»Να εξηγήσω εδώ ότι για τους αρχαίους, η μοίρα δεν είναι ο Θεός. Ο Θεός πάντα δικαιώνεται στο τέλος. Η μοίρα θα λέγαμε σήμερα ότι είναι η αρχαία έκφραση του DNA. Δηλαδή μπορεί από τη μοίρα να έχεις προδιάθεση για κάτι, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ό,τι και να γίνει, θα συμβεί. Οπότε δικαιούται ο Οιδίποδας να πάει ενάντια στη μοίρα του και να την αλλάξει. Και φυσικά, το τρίτο μεγάλο κεφάλαιο στον «Οιδίποδα» είναι τι σημαίνει ανδρικό και γυναικείο φύλο και κυρίως πώς προσδιορίζεται σε έναν άνδρα το θέμα της γυναίκας. Γιατί στον «Οιδίποδα» η γυναίκα παίρνει και τις δύο εμβληματικές μορφές, δηλαδή πότε είναι η Εύα της Βίβλου, πότε η Παναγία της Παλαιάς Διαθήκης και της Καινής Διαθήκης. Και δυστυχώς πιστεύω ότι στον σημερινό άνδρα αυτά αδυνατούν να συνυπάρξουν. Δηλαδή αν αγαπάς μια γυναίκα, δεν μπορείς να έχεις και σεξουαλική σχέση μαζί της. Δεν μπορείς να αποφασίσεις αν η γυναίκα είναι μήτρα που γεννάει ή κόλπος που δέχεται. Δυσκολεύεται ο άνδρας να δεχτεί και τα δύο. Κι όμως ο Οιδίποδας συνυπάρχει και με τα δύο, απλώς δεν το ξέρει.

«Ηρθε μετά ο ΠΑΣΟΚάνθρωπος, που είπε ότι μπορείς στο μέτωπο να γράψεις σοσιαλιστής αλλά από τον λαιμό και κάτω θα λειτουργείς ως ο πρώην βλάχος που τώρα πίνει ουίσκι κι έχει μια γκόμενα με μεγάλα βυζιά».

– Εσείς πώς βιώνετε το «από πού έρχομαι» και «πού πάω»;
Εγώ γεννήθηκα σε ένα σπίτι φιλολογικό-καλλιτεχνικό, αστικό, μικρασιατικής καταγωγής, με έναν πατέρα-μύθο, με ό,τι καλό και κακό επιφέρει αυτό. Γιατί ένας πατέρας-μύθος, όσο μπορεί να παίξει στη ζωή σου ρόλο ως μύθος, άλλο τόσο αντίστοιχα, μικραίνει ο ρόλος του ως πατέρα. Μέχρι τα 15 μου πέρασα όλο το γνωστό φροϋδικό – να θέλω να εκτοπίσω τον πατέρα μου, ει δυνατόν και να τον «σκοτώσω». Και μετά έρχεται η στιγμή που νιώθεις ότι αυτό που κατηγορείς, γίνεσαι. Εν κατακλείδι, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θέλω πάντοτε να ξέρω από πού προέρχομαι είτε ως μονάδα είτε ως λαός. Γι’ αυτό και πάντα με γοήτευε πολύ η ιστορία. Διάβαζα πολύ αλλά όχι στο σχολείο – το σχολείο για μένα ήταν εφιάλτης. Γιατί ήμουν ένα παιδί που έπρεπε να δίνω πάντα αναφορά στον πατέρα μου, ο οποίος δούλευε στο σχολείο μου και μετά δούλευε και η μάνα μου εκεί. Δεν ήταν κάτι που μου το επέβαλαν αλλά εγώ μέσα μου το αισθανόμουν ως υποχρέωση. Ακόμη κι όταν τσακωνόμασταν, οι γονείς μου ήταν πάντα σημείο αναφοράς.

»Ενώ μέσα μου έκρυβα επιμελώς ένα σκατόπαιδο, δεν μπορούσα να το εκφράσω. Διάβαζα όμως – κι αυτό ήταν το καλό που μου έκανε ο πατέρας μου, συνεπικουρούμενης και της εποχής μου. Τότε υπήρχε ενάμισι τηλεοπτικό κανάλι και καθόλου ίντερνετ, έτσι η διαφυγή μας ήταν το βιβλίο. Είχα ξεζουμίσει όλα τα κόμικς και την ίδια ώρα διάβαζα και πολλή λογοτεχνία. Στην παιδική και προεφηβική ηλικία διάβαζα κλασική λογοτεχνία και μυθολογία. Ήταν κάποια από τα λιμάνια μου, που έχω έκτοτε επισκεφθεί πολλές φορές. Το μεγαλείο λοιπόν του πατέρα μου ήταν ότι δεν προσπάθησε να μου διδάξει τη γνώση αλλά την αγάπη για τη γνώση – για όλα τα θέματα, όχι μόνο για τη γνώση των βιβλίων αλλά και για τη ζωή. Το κυριότερο με το οποίο με εμβολίασε είναι να μη χάσω την ακεραιότητά μου, την αξιοπρέπειά μου. Δεν το πέτυχα -θέλω να είμαι ειλικρινής. Δηλαδή με την ενασχόλησή μου από τα 18 με το θέατρο, πολλές φορές διακυβεύτηκε και η ακεραιότητά μου, πολλές φορές έγινα μικρόψυχος… Δεν πέτυχα λοιπόν στο ακέραιο αυτό που μου ζήτησε ο πατέρας μου.

»Ωστόσο, στο ταμείο που κάνει κανείς κάθε 5 με 10 χρόνια, λέω ότι πορεύτηκα με βάση μια ηθική που δεν την καταπάτησα παρά με μικρές αποκλίσεις. Επίσης ο πατέρας μου με γονιμοποίησε με μια γενναιοψυχία, με έναν ποδοσφαιρικό τσαμπουκά που αφορούσε το να τολμάς να βουτάς μέσα στους κινδύνους. Φυσικά με φόβο – μόνο ο ηλίθιος δεν φοβάται – αλλά κατάφερα οι επιθυμίες μου για κάτι να είναι πιο ισχυρές από τους φόβους μου γι’ αυτό. Με πετυχαίνεις σε μια φάση της ζωής μου, που το ποιος είμαι και το από πού προέρχομαι τα θεωρώ ετεροπροσδιοριζόμενα. Θέλω να μεταλαμπαδεύσω στον μαθητή μου ότι έχει ανάγκη να ξέρει από πού προέρχεται, την ιστορία του, το παρελθόν του. Ο «Οιδίποδας», λοιπόν, με βρίσκει σε πολύ μεγάλη ταυτότητα με τον πρωταγωνιστή του, που έχει κάτι ηγεμονικό, όχι εγωιστικό.

«Γεννήθηκα σε ένα σπίτι φιλολογικό-καλλιτεχνικό, αστικό, μικρασιατικής καταγωγής, με έναν πατέρα-μύθο, με ό,τι καλό και κακό επιφέρει αυτό».

– Είναι και θέμα ευθύνης το να θέλεις να μεταλαμπαδεύσεις κάποια πράγματα. Υπάρχουν όμως αυτιά να ακούσουν ή η χώρα το έχει χάσει αυτό σήμερα;
Πιστεύω ότι η χώρα το έχει χάσει, γιατί φρόντισαν κάποιοι εδώ και σαράντα χρόνια, μετά τη χούντα, να δαιμονοποιήσουν την αξία και τη χρηστικότητα των ανθρωπιστικών σπουδών, της γλώσσας. Η γλώσσα είναι σαν το αναπαραγωγικό όργανο του ανθρώπου, εντελώς απαραίτητη, είναι ο τρόπος του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι, δεν μπορείς να την κακοποιείς. Τι φταίει που γίνεται αυτό; Πρώτον, ο Ελληνας, φορώντας ακόμα τσαρούχια μετά τη χούντα, όταν τον έβαλε κάποιος στην Ευρώπη, αισθάνθηκε ότι το Νευροκόπι συνορεύει με την Κοπεγχάγη. Επομένως θέλησε να κρύψει το τσαρούχι και το μπαλωμένο του βρακί, έγινε Ευρωπαίος εξωτερικά. Γι’ αυτό φέρει τεράστια ευθύνη ο, κατ’ άλλα, εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραμανλής.

»Οι περισσότεροι από εμάς, έχοντας φάει τη χούντα, είτε ως παιδιά είτε ως γονείς, βρισκόμαστε σε μια θέση ευθύνης απέναντι σε αυτούς τους νέους για τους οποίους μιλάμε σήμερα. Ο άλλος λόγος είναι ότι επειδή προερχόμαστε από μια επτάχρονη χούντα -με ελάχιστη αντίσταση, μόνο στο τέλος υπήρξε, τότε με το Πολυτεχνείο-, θελήσαμε να πάμε το εκκρεμές κατευθείαν προς τη μία άκρη, προς μία ηττημένη στον εμφύλιο Αριστερά. Εκχώρησε η φερομένη ως Δεξιά -ανεξαρτήτως αν κυβερνούσε- την παιδεία και την τέχνη σε μια φερομένη Αριστερά και φτάσαμε στο «δεν υπάρχουν έθνη», «δεν υπάρχουν σύνορα», χωρίς βέβαια να μας αντιπροτείνεται κάτι. Νόμιζε τότε η Δεξιά ότι αυτό με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί είναι μόνο η οικονομο-λογιστική πλευρά, δεν ασχολήθηκε με κάτι άλλο. Είπε στον Ελληνα πώς οι 100 δραχμές θα σου γίνουν 200 ευρώ. Δεν τον έμαθε όμως τι σημαίνει πόλις, συλλογική προσπάθεια για συλλογική πρόοδο. Ηρθε μετά ο ΠΑΣΟΚάνθρωπος, που είπε ότι μπορείς στο μέτωπο να γράψεις σοσιαλιστής αλλά από τον λαιμό και κάτω θα λειτουργείς ως ο πρώην βλάχος που τώρα πίνει ουίσκι κι έχει μια γκόμενα με μεγάλα βυζιά. Η άλλη όχθη ήταν ένα ΚΚΕ – που τι να πει;

«Κάποιος πρέπει να πείσει τον Ελληνα ότι μπορεί να πάει ψηλότερα ως συλλογικότητα, να αποκτήσει κοινωνική και εθνική συνείδηση».

– Η σημερινή κυβέρνηση, κατά της αριστείας με τη γενική έννοια του όρου, αποτελεί άραγε και ένα άλλοθι για τη μη πρόοδο του μέσου Ελληνα;
Ο Τσίπρας είναι η συνισταμένη ενός λαού, η εικόνα του. Μπορεί να μη συμφωνώ με την πολιτική του, αλλά ο ίδιος είναι το άθροισμα ενός ολόκληρου λαού που μόλις περιέγραψα. Αυτός ο λαός, επειδή δεν πείστηκε, λόγω του αποκλεισμού του από την ιστορία και τις διάφορες ήττες που έφαγε, ότι κάτι σοβαρά δεν πάει καλά. Δεν βγήκε κάποιος να του πει ότι δεν πρέπει να ψηφίζει αυτό που είναι, αλλά αυτό που θέλει να γίνει κι έτσι εκείνος πάει και ψηφίζει τον καθρέφτη του. Συγγνώμη για τη σκληρότητα, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Η ιστορία της Ελλάδας είναι μια ιστορία γεμάτη παθογένειες, πρέπει ο κόσμος να τη μάθει για να καταλάβει τι του γίνεται.

»Μόνο έτσι θα καταλάβει γιατί οι νέοι σε ποσοστό 17,50% ψηφίζουν Χρυσή Αυγή και ένα 20% είναι στις μολότοφ και τον μπάφο. Δεν τα έμαθε κανείς αυτά τα παιδιά να διαβάζουν, τα έμαθε μόνο πώς να βγάζουν 1.500 ευρώ τον μήνα, όχι πώς θα καλλιεργηθούν. Μα η τεχνολογία είναι μέσον, δεν είναι σκοπός. Αν η 4η τεχνολογική επανάσταση με διευκολύνει να εκτυπώνω καλάσνικοφ σε 3D, δεν μου λέει κάτι. Η τρίτη αιτία ήταν ότι εμείς θέλαμε να χαϊδέψουμε τους νέους, για να μην βγούμε από το παιχνίδι. Ναι, τόπο στα νιάτα, αλλά τι είναι νιάτο; Γιατί ο πατέρας μου με έμαθε ότι το νιάτο είναι μια εφηβική ψυχή -όχι κατ’ ανάγκη εφηβικό κορμί-, που δεν αρνείται τη φιλομάθεια, που θέλει να τα μάθει όλα. Η άρνηση της αριστείας είναι σύμπτωμα γέρου.

«Στον «Οιδίποδα», το ”ποιος είμαι” σημαίνει ”από πού προέρχομαι” και ”πού πάω”».

– Άρα είμαστε και ένας γερασμένος λαός…
Ως αντίληψη, ναι. Όταν λοιπόν και «αν», που δεν το βλέπω, βρεθεί ένας ηγέτης που όταν επανορθωθεί η οικονομία, φέρει τη μεγάλη ιδέα που χρειάζεται η Ελλάδα, τότε μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα. Να το πω πιο απλά, εγώ, πολλές φορές, όταν έχω χοντρύνει, όταν έχω ασχημύνει, όταν το κούρεμά μου είναι κακό, τα γκομενικά στα οποία στοχεύω είναι ανάλογα αυτού του οποίου είμαι εκείνη την περίοδο. Οταν αδυνατίσω, γυμναστώ και περιποιηθώ τον εαυτό μου, τότε αλλάζει το level, γιατί έχω πειστεί ότι μπορώ να πάω ψηλότερα. Κάποιος πρέπει να πείσει τον Ελληνα ότι μπορεί να πάει ψηλότερα ως συλλογικότητα, να αποκτήσει κοινωνική και εθνική συνείδηση. Και εθνική συνείδηση δεν σημαίνει ότι είμαι ο καλύτερος, ρατσιστικά.

«Η Ελλάδα έχει πεσμένο ανοσοποιητικό. Όλη η Ευρώπη έχει θέματα, όμως, άλλα αντισώματα έχει η Ισπανία, άλλα η Γαλλία και άλλα η Ελλάδα».

– Εχει δαιμονοποιηθεί απολύτως η έννοια της εθνικής συνείδησης.
Σαράντα χρόνια αφήσαμε αυτή την έννοια να διασυρθεί και φταίμε όλοι γι’ αυτό. Λες και το εθνικό αποκλείει το πανευρωπαϊκό ή το διεθνές -μα ίσα ίσα. Κι ακριβώς εκεί σοβεί η χρεοκοπία της Ευρώπης, γι’ αυτό βλέπουμε τον Ορμπάν και τους υπόλοιπους. Ο Ορμπάν στύλωσε την οικονομία και τώρα λέει δεν θέλω άλλους ξένους. Δεν συμφωνώ φυσικά μαζί του, αλλά όλοι αυτοί λένε κάτι που το ψελλίζουν πολλοί αλλά δεν μπορούν να το πουν φωναχτά. Η Ελλάδα έχει πεσμένο ανοσοποιητικό. Όλη η Ευρώπη έχει θέματα, όμως, άλλα αντισώματα έχει η Ισπανία, άλλα η Γαλλία και άλλα η Ελλάδα. Απορφανίστηκε λοιπόν η χώρα μας από την ύπαρξη μιας ιδέας, είτε αυτή θα μπορούσε να είναι η θρησκεία, είτε η οικολογία, ακόμη και η ιδέα της τεχνοκρατίας των φιλελεύθερων χρεοκόπησε, δεν έβγαλε πουθενά.

»Το αποτέλεσμα είναι να επικρατούν τα ακραία μορφώματα που έχουν μια ψευδεπίγραφη ιδεολογία όπως ο Ορμπάν από τη μία ή το «κακό» Ισλάμ από την άλλη. Εμείς στερέψαμε από ιδέες, γι’ αυτό άνθισαν οι ψευδοϊδεολογίες. Τώρα όμως είναι το κομβικό σημείο, με αφορμή την κρίση – που ασφαλώς δεν είναι μόνο οικονομική-, να σταθούμε μπροστά στον καθρέφτη για να τα θεραπεύσουμε όλα αυτά. Εγώ, ας πούμε, παραδέχομαι πως θέλω να με χειροκροτούν, θέλω να είμαι δοξασμένος. Επίσης, δεν θέλω να τρώω από τα σκουπίδια, θέλω να έχω κάποια λεφτά, να πληρώνομαι για τη δουλειά μου. Αυτό που ξέρω να κάνω είναι να διδάσκω και ξέρω ότι μέσα από μία θεσμική θέση, ίσως στο μέλλον, να μπορώ να πραγματώσω κάποιες ιδέες. Δεν μου αρκεί για αυτό πάντως ούτε ο «Βυσσινόκηπος» ούτε ο «Οιδίποδας». Ίσως αν έκανα παιδί να μου αρκούσε. Δεν έχω όμως και προσπαθώ κι εγώ να τεκνοποιήσω με αυτό τον τρόπο.

«Κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν, αντιλαμβάνεσαι ότι στη ζωή σου συνέβησαν αυτά που κάποιοι είχαν προβλέψει – γονείς, φίλοι ή ο ίδιος σου ο εαυτός».

– Τι ρόλο παίζουν στη δική σας ζωή η μοίρα και ο Θεός, που αναφέραμε πιο πάνω για τον Οιδίποδα;
Την έννοια της μοίρας τη σκέφτομαι πιο πολύ όσο μεγαλώνω. Κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν, αντιλαμβάνεσαι ότι στη ζωή σου συνέβησαν αυτά που κάποιοι είχαν προβλέψει – γονείς, φίλοι ή ο ίδιος σου ο εαυτός. Είχαν χτυπήσει καμπανάκια, είτε κακά είτε καλά. Τώρα λοιπόν που μεγαλώνω, βλέπω ότι υπήρχε ένας διάδρομος προσγείωσης και απογείωσης που σιγά σιγά φωτιζόταν, αλλά για να καταλάβω ότι υπήρχε, έπρεπε να γυρίσω πίσω να τον δω.

– Κοιτάζοντας προς τα πίσω, υπάρχουν κάποια σαφή σταυροδρόμια, όπου πήρατε εσείς την απόφαση της πορείας σας; Ούτε μοίρα ούτε Θεός λοιπόν;
Θεωρώ ότι για όλα μου τα διλήμματα, η επιλογή ήταν και είναι πάντοτε δική μου και δεν έχω ρίξει ποτέ την ευθύνη σε καμία μοίρα. Κάποια στιγμή κάνεις έναν απολογισμό, αθροίζεις τις συμπεριφορές σου και λες, πήγαινα για εκεί, μ’ αρέσει αυτός ο δρόμος που έχω πάρει; Μπορώ να τον αλλάξω; Αυτή είναι η αντιμετώπιση της μοίρας. Ο Θεός, για μένα, έχει μία ανόργανη και μία οργανική χρησιμότητα. Η ανόργανη είναι η πίστη που έχω εκ παραδόσεως. Δεν μπορώ να πω ότι αυτή η πίστη στον Θεό μού δίνει δύναμη. Υπάρχει όμως και η οργανική χρησιμότητα όπως είπα, που είναι η ηθική. Υπάρχει κάτι που με έμαθε ο Θεός μου, ότι δηλαδή μερικά πράγματα είναι άσχημο να τα κάνεις -δεν θέλω να τα ονομάσω αμαρτίες- και μερικά είναι αγαθό να τα κάνεις.

»Εγώ λοιπόν κατά το ήμισυ είμαι ειδωλολάτρης, δηλαδή αρχαίος, και κατά το άλλο ήμισυ χριστιανός, δηλαδή είμαι Ελληνοχριστιανός. Όταν τα λέω αυτά πρέπει και να εξηγώ ότι είμαι και δημοκράτης. Γενικά έχουμε μια λάθος εντύπωση και για τους αρχαίους και για τους χριστιανούς. Εγώ από τους αρχαίους κρατάω το μεγάλο βάθος του πνεύματός τους και το ότι ταυτόχρονα είχαν μια ανοιχτωσιά μυαλού. Κι αυτό που κρατάω από τον Χριστό είναι η απάντησή του όταν τον ρώτησαν τι είναι ο Θεός; Είπε ότι ο Θεός είναι η αγάπη. Και η αγάπη είναι δύσκολο πράγμα, πρέπει να ματώσεις – δεν μιλάω για τον έρωτα. Η αγάπη θέλει κόπο για να υποχωρήσει το εγώ απέναντι στον άλλον, μαθαίνεται με πολύ υψηλά δίδακτρα.

– Φαίνεται να έχετε δώσει μάχη γι’ αυτό…
Κι ακόμα δίνω και προσπαθώ. Εχω ισχυρό εγώ αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα έκανα όλα καλά, μπορεί να τα έκανα και όλα κακά. Επίσης, θα ήταν πολύ εύκολο να αρνηθώ τον Θεό, γιατί είναι κάτι που μας δυσκολεύει και γι’ αυτό πολλοί λένε ότι δεν υπάρχει. Ο Θεός δεν αποδεικνύεται, υπάρχει αν τον πιστεύεις. Με το 2+2=4, μπορείς να φτάσεις μέχρι τον Αρη. Αλλά με το 2+2=88, μπορείς να φτάσεις πιο κοντά στον Θεό – κι αυτό στο παρέχει η τέχνη κι όχι η επιστήμη. Η άρνησή μας απέναντι στις μεγάλες ιδέες είναι γιατί εμείς αισθανόμαστε μικροί. Ετσι φτιάχνουμε μια θεωρία που μας βολεύει, αλλά εγώ δεν καταδέχομαι ποτέ να μπω σε αυτή τη μορφή ηθικής. Δεν θα βαφτίσω αγαθοεργία μία κλεψιά για να την κάνω. Αν την κάνω, θα την πω κλεψιά -αυτό είναι το μποξ που παίζω με τον εαυτό μου.

«Μεγαλώνοντας και έχοντας καθίσει σε θρόνους, για 5 λεπτά, για ένα μήνα, άλλοτε γερούς, άλλοτε χάρτινους, η ματαιοδοξία μου χαϊδεύτηκε και ικανοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό».

– Δεν ησυχάζετε ποτέ; Δείχνουν όλα να έχουν πολύ μεγάλο βάρος για σας, δεν σας αλαφρώνει τίποτα;
Οχι. Μπορεί ένας μεγάλος έρωτας να με ανακουφίσει στιγμιαία, αλλά και πάλι ούτε καν αυτό…

– Στη λειτουργία ενός θεατρικού έργου, πού βρίσκετε κάθε φορά το κίνητρο που σας οδηγεί;
Το καύσιμό μου για να θέλω να παίξω ή να σκηνοθετήσω κάτι καλά είναι γιατί ο κόσμος με το χειροκρότημά του, έστω στιγμιαία, θα με στέψει βασιλιά. Είναι δηλαδή μιας παιδικής φύσεως ματαιοδοξία να με χειροκροτήσουν! Το πρωταρχικό κίνητρό μου είναι να έχω την αποδοχή ενός «ποιμνίου», που θα με χειροκροτήσει και θα μου πει «μπράβο Δημήτρη, είσαι πολύ καλός». Μετά βέβαια μπορεί να πάνε να φάνε και να το ξεχάσουν. Αυτές λοιπόν οι στιγμιαίες, θνησιγενείς ανθυποδόξες είναι το καύσιμό μου. Κι αυτό το ένιωθα από μικρός, για να βρεθώ ηθοποιός -γιατί ηθοποιός βρέθηκα δεν το επεδίωκα από τότε.

»Μεγαλώνοντας όμως, και έχοντας καθίσει σε θρόνους, για 5 λεπτά, για ένα μήνα, άλλοτε γερούς, άλλοτε χάρτινους, η ματαιοδοξία μου χαϊδεύτηκε και ικανοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Αυτό όμως είναι αστείρευτο, πάντα οι ηθοποιοί θέλουν το κοινό τους. Είμαι όμως σε ένα σημείο που δεν μου αρκεί. Πλέον αισθάνομαι ενδιαφέρον όταν πιάνω ένα γρίφο, που είναι ένα θεατρικό έργο, ένα έργο όμως που έχει να πει κάτι σε εμένα και σε όλον τον κόσμο. Γι’ αυτό μου αρέσει φανατικά το αρχαίο δράμα και το κλασικό θέατρο -όλα τα άλλα μου φαίνονται αναφορές σε αυτά τα είδη. Θέλω πλέον να αποκωδικοποιώ τις κρυφές διαδρομές που έχει ένας ρόλος κι ένα έργο. Γιατί τα μεγάλα έργα είναι πάντοτε αποκρυφιστικά. Ενα τρίτο πράγμα που μου έχει συμβεί μεγαλώνοντας είναι ότι ξανασυναντάω τον λογοτέχνη εαυτό μου, ξαναγυρνάω δηλαδή στο κείμενο. Αν δεν μου λέει κάτι το κείμενο, που να διεγείρει τους ποιητικούς μου υποδοχείς, δεν μου αρέσει.

«Η γυναίκα έχει έναν φοβερό ρεαλισμό, κάτι που δεν το διαθέτει ο άνδρας. Πρόκειται δε για έναν ανδροκτόνο ρεαλισμό».

– Πιστεύω πάντως ότι το θέατρο έχει τη δύναμη να διαμορφώνει το κοινό, είναι κάτι πολύ έντονο και για τον άνθρωπο που παρακολουθεί και καθόλου επιδερμικό ως ψυχαγωγία.
Φυσικά, το θέατρο είναι αγωγή της ψυχής και κανένα έργο δεν θα ‘πρεπε να λειτουργεί ως φάρμακο απλώς για να χωνέψουμε κάτι που φάγαμε. Δεν δαιμονοποιώ τίποτα, υπάρχει κι αυτό το είδος θεάτρου αλλά δεν αφορά εμένα. Ακόμα κι αν κάνω κάτι πολύ απλό, σημαίνει ότι έχω ανάγκη να πω κάτι πολύ απλό, σαν σόδα, στον θεατή.

– Τα πιο απλά όμως δεν είναι και τα πιο δύσκολα, πολλές φορές, να τα κάνεις;
Οι μεγάλοι ρόλοι είναι οι πιο απλοί, αλλά πρέπει οι ηθοποιοί που θα τους παίξουν να είναι σύνθετοι. Δηλαδή η μεγάλη τέχνη είναι απλό πράγμα, όσο πιο σύνθετος γίνεται όμως ο καλλιτέχνης, τόσο πιο απλά παίζει. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι η τέχνη είναι για όλους, αλλά δεν γίνεται απ’ όλους.

– Είπατε στην αρχή ότι ένα μεγάλο κεφάλαιο στον «Οιδίποδα» είναι τι σημαίνει ανδρικό και γυναικείο φύλο και ότι είναι δύσκολο για έναν άνδρα να συγχωνεύσει τη διττή φύση της γυναίκας. Αυτό εσείς το βλέπετε και στην πραγματική ζωή;
Ναι, το βλέπω. Ενα γκάλοπ να κάνεις, θα δεις ότι πολλοί άνδρες αλλιώς μιλάνε για τη γυναίκα τους, τη μάνα των παιδιών τους, όπως λένε, για ορισμένα θέματα, κι αλλιώς για μια οποιαδήποτε άλλη γυναίκα. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι εγκολπωμένο μέσα μας το αμάρτημα των μονοθεϊστικών θρησκειών. Ο άνδρας είναι ένα γατάκι μπροστά στο λιοντάρι που λέγεται γυναίκα. Η γυναίκα έχει έναν φοβερό ρεαλισμό, κάτι που δεν το διαθέτει ο άνδρας. Πρόκειται δε για έναν ανδροκτόνο ρεαλισμό. Η γυναίκα μπορεί την ίδια στιγμή που είναι ποιήτρια, να έχει και έναν φοβερό ρεαλισμό που σε γειώνει. Γιατί την τέχνη την κάνουν κυρίως άνδρες; Γιατί η ευαισθησία, ενώ νομίζουμε ότι είναι γυναικεία υπόθεση, είναι ανδρική. Τίποτα δεν ανέστειλε τη γυναίκα από το να κάνει τέχνη -και μη μου πείτε ότι η θέση της ήταν περιορισμένη στο σπίτι, γιατί και εκεί θα μπορούσε να δημιουργήσει τέχνη. Ασχολιόταν πάντοτε με θέματα πιο πραγματιστικά. Το υλικό της τέχνης είναι η ανασφάλεια, οι φόβοι, και η γυναίκα είναι πιο δυνατή. Ολα τα μεγάλα έπη αυτό λένε -είτε λέγεται Οδύσσεια είτε Ιλιάδα.

 

// INFO

«Οιδίπους Τύραννος» σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Πρωταγωνιστούν Δημήτρης Λιγνάδης, Αμαλία Μουτούση. Με ζωντανή μουσική σε σύνθεση του Μίνου Μάτσα.
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου: Παρασκευή 12 και Σάββατο 13 Ιουλίου. Προπώληση ε
ισιτηρίων και πληροφορίες εδώ.  

 

Διαβάστε ακόμα: Γιάννος Περλέγκας – «Η γελοιότητα είναι μεγάλο όπλο».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top