Επελέγη από τον μετρ Δημήτρη Παπαϊωάννου για τον “Μεγάλο Δαμαστή”, μετά από πολλές ακροάσεις και ανάμεσα σε εκατοντάδες υποψήφιους.

Δεν ξέρω πώς ακριβώς να τον συστήσω. Θα γράψω ό,τι αισθάνομαι: ένας γλυκός, σεμνός, ταλαντούχος, πολυδιάστατος νέος άνθρωπος, που δεν σταματά να παλεύει τα μέσα και τα έξω και να αναζητά τις αιώνιες απαντήσεις, που φυσικά δεν δίνει. Τόσο ευαίσθητος που αφιερώνεται σε θεατρικά μαθήματα σε φυλακές. Είναι σίγουρα ένας νεαρός άνδρας με εξαιρετικό ενδιαφέρον για να εξερευνήσεις, προσωπικά και επαγγελματικά. Που έγινε πατέρας πολύ μικρός και έμαθε να το διαπραγματεύεται. Που έχει μητέρα ηθοποιό (τη Λουκία Πιστιόλα) και ντρεπόταν να το πει – και αυτό έμαθε να το διαπραγματεύεται. Που επελέγη από τον μετρ Δημήτρη Παπαϊωάννου, μετά από πολλές ακροάσεις και ανάμεσα σε τόσους, και ούτε μια στιγμή δεν περιαυτολόγησε, μα και αυτό έμαθε να το διαπραγματεύεται. Ποντάρω στον Έκτορα Λιάτσο – εδώ θα είμαστε, ελπίζω, στο μέλλον να επιβεβαιωθεί αυτός ο πρόλογος της πρώτης του συνέντευξης.

Στα 17 του χρόνια πήγε στην Αγγλία με σκοπό να σπουδάσει Οικονομικά, μόνο και μόνο γιατί είχε ανάγκη να φύγει, μία τάση φυγής που ακόμη δεν έχει σβήσει. «Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι την έχουν». Κι εγώ αυτό νομίζω, απλώς οι περισσότεροι δεν το ομολογούν. Στην Αγγλία, ερωτεύεται, ταξιδεύει, περνάει καλά και μόνο σπουδές δεν κάνει. Επιστρέφοντας, γεμάτος τύψεις, μετακομίζει μόνος στα Εξάρχεια και δουλεύει σε ένα μπαρ για τα προς το ζην – μην ζητήσει πάλι από το σπίτι. Δίπλα στο μπαράκι, η δραματική σχολή «Πράξη 7» την οποία και επισκέπτεται. Ε, από εκεί και πέρα δεν υπήρχε δρόμος πίσω.

-Τότε, λοιπόν, αποφασίζεις τι θα κάνεις στη ζωή σου;

Μπα, νομίζω σε 15-20 χρόνια θα το αποφασίσω. Ποτέ δεν μπορώ να πω με σιγουριά, αλλά προχωράω συνέχεια χωρίς προγραμματισμό. Τότε, κάθισα λίγο στην «Πράξη 7» και μετά έδωσα στο Θέατρο Τέχνης και στο Εθνικό. Πέρασα στο Θέατρο Τέχνης – στο Εθνικό με έκοψαν στη δεύτερη φάση. Παράλληλα με το Τέχνης, πάντα δούλευα σε μπαρ, κάτι που ήταν στη ζωή μου σε καθημερινή βάση για δέκα χρόνια. Για αυτό έκανα και πολλές απουσίες στη σχολή. Όμως, ήταν ωραία χρόνια.

Φέτος παίρνει μέρος στην παράσταση “Γυάλινος Κόσμος” στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, στο πλευρό της Μπέτυ Αρβανίτη και του Χάρη Φραγκούλη. (photo: Γκέλυ Καλαμπάκα).

αι το πρώτο επαγγελματικό βήμα;

Αν εξαιρέσουμε τη συμμετοχή σε μία παράσταση στο Τέχνης κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, με τη Βίκυ Βολιώτη και άλλους 5 συμφοιτητές μου, που δεν το λες ακριβώς και πρώτο βήμα, η αρχή ήταν πραγματικά μία απίστευτη συγκυρία. Χτύπησε μία μέρα το τηλέφωνό μου για να μου πει κάποιος ότι θα ήθελε να παίξω στον «Ορέστη» του Ευριπίδη, παράσταση που θα πήγαινε στο Φεστιβάλ της Avignon, στην Off παράλληλη οργάνωση. Έζησα μία αδιανόητη εμπειρία, εκεί, ανάμεσα σε θιάσους από όλον τον κόσμο – από τη Βραζιλία, από τη Γαλλία, από τα Βαλκάνια, βλέπαμε δεκάδες παραστάσεις, γίνονταν πάρτι κάθε βράδυ. Φανταζόμουν τότε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναβρεθώ εκεί και, να,  τελικά πήγα πέρυσι με τον Παπαϊωάννου. Το πιο αστείο είναι πως είδα πάλι γνωστούς μου, παιδιά που ακόμη ήταν στην Off σκηνή ενώ εγώ πια ήμουν ενταγμένος στο επίσημο πρόγραμμα.

«Βοηθάνε πολύ και η τύχη και η σύμπτωση. Μπορεί να είσαι ικανός και να μην κάνεις τόσα όσα αξίζεις».

-Τυχερός πάντως… Όχι πως δεν το άξιζες, αλλά σίγουρα αυτή ήταν μια ευτυχής συγκυρία.

Βοηθάνε πολύ και η τύχη και η σύμπτωση. Μπορεί να είσαι ικανός και να μην κάνεις τόσα όσα αξίζεις – γνωρίζω τέτοιους ηθοποιούς.  Παρότι είμαι γήινος άνθρωπος και δεν πολυπιστεύω στις ενέργειες και όλα αυτά των σύγχρονων ερμηνειών, μπορώ να παραδεχτώ πως –αν όχι τύχη- σίγουρα στις ζωές μας υπάρχει η σύμπτωση. Είναι σαν κάποιες συντεταγμένες να ενώνονται και να σχηματίζουν αυτό που σου αρμόζει. Αυτό συμβαίνει ασφαλώς όταν το κυνηγάς και ο ίδιος.

-Δεν μπορεί όμως και η συνεργασία σου με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, που προσωπικά θεωρώ τον μεγαλύτερο Έλληνα καλλιτέχνη, να ήταν τύχη…

Όταν ήμουν στη Β’ Λυκείου και ακόμη ήθελα να γίνω φυσικός ή μαθηματικός, είχα δει το «Δύο» και είπα μέσα μου «με αυτόν τον άνθρωπο θα ήθελα κάποτε να δουλέψω». Και προσπαθούσα να σκεφτώ με ποιον τρόπο θα μπορούσε ένας φυσικός πχ. να δουλέψει μαζί του! Όταν ήρθε η ώρα των ακροάσεών του για τον «Μεγάλο Δαμαστή», βεβαίως και πήγα. Μετά τις 6-7 φορές που πέρασα ακρόαση, δεν πίστευα πια ότι θα με πάρει ανάμεσα σε εκατοντάδες καλλιτέχνες, όλων των ειδών που έβλεπε. Αυτή η διαδικασία της επιλογής κράτησε 3-4 μήνες.

Στη ΝΥ στα πλαίσια της εκεί εμφάνισης της παράστασης «Όρνιθες» του Νίκου Καραθάνου. (photo: Ανδρέας Κωνσταντίνου).

-Αυτούς τους μήνες τρελάθηκες στην αγωνία;

Είμαι πολύ αγχωτικός άνθρωπος και το καταλαβαίνω τώρα πια. Έχω  βαθύ στρες που συχνά δεν συνειδητοποιούσα, που εκφραζόταν με κάτι σαν κρίσεις πανικού. Κατάλαβα ότι είναι ένας μηχανισμός που λειτουργεί πανομοιότυπα πάντα και απλώς τώρα που τον αναγνωρίζω, μπορώ να τον διαχειριστώ καλύτερα. Επίσης, όταν κάτι τελειώνει, «φράζω» τις προσδοκίες μου. Έτσι και μόλις τελειώσαμε τους «Όρνιθες» στην Επίδαυρο με τον Καραθάνο –και αυτή σημαντική δουλειά-, πήρα τη μηχανή μου και πήγα στην Κρήτη για 25 μέρες μόνος μου, έχοντας βγάλει πια από το μυαλό μου τον Παπαϊωάννου. Εκεί έλαβα και το μέιλ που με καλούσαν για την τελική συνάντηση μαζί του!

-Σε διαλέγει ο Παπαϊωάννου, δεν λες  μέσα σου «ε,  κάτι καλό θα κάνω προφανώς» ή σε κυριεύει η νέα αγωνία τού αν θα ανταπεξέλθεις στις απαιτήσεις του έργου του;

Αυτό το πρώτο άγχος μειώνεται από τη στιγμή που σε επιλέγει ύστερα από μια τόσο μακριά διαδικασία διότι, ναι, νιώθεις ότι για να είσαι τελικά εκεί, μάλλον μπορείς να το κάνεις. Σωστότερα… «σίγουρα» μπορείς να το κάνεις και αυτό δεν έχει να κάνει με εσένα.  Ο Δημήτρης λειτουργεί σαν ζωγράφος: έχει έναν πίνακα στο μυαλό του, χρειάζεται διάφορα υλικά για να τον υλοποιήσει και τα επιλέγει. Άρα, ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Με θεωρώ λοιπόν ένα υλικό στα χέρια του που του κάνει για να δημιουργήσει ό,τι ονειρεύεται. Από εκεί και πέρα δεν έχεις περιθώριο να σκέφτεσαι πόσο το άξιζες, αλλά να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς για να ελέγξεις το κορμί σου σε ένα συγκεκριμένο βαθμό, στον βαθμό που επιθυμεί ο Δημήτρης – ουσιαστικά δεν είναι ο χορός το θέμα αλλά η κίνηση. Και μπαίνεις στον κόσμο του Δημήτρη, έναν κόσμο που απαιτεί το 200% του μυαλού σου και της ψυχής σου, να είσαι εκεί συνέχεια, να έχεις απόλυτη αίσθηση του χωροχρόνου, να ανακαλύψεις μία νέα σχέση μυαλού – σώματος. Ευτυχώς που είχα κάνει μικρός πρωταθλητισμό.

«Ο Παπαϊωάννου σου εξηγεί με 5 λέξεις αυτό που θέλει να συμβεί πάνω στη σκηνή. Τώρα, το αν θα το βρεις αμέσως έχει να κάνει με το προσωπικό σου κούρδισμα».

-Πόσο καιρό διήρκεσε αυτή η εμπειρία;

Το έργο το δουλεύαμε 5 μήνες περίπου. Κάναμε την παράσταση στη Στέγη και μετά μία περιοδεία για ενάμιση χρόνο. Ήταν σίγουρα το πιο μεγάλο «ταξίδι» της ζωής μου – εκείνοι συνεχίζουν, εγώ σταμάτησα.

-Είναι εύκολο να κατανοήσεις αυτό που θέλει για να το αποδώσεις;

Ένας ιδιοφυής άνθρωπος σου εξηγεί με 5 λέξεις αυτό που θέλει να συμβεί πάνω στη σκηνή. Τώρα, το αν θα το βρεις αμέσως έχει να κάνει με το προσωπικό σου κούρδισμα σε σχέση με τη θέση και την άρση στον ρυθμό. Ο Δημήτρης ισχυρίζεται, ας πούμε, ότι πρέπει εμείς να φέρουμε εμείς τη μουσική όχι το αντίστροφο.  Θα μπεις μέσα στον κόσμο του έτσι και αλλιώς, και όταν αυτό σου γίνει «οργανικό», θα είναι σαν μια κίνηση που κάνεις πάντα όταν ξυπνάς – τόσο φυσικά. Έτσι είναι και στη ζωή τα πράγματα είναι διαφορετικά γύρω μας αλλά λειτουργούν ρυθμικά.

-Τελειώνει αυτή η διαδικασία ποτέ;

Ποτέ! Με τον Δημήτρη ειδικά, ποτέ. Κάνει πρόβες συνέχεια και κατά τη διάρκεια που παίζεται η παράσταση. Ξανά και ξανά. Θυμάμαι όταν τελειώσαμε και πήγαμε στη Στέγη, του λέω «Τι ωραία. Ανέβηκε τώρα!»  και μου απαντάει «Τι εννοείς; Τώρα ξεκινάει». Είναι όλα τόσο συγκεκριμένα και τόσο ακριβή που απαιτούν διαρκή μελέτη. Όταν μάλιστα αλλάζεις χώρους στην περιοδεία, τότε πάλι, για εκείνον, αλλάζουν όλα. Και παρότι όλα είναι τέλεια κουρδισμένα – και είναι φυσικά – πάντα ψάχνει το σημείο του λάθους που θα βγάλει την ομορφιά. Πιστεύει πως ακόμη και στο τέλειο κούρδισμα, το θέμα είναι ο συντονισμός των ενεργειών των ανθρώπων – όλων όσων δουλεύουν και όλων όσων παρακολουθούν.

«Κάθε φορά που ξεκινώ πρόβες ενθουσιάζομαι με τον καινούργιο κόσμο και μετά περνάω έναν θάνατο».

-Τι σε κάνει να αγαπήσεις μια δουλειά;

Κάθε φορά που ξεκινώ πρόβες, περνάω από μια συγκεκριμένη διαδικασία: στην αρχή ενθουσιάζομαι πολύ με τον εκάστοτε καινούργιο κόσμο και μετά περνάω έναν θάνατο. Αρχίζει να με τρώει μια φοβερή ανασφάλεια που αφορά την απόδοση και το αν θα τα καταφέρω. Νιώθω ταραχή, αναστάτωση, εκνευρισμό. Εγώ είναι σαν να σκοτώνω κάτι μέσα μου για να έρθει κάτι άλλο να πάρει τη θέση του – δεν το εννοώ τόσο ποιητικά όσο ακούγεται αλλά πάντα όταν αναζητάς έναν νέο κόσμο, ζεις και το σκοτάδι του. Όπως είπα και στην αρχή, τώρα πια το ελέγχω με μεγαλύτερη ηρεμία γιατί το αναγνωρίζω. Κι ενώ δεν εφησυχάζω, τουλάχιστον αποδέχομαι τις φορές που κάτι ανακαλύπτω περισσότερο σε μια παράσταση, ότι κάτι βρέθηκε, ότι κάποιο κομμάτι το ένιωσα πιο ζεστό.

-«Γυάλινος Κόσμος» τώρα. Σπουδαίο έργο, εξαιρετικός σκηνοθέτης, δυνατό καστ.

Είναι μεγάλη υπόθεση που με διάλεξε ο Δημήτρης Καρατζάς. Όσο για τους ηθοποιούς; Τι να πω; Ο Χάρης (Φραγκούλης) είναι φίλος μου και τον θεωρώ διαολεμένο ηθοποιό – ακριβώς όπως το λέω. Δεν γνώριζα την Μπέτυ Αρβανίτη και δεν έχω προλάβει να τη ρωτήσω όσα θα ήθελα, αλλά πραγματικά δεν την περίμενα τόσο απλή και γυναικάρα και μαγκάκι ταυτόχρονα. Ο Δημήτρης Καρατζάς σαν σκηνοθέτης έχει αυτό το  κάτι που το υπερασπίζεται, έχει το προσωπικό του στίγμα που δεν φοβάται να εκθέσει, με όποιον τρόπο θέλει χωρίς να προσπαθεί να χαϊδέψει τον κόσμο.  Και ο Νίκος Καραθάνος, που έχουμε δουλέψει μαζί, λειτουργεί αντίστοιχα: δίνει πάντα το προσωπικό του στίγμα, σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει.

Με τον Χάρη Φραγκούλη στο μετρό της ΝΥ, στα πλαίσια της εκεί εμφάνισης της παράστασης «Όρνιθες» του Νίκου Καραθάνου. (photo: Ανδρέας Κωνσταντίνου).

-Και για το τέλος, πώς ήταν αλήθεια αυτή η εμπειρία στις φυλακές;

Νομίζω πως είναι ό,τι πιο σημαντικό έχω ζήσει μαζί με την εμπειρία της συνεργασίας με τον Παπαϊωάννου. Το να κάνεις θεατρικό εργαστήρι και μετά από ένα χρόνο παράσταση με ανθρώπους έγκλειστους αποτελεί μια πολύ αληθινή εμπειρία. Εννοώ ότι εκεί δεν μπορείς παρά μόνο να είσαι ο εαυτός σου απολύτως και να αντιδράς καθαρά και αυθόρμητα πάντα. Αν πας να το «παίξεις» το οτιδήποτε, έχεις αποτύχει οικτρά. Σε μυρίζονται και σε απορρίπτουν αμέσως. Επίσης, το να μπορέσεις να βοηθήσεις στο ελάχιστο κάποιον είναι βάλσαμο: υπάρχει παιδί που αποφυλακίστηκε και με πήρε τηλέφωνο να μου πει ότι γράφτηκε σε δραματική σχολή. Αυτό αρκεί για να αισθανθείς ότι κάτι έχεις προσφέρει.

 

Διαβάστε ακόμα – Θανάσης Αλευράς: «Καταφέρνουμε 99 πράγματα και τρώμε τη ζωή μας για το 1 που δεν πετύχαμε»

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top