«Δεν γίνεται να αναλύεις έργα και ρόλους, χωρίς να αναλύεις πρώτα τον εαυτό σου», παραδέχεται ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος. (Όλες οι φωτογραφίες είναι της Μόνικας Κρητικού, αποκλειστικά για το Andro).

Είναι ίσως από τους πιο τελειομανείς – σε βαθμό ψυχαναγκασμού – ανθρώπους που έχω  γνωρίσει. Τα τελευταία χρόνια το δουλεύει και αυτό και το ελέγχει, όπως και πολλά άλλα. Όταν βάζει κάτι κατά νου, θα κινήσει γη και ουρανό – του δικού του εσωτερικού σύμπαντος εννοούμε – για να το καταφέρει. Και θα παλέψει μέχρι τελικής πτώσης – κυριολεκτικά. Και θα σηκωθεί πάλι γελαστός. Είναι ο άνθρωπος που θα ήθελες να είναι φίλος σου. Γιατί μαζί του θα αισθάνεσαι εμπιστοσύνη αλλά και θα περνάς καλά με αναπάντεχες εκπλήξεις. Γιατί, παρότι μανιακός της συνέπειας, μπορεί να κλωτσήσει και την καρδάρα…

– Σε παραστάσεις που σε έχω δει, έχεις συνήθως ένα πολύ στιβαρό physique. Ετσι μου φαίνεται τουλάχιστον. Και τώρα, μπροστά μου, ένας πολύ χαμογελαστός και ανοιχτός άνθρωπος. Υπάρχει κάποια αντίφαση ζωής – ρόλων;

Όχι, δεν νιώθω κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι είμαι πάντα ο εαυτός μου -σε κάθε ρόλο είμαι εγώ σε μια άλλη εκδοχή. Δεν μπορείς να υποδυθείς κάτι ξένο, ακόμη κι αν είναι μια πλευρά που δεν την έχεις ανακαλύψει μέσα σου, πρέπει να το δουλέψεις στις πρόβες, για να μπορέσεις να το επικοινωνήσεις στο κοινό.

– Πότε κατάλαβες ότι θέλεις να γίνεις ηθοποιός;

Από μικρός ήμουν ένα παιδί με καλλιτεχνική ροπή και όλοι πίστευαν ότι θα μπω στη Σχολή Καλών Τεχνών, γιατί είχα ταλέντο στη ζωγραφική. Τα τελευταία χρόνια του λυκείου όμως την παράτησα και πέρασα στη Νομική. Δεν με ενδιέφερε όμως καθόλου και δημιουργήθηκε μια μεγάλη κόντρα με την οικογένειά μου γι’ αυτό τον λόγο. Πάνω εκεί λοιπόν έπρεπε να αποφασίσω τι θα κάνω στη ζωή μου. Επειδή τότε πήγαινα σε ένα θεατρικό εργαστήρι και παρακολουθούσα τις πρόβες, μου φάνηκε ενδιαφέρον και έτσι έδωσα εξετάσεις σε δραματική σχολή. Πάντως, μόνο στην πορεία κατάλαβα ότι ήταν η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσα να έχω κάνει στη ζωή μου! Τελειώνοντας τη σχολή είχα αμέσως προτάσεις και από τότε μέχρι σήμερα δεν έχω μείνει ούτε μία σεζόν χωρίς δουλειά. Σε όλη τη διαδρομή μου, δύο φορές έχω πει «τα παρατάω!».

»Τη δεύτερη φορά μάλιστα, αποφάσισα να φύγω για τη Γερμανία, χωρίς να ξέρω ούτε τη γλώσσα ούτε κάποιον εκεί. Σκεφτόμουν ότι είκοσι χρόνια έκανα το ίδιο πράγμα και ήθελα ένα διάλειμμα στη ζωή μου. Στον τρίτο μήνα βρίσκομαι πάλι στη σκηνή… στο Βερολίνο αυτή τη φορά. Εκεί πια άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι… κάτι σημαντικό συμβαίνει με μένα και το θέατρο – ήταν σαν να έφυγα από αυτό, και εκείνο ήρθε να με βρει! Στη Γερμανία, η μία δουλειά διαδεχόταν την άλλη, όπου στους δύο τελευταίους ρόλους παίζω ακόμη και Σαίξπηρ στα Γερμανικά σε μεγάλα θέατρα. Συνειδητοποίησα απολύτως πόσο καθοριστικό ρόλο παίζει το θέατρο στη ζωή μου και πως δεν επρόκειτο για μια απλή δουλειά, αλλά για ένα κομμάτι του εαυτού μου. Με βοήθησε πολύ και με εξέλιξε ως άνθρωπο. Λειτούργησε μάλιστα και ψυχοθεραπευτικά κάτι που κατάλαβα όταν άρχισα να κάνω ψυχοθεραπεία. Είναι μεγάλο σχολείο το θέατρο. Δεν γίνεται να αναλύεις έργα και ρόλους, χωρίς να αναλύεις πρώτα τον εαυτό σου – αναπόφευκτα μπαίνεις σε αναλυτική σκέψη. Δεν ξέρω πού θα είχα καταλήξει, αν δεν υπήρχε το θέατρο, γιατί είμαι ένας περίεργος χαρακτήρας, με αρκετά περίπλοκα παιδικά χρόνια.

«Παρότι μόλις είχα πάρει το Βραβείο Κάρολος Κουν και όλα πήγαιναν πολύ καλά, σκέφτηκα πως αν δεν τολμήσω κάτι στα 39 μου, δεν θα το έκανα ποτέ».

– Σε βοήθησε λοιπόν στην ισορροπία σου, παρότι εξαιρετικά πειθαρχημένος εξ απαλών ονύχων.

Είμαι μία μείξη δύο ετερόκλητων πραγμάτων – μπορούσα να είμαι ο μικρός αλήτης και την ίδια στιγμή, ο καλύτερος μαθητής. Υπήρχαν γονείς συμμαθητών μου που τους έλεγαν «μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν» και την επόμενη στιγμή μάθαιναν ότι μιλούσαν για τον αριστούχο της τάξης. Εξάλλου και τώρα κάπως έτσι είμαι, με την έννοια ότι με απασχολούν τελείως διαφορετικά πράγματα και δεν περπατώ ποτέ σε έναν ευθύ δρόμο.

«Στη Γερμανία, η μία δουλειά διαδεχόταν την άλλη, όπου στους δύο τελευταίους ρόλους παίζω ακόμη και Σαίξπηρ στα Γερμανικά σε μεγάλα θέατρα».

– Γιατί επέλεξες να πας στη Γερμανία;

Ήταν τότε που ξέσπασε η κρίση. Ήμαστε με μια φίλη μου στο σπίτι, βλέπαμε ειδήσεις για την επικείμενη καταστροφή και αρχίζαμε να αραδιάζουμε πού να πάμε για να σωθούμε. Όταν έφυγε, άρχισα να σκέφτομαι ότι όλο αυτό που είπαμε θα έπρεπε να γίνει πράξη και να μην μείνει μια χαζή κουβεντούλα. Τότε, παρότι μόλις είχα πάρει το Βραβείο Κάρολος Κουν και όλα πήγαιναν πολύ καλά, σκέφτηκα πως αν δεν τολμήσω κάτι στα 39 μου, δεν θα το έκανα ποτέ. Κατέληξα στο Βερολίνο γιατί όλοι μου έλεγαν τα καλύτερα για αυτή την πόλη σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές. Κι έτσι, είπα, αφού είναι που είναι τρελό το να φύγω, ας το τραβήξω απ’ τα μαλλιά και ας πάω κάπου που δεν ξέρω και γρι από τη γλώσσα. Έξι μήνες πριν φύγω, άρχισα μαθήματα Γερμανικών, με διάβασμα δεκαπέντε ώρες τη μέρα.

– Με ποιο σκοπό τελικά;

Θα έβλεπα! Άρχισα λοιπόν να κάνω τις βόλτες μου, συνέχισα να μαθαίνω τη γλώσσα, έχοντας δώσει στον εαυτό μου ένα περιθώριο χαλαρότητας για αρχή. Μια μέρα βλέπω στο facebook ότι μου έχει κάνει αίτημα φιλίας ένα γερμανικό όνομα το οποίο ψάχνω και βρίσκω ότι πρόκειται για έναν σκηνοθέτη του οποίου έχω ήδη δει παράσταση στο Βερολίνο. Την ίδια στιγμή, μου έγραφε στο messenger ότι είχε μάθει πως είμαι ένας πολύ καλός Έλληνας ηθοποιός και πως θα ήθελε να γνωριστούμε. Πώς γίνεται μετά να μην σκεφτείς πως κάποια πράγματα είναι καρμικά; Πώς με είχε ανακαλύψει; Μου είπε ότι είχε έναν Έλληνα σκηνογράφο, τον οποίο δεν ήξερα, που έμαθε από έναν Ελληνα που με είχε δει στο μετρό, ότι ήμουν στο Βερολίνο! Όταν τελικά βρεθήκαμε με τον άνθρωπο και βλέποντας ότι πήγαινε να τελειώσει το ραντεβού μας χωρίς να μου έχει μιλήσει για δουλειά, του πρότεινα να του διαβάσω ένα κομμάτι από ένα γερμανικό βιβλίο που κουβαλούσα μαζί μου για να μου πει τη γνώμη του. Εντυπωσιάστηκε με τα γερμανικά μου, μετά από μία εβδομάδα μου πρότεινε έναν μικρό ρόλο που στο τέλος έγινε πρωταγωνιστικός! Απίστευτο.

«Στην Ελλάδα, ο σκηνοθέτης είναι και λίγο ο ψυχαναλυτής σου και ανέχεται διάφορα. Στη Γερμανία δεν ισχύει κάτι τέτοιο».

– Πώς ένιωσες;

Φυσικά και χάρηκα αλλά δεν είμαι ο άνθρωπος που θα την «ψώνιζε» κιόλας. Ουσιαστικά είχα φύγει από την Ελλάδα για να κάνω ένα διάλειμμα από το αυτομαστίγωμα. Είχα μια εμμονή -που ευτυχώς δεν την έχω πλέον- να είναι όλα τέλεια, να μη μου βρει κανείς κάποιο ψεγάδι. Στο Βερολίνο λοιπόν που υποτίθεται ότι πήγα για να είμαι λίγο πιο χαλαρός με τον εαυτό μου, αρχίζω πάλι να ζω ό,τι και στην Ελλάδα και ακόμη περισσότερο. Εκτός από τις πρόβες, είχα και καθημερινό 12ωρο διάβασμα στη γλώσσα, γιατί δεν ήθελα να μου πουν ότι κάτι δεν καταλάβαινα ή δεν πρόφερα σωστά στο έργο. Όπως είπα και πριν, μετά από αυτό, ακολούθησε ένας μεγάλος ρόλος σε έργο του Σαίξπηρ, όπου έμαθα απ’ έξω στα γερμανικά όλο το έργο, όχι μόνο τον δικό μου ρόλο. Στο δεύτερο σεξπιρικό έργο που έλαβα μέρος, κατέρρευσα – ψυχικά και σωματικά. Μετά από έναν χρόνο θα γυρνούσα στην Ελλάδα έχοντας μείνει πέντε έξω.

– Τι διαφορές είδες στη δουλειά ανάμεσα στις δύο χώρες;

Δεν υπάρχει καμία διαφορά, ίσως μόνο οι παραγωγές να είναι λίγο πιο οργανωμένες. Κάτι που παρατήρησα, επειδή σκηνοθετώ κιόλας, είναι ότι στην Ελλάδα, ο σκηνοθέτης είναι και λίγο ο ψυχαναλυτής σου και ανέχεται διάφορα. Εκεί αυτό δεν ισχύει: καλείσαι να είσαι απλώς ένα τέλειος επαγγελματίας ό,τι και αν σου συμβαίνει. Μια συνθήκη που εμένα μου ταιριάζει.

– Ποιοι ηθοποιοί πιστεύεις ότι μπορούν να γίνουν και σκηνοθέτες;

Όσον αφορά εμένα, θα απαντήσω στο πλαίσιο της ψυχανάλυσης. Εγώ, μέσα στο θέατρο και επί σκηνής, έζησα μία μορφή ψυχανάλυσης, όπως είπα και πριν. Σιγά σιγά αυτή η ψυχανάλυση τελειώνει κι τότε αρχίζω να βλέπω πολύ πιο αντικειμενικά τα πράγματα. Είναι η φάση που σταματάω να είμαι ο ψυχαναλυόμενος, ως ηθοποιός, και γίνομαι ο ψυχαναλυτής, ως σκηνοθέτης. Με ματιά απ’ έξω τρόπον τινά.

«Το όνειρό μου είναι να είχα μια δική μου ομάδα και να κάνω θέατρο έτσι όπως το θέλω – δεν αντέχω όμως καθόλου το κυνήγι των πάντων και την οικονομική ανασφάλεια».

– Και όταν ξαναμπαίνεις στη θέση του ηθοποιού;

Νομίζω ότι γίνομαι καλύτερος, γιατί και πριν σκηνοθετήσω, με ενδιέφερε το όλον, όχι μόνο το δικό μου κομμάτι. Προσπαθούσα δηλαδή να μπω στο μυαλό του σκηνοθέτη, για να καταλάβω τι πάμε να κάνουμε. Εξάλλου δεν γίνεται να παίξεις καλά, αν δεν έχεις καταλάβει το πλαίσιο, δεν γίνεται να λειτουργείς αυτόνομα και εγωιστικά. Θεωρώ πάντως ότι και ως ηθοποιός και ως σκηνοθέτης, την ίδια δουλειά κάνω. Πάντα προσπαθώ να δω τι γίνεται μέσα μου για να αποδώσω έναν ρόλο, πάντα θέλω να πω κάτι προσωπικό. Άρα είτε ως ηθοποιός είτε ως σκηνοθέτης, θέλω να κάνω μια προσωπική δήλωση, μέσα από το έργο.

– Στο έργο που παίζεις αυτό τον καιρό, «Έξι Μαθήματα Χορού σε Έξι Εβδομάδες», τι θέλεις να πεις;

Θέλω να πω στο κοινό που έρχεται στην παράσταση, «σεβαστείτε τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου». Κάτι που θεωρώ ένα πάρα πολύ σημαντικό μήνυμα, στη συγκεκριμένη εποχή, στο συγκεκριμένο θέατρο που ορίζεται από ένα μεγαλοαστικό κοινό, όπου κάποιες κυρίες πχ. σοκάρονται με την ομοφυλοφιλία του ρόλου και τη λέξη «αδελφή».

«Εγώ, μέσα στο θέατρο και επί σκηνής, έζησα μία μορφή ψυχανάλυσης».

– Τι γίνεται όταν παίζεις σε έργο που έχεις σκηνοθετήσει κιόλας όπως συμβαίνει για παράδειγμα και στο τωρινό;

Έχω την έγνοια ακόμα και όταν αρχίζουν οι παραστάσεις. Την ίδια στιγμή που παίζω είμαι ταυτόχρονα και απ’ έξω και παρακολουθώ αν γίνονται τα πράγματα όπως πρέπει. Μου παίρνει πολύ χρόνο να λειτουργήσω μόνο ως ηθοποιός.

– Δεν λειτουργείς πάντως εκ του ασφαλούς, συνεργαζόμενος με συγκεκριμένους ανθρώπους;

Όχι, δεν κάνω κάτι τέτοιο, εξάλλου δεν μπορώ και να το κάνω, γιατί κάθε δουλειά μπορεί να γίνεται σε άλλο θέατρο, με άλλους συνεργάτες – δεν το κανονίζω εγώ αυτό.

– Δεν λες δηλαδή ποτέ, μου αρέσει αυτό το έργο, πάω να βρω χρηματοδότη;

Όχι, το βαριέμαι αφάνταστα αυτό. Το όνειρό μου είναι να είχα μια δική μου ομάδα και να κάνω θέατρο έτσι όπως το θέλω – δεν αντέχω όμως καθόλου το κυνήγι των πάντων και την οικονομική ανασφάλεια. Επίσης επειδή εγώ ζω από τη δουλειά μου, δεν είναι πάντα εύκολο να διατηρήσεις το επίπεδο ποιότητας που δεν θα καταστρέφει την αισθητική σου και να είσαι παρών.

«Μ’ αρέσει πάρα πολύ ο κινηματογράφος, αλλά ακόμη και στις καλές εποχές δεν πληρωνόσουν».

– Εχεις όμως πάντα δουλειά και δημοσιότητα χωρίς μεγάλη έκθεση.

Ούτε μεγάλη δημοσιότητα ούτε μεγάλη έκθεση έχω – νομίζω ότι είναι τόσο όσο θέλω. Είμαι πολύ χαρούμενος που όταν με βλέπουν στον δρόμο, σπανίως θυμούνται το όνομά μου αλλά λένε, «αχ, να, αυτός ο… ο… ο πολύ καλός ηθοποιός». Με συγκινεί αφάνταστα. Δεν με ενδιαφέρει η αναγνωρισιμότητα, καμαρώνω όμως πολύ γι’ αυτό το «ο πολύ καλός ηθοποιός». Και στις παραστάσεις που σκηνοθετώ, θα ήθελα το κοινό να βλέπει τον ρόλο, όχι τον εκάστοτε σταρ. Επίσης μου αρέσει η ισορροπία της φήμης και ανωνυμίας μαζί – δεν θα ήθελα να περπατάω στον δρόμο και να με κοιτάζουν όλοι.

– Αυτό δεν συνέβη όταν έπαιζες στην τηλεόραση;

Ναι, συνέβη όταν έπαιζα σε κάποια σίριαλ, αλλά και πάλι δεν είμαι ο Γκλέτσος ή ο Γεωργούλης. Με αναγνώριζαν αλλά δεν ήταν εντελώς σίγουροι.

– Ο κινηματογράφος σ’ αρέσει;

Μ’ αρέσει πάρα πολύ, αλλά ακόμη και στις καλές εποχές δεν πληρωνόσουν. Και επειδή για να κάνεις μια ταινία, πρέπει για τέσσερις μήνες να μην κάνεις τίποτε άλλο, δεν θα μπορούσα να αντεπεξέλθω οικονομικά μόνο με ταινίες – που άλλωστε δεν γίνονται και τόσες πολλές.

«Ακούω ανθρώπους που τους εμπιστεύομαι για την αισθητική τους αλλά δεν έχουν καμία σχέση με τον χώρο».

– Ποια είναι τα πιο σημαντικά έργα στα οποία έχεις συμμετάσχει, με τη μία ή την άλλη σου ιδιότητα;  

Δουλειές που μου έρχονται στο μυαλό είναι «Ο Γλάρος» που κάναμε με τον Μαστοράκη – ο Νίκος άλλαξε πολλά πράγματα για το θέατρο όπως τα είχα στο μυαλό μου πριν τον γνωρίσω. Μέχρι τότε πίστευα, ας πούμε, ότι αν δεν βασανιστείς και δεν χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο, δεν θα έχεις αποτέλεσμα. Και ξαφνικά, ήρθε αυτος ο άνθρωπος στη ζωή μου, με μία βαθιά χαλαρότητα μέσα στην αυθεντία του που με έκανα να αναθεωρήσω πολλά και κυρίως την «τάχα» κουλτούρα. Άλλα σημαντικά έργα ήταν το «The man who» στο Θέατρο Πορεία, με την Αυστριακή σκηνοθέτιδα Ρενάτε Τζετ, η «Λήθη» του Δημητριάδη, που ήταν και το τελευταίο έργο πριν φύγω για Βερολίνο, οι ταινίες «Τέλος εποχής» και ο «Κώστας Καρυωτάκης».

– Υπάρχει κάποιος του οποίου ζητάς πάντα την κριτική ή τη συμβουλή του;

Γενικά ακούω ανθρώπους που τους εμπιστεύομαι για την αισθητική τους αλλά δεν έχουν καμία σχέση με τον χώρο. Τα τελευταία χρόνια, ακούω την κολλητή μου από το Βερολίνο και τη σχέση μου. Αυτά είναι τα πρώτα άτομα των οποίων τη γνώμη ζητάω.

 

Info:

«Εξι μαθήματα σε… έξι εβδομάδες», Θέατρο «Ιλίσια»
Παπαδιαμαντοπούλου 4, Αθήνα, Τηλέφωνο: 2107210045

 

// Eυχαριστούμε το Bar Au Revoir (Πατησίων 136), στο οποίο έγινε η φωτογράφιση της συνέντευξης. 

 

Διαβάστε ακόμα: Νικόλας Ανδρουλάκης, «Δεν κάνω αυτή τη δουλειά για να βρω σεξ».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top