Σε πρώτη ανάγνωση ο Δον Κιχότης θα μπορούσε να αποδοθεί απλουστευτικά ως η ιστορία δύο αντρών που περιπλανιούνται στην ύπαιθρο συζητώντας ακατάπαυστα (Photo by Hulton Archive/Getty Images).

Το 2018 υπήρξε μια χρονιά που εκδοτικά ξεχώρισε για τη στροφή πολλών οίκων προς τους Έλληνες και, περισσότερο, τους ξένους κλασικούς συγγραφείς – άλλους ήδη γνωστούς ή/και μεταφρασμένους στη γλώσσα μας και άλλους άγνωστους ή ίσως λησμονημένους. Μια κίνηση συντηρητική και αμυντική ενδεχομένως, απότοκος χωρίς αμφιβολία και της οικονομικής κρίσης, αλλά σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά γόνιμη και απολαυστική για τους αναγνώστες.

Δεν ήταν βέβαια αυτή η μοναδική κατεύθυνση της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής, αλλά ήταν αυτή, νομίζω, που έδωσε τον τόνο. Ξεχωρίζει μεταξύ όλων, για μένα τουλάχιστον, ο Θερβάντες, ο οποίος το 2018 εμφανίστηκε εις τριπλούν στα βιβλιοπωλεία.

Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφόρησε η εξαιρετικά ισορροπημένη μεταξύ εμβρίθειας και αναγνωσιμότητας μελέτη του William Egginton Μιγέλ ντε Θερβάντες, ο πρώτος συγγραφέας του σύγχρονου κόσμου (μτφρ. Πέτρος Γεωργίου). Στη λευκή σειρά των εκδόσεων Εξάντας επανακυκλοφόρησε ο Δον Κιχώτης στην πλούσια αλλά κάποτε ελευθεριάζουσα ως προς το πρωτότυπο μετάφραση του Ηλία Ματθαίου. Ενώ με την κυκλοφορία και του δεύτερου μέρους του Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα, από τις εκδόσεις της Εστίας, ολοκληρώθηκε η σύγχρονη, λογοτεχνικά ευαίσθητη, ακριβής και τολμηρή μετάφραση της Μελίνας Παναγιωτίδου.

Με το έργο του ο Θερβάντες δημιούργησε τη σύγχρονη μυθοπλασία, τον τρόπο δηλαδή, με τον οποίο ακόμα και σήμερα αντιλαμβανόμαστε και αναπαράγουμε την πραγματικότητα.

Ο William Egginton, για να ξεκινήσουμε από αυτόν, γράφει ένα βιβλίο το οποίο κινείται, χωρίς να χάνει την ισορροπία του, μεταξύ βιογραφίας και δοκιμίου, μιας απολαυστικής εξιστόρησης της ζωής του Θερβάντες και ενός εμπεριστατωμένου δοκιμίου για την εφεύρεση, εκ μέρους του Ισπανού συγγραφέα, της μυθοπλασίας όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Κι από μόνη της η ζωή του Μιγέλ ντε Θερβάντες είναι τόσο γεμάτη εναλλαγές της τύχης, περιπέτειες, απογοητεύσεις και πρόσκαιρες επιτυχίες, που θα άξιζε τον κόπο να την καταγράψει κανείς, ανεξάρτητα κι από το ανυπέρβλητο έργο που κατόρθωσε να δημιουργήσει.

Ο συγγραφέας του Δον Κιχότη άρχισε από νωρίς να συνθέτει ποιήματα και θεατρικά έργα, περιπλανήθηκε επί πολλά χρόνια στην Ιταλία και σε ολόκληρη την Ιβηρική χερσόνησο, πολέμησε στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, όπου και αχρηστεύτηκε το αριστερό του χέρι, αιχμαλωτίστηκε από πειρατές στο Αλγέρι, από τους οποίους ελευθερώθηκε ύστερα από πέντε χρόνια και αφού είχε αποτολμήσει προηγουμένως πέντε φορές ανεπιτυχώς να αποδράσει, φυλακίστηκε και στην Ισπανία μετά την επιστροφή του, για να γίνει τελικά γνωστός με τη δημοσίευση του Δον Κιχότη, το 1605, χωρίς όμως ποτέ να αποκτήσει χρήματα και να γλιτώσει έτσι από τη φτώχεια που τον συνόδεψε σε όλη του τη ζωή.

Το εξώφυλλο του βιβλίου «William Egginton, Μιγέλ ντε Θερβάντες, ο πρώτος συγγραφέας του σύγχρονου κόσμου», μτφρ. Πέτρος Γεωργίου, εκδόσεις Πατάκη.

Με το έργο του, ωστόσο, ο Θερβάντες, όπως εξηγεί ο William Egginton, δημιούργησε τη σύγχρονη μυθοπλασία, τον τρόπο δηλαδή, στην ουσία, με τον οποίο ακόμα και σήμερα αντιλαμβανόμαστε και αναπαράγουμε την πραγματικότητα. Σε πρώτη ανάγνωση ο Δον Κιχότης θα μπορούσε να αποδοθεί απλουστευτικά ως η ιστορία δύο αντρών που περιπλανιούνται στην ύπαιθρο συζητώντας ακατάπαυστα. Πολύ σύντομα, βέβαια, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για την ιστορία μιας σχέσης ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ασύμβατα μεταξύ τους ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον κόσμο, τα οποία γεφυρώνουν το χάσμα ανάμεσά τους με τη φιλία, την αφοσίωση και τελικά την αγάπη.

Tο 1615, ο Θερβάντες δημοσίευσε το δεύτερο μέρος του Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα, στο οποίο εξιστορείται η τρίτη εξόρμηση του ευφάνταστου περιπλανώμενου ιππότη και οι περιπέτειές του μέχρι τον θάνατό του.

Ή μήπως είναι ένα μυθιστόρημα για την γενναιότητα και τον ιδεαλισμό, τη συμπόνια και την κατανόηση, την καλοσύνη και την ευγένεια; Τελικά, καταλήγει ο Αμερικανός μελετητής, ο Θερβάντες, πριν από τετρακόσια χρόνια, έδωσε μορφή στη σύγχρονη μυθοπλασία, μέσω της οποίας βιώνουμε διαφορετικούς κόσμους, διαφορετικές θεωρήσεις της πραγματικότητας και διαφορετικά συναισθήματα ως δικά μας, χωρίς ωστόσο να ξεχνούμε ποτέ ότι, στην πραγματικότητα, είμαστε κάπου αλλού.

Ένα μυθιστόρημα για την ανάγνωση ίσως, το οποίο έκανε αμέσως διάσημο τον ιδιοφυή και φτωχό συγγραφέα του και ακόμη πιο διάσημους τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1615, ο Θερβάντες δημοσίευσε το δεύτερο μέρος του Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα, στο οποίο εξιστορείται η τρίτη εξόρμηση του ευφάνταστου περιπλανώμενου ιππότη και οι περιπέτειές του μέχρι τον θάνατό του – κι ας υποστηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, σε αυτό το δεύτερο μέρος του έργου του, ότι τα δεύτερα μέρη ποτέ δεν είναι καλά. Κι όμως, στους περισσότερους αναγνώστες, είναι αυτή η συνέχεια των περιπετειών του διάσημου πια ιππότη που χαρίζει τη μεγαλύτερη αναγνωστική απόλαυση.

Επειδή ξαναβρίσκουμε τις υψηλές αρετές του Δον Κιχότε που ήδη γνωρίζουμε καλά, την καλοσύνη και τον ιδεαλισμό του, την αβρότητά του, την ευψυχία του στην αντιμετώπιση των κινδύνων, την καρτερία του στις αντιξοότητες, τη μακροθυμία του στα βάσανα όσο και στις λαβωματιές, και την αγνότητα κι εγκράτειά του στο τόσο πλατωνικό ειδύλλιό του με την κυρά του, τη δόνια Ντουλθινέα ντελ Τομπόσο. Επειδή, επίσης, η σχέση του με τον Σάντσο έχει βαθύνει και έχει δυναμώσει σε αγάπη, κατανόηση και αφοσίωση. Αλλά σίγουρα και επειδή, σε αυτό το δεύτερο βιβλίο, ο Θερβάντες μοιάζει να εφευρίσκει και τις τεχνικές του μεταμοντέρνου μυθιστορήματος.

Το εξώφυλλο του βιβλίου: «Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα, Μέρος Β΄», μτφρ. Μελίνα Παναγιωτίδου, εκδόσεις Εστία.

Λίγο πριν από την έκδοση του δεύτερου αυτού μέρους από τον Θερβάντες προηγήθηκε η έκδοση μιας συνέχειας των περιπετειών του διάσημου πια ιππότη από έναν άλλο όμως συγγραφέα, τον Αλόνσο Φερνάντεθ δε Αβεγιανέδα, στο οποίο βιβλίο ο Δον Κιχότε παρουσιαζόταν με εντελώς γελοιοποιητική και κοροϊδευτική πρόθεση. Ο Θερβάντες προφανώς αγανάκτησε και εξοργίστηκε με τον λογοκλόπο, αντέδρασε, ωστόσο, με τον πιο ιδιοφυή τρόπο: εισήγαγε στη μυθοπλαστική πραγματικότητα του έργου του τα γεγονότα της αληθινής πραγματικότητας. Έβαλε δηλαδή τους χαρακτήρες του μυθιστορήματός του να κουβεντιάζουν για τη μεγάλη φήμη που είχαν αποκτήσει ο Δον Κιχότε και ο Σάντσο και να αποδοκιμάζουν τις αξιοθρήνητες απομιμήσεις που είχαν εμφανιστεί. Έτσι ρίχνει πάνω στο προηγούμενο μυθοπλαστικό του έργο τον προβολέα της πραγματικότητας δημιουργώντας διαρκώς νέα επίπεδα αφήγησης.

Σε αυτόν τον σοβαρό και παιγνιώδη κόσμο της μυθοπλασίας και της μεταμυθοπλασίας μάς καλεί να επιστρέψουμε η ολοκληρωμένη πια μετάφραση της Μελίνας Παναγιωτίδου, μια μεταφραστική απόπειρα, όχι οριστική βέβαια, αφού αυτή η έννοια δεν υφίσταται στον μεταφραστικό στίβο, αλλά σίγουρα η πιο γλωσσικά ακριβής και πλούσια, ευαίσθητη στις αποχρώσεις και τολμηρή στις επιλογές, που έχουμε διαβάσει μέχρι σήμερα. Μια μετάφραση που δικαιώνει, για τον Έλληνα αναγνώστη, τη διατύπωση του Μπόρχες: «Θεωρούσα ανέκαθεν ότι ένα από τα ευτυχέστερα συμβάντα της ζωής μου ήταν η γνωριμία μου με τον Δον Κιχότη».

 

//William Egginton, Μιγέλ ντε Θερβάντες, ο πρώτος συγγραφέας του σύγχρονου κόσμου, μτφρ. Πέτρος Γεωργίου, εκδόσεις Πατάκη

//Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα, Μέρος Β΄, μτφρ. Μελίνα Παναγιωτίδου, εκδόσεις Εστία.

 

Διαβάστε ακόμα: Έρωτας και αθανασία, το χαμένο σώμα στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ.

 

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top