Το έργο «Συμφωνικά Ζωγραφικά Soundtracks» του Δημήτρη Παπαδημητρίου θα παρουσιαστεί στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στις 6 και 7 Μαρτίου.

– Έχουν γυριστεί ταινίες με αφετηρία έναν πίνακα, έχουν δημιουργηθεί ακόμα και πιάτα γαστρονομίας ως ταμπλό βιβάν – αναφορά σε πίνακες. Τί είναι αυτό που έχει η μουσική, η πλέον αόρατη εκ των τεχνών, που μπορεί να εκφράσει όσα βλέπουμε και όσα αισθανόμαστε απέναντι σε έναν αριστουργηματικό πίνακα;
Κάθε εμπειρία του ανθρώπου διατρέχει τρία στάδια. Πρώτο το Αίσθημα μέσω των αισθητηρίων οργάνων, Δεύτερο η Μεταφορά του αισθήματος και Μετάφραση του από τον εγκέφαλο σε μια γλώσσα που κατανοεί αρχετυπικά, και τρίτο η αντίδραση ως Κριτική σκέψη και Συν-αίσθημα.

Η κάθε εμπειρία -άρα και η κάθε τέχνη- διεγείρει άλλα αισθητήρια όργανα, ωστόσο η μετάφραση των αισθητικών πληροφοριών γίνεται από τον εγκέφαλο με αναγωγή στην ίδια βασική προ-γλώσσα. Θα την έλεγα προ-μαθηματική αφού είναι βασισμένη στην αρχετυπική αντίληψη των αναλογιών, κλασμάτων. Έτσι το σκυλί με την ανάλυση αποδεκτών ή μη αναλογιών αντιλαμβάνεται τη φιλική διάθεση ενός προσεγγίζοντος χεριού, ή μιας φωνής. Αν ο αέρας έχει περισσότερη ξηρασία ή υγρασία από το πρέπον είναι αντιληπτό από ένα φυτό, και το τυφλό νεογέννητο καταλαβαίνει αν κινδυνεύει ή όχι αναλύοντας και συγκρίνοντας ηχητικά μεγέθη και συχνότητες.

Αυτή η ανάλυση του κόσμου σε αναλογίες είναι μια πλήρης και πολύ λεπτομερής, μια προ-μαθηματική γλώσσα όλων των έμβιων όντων. Η μουσική ως νόημα είναι ακριβώς αυτή η διαδοχή -σειρά- κλασμάτων που δηλώνουν μια εμπειρία απευθείας ως μεταφρασμένη-κωδικοποιημένη-εγκεφαλική γλώσσα. Τα κλάσματα αυτά απλά δηλώνονται από ηχητικές συχνότητες σε διαφορετικά τονικά ύψη, διάρκειες και εντάσεις.

Κάθε εμπειρία έχει το δακτυλικό της αποτύπωμα. Η μουσική ως άυλη τέχνη κινούμενη στον χρόνο διαχειρίζεται απλά τις συχνότητες για να μεταφέρει τον κώδικα, το δακτυλικό αποτύπωμα μιας υπαρκτής ή φανταστικής, υλικής ή άυλης εμπειρίας. Η κριτική σκέψη και το συν-αίσθημα έπονται της μουσικής όπως ακριβώς και κάθε άλλης εμπειρίας. Η άυλη λοιπόν μουσική μπορεί να μεταφέρει την εμπειρία του συνθέτη σε σχέση με πάν το επιστητό σε κάποιον ακροατή. Ποίηση, θέατρο, σινεμά, και -γιατί όχι;- ζωγραφική!

Ωστόσο μη φανταστείτε ότι αυτό γίνεται με κάποιο μηχανιστικό τρόπο γιατί δεν μεταφέρεται ο ίδιος ο πίνακας αλλά η υποκειμενική άποψη του ενδιάμεσου, του συνθέτη, για αυτόν. Αυτός είναι καταλυτικός παράγων ώστε το παραγόμενο μουσικό έργο να είναι ένα αυτόνομο έργο τέχνης και όχι -ευτυχώς- κάποια μηχανική αποτύπωση.

«Τα άθλια ΜΜΕ παρέα με την όλο και χειρότερη άθλια παιδεία δεκαετιών φτιάχνουν την τέλεια κοινωνία υποταγμένων χειραγωγούμενων ψηφοφόρων-καταναλωτών».

– Λέτε ότι τα κομμάτια που θα παρουσιάσετε στη «Στέγη» αναπτύσσουν, σαν soundtrack ταινιών, τους πίνακες «στην κρυμμένη τους διάσταση, αυτή του χρόνου». Ο χρόνος αυτός κρύβεται στον κόπο που έκανε ο καλλιτέχνης για να ζωγραφίσει, στα χρόνια που έχει διανύσει ο πίνακας για να φτάσει σε εμάς, στις ιστορίες που μπορούμε να φανταστούμε κοιτάζοντας τον ή κάπου αλλού;
Όχι σε τίποτε από όλα αυτά. Ο πίνακας μπορεί να αποτυπώνει μια στιγμή που συμπυκνώνει την αιωνιότητα στο DNA της. Αλλά και μια ιστορία πεπερασμένου χρόνου μπορεί ένας πίνακας να αφηγηθεί διά μιας εισπνοής. Όπως η «Μέδουσα» του Gericault όπου συνυπάρχουν όλες οι μέρες ενός ναυαγίου σε μία εικόνα. Ή στις μετόπες των αρχαίων ναών που περιγράφουν ολόκληρα έπη.

Τι είναι μια εικόνα λοιπόν; Μια στιγμή, μια ιστορία ή μια αιωνιότητα; Ακόμα και μια φωτογραφία μπορεί να δηλώσει το πριν και το μετά και το πάντα. Πόσο μάλλον ένας πίνακας όπου παρεμβάλλεται ο δημιουργός του.

«Η Ιστορία είναι σαν την γυναίκα καλλονή. Για να σου δοθεί πρέπει να κάνεις ότι δεν την πρόσεξες. Και εάν όντως δεν την πρόσεξες ακόμα καλύτερα».

– Ένας από τους πίνακες που σας ενέπνευσαν είναι και το «Νησί Των Νεκρών» του Άρνονλντ Μπαίκλιν που έχει κινητοποιήσει και τον Ραχμάνινοφ στην σύνθεση του ομώνυμου έργου του. Εκτός από το δημιουργικό διάλογο μεταξύ ζωγραφικής και μουσικής κάνετε και έναν παράλληλο διάλογο (για μυημένους) με άλλα μουσικά έργα που εμπνεύστηκαν από έργα ζωγραφικής;
O διάλογος υπάρχει de facto. Είναι ένα ακόμα διαχρονικό παιχνίδι. Είναι και διάλογος και αντίλογος μαζί. Είναι και «επικονίαση». Υπάρχει και ο Μax Reger στην συζήτηση, με μια πολύ σπουδαία σύνθεση, πάλι για τον ίδιο πίνακα. Είναι ένας μουσικά ευτυχισμένος πίνακας τελικά αυτός και αυτοί οι ευλόγως άφαντοι νεκροί του-μόνο ο πιθανώς νεοσύλλεκτος φαίνεται- έχουν τραγουδηθεί ουκ ολίγον…

– Οι τιμές των εισιτηρίων ξεκινούν από 7 ευρώ (κόστος συνοικιακού σινεμά) μέχρι 25 ευρώ (το πιο ακριβό) στην Κεντρική Σκηνή, και με την πολυμελή Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. (Για ανέργους προσφέρονται και φθηνότερα). Είναι πολιτική της Στέγης να έχει χαμηλό εισιτήριο ή θέλατε η παράσταση αυτή να είναι πιο προσιτή;
Όχι βέβαια, όλα στη Στέγη είναι απίστευτα προσιτά. Είναι πολύ σπουδαίο αυτό, προσφέρεται πραγματικά κοινωνικό παιδευτικό έργο στη Στέγη. Ακριβά θεάματα με φθηνό εισιτήριο γίνονται ακόμα «ακριβότερα».


Διαβάστε ακόμα: Αργύρης Ξάφης – «Πώς γίνεται να εύχεσαι “ψόφο” σε κάποιον επειδή διαφωνείς με όσα λέει;»


– Έχετε διατελέσει διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος. Ποια είναι η γνώμη σας για την κατάσταση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης; Κάποτε οικτίραμε τους «βαρόνους των media» για τη διαπλοκή και την ποιότητα των ειδήσεων αλλά σήμερα μοιάζει η κατάσταση να πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο στο ράδιοτηλεοπτικό τοπίο.
Οι ειδήσεις είναι το μόνο κομμάτι της τηλεόρασης που άπτεται κάπως της πραγματικότητας- έστω και αλλάζοντάς την κατά το συμφέρον. Η υπόλοιπη παράγει μια τελείως ψεύτικη αυτοκαταναλισκόμενη τηλεζωή.

Η πολιτιστική κατολίσθηση στα ΜΜΕ είναι σαν χιονοστιβάδα. Όσο κατεβαίνει τόσο μεγαλώνει, επιταχύνεται και συμπαρασύρει τα πάντα. Τα άθλια ΜΜΕ παρέα με την όλο και χειρότερη άθλια παιδεία δεκαετιών φτιάχνουν την τέλεια κοινωνία υποταγμένων χειραγωγούμενων ψηφοφόρων-καταναλωτών. Γι’ αυτό η ελπίδα υπάρχει μόνο στη φυσική καλλιέργεια και στο ένστικτο αυτοσυντήρησης του ραδιοτηλεοπτικού κοινού. Άραγε πότε θα πάρει μπροστά αυτό το ένστικτο; Αν αυτό μετακινηθεί αυτόματα θα μετακινηθεί και η ιδιωτική τηλεόραση, αφού λειτουργεί με βάση την ακροαματικότητα για λόγους διαφημιστικού κέρδους και πολιτικής επιρροής.

– Και ποια η θέση σας για την τηλεοπτική ΕΡΤ που επαναλειτούργησε μετά βαΐων και κλάδων αλλά δέχεται ακόμα σφοδρότερη κριτική σε σχέση με το παρελθόν ότι δεν εκπληρώνει τον δημόσιο παιδευτικό της ρόλο;
Η ΕΡΤ και έτσι και χειρότερη είναι πάντως πολύ προτιμότερη από τους επικριτές της. Και εάν η κριτική ερχόταν από την Ακαδημία Αθηνών θα είχε κάποια υπόσταση. Την κριτική ότι δεν πληροί τον παιδευτικό ρόλο της «στο επίπεδο που είναι επιθυμητό», τον κάνουν οι -καθόλου καλύτεροι- βιομηχανικοί της αντίπαλοι διαμορφώνοντας με επιμονή μια ψευδή «κοινή γνώμη» εις βάρος της… Γι’ αυτό μην παραπείθεσθε.

Η ΕΡΤ και το κανάλι της Βουλής, ασχέτως των κατά καιρούς επιδόσεων, έχουν εξ ορισμού ένα πρωτογενή πολιτιστικό προσανατολισμό και την ουδετερότητα ενώ τα ιδιωτικά έχουν το κέρδος και την ανοιχτή πολιτική επιρροή. Είναι σημαντική η ύπαρξη και των δύο πόλων ώστε να λειτουργεί η δημοκρατία και η πολιτιστική πολυφωνία. Δεν θέλω ο ένας πόλος να εξαφανίσει τον άλλον. Δεν μου αρέσει όταν η ΕΡΤ ανταγωνίζεται τα ιδιωτικά στο γήπεδο τους.

Άλλο όμως πρέπει να ειπωθεί: Η ΕΡΤ θα εκνευρίζει κάθε φορά που θα είναι μη ουδέτερη, ελεγχόμενη και ταλανιζόμενη από τους εκάστοτε κυβερνώντες. Αυτή η ανεξαρτησία της ΕΡΤ πρέπει κάποτε να της αποδοθεί, σαν οφειλή στον ελληνικό λαό που, ορθά, την πληρώνει απευθείας και όχι μέσω προϋπολογισμού – αυτό είναι το νόημα αυτού του θεσμού, ο μη οικονομικός έλεγχος της από την εκάστοτε κυβέρνηση. Πρέπει κάποιος πρωθυπουργός να έχει το θάρρος να το πράξει. Να είναι αυτός που θα θεσπίσει αληθινά και διασφαλισμένα μια ουδέτερη ΕΡΤ.

«Ο Μίκης είναι ο άφοβος Μίκης και θα σεβαστώ το αίμα που έχυσε για τις ανθρωπιστικές ιδέες του».

– Συνδέεστε με μακρόχρονη σχέση εκτίμησης με τον μεγάλο Μίκη Θεοδωράκη. Πως είδατε το τελευταίο του «δρώμενο» στην πλατεία Συντάγματος με αφορμή το Μακεδονικό; Καμαρώνετε για την ζωντάνια του ή προβληματίζεστε με την πολιτική εκμετάλλευση από ακραίες ομάδες;
Δεν πρόκειται για δρώμενο, αυτός ο όρος τον υποτιμά εξ ορισμού, αλλά για μία πολιτική πράξη. Δεν καμαρώνω για τη ζωντάνια, γιατί αυτό τον καθιστά έναν γραφικό ηλικιωμένο που διόλου δεν είναι.

Επίσης κάθε υπονόηση ταυτίσεων του Μίκη με ακραίες ομάδες παρέλκει. Ο Μίκης είναι ο άφοβος Μίκης και θα σεβαστώ το αίμα που έχυσε για τις ανθρωπιστικές ιδέες του. Θα αξίζαμε βέβαια να μας μιλούν όλοι εξ ίσου ανοιχτά. Όσοι δηλαδή αισθάνονται ότι «ξέρουν». Αλλά εγώ δεν ξέρω ούτε αν αυτοί μπορούν (και να ήθελαν) και ούτε εάν εμείς το αντέχουμε. «Το σοφόν ου Σοφία». Θα ακούσω λοιπόν τον καθένα με αυτιά και καρδιά ολάνοιχτα και θα σκεφτώ σοβαρά αυτά που θέλει να μας πει είτε συμφωνώ είτε όχι, ότι και να μου πει χωρίς φόβο και πάθος.

«Δεν είμαι και δεν θα γίνω, ελπίζω, ψώνιο».

– Εσείς ως καταξιωμένος συνθέτης είστε χορτάτος καλλιτεχνικά ή έχετε «απωθημένα» δημιουργικά;
Φυσικά και έχω δημιουργικά απωθημένα, αλλιώς δεν θα είχα λόγους πλέον να γράφω! Αυτά που δεν έγραψα θα είναι πάντα απείρως περισσότερα και καλύτερα από όσα έγραψα. Και ύστερα αυτή η «καταξίωση» δεν με συγκίνησε ποτέ. Όσοι θέλουν ως αυτοσκοπό να μπουν στην καταξίωση είναι για να τεμπελιάσουν και να μπουν στο απυρόβλητο ότι και εάν κάνουν. Μου κάνει στάση «Ελληνάρα» η καταξίωση. Το «ταβάνιασμα» που λέει και ένας σοφός φίλος μου. Το τέλος κάθε βελτίωσης και εξέλιξης. Εγώ «υπέρ του καταξιωθήναι» είμαι μόνο για να ακούσω τα πάσης φύσεως ιερά Ευαγγέλια.

– Γνωρίζοντας το χαμηλό προφίλ και την μεθοδικότητα σας θα υποψιάζονταν κανείς ότι μας επιφυλάσσετε κάποια στιγμή ένα «opus magnum».
Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια, ωστόσο δεν είμαι δυστυχώς μεθοδικός, στο συγκεκριμένο τουλάχιστον θέμα, αλλά ενστικτώδης και παρορμητικός. Τα έργα με επιλέγουν με πολύ επιθετικό τρόπο, μου επιβάλλουν και το πότε θα τα γράψω.

Έχουν ήδη υπάρξει έργα με μια κάποια «προσωπική καθολικότητα». Αλλά μόνο γιατί ωρίμασαν μέσα μου και απαίτησαν να βγουν. Οι «Μύθοι του Αισώπου», το «Satyricon», «Το Χρονικό Ενός Πρώιμου Φθινοπώρου», ο «Ερωτικός Λόγος» και τώρα τα «Ζωγραφικά Soundtracks» ακολούθησαν έργα παλαιότερα όπως το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας», τον «Καβάφη» και «Στο Όνομα της Ελένης», ακόμα και τους «Όρνιθες» ή τα «Τοπία».

Φυσικά Οpus magnum δεν ονομάζεις εσύ κάποιο έργο σου αλλά η Ιστορία. Αν και όποτε φυσικά ασχοληθεί μαζί σου. Αλλιώς το έργο διαφθείρεται, χάνει στόχο και αλήθεια, παίρνει πόζες. Το να σκέπτεσαι πρωθύστερα και να γράφεις για την Ιστορία είναι ο ασφαλέστερος τρόπος ώστε αυτή να σε περιφρονήσει. Η Ιστορία είναι σαν την γυναίκα καλλονή. Για να σου δοθεί πρέπει να κάνεις ότι δεν την πρόσεξες. Και εάν όντως δεν την πρόσεξες ακόμα καλύτερα!

Πάντως για να πω και κάτι καλό για μένα, δεν είμαι και δεν θα γίνω, ελπίζω, ψώνιο. Γράφω αυτό που με πνίγει για να σωθώ από αυτό. Και εκεί τραβώ τελεία και παύλα. Η όποια αληθινή ιστορική αποτίμηση, αν δεν απουσιάσει συνηθέστατα και αυτή ολοσχερώς, γίνεται ούτως ή άλλως τη «απουσία» μας. Όσο ζει ο καλλιτέχνης η παρουσία του την διαστρέφει είτε θετικά είτε αρνητικά.

//Το έργο Συμφωνικά Ζωγραφικά Soundtracks του Δημήτρη Παπαδημητρίου θα παρουσιαστεί στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στις 6 και 7 Μαρτίου.
Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.

 

Διαβάστε ακόμα: Θάνος Παπακωνσταντίνου – «Ο κόσμος ήταν πάντα ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top