DSC_5373a

Η «Μεγάλη Χίμαιρα» είναι ένα έργο που με απασχολούσε σε ό,τι αφορά τη θεματολογία του ξένου. Το θέμα του ξένου και της προσαρμογής του με έλκει, ίσως γιατί κι εγώ είμαι μισός ξένος από την πλευρά του πατέρα μου.

Για πρώτη φορά διάβασα τη «Μεγάλη Χίμαιρα» στην εφηβεία μου, δίχως να θυμάμαι την εντύπωση που μου είχε δημιουργήσει. Οι επιστρωματώσεις είναι πολλές: όταν διαβάζεις ένα μυθιστόρημα τέτοιου είδους και μετά το ξαναδιαβάζεις, είτε στα είκοσι είτε στα είκοσι πέντε είτε στα τριάντα, κάθε φορά σου αφήνει κάτι διαφορετικό ή προσθέτεις κάποιες εντυπώσεις. Περίπου δύο με τρία χρόνια πριν, σκέφτηκα ότι θα ήθελα να δουλέψω στη θεατρική μεταφορά του συγκεκριμένου μυθιστορήματος. Το βασικό σε αυτήν την περίπτωση ήταν ποιος θα αναλάμβανε τη διασκευή της «Μεγάλης Χίμαιρας», ποιος θα αναλάμβανε την ευθύνη της δραματοποίησης ενός μυθιστορήματος, δραματοποίηση που πάντα κρύβει κινδύνους.

Ο Στρατής Πασχάλης, ο οποίος τελικά διασκεύασε τη «Μεγάλη Χίμαιρα», είναι καλός φίλος και έχω την άνεση να συζητώ μαζί του τις ιδέες μου, ώστε να προκύπτει ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Κατάλαβε ότι δεν θέλω απλώς να απομονώσει διαλόγους, αλλά να δημιουργήσει ένα καινούργιο θεατρικό έργο, με νέους διαλόγους. Του πρότεινα το θέμα της ταινίας μέσα στο θεατρικό, πρόταση που βρήκε ενδιαφέρουσα. Κάπως έτσι ξεκίνησε αυτός ο διάλογος, ο οποίος τελικά κατέληξε στη θεατρική εκδοχή της «Μεγάλης Χίμαιρας». Η αλήθεια είναι ότι εδώ και αρκετό καιρό γυρόφερνα αυτό το μυθιστόρημα. Ήταν μέσα στις επιθυμίες μου, μη γνωρίζοντας ωστόσο ποιο μέσο θα επέλεγα: θέατρο, σινεμά ή τηλεόραση.

Tην Ορθοδοξία τη συνδύασα με την ελευθερία – ελευθερία ήταν το γεγονός ότι φορούσα τα αθλητικά μου παπούτσια με τα παπαδίστικα ρούχα.

Τα μυθιστορήματα του Μ. Καραγάτση είναι δύσκολο να τα μεταφέρεις στη σκηνή, γιατί έχουν πολλούς χαρακτήρες, ενώ εξελίσσονται και σε πολλούς χώρους. Το ίδιο, φυσικά, συμβαίνει και στη «Μεγάλη Χίμαιρα», αλλά εδώ είναι πιο εύκολο να επικεντρώσεις σε συγκεκριμένους χαρακτήρες. Εμείς επικεντρώσαμε σε έξι ή επτά και είχαμε το όλον. Αν επιχειρήσεις να κάνεις το ίδιο στον «Γιούγκερμαν», φοβάμαι ότι θα αποτύχεις. Η «Μεγάλη Χίμαιρα» είναι ένα έργο που με απασχολούσε σε ό,τι αφορά τη θεματολογία του ξένου – από αυτήν την άποψη, βέβαια, τόσο ο «Λιάπκιν» όσο και ο «Γιούγκερμαν» με ενδιαφέρουν. Ειδικά ο «Γιούγκερμαν» με συγκινεί ιδιαίτερα. Το θέμα του ξένου και της προσαρμογής του με έλκει, ίσως γιατί κι εγώ προσωπικά είμαι μισός ξένος από την πλευρά του πατέρα μου.

DSC_5361a

Στον “Γιούγκερμαν”, ο Καραγάτσης: διέγραψε ένα τόξο από τη Ρωσία έως τις ακτές της Νορμανδίας, ώστε να δείξει πώς μας αντιμετωπίζουν οι Βορειοευρωπαίοι και πώς αυτοί έλκονται από τον τόπο μας, αλλά και πώς τελικά αυτός εδώ ο τόπος τους απορρίπτει ή τους ξερνά. Αυτός ο τόπος, βέβαια, ξερνά και τους ίδιους τους ανθρώπους του, όχι μόνο τους ξένους.

Ο Λιάπκιν, ο Γιούγκερμαν και Γαλλίδα Μαρίνα της «Μεγάλης Χίμαιρας» είναι τρεις διαφορετικές περιπτώσεις. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως η Ορθοδοξία –δηλαδή οι κοινές καταβολές πίστης με τους Έλληνες– βοηθάει τον Λιάπκιν και τον Γιούγκερμαν περισσότερο από την καθολική Μαρίνα. Άλλωστε, και οι τρεις χαρακτήρες του Καραγάτση προσαρμόζονται θεωρητικά και πετυχαίνουν στη νέα «πατρίδα» τους. Ακόμη και η Μαρίνα Μπαρέ σε ένα βαθμό επιτυγχάνει: παντρεύεται έναν πλούσιο καραβοκύρη, κάνει ένα παιδί εδώ, ζει μια καλή ζωή στην Ελλάδα. Αυτές που βαραίνουν πιότερο στην ύπαρξή της είναι οι ενοχές – εκεί, λοιπόν, αναφαίνεται το καθολικό υπόβαθρο και αντιπαραβάλλεται με το υπόβαθρο, σαφώς ορθόδοξο, των δύο άλλων χαρακτήρων, οι οποίοι βουτάνε μέσα στην ελληνικότητα και καίγονται εθελουσίως.

O Καραγάτσης διέγραψε ένα τόξο από τη Ρωσία έως τις ακτές της Νορμανδίας, δηλαδή όλη τη βόρεια Ευρώπη, ώστε να δείξει πώς μας αντιμετωπίζουν οι Βορειοευρωπαίοι.

Παρ’ όλα αυτά, αν σκεφτείς την τελευταία σκηνή του «Γιούγκερμαν», όταν αυτός επιστρέφει στον πατρογονικό του πύργο στη Φινλανδία, στο Τάμπερε, έχεις την αίσθηση πως είναι πολύ βόρειος και πολύ μόνος και ότι το μεσογειακό ταμπεραμέντο τού έπεσε βαρύ. Νομίζω ότι και οι τρεις διαπιστώνουν το ίδιο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους. Γι’ αυτό, άλλωστε, το έκανε ο Καραγάτσης: διέγραψε ένα τόξο από τη Ρωσία έως τις ακτές της Νορμανδίας, δηλαδή όλη τη βόρεια Ευρώπη, ώστε να δείξει πώς μας αντιμετωπίζουν οι Βορειοευρωπαίοι και πώς αυτοί έλκονται από τον τόπο μας, αλλά και πώς τελικά αυτός εδώ ο τόπος τους απορρίπτει ή τους ξερνά. Αυτός ο τόπος, βέβαια, ξερνά και τους ίδιους τους ανθρώπους του, όχι μόνο τους ξένους.

DSC_5351a

Στο ερώτημα «ποιους αντέχει αυτός ο τόπος», ο Καραγάτσης απαντά τους αρκετά μικροαστούς, τους αρκετά μέτριους, τους αρκετά ήσυχους, αυτούς που δεν ζητούν πολλά από τη ζωή: ούτε τους απόλυτους έρωτες ούτε τα μεγάλα όνειρα ούτε την υψηλή ποίηση.

Δουλεύοντας πάνω στη «Μεγάλη Χίμαιρα» αυτό ακριβώς ανακάλυψα. Ο Μηνάς είναι ένας παρίας, ο οποίος φορά το προσωπείο του επιτυχημένου, του διανοουμένου, του φίλου των ποιητών, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν άνθρωπο βαθύτατα καταθλιπτικό – με έναν τρόπο είναι και ο Καραγάτσης, ο οποίος κάνει ένα split ανάμεσα στη Μαρίνα και τον Μηνά. Μέσα σε αυτά τα πρόσωπα αναγνωρίζουμε τον ενοχικό Καραγάτση, το νάρκισσο Καραγάτση, τον πολύ επιτυχημένο Καραγάτσης, αλλά παράλληλα και το βαθιά δυστυχισμένο Καραγάτση.

Υπάρχει μια κακότητα, η οποία εδράζεται στην άποψη πώς ο Τάρλοου στο θέατρό του κάνει το πιο επιτυχημένο θέαμα της σεζόν, δίχως να έχει πλάτες πίσω του. Όλα, όμως, έχουν ένα όριο. Δεν υπάρχει καθόλου fair play.

Λοιπόν, και τους Μηνάδες και τις Μαρίνες ξερνά ο τόπος. Και στο ερώτημα «ποιους αντέχει αυτός ο τόπος», ο Καραγάτσης απαντά τους αρκετά μικροαστούς, τους αρκετά μέτριους, τους αρκετά ήσυχους, αυτούς που δεν ζητούν πολλά από τη ζωή: ούτε τους απόλυτους έρωτες ούτε τα μεγάλα όνειρα ούτε την υψηλή ποίηση. Ο απόλυτος έρωτας που κυνηγούν η Μαρίνα και ο Μηνάς είναι μια φαντασίωση, μια χίμαιρα, η μεγάλη χίμαιρα. Εκεί καταλήγει το μυθιστόρημα: ο απόλυτος έρωτας δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει είναι ανθρωποφαγικό, πολύ σκληρό, ωμό και όχι χωρίς συμφέρον.

Στη «Μεγάλη Χίμαιρα», από την πρώτη μέρα που παίχτηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών έως σήμερα που ανεβαίνει στο Θέατρο Πορεία, δεν έχει υπάρξει μέρα που να έχει άδειο κάθισμα και δεν έχει βγει ένας δημοσιογράφος να παρακινήσει το κοινό να δει την παράσταση. Ούτε ένας να πει ότι δεν είναι η χειρότερη θεατροποίηση ενός μυθιστορήματος. Από το Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα, δεν έχει βρεθεί ένας δημοσιογράφος να γράψει κάτι θετικό για τη «Μεγάλη Χίμαιρα». Υπάρχει μια κακότητα, η οποία εδράζεται στην άποψη πώς ο Τάρλοου στο θέατρό του κάνει το πιο επιτυχημένο θέαμα της σεζόν, δίχως να έχει πλάτες πίσω του. Όλα, όμως, έχουν ένα όριο. Δεν υπάρχει καθόλου fair play.

Διαβάστε ακόμα: Η χερουβική Ηλιάνα Μαυρομάτη φωτογραφίζεται αποκλειστικά από τον Στέφανο Σάμιο.

DSC_5370a

Η νομιμοποίηση του μικροαστισμού γίνεται με τη μετάβαση στο «σοσιαλιστικό» καθεστώς, όταν όλοι οι «καταπιεσμένοι» πήραν την ελευθερία να πουν ότι οι αστοί δεν είναι κάτι ιδιαίτερο και ότι το να είναι κάποιος μορφωμένος δεν τον καθιστά πιο σπουδαίο από κάποιον που δεν είναι. Είναι η εποχή που η υπηρέτρια της προγιαγιάς μου, όταν εκείνη της ζήτησε νερό, της είπε «να το πάρεις μόνη σου».

Αλλά πλέον δεν με ενδιαφέρει. Μετά το Φεστιβάλ Αθηνών υπήρξαν κάποιες κριτικές, άλλες καλές, άλλες κακές. Κάποια σχόλια ήταν ξινισμένα έως αρκετά ξινισμένα –ένα, μάλιστα ήταν σχεδόν υβριστικό–, κάποια ήταν θετικά. Οι περισσότεροι, όμως, δεν έγραψαν τίποτε. Πάντως, κατά την άποψή μου, ένα θέμα που επιλέγει ο κόσμος με τόση προσήλωση δεν μπορεί να είναι τόσο κακό. Ακόμη και στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, τα υψηλής κλίμακας θεάματα που είναι sold out δεν είναι «για πέταμα». Όλα διέπονται από υψηλό επαγγελματισμό. Δεν μπορεί ο κόσμος να συρρέει σε θεάματα που είναι μπούρδες.

Όταν πήγα στο περίπτερο και ο περιπτεράς μου είπε «πάρ’ τα ρέστα σου» και όχι «τα ρέστα σας», κατάλαβα ότι πλέον δεν υπάρχει περίπτωση επιστροφής. Αυτό συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Η γενιά του ’30, στην οποία ανήκε ο Καραγάτσης, ήταν μια νησίδα αστικού πολιτισμού, η οποία θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να είχε αναπτυχθεί, αλλά δεν έγινε έτσι. Και δεν έγινε έτσι ίσως επειδή είναι τόσο βαθιά τα τραύματα και τόσο μεγάλες οι επιρροές από την Οθωμανοκρατία, αλλά και τόσο καίρια η έλλειψη των ναμάτων του Διαφωτισμού. Και πάλι, βέβαια, ούτε αυτές οι επισημάνσεις διευκρινίζουν το πώς αναπτύχθηκε η ιδεολογία του μικροαστισμού στην Ελλάδα. Είναι αρκετά περίπλοκο το πώς η Ελλάδα μεταβλήθηκε σε μια μικροαστική κοινωνία.

Νομίζω ότι το κομβικό σημείο στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας είναι ακριβώς εκείνο όπου οι μικροαστοί γίνονται καθεστώς και όχι μόνο καθεστώς, αλλά επιπλέον επιβραβεύτηκαν. Ο μικροαστισμός, ως αντίληψη και στάση ζωής, υπήρχε από τη δεκαετία του ’50 και προϊόντος του ιστορικού χρόνου θέριευε παράλληλα με την επέλαση στην ελληνική αγορά των αμερικανικών προϊόντων. Η τομή, βέβαια, συμβαίνει όταν οι θυρωροί των πολυκατοικιών είπαν ότι από εδώ και πέρα εμείς είμαστε η κυρίαρχη τάξη. Όταν κάποια στιγμή πήγα στο περίπτερο και ο περιπτεράς μου είπε «πάρ’ τα ρέστα σου» και όχι «τα ρέστα σας», κατάλαβα ότι πλέον δεν υπάρχει περίπτωση επιστροφής. Αυτό συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Η νομιμοποίηση του μικροαστισμού γίνεται με τη μετάβαση στο «σοσιαλιστικό» καθεστώς, όταν όλοι οι «καταπιεσμένοι» πήραν την ελευθερία να πουν ότι οι αστοί δεν είναι κάτι ιδιαίτερο και ότι το να είναι κάποιος μορφωμένος δεν τον καθιστά πιο σπουδαίο από κάποιον που δεν είναι μορφωμένος. Είναι η εποχή που η υπηρέτρια της προγιαγιάς μου, όταν εκείνη της ζήτησε νερό, της είπε «να το πάρεις μόνη σου». Καταλαβαίνετε το οξύμωρο. Αυτό που ζούμε στην Ελλάδα δεν έχει αντίστοιχο στον υπόλοιπο κόσμο. Ίσως ανακαλύψουμε αντιστοιχίες με υπανάπτυκτες κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης και όχι με φτωχούς λαούς του αναπτυσσόμενου κόσμου, όπου υπάρχουν αδιατάρακτοι κανόνες κοινωνικής συνύπαρξης.

Δεν μπορώ να φύγω από την Ελλάδα: έχω δύο παιδιά, μια ηλικιωμένη μητέρα, ένα θέατρο. Αν είναι να καταστραφούμε, ας καταστραφούμε. Με ενδιαφέρει πραγματικά να δω πού θα πάει αυτή η κατάσταση και πόσο «περήφανοι» μπορούμε να γίνουμε γι’ αυτό που θα συμβεί.

Αυτό το φαινόμενο, εντέλει, είναι πολύ ελληνικό, αυτό που λένε οι Αγγλοσάξονες «one of a kind». Δεν έχουν όμοιό τους ούτε αυτές οι συμπεριφορές ούτε αυτό το ήθος ούτε αυτή η ιδεολογία ούτε αυτός ο παραλογισμός. Προσωπικά, έχω παραδώσει τα όπλα. Έχω παραδοθεί άνευ όρων και ορίων σε αυτήν την κατάσταση. Δεν αντιδρώ καθόλου, απλώς περιμένω να δω το παρακάτω με ενδιαφέρον. Δεν μπορώ να φύγω από την Ελλάδα: έχω δύο παιδιά, μια ηλικιωμένη μητέρα, ένα θέατρο. Αν είναι να καταστραφούμε, ας καταστραφούμε. Με ενδιαφέρει πραγματικά να δω πού θα πάει αυτή η κατάσταση και πόσο «περήφανοι» μπορούμε να γίνουμε γι’ αυτό που θα συμβεί γύρω μας.

Η πίστη είναι πολύ προσωπική υπόθεση, δεν χρειάζεται να τη διατυμπανίζει κάποιος, ούτε να τη φέρει ως επιγραφή. Δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες και οι κατηγοριοποιήσεις, ούτε σε ό,τι αφορά την πίστη ούτε την προοδευτικότητα ούτε την κομματική ταυτότητα ούτε την κοινωνική τάξη. Τέχνη δεν γίνεται με ταμπέλες. Γνωρίζω ότι στην Ελλάδα όλοι θέλουν να έχεις μια ταμπέλα, αλλιώς δεν μπορούν να σε κατατάξουν, άρα γίνεσαι επικίνδυνος. Η Ορθοδοξία, ας πούμε, δεν μπορεί να είναι ταμπέλα. Για μένα είναι μέρος της καθημερινότητάς μου. Στην Άνδρο, όπου πηγαίναμε όταν ήμουν παιδί, πήγαινα στην εκκλησία και αυτό δεν φάνταζε κάτι τρομακτικό ή, μάλλον, δεν ήταν μια πράξη που δήλωνε κάτι. Μάλιστα, την Ορθοδοξία τη συνδύασα με την ελευθερία – ελευθερία ήταν το γεγονός ότι φορούσα τα αθλητικά μου παπούτσια με τα παπαδίστικα ρούχα. Κι αυτό ήταν το μεγαλύτερο κέρδος.

DSC_5379

Η κοινωνικότητα της Ορθοδοξίας πρόσθεσε στις επιστρωματώσεις μου, αλλά δεν με καθορίζει. Υπάρχουν και άλλα στοιχεία που με καθορίζουν. Όπως, π.χ., η εβραϊκή ταυτότητα του πατέρα μου, την οποία ούτε ο ίδιος είχε αποδειχτεί με ξεκάθαρο τρόπο. Εγώ ο ίδιος περισσότερο την αντιλαμβάνομαι γονιδιακά – κάθε φορά που πηγαίνω στην Ανατολική Ευρώπη

Επειδή μέσω αυτής της ελευθερίας, κατάφερα να εκτιμήσω αργότερα την ομορφιά της Ορθοδοξίας, τουλάχιστον αναφορικά με τα πατερικά κείμενα, το βυζαντινό μέλος και την εικαστικότητα. Αυτά περνούν στην τέχνη και περνούν ασυνειδήτως. Η κοινωνικότητα της Ορθοδοξίας πρόσθεσε στις επιστρωματώσεις μου, αλλά δεν με καθορίζει. Δεν είναι μόνο αυτό, υπάρχουν και άλλα στοιχεία που με καθορίζουν. Όπως, για παράδειγμα, η εβραϊκή ταυτότητα του πατέρα μου, την οποία ούτε ο ίδιος είχε αποδειχτεί με ξεκάθαρο τρόπο. Εγώ ο ίδιος περισσότερο την αντιλαμβάνομαι γονιδιακά – κάθε φορά που πηγαίνω στην Ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα στα μέρη από τα οποία κατάγεται ο πατέρας μου, ανατριχιάζω σύγκορμος, καθώς συνειδητοποιώ την καλλιτεχνική σχέση που έχω με αυτούς τους ανθρώπους, τους θεωρώ «συγγενείς», περισσότερο «συγγενείς» από αρκετούς Έλληνες.

Ο Καραγάτσης ήταν ένας άνθρωπος με πολύ ευαίσθητο νευρικό σύστημα –το οποίο έχουμε κληρονομήσει τόσο εγώ όσο και ο γιος μου…

Ο Καραγάτσης ήταν ένας άνθρωπος με πολύ ευαίσθητο νευρικό σύστημα –το οποίο έχουμε κληρονομήσει τόσο εγώ όσο και ο γιος μου–, εκρηκτικός με ξεσπάσματα θυμού, έντιμος, πολύ ειλικρινής στις απόψεις του, θεωρητικά με ένα περίσσευμα ανδρισμού (αλλά αισθάνομαι ότι από κάτω είχε αυτό που βάζει ως χαρακτηριστικό στον Μηνά: μια αδύναμη, ναρκισσιστική, γυναικεία πλευρά). Νομίζω ότι γοήτευε τις γυναίκες, αλλά δεν πιστεύω ότι υπήρξε σπουδαίος εραστής. Οπωσδήποτε είχε και μια βίαιη πλευρά, η οποία μου φαντάζει πολύ τρομακτική – ίσως γι’ αυτό δεν αντέχω τη βία, φοβάμαι τη σωματική βία. Κι αυτό ίσως συμβαίνει γιατί επανέρχονται αδιόρατα όλες εκείνες οι διηγήσεις για τις εκρήξεις του.

Πάντως, έχω την εντύπωση πως αν ζούσε, θα κάναμε καλή παρέα. Μην ξεχνάτε ότι ήταν ένας πολύ καλός παραμυθάς, εξαιρετικός στην παρέα, με καταπληκτική αίσθηση του χιούμορ. Φυσικά, αγαπούσε το θέατρο –υπήρξε και κριτικός θεάτρου κάποια εποχή– και νιώθω ότι θα το έβρισκε πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθούσε διαδρομή που απαιτείται να διανυθεί για να στηθεί μια παράσταση. Ο Καραγάτσης υπήρξε αντιφατικός –προσεγγίζει μαρξικά τον ξεσηκωμό του 1821, την ίδια στιγμή που προσβλέπει στη βασιλεία για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος. Και ήταν και και οραματιστής – οραματιζόταν μια Ελλάδα με βαριά βιομηχανία.

Τελικά, πιστεύω ότι ήταν ένας παραμυθάς, ένας άνθρωπος που ζούσε σ’ ένα δικό του κόσμο. Και μέσα από το πρίσμα του καλλιτέχνη, ο οποίος συνεχώς ζει μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, έλεγε διάφορα. Ο Καραγάτσης δεν ήταν πολιτικός – όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική, δεν τον ψήφισε ούτε ο ίδιος ο εαυτός του. Η γιαγιά μου, από την άλλη, ήταν ένας εκπληκτικός άνθρωπος, αλλά σχεδόν ανήξερη περί των ερωτικών. Παρά το γεγονός ότι ο γάμος τους πέρασε από σαράντα κύματα, υπήρξε μια βαθιά σχέση και αγάπη μεταξύ των δύο, σχέση που βασίστηκε στην αμοιβαία αποδοχή της καλλιτεχνικότητας του άλλου. Ο Καραγάτσης αποδέχτηκε, έστω και αργά, τη Νίκη Καραγάτση ως ζωγράφο.

//Η «Μεγάλη Χίμαιρα», η θεατρική διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Μ. Καραγάτση, ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου στο Θέατρο Πορεία.

Δείτε το trailer της παράστασης «Η Μεγάλη Χίμαιρα»:

 

Διαβάστε ακόμα: Χριστόδουλος Στυλιανού – ο ένορκος που βλέπει την κρίση ως ευκαιρία. 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top