Μετρώντας περί τις 30 ορχήστρες στο ενεργητικό του, σε Ευρώπη και Αμερική, έβαλε τις βάσεις για την Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων της οποίας είναι ο μουσικός διευθυντής. (Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν)

Στα 18 του κέρδισε με το κλαρινέτο του το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό «Νέοι Μουσικοί» της Eurovision στη Βιέννη. Δέκα χρόνια και μετά από μια θριαμβευτική πορεία ως σολίστ στα σημαντικότερα concert halls του κόσμου, κι έχοντας κάνει ήδη στροφή στην καριέρα του ως διευθυντής ορχήστρας, αποτελεί έναν από τους σοβαρότερους εκπροσώπους της Ελλάδας στη διεθνή μουσική σκηνή.

Μετρώντας περί τις 30 ορχήστρες στο ενεργητικό του, σε Ευρώπη και Αμερική (συμμετοχές στο Aspen Music festival, Toronto Opera Company) έβαλε τις βάσεις για την Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων της οποίας είναι ο μουσικός διευθυντής, εγκαινιάζοντάς την με μια ενθουσιώδη πρεμιέρα το Δεκέμβριο του 2017 στην Κεντρική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Λίγο πριν διευθύνει τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Οδησσού, στις 30 Μαρτίου, σε έργα Νίλσεν, Γκλαζούνοφ και Κουμεντάκη, μας μίλησε για το τι σημαίνει να μεταπηδήσεις από βραβευμένος κλαρινετίστας σε έναν από τους πιο πολλά υποσχόμενους νέους μαέστρους διεθνώς.

Ο Διονύσης Γραμμένος. (Φωτογραφία: Σπύρος Χαμάλης)

– Υπάρχει μεγάλη αλαζονεία στο χώρο της μουσικής;
Υπάρχει άγνοια. Αυτή πιστεύω πως είναι η αλαζονεία στη μουσική. Πιάνοντας στα χέρια σου το έργο ενός συνθέτη δεν θα μάθεις ποτέ ακριβώς τι είναι αυτό που είχε στο μυαλό του. Είναι αρκετά αφηρημένο όλο αυτό που συμβαίνει μέσα σε ένα έργο και όσο και η δική σου αντίληψη να προσεγγίζει τη δική του, δεν θα μάθεις ποτέ τι ήταν.

– Μα, κάθε φορά δεν επαφίεται η προσέγγιση στην ερμηνεία του εκτελεστή;
Πάντα είναι ερμηνεία και άρα δεν θα μπορούσε να είναι η ίδια από όλους. Όλοι έχουν μπροστά τους τις ίδιες νότες, αλλά όλοι έχουν και διαφορετική αντίληψη. Ο καθένας βλέπει κάτι άλλο μέσα σε αυτές, δημιουργεί διαφορετικούς συσχετισμούς, φωτίζει και αναδεικνύει σημεία, μοτίβα και φράσεις με ένα δικό του ξεχωριστό τρόπο. Ο καθένας επίσης έχει μια διαφορετική αίσθηση της ενορχήστρωσης, αλλά και ικανότητα να πλάθει και να αναμιγνύει τους ήχους των οργάνων της ορχήστρας, δημιουργώντας έτσι την κατάλληλη για αυτόν ισορροπία. Αυτό που λέμε λοιπόν εκτέλεση, από τη στιγμή που μπαίνει το φίλτρο της προσωπικής αντίληψης του κάθε μαέστρου, είναι τελικά -είτε το θέλουμε είτε όχι- ερμηνεία.

– Το να προσεγγίσεις το τι είχε στο μυαλό του ο συνθέτη είναι θέμα ταλέντου ή ωριμότητας του εκάστοτε μαέστρου;
Προφανώς και είναι ένα συνδυασμός γνώσεων, εκπαίδευσης, εμπειρίας αλλά και ενστίκτου για τον κάθε καλλιτέχνη. Στην ουσία πάντα εικάζεις τι θα ήθελε ένας συνθέτης. Μελετάς το έργο του (την παρτιτούρα), συλλέγεις πληροφορίες, προσπαθείς να μάθεις τι ήταν ως άνθρωπος, να σκιαγραφήσεις την προσωπικότητα του, να δημιουργήσεις μία εικόνα για αυτό το έργο, το οποίο είναι ένα «παιδί» του, καθώς κουβαλάει το DNA της μουσικής του γλώσσας και την ιδιαιτερότητα της μουσικής του γραφής. Ποια ήταν τα θέματα τα οποία τον ενέπνευσαν, ποια ήταν η αφορμή για να γράψει μουσική. Όλα αυτά βέβαια, δεν πρόκειται να σου λύσουν τα προβλήματα, θα σου δημιουργήσουν όμως μία πιο σφαιρική εικόνα του ανθρώπου. Συνδέουμε για παράδειγμα τον Μπετόβεν με το ότι ήταν επαναστάτης της μουσικής, ένας άνθρωπος αδιάλλακτος, απόλυτος, και ασυμβίβαστος. Κι όμως, ο Μπετόβεν έχει γράψει τα πιο ευαίσθητα και ρομαντικά θέματα με κομψότητα και απύθμενο βάθος στις συμφωνίες του. Αν αντιληφθείς λοιπόν μονάχα αυτή την πλευρά της προσωπικότητάς του, χάνεις την άλλη. Πάντα προσεγγίζεις και πάντα αναζητάς.

«Ο κάθε μαέστρος με τον τρόπο που θα δουλέψει, με το πως θα εμπιστευτεί τους μουσικούς, αλλά και με τη δική του γλώσσα τους σώματος, θα δημιουργήσει και έναν δικό του ήχο».

– Υπάρχουν πράγματα που στα 28 σου δεν τολμάς να αγγίξεις πριν «ωριμάσεις»;
Σίγουρα υπάρχουν έργα τα οποία δεν είναι στα άμεσα πλάνα μου να διευθύνω. Βέβαια, δεν είμαι και σίγουρος εάν πάντα γνωρίζουμε και συνειδητοποιούμε το πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να αγγίξουμε το κάθε έργο!

– Επιμένω, μέχρι τώρα έχεις ακούσει πολλή κλασική μουσική, τι είναι εκείνο που λες δεν θα το αγγίξω πριν φτάσω σε μια ηλικία.
Τον Μπρούκνερ! Όπως είπα, πάντα προσεγγίζουμε το έργο, αλλά και πάλι, το γεγονός το ότι κάποιος είναι μεγαλύτερος σε ηλικία ή έχει διευθύνει το έργο κάποιες φορές δεν σημαίνει απαραίτητα ότι βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό, από έναν νεαρότερο ο οποίος είναι είτε περισσότερο μελετημένος, είτε έχει μεγαλύτερη διαίσθηση. Ένα είναι βέβαιο όσον αφορά εμένα, ενώ λατρεύω, ακούω και μελετάω τη μουσική του, δεν θα τολμούσα να διευθύνω μια συμφωνία του Μπρούκνερ στην παρούσα φάση. Αισθάνομαι ότι δεν έχει έρθει η στιγμή ακόμα να συνειδητοποιήσω το βάθος της μουσικής του και να εκφράσω τη βαθύτερη υφή της.

– Γιατί άφησες στην άκρη το κλαρινέτο τόσο νωρίς;
Δεν το έχω αφήσει στην άκρη, αν και βέβαια τα τελευταία χρόνια έχω επικεντρωθεί στη διεύθυνση ορχήστρας, η οποία είναι και το μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς μου και της καθημερινότητάς μου. Εμφανίζομαι ακόμη ως σολίστ, πολύ επιλεκτικά. Από νεαρή ηλικία όμως είχα την επιθυμία να διευθύνω την ορχήστρα. Απλώς, με το βραβείο το 2008 και τον καταιγισμό συναυλιών που ακολούθησαν ήταν αδιανόητο να αφήσω όλη αυτή την καριέρα που ανοιγόταν μπροστά μου, και να σταματήσω με το κλαρινέτο. Παράλληλα και πολύ προσεκτικά, γιατί ήθελα να σπουδάσω διεύθυνση και όχι απλά μια μέρα που θα είχα φτάσει σε ένα ψηλό σημείο ως κλαρινετίστας να πω από αύριο διευθύνω -όπως συμβαίνει συχνά με πολλούς μουσικούς και κατά τη γνώμη μου δεν λειτουργεί- έκανα τα πρώτα μου βήματα και τις πρώτες μου εμφανίσεις. Είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο να καταλάβεις το πώς «δουλεύει» μια ορχήστρα, για αυτό κι εγώ ήθελα να το κάνω σε σωστές βάσεις.

«Έλειπε πολύ και έλειπε αισθητά από τη χώρα μας μια τέτοια ορχήστρα που να συγκεντρώνει νέους μουσικούς από όλη την Ελλάδα, αλλά και Έλληνες από το εξωτερικό. Έχουμε τη δυνατότητα να τους συγκεντρώσουμε λοιπόν εδώ και να φτιάξουμε έτσι ένα πολύ αξιόλογο σχήμα». (Φωτογραφία: Σπύρος Χαμάλης)

– Κι έχει σημασία να ξεκινήσεις νωρίς, νέος;
Ναι, πιστεύω πως όσο πιο νωρίς εκτεθείς και αποκτήσεις τριβή, τόσο το καλύτερο. Μέσα από τις σπουδές καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν δύο δρόμοι παράλληλοι. Ο ένας είναι να εμβαθύνεις στο ρεπερτόριο, να γνωρίσεις τους συνθέτες, να μελετήσεις τα έργα τους, να διευρύνεις τις γνώσεις σου πάνω σε αυτά, και ο άλλος δρόμος είναι να καταλάβεις το πώς δουλεύει μια ορχήστρα, και τι είναι αυτό που περιμένει από εσένα ως μαέστρο.

– Αυτά εσύ τα έμαθες χάρη στις σπουδές σου και όχι μέσα από την πείρα σου ως σολίστ;
Αρκετά πράγματα τα έμαθα παίζοντας ως σολίστ, καθώς βρισκόμουν πάντα μπροστά από την ορχήστρα και δίπλα στον μαέστρο. Αισθανόμουν έτσι ποιο είναι το βάρος της κάθε ορχήστρας, και το πως αυτή αντιδρά στον παλμό του κάθε μαέστρου αλλά και στην πληροφορία που ο σολίστ προσπαθεί να τους περάσει. Καταλάβαινα, ή αισθανόμουν, ότι το κάθε σύνολο έχει διαφορετική ευαισθησία αλλά και ταχύτητα αντίδρασης. Μάθαινα λοιπόν σιγά σιγά να «παίζω» μαζί τους και να ξεκινώ να χτίζω γέφυρες με τους μουσικούς, κάτι το οποίο είναι απαραίτητο να κάνεις και ως μαέστρος. Όλα αυτά ήταν στοιχεία τα οποία ασυνείδητα δούλευαν μέσα μου. Βέβαια, μόνο όταν εσύ διευθύνεις την ορχήστρα, αποκτάς και την απόλυτη αίσθηση. Διευθύνοντας κάθε εβδομάδα διαφορετική ορχήστρα, η αίσθηση αυτή είναι και διαφορετική.

– Την πρώτη φορά πώς ένιωσες;
Κλείδωσε μέσα μου ότι πρέπει να διευθύνω. Είπα «αυτό είναι», αυτό θέλω να κάνω.

«Πολλοί νέοι Έλληνες μουσικοί σπουδάζουν στο εξωτερικό. Κι αυτό ακριβώς είναι που χρειαζόμαστε σήμερα, ώστε σταδιακά να ξεφύγουμε από την αίσθηση αυτή του επαρχιωτισμού».

– Δεν φοβήθηκες;
Ειλικρινά, Όχι. Προφανώς και είχα αίσθηση της σημαντικότητας αυτού που έκανα. Ήταν στα 21 μου με την Vienna Chamber Orchestra, σε ένα πρόγραμμα όπου έπαιξα ένα κοντσέρτο και διεύθυνα την ορχήστρα ως μαέστρος στα υπόλοιπα έργα. Δεν μπορώ να σου περιγράψω ακριβώς την αίσθηση, αλλά ένιωσα ότι κάτι «κούμπωσε» μέσα μου.

– Τι προλαβαίνει να επιβάλει ένας επισκέπτης μαέστρος σε κάθε νέα ορχήστρα που συναντάει πρώτη φορά;
Πολύ καλή ερώτηση αυτή! Οι πρόβες συνήθως διαρκούν 3 το πολύ 4 μέρες. Θα μιλήσω από την προσωπική μου εμπειρία. Η πρώτη πρόβα είναι πάρα πολύ σημαντική γιατί εκεί αποκτάς εικόνα του συνόλου που έχεις μπροστά σου. Εκεί καταλαβαίνεις τα δυνατά τους σημεία και τις αδυναμίες τους. Είτε σε έργο το οποίο έχουν ξαναπαίξει είτε σε έργο που είναι εντελώς καινούργιο γι’ αυτούς. Χάρη στα συμπεράσματα λοιπόν που βγάζεις από αυτήν την πρώτη αυτή επαφή, καταλήγεις και στο ποια θα είναι η στρατηγική που θα ακολουθήσεις τις επόμενες ημέρες, και το πως μπορείς να βοηθήσεις με τον καλύτερο τρόπο την ορχήστρα ώστε να πάρεις στο μεγαλύτερο βαθμό τον ήχο που θέλεις. Ο κάθε μαέστρος με τον τρόπο που θα δουλέψει, με το πως θα εμπιστευτεί τους μουσικούς, αλλά και με τη δική του γλώσσα τους σώματος, θα δημιουργήσει και έναν δικό του ήχο. Αυτό μπορεί κάποιος να το καταλάβει ακούγοντας και παρατηρώντας το ίδιο σύνολο, κάθε φορά με ένα διαφορετικό μαέστρο. Κάθε φορά, θα ακούει και μια «άλλη» ορχήστρα, καθώς ο καθένας τους έχει άλλη δυναμική αλλά και ικανότητα να χτίσει μια διαφορετική σχέση μαζί τους. Φυσικά είναι εντελώς διαφορετικό, ένας μαέστρος να είναι μόνιμος σε μια ορχήστρα και να δουλεύει καθημερινά μαζί τους. Ο Κάραγιαν έλεγε κάτι πολύ όμορφο για τον ήχο της ορχήστρας: τον περιέγραφε σαν ένα κήπο, τον οποίο ο μαέστρος έπρεπε καθημερινά να καλλιεργεί ώστε να διατηρήσει όμορφο.

– Έπαιξε σημαντικό ρόλο το γεγονός ότι μεγάλωσες την Κέρκυρα;
Σίγουρα έπαιξε μεγάλο ρόλο. Δεν ξέρω αν είχα γεννηθεί σε άλλη πόλη της Ελλάδας αν θα είχα ξεκινήσει μουσική, αλλά και αν ξεκινούσα ποια θα ήταν η πορεία μου. Υπήρχε ανέκαθεν μεγάλη σχέση του νησιού με τη μουσική και κυρίως με την όπερα. Οι Επτανήσιοι συνθέτες ήταν οι πρώτοι που έγραψαν ελληνική όπερα, αλλά όχι μόνο. Η «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» που παίζεται τις ημέρες αυτές, έκανε τη διεθνή κοντσερτάντε πρεμιέρα στο Λυρικό Θέατρο της Κέρκυρα. Επίσης σκέψου ότι κάποτε στο νησί, οι παρέες στα καφενεία τραγουδούσαν άριες από ιταλικές όπερες, απλά και μόνο για ευχαρίστηση. Το El Sistema της Βενεζουέλας που μυεί φτωχά παιδιά στην κλασική μουσική, προϋπάρχει με το δικό του τρόπο ως θεσμός στην Κέρκυρα εδώ και περίπου 150 χρόνια, από το 1840. Όλα τα παιδιά γίνονται μέλη μιας φιλαρμονικής και μαθαίνουν μουσική δωρεάν. Έτσι ακριβώς όπως ξεκίνησα κι εγώ στα 7 μου.


Διαβάστε ακόμα: Βασίλης Χριστόπουλος – «Η διδασκαλία είναι λίγο σαν την πατρότητα: με ωριμάζει και με βελτιώνει ως άνθρωπο»


– Ένιωσες από την πρώτη στιγμή ότι η μουσική είναι η ζωή σου;
Αισθανόμουν πάντα μία όμορφη οικειότητα με το όργανο μου το κλαρινέτο. Από τις πρώτες κιόλας μέρες που ξεκίνησα. Έκτοτε ήθελα να έχω μια εξέλιξη γι’ αυτό και γινόμουν αυστηρός με τον εαυτό μου. Είχα πάντα κριτική ματιά και ήθελα κάθε φορά να προχωράω στο επόμενο στάδιο.

– Οι δάσκαλοι σου αναγνώρισαν αμέσως το ταλέντο σου;
Έπαιζα μόνο μερικούς μήνες κλαρινέτο όταν με άκουσε ο μαέστρος και μου ζήτησε να παίξω στην πρόβα της μπάντας. Για ένα παιδί τότε 8 χρονών ήταν ένα όνειρο τόσο μεγάλο όσο το να παίξει κανείς ως σολίστ στο Κάρνεγκι Χολ! (σ.σ. Ο Δ. Γραμμένος έκανε το ντεμπούτο του ως σολίστ στο Κάρνεγκι Χόλ της Νέας Υόρκης σε ηλικία 24 ετών)

– Η συμφωνική μουσική στην Ελλάδα μοιάζει να έχει κάνει μεγάλα άλματα τα τελευταία χρόνια. Πως βλέπεις την νέα γενιά μουσικών;
Ξέρεις, είναι αρκετά τα παιδιά της δικής μου γενιάς, τα οποία έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό… Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν συνέβαινε σε τέτοιο βαθμό πριν 20 χρόνια. Στην Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων για παράδειγμα, οι μισοί νέοι από τους 40 που την αποτελούν, μιλούν γερμανικά, καθώς έχουν σπουδάσει στη Γερμανία και στην Αυστρία. Αυτό σιγά σιγά χτίζει μια διαφορετική κουλτούρα στους μουσικούς αλλά και φέρνει στον τόπο μας νέα ερεθίσματα και ιδέες. Κι αυτό ακριβώς είναι που χρειαζόμαστε σήμερα, ώστε σταδιακά να ξεφύγουμε από την αίσθηση αυτή του επαρχιωτισμού.

– Τι εννοείς με τον επαρχιωτισμό;
Εννοώ το να ακούγεται συνέχεια το ίδιο ρεπερτόριο, με ελάχιστες ή και καθόλου εναλλαγές, συνεχώς από τους ίδιους ανθρώπους και χωρίς καμία ουσιαστική διαφοροποίηση. Και εδώ πιστεύω είναι αυτοί οι δυο παράλληλοι δρόμοι, που θα φέρουν μια ουσιαστική αλλαγή στο μουσικό τοπίο της χώρας: η εκπαίδευση και τα νέα ερεθίσματα για τους μουσικούς που αποτελούν της ορχήστρες αλλά και τα νέα ακούσματα και η καλλιέργεια του κοινού σε νέο ρεπερτόριο, κυρίως μέσα από ποιοτικές συναυλίες και εκτελέσεις έργων.

«Προσωπικά ευελπιστώ ότι θα μπορέσω να κτίσω και να διαμορφώσω αυτήν την ορχήστρα με γνώμονα το υψηλό επίπεδο, και την ποιότητα». (Φωτογραφία: Σπύρος Χαμάλης)

– Τι ανάγκη ήρθε να καλύψει η Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων;
Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν μία δυνατή «εθνική» ορχήστρα νέων. Σκοπός τους είναι να ανιχνεύσει εξαιρετικούς μουσικούς μέσα σε ένα συγκεκριμένο ηλικιακό πλαίσιο και να τους εκπαιδεύσει στο ρεπερτόριο, δίνοντας τους σημαντικές εμπειρίες μέσα από τις συναυλίες και τις συμπράξεις με αξιόλογους καθηγητές, σολίστ και μαέστρους. Κάτι το οποίο δεν μαθαίνεται μονάχα μέσα από ένα ωδείο. Εμείς ορίσαμε το ηλικιακό αυτό όριο μεταξύ 18 και 30. Έλειπε πολύ και έλειπε αισθητά από τη χώρα μας μια τέτοια ορχήστρα που να συγκεντρώνει νέους μουσικούς από όλη την Ελλάδα, αλλά και Έλληνες από το εξωτερικό. Έχουμε τη δυνατότητα να τους συγκεντρώσουμε λοιπόν εδώ και να φτιάξουμε έτσι ένα πολύ αξιόλογο σχήμα. Ήδη, είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των μηνυμάτων που δεχόμαστε από νέους που θέλουν να ενταχθούν σε αυτήν και για το λόγο αυτό σκοπεύουμε να κάνουμε ακροάσεις σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, ώστε να τους δοθεί αυτή η ευκαιρία. Προσωπικά ευελπιστώ ότι θα μπορέσω να κτίσω και να διαμορφώσω αυτήν την ορχήστρα με γνώμονα το υψηλό επίπεδο, και την ποιότητα. Με μαγεύει ο ενθουσιασμός που έχουν τα νέα αυτά παιδιά, καθώς κάνουν κάτι που ήθελαν πολύ να κάνουν και δεν μπορούσαν έως τώρα γιατί δεν υπήρχε. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πόσο σοβαρά προετοιμάζονται, πόσο μελετάνε και πόσο θέλουν να εξελίχθούν για να κάνουν μια καλή συναυλία. Και μέχρι στιγμής το αποτέλεσμα και στις δυο συναυλίες μας ξεπέρασε τις προσδοκίες και μας έδωσε πολλή χαρά αλλά και δύναμη να συνεχίσουμε το έργο αυτό.

– Ποιο είναι το πιο φιλόδοξο σου όνειρο;
Δεν ξέρω, αλήθεια. Ίσως το να έχω κάποτε μια όμορφη οικογένεια.

– Υπάρχει μία συναυλία που όταν την άκουσες είπες, ότι αν φτάσεις μια μέρα το επίπεδο της θα έχεις αγγίξει κατά κάποιο τρόπο την τελειότητα, ότι θα έχεις ολοκληρωθεί μουσικά;
Πρέπει να παρακολουθήσεις την 4η συμφωνία του Νίλσεν, με την Ορχήστρα της Δανίας, και μαέστρο τον Σάιμον Ράτλ. Είναι συνταρακτική. Έχει στιγμές που αγγίζουν μία άλλη σφαίρα. Μπορείς να νιώσεις τη μαγεία της ακόμη και μέσα από το βίντεο. Ίσως αν καταφέρω να το πετύχω αυτό μια μέρα θα μπορέσω να πω ότι έχω κάνει κάτι. Βέβαια, η κατάρα η δική μας είναι ότι πολύ συχνά η κριτική μας σκέψη δε μας αφήνει να απολαύσουμε αυτό που κάνουμε, καθώς υπάρχει η φωνή μέσα σου η οποία σου λέει «αυτό δεν ήταν αρκετά καλό». Φοβάμαι βέβαια από την άλλη, ότι αν ποτέ πεις «αυτό είναι», θα σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζεις αυτό που του λείπει…

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Διαμαντής – «Για να καινοτομήσεις χρειάζεται να πάρεις ρίσκα»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top