Ο αρχιμουσικός Ντάνιελ Ρἀισκιν διηύθυνε χωρίς μπαγκέτα τη «Συμφωνία των Θρήνων», με σαφή και οικονομική κίνηση.

Το ολυμπιακό έτος 2004 δεν ήμασταν οι μόνοι που δεν φανταζόμασταν τι ανακατατάξεις επιφυλάσσει το μέλλον. Στις 7 Μαΐου εκείνης της χρονιάς εγκαινιαζόταν στη Δαμασκό το «Κέντρο Άσαντ για τον Πολιτισμό και τις Τέχνες», δηλαδή η νέα όπερα, στην πλατεία Ουμαγιάντ στο κέντρο της συριακής πρωτεύουσας. Το νέο κέντρο πολιτισμού ήταν επίσης έδρα της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας, του σημαντικότερου συνόλου κλασικής μουσικής της χώρας.

Για τον προγραμματισμό της όπερας από τότε μέχρι την σημερινή της κατάσταση και δραστηριότητα δεν μπόρεσα δυστυχώς να βρω πολλές πληροφορίες, αν και φαίνεται ότι ακόμα και τώρα λειτουργεί. Το 2013 κάποιοι από τους μουσικούς της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας βρέθηκαν προσκεκλημένοι στο Βερολίνο για να δώσουν συναυλία στο Κοντσέρτχαους, και αποφάσισαν να μείνουν. Ένας από αυτούς ήταν ο Ζιχάντ Τζαζμπέχ, ο οποίος μαζί με άλλους πρόσφυγες μουσικούς από την Συρία δημιούργησαν το 2015 την Φιλαρμονική Ορχήστρα Σύρων Εκπατρισμένων.

Πραγματώνοντας μια ιδέα των Σκώτων καλλιτεχνών Ross Birrell και David Harding στα πλαίσια της documenta 14, δεκατρείς μουσικοί της ορχήστρας ήλθαν στην Αθήνα και συνέπραξαν με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, σε συναυλία υπό τη διεύθυνση του ρώσου αρχιμουσικού Ντάνιαλ Ράισκιν, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το Σάββατο 8 Απριλίου 2017.

Η Συμφωνία των Θρήνων του Πολωνού συνθέτη Χένρικ Γκορέτσκι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1977 και έλαβε κακές κριτικές, καθώς η μινιμαλιστική γραφή δεν τύγχανε πολλής εκτιμήσεως από την τότε καθιερωμένη πρωτοπορία στη Δύση.

Στο πρώτο μέρος ακούσαμε τη σύνθεση Fugue (Φούγκα=Φυγή) για σόλο βιολί, των Ross Birrell και Αλί Μοράλυ, εμπνευσμένη από το ποίημα του Πάουλ Τσέλαν Φούγκα του θανάτου. Η συμβολή του καθενός από τους δύο στη σύνθεση δεν διευκρινίζεται, αν δηλαδή συνέθεσαν τη μουσική από κοινού, ή αν ο εικαστικός έβαλε την ιδέα και ο μουσικός τη μουσική. Χρονοτριβούμε λίγο σε αυτή τη λεπτομέρεια, επειδή η γενικότερη υπαγωγή της συναυλίας σε μια εικαστική ιδέα είναι είναι ένα από τα στοιχεία που συγκροτούν την εννοιολογική ιδιοπροσωπία της Documenta σε ότι αφορά στη μουσική.

Το έργο ερμήνευσε ο ίδιος ο Αλί Μοράλυ, κάποτε μέλος της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Συρίας. Είναι δεξιοτέχνης, ευαίσθητος και με εξαιρετική αίσθηση της σκηνικής παρουσίας. Το έργο αποτελείται από τέσσερα μέρη που το καθένα αντιστοιχεί σε μια ενότητα του ποιήματος. Κατά την ακρόαση πάντως αποκομίσαμε μια περισσότερη διμερή οργάνωση, με ένα γρήγορο μέρος, που έμοιαζε πολύ με μέρος βιολιού από κουαρτέτο του Σοστάκοβιτς, και ένα αργό, σε πνεύμα πολύ κοντινό προς το έργο που ακολούθησε, τη Συμφωνία των Θρήνων του Πολωνού συνθέτη Χένρικ Γκορέτσκι.

Η σύνθεση ολοκληρώθηκε το 1976 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1977 και έλαβε πολύ κακές κριτικές, καθώς η μινιμαλιστική γραφή δεν τύγχανε πολλής εκτιμήσεως από την τότε καθιερωμένη πρωτοπορία στη Δύση. Αντίθετα είχε θετική υποδοχή στην Πολωνία, όπου ηχογραφήθηκε την επόμενη χρονιά, παρά την κακή σχέση του συνθέτη με το επίσημο καθεστώς. Έγινε παγκόσμια επιτυχία το 1992, μετά την πτώση του τείχους, όταν ηχογραφήθηκε στο Λονδίνο, με απήχηση πολύ ευρύτερη από τον στενό κόσμο της κλασικής μουσικής.

Το έργο «Fugue» ερμήνευσε ο ίδιος ο Αλί Μοράλυ, ένας δεξιοτέχνης και με εξαιρετική αίσθηση της σκηνικής παρουσίας.

Η συμφωνία είναι γραμμένη σε μινιμαλιστικό ύφος, εξαιρετικά συναισθηματικό, με ανεπιτήδευτη αμεσότητα, και πολύ ευρείες μελωδικές γραμμές, και διαρκεί περίπου μια ώρα. Αποτελείται από τρία αργά, ελεγειακά μέρη, το καθένα από τα οποία τονίζει ένα θρηνητικό τραγούδι. Το πρώτο είναι ένα μεσαιωνικός θρήνος της Παναγίας για τον Ιησού, το δεύτερο το μήνυμα που έγραψε στον τοίχο ενός κελιού της Γκεστάπο μια νέα κοπέλας προς τη μητέρα της, και το τρίτο ένα δημοτικό τραγούδι που μιλά για μια μητέρα που αναζητά τον νεκρό γιο της μετά τον ξεσηκωμό της Σιλεσίας ενάντια στους Γερμανούς, την επαύριο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρά τον καθολικό-πολωνικό χαρακτήρα των κειμένων, η συμφωνία θεωρήθηκε ότι συζητά την γενικότερη ανθρώπινη εμπειρία, και συχνός είναι ο συσχετισμός με το Άουσβιτς, που ο συνθέτης είχε επισκεφθεί, και ήταν και κατά κάποιο τρόπο γείτονας, αφού ζούσε στο κοντινό βιομηχανικό Κατόβιτσε, αλλά και την έμμεση διαμαρτυρία απέναντι στο κομμουνιστικό καθεστώς.

Στη συναυλία της Αθήνας, οι δεκατρείς εκπατρισμένοι μουσικοί εντάχθηκαν άριστα στην ΚΟΑ. Ο αρχιμουσικός Ντάνιελ Ρἀισκιν διηύθυνε χωρίς μπαγκέτα, με σαφή και οικονομική κίνηση. Με εξαίρεση μια πολύ παροδική ρυθμική σύγχυση λίγων δευτερολέπτων στο πρώτο μέρος, η ερμηνεία ήταν σωστή. Οι μουσικοί ξεκίνησαν, έπαιξαν και τελείωσαν πάντοτε μαζί τις ευρείες μελωδικές γραμμές και τις μεγάλες εκφραστικές παύσεις.

Η συνολική προσέγγιση ήταν αρκετά αυστηρή και έλειπε κάπως ο ελεγειακός, λυρικός τόνος, απουσίαζε γενικά η γλυκύτητα στον ήχο που θα επέτρεπε να ξεχυθεί όλο το συναίσθημα που κρύβει το έργο. Την έλλειψη αυτή θεράπευσε η επίσης πρόσφυγας σοπράνο Ράτσα Ριζκ, η οποία τραγουδώντας από το εσωτερικό της ορχήστρας απέδωσε με καλή φωνή και μεγάλη θέρμη τους συγκινητικούς θρήνους. Το κοινό ανταποκρίθηκε με θερμό χειροκρότημα στο τέλος κάθε μέρους, παρά τις έντονες χειρονομίες του αρχιμουσικού να αναμένουν ως το τέλος όλου του έργου.

Εκτός προγράμματος δόθηκε η σύνθεση του Ζιχάντ Τζαζμπέ, που ανέλαβε και τη θέση του εξάρχοντα, «Όμορφή μου πατρίδα» (Χέλουαγια Μπαλαντί), βασισμένο σε ομώνυμο παλιό τραγούδι, μάλλον γαλλικής προέλευσης, αλλά πολύ δημοφιλές στον αραβικό κόσμο. Η επεξεργασία είχε στοιχεία ανατολίτικα, δυτικά, αλλά και ρυθμούς… τάνγκο, σίγουρα μια καλή μουσική αποτύπωση της πολιτισμικής σύνθεσης που είναι η σύγχρονη Μέση Ανατολή.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Χαρωνίτης – Top 5 τζαζ άλμπουμ

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top