DK myst_revelation

Ο Δημήτρης Καλοκύρης διαβάζοντας στο χώρο τού «Myst Revelation». «Ανήκα σε μια νεολαία αφοσιωμένη στο ροκ και στην πολιτική ενηλικίωση, μια νεολαία που (όπως όλες) ”τα ήθελε όλα και τα ήθελε τώρα”», λέει. «Η ποίηση του Εμπειρίκου μας έδειχνε τους δρόμους προς την κατεύθυνση αυτή αρχικά με τη γλώσσα».

Ποια είναι η «Άλλη Όχθη του Ανδρέα Εμπειρίκου», που αναφέρετε στον τίτλο του βιβλίου σας;
Η μία όχθη του ήταν η μελαγχολία, η κατάθλιψη και η σιωπή. Αν απαντούσα, λοιπόν, μονολεκτικά στο ερώτημά σας η απάντηση θα ήταν: Η Άλλη Όχθη του Ανδρέα Εμπειρίκου είναι «Η χαρά».
Επεκτείνοντας, θα σας πάω στον Κάφκα, ο οποίος γράφει για τις αλληγορίες: «Όταν ο σοφός λέει “πήγαινε απέναντι”, δεν εννοεί ότι πρέπει κανείς να πάει στο απέναντι μέρος, πράγμα που ασφαλώς θα μπορούσε να κάνει αν το αποτέλεσμα της διαδρομής άξιζε τον κόπο, αλλά εννοεί κάποιο μυθικό απέναντι, κάτι που εμείς μεν δεν το γνωρίζουμε, αλλά και που ούτε ο ίδιος είναι σε θέση να καθορίσει ευκρινέστερα, και έτσι στο θέμα αυτό δεν μας διευκολύνει καθόλου».
Tο πέρασμα στην Άλλη Όχθη κάνει την εμφάνισή του στη νεότερη λογοτεχνία μας το 1935, σ’ ένα αφηγηματικό κείμενο της μουσικολόγου Σοφίας Σπανούδη:
«Εκείνο που χαίρεται πριν από όλα όποιος βρίσκεται σε μία όχθη του Βοσπόρου, είναι η ομορφιά και η νοσταλγία της Άλλης όχθης, γιατί, σύμφωνα με τον στίχο του D’ Annunzio: La gioia è sempre sull’ altra riva. Ο στίχος κατάγεται από την ιταλική παροιμία «La felicità è sempre sull’ altra riva» ‒Η ευτυχία είναι πάντα στην αντίπερα όχθη. Tην ίδια εποχή (1934), ο Τ.Κ. Παπατσώνης στο ποίημα «Πόρος» μιλά για ζεύξη του ποταμού, διάβαση των ανθρώπων, / εναλλαγή μεγάλη απ᾽όχθη σ᾽άλλη όχθη ….
Το 1939 δημοσιεύεται ως προμετωπίδα του ποιήματος «Η χαρά» του Nαπολέοντα Λαπαθιώτη (κάπου υπάρχει μιά χαρά, / καί μας περιμένει…) με αναφορά στον Ιταλό ποιητή και με τη μορφή (όπως ακριβώς η Σπανούδη): La gioia è sempre sull’ altra riva!
Tον αμέσως επόμενο χρόνο, ο Γιώργος Σαραντάρης σπεύδει να απευθυνθεί Στους φίλους μιας άλλης χαράς, ενώ ο «Αγράμματος» του Ελύτη αφοσιώνεται σε μιαν Αλλιώς Ωραία, απαράμιλλη μ’ αυτή της Άλλης ομορφιάς που οραματίζεται και ο Γιώργος Θέμελης, αλλά που φαίνεται να εντοπίζει επιτέλους ο Mίλτος Σαχτούρης όταν επιγράφει, το 1958, ένα από τα καλύτερα βιβλία του: Tα Φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο.
Γύρω στα 1963, ο Εμπειρίκος, στο ποίημά του «Πυρσός λαμπρός του υπερτάτου φαροδείκτου» (Οκτάνα), ξαναθυμάται τον στίχο του Nτ’ Αννούντσιο:
Eις εξ ημών εκραύγαζε έξαλλος κοιτάζοντας τον ήλιο: «La gioia è sempre in altra riva! . . . La gioia è sempre in altra riva!»
Kαι παρακάτω «μεταφράζει»:
Ένα μεγάλο φως μες στην ψυχή μου εχύθη και τέλος εφώναξα αγαλλιών: «Όχι! Όχι! δεν βρίσκεται η χαρά στην άλλη όχθη μόνο! Eίναι εδώ, μες στις ψυχές μας […]».

Me ombrella

«Ο Εμπειρίκος ήταν για μένα ένας θρύλος. Ένα σύμβολο, ένα έμβλημα, αλλά και ένα μυστικό όπλο. Ή, όπως το γράφει κι ο ίδιος: Ένα δάσος φλεγόμενο με μύρα», λέει ο Δημήτρης Καλοκύρης.

Γνωρίσατε τον Εμπειρίκο τον Οκτώβριο του 1971 στο σπίτι της οδού Νεοφύτου Βάμβα…
Με τη μεσολάβηση του Ελύτη, τον επισκεφθήκαμε με τον Μίμη Σουλιώτη προκειμένου να του ζητήσουμε συνεργασία στο περιοδικό Τραμ που εκδίδαμε στη Θεσσαλονίκη. Μας υποδέχθηκε θερμά και μας υποσχέθηκε άμεση ανταπόκριση. Πράγματι σε λίγο καιρό έστειλε χειρόγραφα τρία ανέκδοτα ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο τεύχος ¾ του περιοδικού και το οποίο σύρθηκε λίγο αργότερα στα δικαστήρια της χούντας και καταδικάστηκε για παράβαση του νόμου περί Τύπου…

Στην περίοδο που ακολούθησε, όπως αναφέρει ο γιος του, Λεωνίδας Εμπειρίκος, στον πρόλογο του βιβλίου, πλέχτηκε μια θερμή φιλία ανάμεσα σε σας και στον Εμπειρίκο…
Η φιλία αυτή αναπτύχθηκε μέσω της αλληλογραφίας, του τηλεφώνου και των συναντήσεών μας κάθε φορά που ερχόμουν στην Αθήνα. Κάθε καλοκαίρι μου έστελνε καρτποστάλ από τα σημεία του παραθερισμού του και από διάφορα ταξίδια του. Συνήθως οι συναντήσεις μας εξελίσσονταν σε μαραθώνιες αναγνώσεις από το αδημοσίευτο έργο του: ποιήματα, πεζά, λήμματα του προσωπικού του λεξικού, σελίδες από τον Μεγάλο Ανατολικό κλπ. Παράλληλα επιδίωκε να ηχογραφεί αναγνώσεις από τους λόγιους επισκέπτες του. Η φιλία του επεκτεινόταν και στους φίλους των φίλων (Σουλιώτης, Γιώργος Χουλιάρας κ.ά.) και του άρεσε να μας καταγράφει καθώς απαγγέλλαμε.

«Ο Εμπειρίκος έμοιαζε και με τον οιονεί εξόριστο πατέρα μας, που η απουσία του μετέδιδε ένα κλίμα ανταρσίας […] μια έσω ανταρσία κατά πάντων και πασών».

Τον Μάιο του 1973 μεσολαβήσατε ώστε να κληθεί στο Ποιητικό Εργαστήρι της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου…
Το Σπουδαστήριο της Νεοελληνικής Φιλολογίας είχε δημιουργήσει ένα Ποιητικό Εργαστήριο προκειμένου οι φοιτητές να επικοινωνήσουν με το πρόσωπο και το έργο σύγχρονων δημιουργών. Είχαν ήδη κληθεί και συμμετείχαν μερικοί, μεταξύ των οποίων και ο Νίκος Καββαδίας και, κάποια στιγμή, μνημονεύτηκε το ενδεχόμενο να κληθεί και ο Εμπειρίκος. Ανέλαβα την υποχρέωση (λόγω της γνωριμίας μας) να τον προσκαλέσω εξ ονόματος των φοιτητών και του Πανεπιστημίου. Όπως το διατυπώνω και στο βιβλίο, το νόημα της μεσολάβησης ήταν μια ακραιφνής και υστερόβουλη υπερρεαλιστική δράση, συγκαλυμμένη από το πέπλο της φιλομάθειας. Η εν μέσω χούντας παρουσία του αιρετικού Εμπειρίκου στην καρδιά της μεταλλαγμένης Φιλοσοφικής αποτελούσε ισχυρή φιλολογική όσο και συμβολική βόμβα, τοποθετημένη νομοτύπως από τους ίδιους τους φοιτητές της στο υπογάστριο των κρατούντων και σε πείσμα των σκυθρωπών καιρών. Ο ποιητής (ήταν τότε 73 ετών), χωρίς να το θίξουμε ευθέως ποτέ, κατάλαβε ότι η συμπαράταξή του με το μέρος μας επιβεβαιωνόταν έτσι δημόσια. Μέσα στη λήθη και την απομόνωση που τον περιέβαλλε, του έδινε μεγάλη χαρά να τον τιμούν και να τον αγαπούν νέοι που τον αναγνώριζαν ως ισάξιο με τον Ελύτη, τον Σεφέρη ή τον Ρίτσο.
Έτσι δέχτηκε να έρθει. Κατέβηκα στην Αθήνα και τον συνόδευσα με το τρένο προς Θεσσαλονίκη σε μια, ολονύκτια σχεδόν, υπερρεαλιστική διαδρομή όπου ξημερωθήκαμε μπρος στο παράθυρο του διαδρόμου, καπνίζοντας ασταμάτητα άφιλτρα Players και ερμηνεύοντας μεταφορικά το σκοτεινό, κινούμενο τοπίο.
Το βίωμα ήταν τόσο ισχυρό που δεν μπήκα καν στη διαδικασία να το αποτυπώσω κάποια στιγμή ατόφιο στο χαρτί.

Breton, Rivera, Trotsky, AE

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (δεξιά) με τους Ντιέγκο Ριβέρα, Αντρέ Μπρετόν και Λέων Τρότσκι.

Σε εκείνη του την επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη, ένα μεσημέρι του έκανε το τραπέζι, στο σπίτι του, ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης –ο Εμπειρίκος είχε ενθουσιαστεί… Ο Σουλιώτης περιγράφει εκείνο το τραπέζωμα στο κείμενό του «Το Οκταποδοπίλαφον»…
Μαζευτήκαμε στο σπίτι του Μίμη όπου η γυναίκα του, η Ελένη, είχε μαγειρέψει το περίφημο χταποδοπίλαφο. Είχαμε συνεισφέρει όλοι (η παρέα του περιοδικού Τραμ) το κατά δύναμιν σε γλυκά, κρασιά κλπ. Ήταν ένα πολύ ασυνήθιστο μεσημέρι για όλους μας: μεγάλη οικειότητα, ευθυμία, ενθουσιασμός, αναγνώσεις ποιημάτων και σχόλια κάθε λογής. Αλλά ο Σουλιώτης τα περιγράφει ωραιότατα. (Σ.σ.: Διαβάστε στο τέλος της συνέντευξης το κείμενο του Μίμη Σουλιώτη «Το Οκταποδοπίλαφον»)

Η πρόσκληση του Εμπειρίκου να παραθερίσετε μαζί στην Άνδρο, για να του δακτυλογραφήσετε μια συμπύκνωση του «Μεγάλου Ανατολικού», που λογάριαζε να κάνει, έμεινε μετέωρη…
Ο Εμπειρίκος δεν δακτυλογραφούσε. Εγώ είχα μια ευχέρεια στη γραφομηχανή και θα μπορούσα να αναλάβω τη δακτυλογράφηση αυτής της περίληψης. Προγραμματίσαμε το επόμενο καλοκαίρι, μόλις απολυθώ από το στρατό να συνεργαστούμε στην Άνδρο. Δεν ξέρω αν την είχε ήδη ετοιμάσει επί χάρτου, κατά κάποιον τρόπο, ή σκόπευε να μου υπαγορεύει προφορικά, ούτε είναι γνωστό πού και πώς θα χρησιμοποιούσε αυτήν την εκδοχή. Για να μεταφραστεί; για να εκδοθεί ως προεξαγγελία του μεγάλου έργου; Δεν ξέρουμε. Πάντως μιλούσε για συμπύκνωση που δεν θα ξεπερνούσε τις 500 σελίδες. Ο θάνατός του εμπόδισε την πραγματοποίηση της επιθυμίας μας αυτής.

GtEasternCollage

«Το ναυάγιο του Μεγάλου Ανατολικού». Κολάζ (μελάνι και χαρτί) του Δημήτρη Καλοκύρη, 2007.

Η τελευταία φορά που είδατε τον Εμπειρίκο ήταν την άνοιξη του 1974, όταν τον συνοδεύσατε να ακούσει «τον Τσιτσάνην και την κυρία Μπέλλου»…
Υπηρετούσα τότε τη στρατιωτική μου θητεία στην Κόρινθο και, την άνοιξη τοῦ 1974, σε μια τριήμερη άδεια, ο Εμπειρίκος εξέφρασε την επιθυμία να ακούσει τον Τσιτσάνη και την Μπέλλου. Εγώ δεν είχα μεγάλη εξοικείωση με το μουσικό αυτό είδος κι έτσι απευθύνθηκα στον φίλο συγγραφέα Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, ένθερμο θαυμαστή του εμπειρίκειου λόγου, με τη σκέψη ότι λόγω της σχέσης του με τον Ηλία Πετρόπουλο θα ήξερε περισσότερα. Πράγματι, ο Παπαδημητρακόπουλος, με μεγάλο ενθουσιασμό και αγάπη για τον ποιητή κανόνισε το πρόγραμμα. Πήγαμε μαζί με τη Ναταλία Μελά, τον ταγματάρχη, τότε, του υγειονομικού Παπαδημητρακόπουλο, τη σύζυγό του Νιόβη και τη Βιβίκα Εμπειρίκου στην Καισαριανή, στον Τσιτσάνη. Φορούσα τη στρατιωτική στολή εξόδου και με κάλυπτε ο Ηλίας που (σε περίπτωση εμφάνισης της ΕΣΑ θα με δικαιολογούσε ως υπασπιστή του!).
Το μουσικό μέρος δεν μας ενθουσίασε. Μέσα σε αφόρητο θόρυβο οι φωνές και οι ήχοι των καλλιτεχνών χάνονταν στα πόδια μικροαστικών ορδών που χοροπηδούσαν σαν να άκουγαν «γιάνκα»!
Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι του Εμπειρίκου και καθίσαμε για καφέ, πέρασε ο γιος του Άρη Κωνσταντινίδη και της Μελά με μια παρέα νεαρών του «Ρήγα Φεραίου», βρέθηκε και μια κιθάρα και ξημερωθήκαμε τραγουδώντας Σαββόπουλο, αντάρτικα (τα οποία, όπως λέει ο γιος του Λεωνίδας στον πρόλογο του βιβλίου, «ο Εμπειρίκος άκουγε διχασμένος, καθώς του θύμιζαν την εμπειρία της ομηρίας, παρόλη τη σύμπλευσή του με αυτούς πού τα τραγουδούσαν στη συγκεκριμένη συγκυρία).

Πληροφορηθήκατε τον θάνατό του καθυστερημένα, τον Αύγουστο του 1975, στο στρατόπεδο της Κατερίνης, όπου υπηρετούσατε τη θητεία σας…
Είδε την αναγγελία του θανάτου του ένας φίλος μου, οπλίτης, όπως κι εγώ, σ᾽ ένα Σύνταγμα Επιστρατεύσεως και μου έδειξε το απόκομμα της εφημερίδας. Είχα παγώσει και δεν το πίστευα. Πέρασαν μήνες μέχρι να επικοινωνήσω πάλι με τους δικούς του. Πολύ αργότερα πληροφορήθηκα με συγκίνηση από τον Λεωνίδα ότι ο Εμπειρίκος, ως μία ακόμα ένδειξη της φιλίας του, σκόπευε να μου αφιερώσει το ποίημα «Τριανδρία του τριουμβιράτου».

cover

Το βιβλίο «Τα σύνεργα της πλοιαρχίας ήτοι Η Άλλη Όχθη του Ανδρέα Εμπειρίκου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.

Γιατί –με ποια αφορμή– γράψατε αυτό το βιβλίο και τι, ακροθιγώς, θα βρει ο αναγνώστης στις σελίδες του;
Αυτό το βιβλίο συντέθηκε σταδιακά, από κείμενα που γράφτηκαν σε διάφορες εποχές και με ποικίλες ευκαιρίες: Συνεργασίες σε αφιερώματα περιοδικών, ανακοινώσεις σε συνέδρια κ.ά. εκδηλώσεις, καθώς και δύο διαφορετικά κείμενα: ένα αφηγηματικό πεζό («Ο εφευρέτης της μελαγχολίας») και ένα ποίημα («Η εποχή») που έγραψα και δημοσίευσα ως λυρικό αποχαιρετισμό λίγο μετά το θάνατό του. Εκτός από τα (φιλολογικά και παραφιλολογικά) κείμενα και το χρονικό της γνωριμίας, της φιλίας και της εκδοτικής μας συμπόρευσης, στο βιβλίο περιλαμβάνεται ένας πρόλογος του γιου του και μία απομαγνητοφωνημένη και επεξεργασμένη δημόσια συζήτηση που είχα μαζί του στην Κύπρο, δύο προσωπογραφίες του Εμπειρίκου από τον Ελύτη (μολύβι σε χαρτί), χειρόγραφά του, κάποιες φωτογραφίες, κολάζ κ.ά. Στο τέλος του βιβλίου δημοσιεύεται ένα μικρό χρονικό των σημαντικότερων εκδηλώσεων που έγιναν προς τιμήν του στο πλαίσιο του «Έτους Εμπειρίκου», το 2001, για να φανεί ότι, κάποτε, με τα κατάλληλα χέρια, η Πολιτεία έχει τη δυνατότητα να τιμά γενναιόδωρα τα άξια τέκνα της.

Σε ένα σημείο γράφετε: «Ο Εμπειρίκος έμοιαζε και με τον οιονεί εξόριστο πατέρα μας, που η απουσία του μετέδιδε ένα κλίμα ανταρσίας […] μια έσω ανταρσία κατά πάντων και πασών». Πώς ακριβώς το εννοείτε;
Με τον Εμπειρίκο είχαμε δύο γενιές διαφορά. Ανήκα σε μια νεολαία αφοσιωμένη στο ροκ και στην πολιτική ενηλικίωση, μια νεολαία που (όπως όλες) «τα ήθελε όλα και τα ήθελε τώρα». Η ποίηση του Εμπειρίκου μας έδειχνε τους δρόμους προς την κατεύθυνση αυτή αρχικά με τη γλώσσα. Mια γλώσσα που σ᾽εμάς, τους εκ παραδόσεως ακραίους δημοτικιστές της Θεσσαλονίκης, φαινόταν γελοία στο στόμα των εκπαιδευτικών όσο και των στρατιωτικών αργότερα, μια γλώσσα σχεδόν της γραφειοκρατίας όσο και της συμπλέουσας με το επαίσχυντο καθεστώς εκκλησίας, αλλά που υπέβαλλε έναν ψίθυρο με κρυμμένες αστραπές εδώ κι εκεί που μας συνέδεαν με τις μεταφράσεις σημαντικών ξένων έργων που σημάδεψαν την εφηβεία μας, με κείμενα όπως του Παπαδιαμάντη και του Pοΐδη, τη λάμψη των οποίων μόλις ανακαλύπταμε· άρα, ο Εμπειρίκος μας οδηγούσε κατευθείαν στην καρδιά μιας μυθοπλασίας συνδυασμένης με λαϊκά αναγνώσματα, αλλά και με χιούμορ και ειρωνεία απέραντη, που αυτομάτως διέλυε κάθε σοβαροφάνεια. Mε το ασυνήθιστο λεξιλόγιό του δημιουργούσε έναν μοναδικά απαστράπτοντα κόσμο και λογικές αντιφάσεις πού προκαλούσαν ταυτόχρονα διέγερση και ευθυμία. Περιέκλειε μια «ελληνικότητα» όχι μπαγιάτικη, συμβατικά αντικαθεστωτική και εμφυλιοπολεμική, αλλά σφριγηλή και παγκόσμια.

Κύριε Καλοκύρη, 39 χρόνια μετά το θάνατό του, έχετε ξεκαθαρίσει απολύτως μέσα σας τι ήταν τελικά για σας –για τη ζωή και τη σκέψη σας– ο Ανδρέας Εμπειρίκος;
Ναι. Το γράφω και στο βιβλίο κάπου: Ο Εμπειρίκος ήταν για μένα ένας θρύλος, ένα σύμβολο, ένα έμβλημα αλλά και ένα μυστικό όπλο. Ή, όπως το γράφει κι ο ίδιος: Ένα δάσος φλεγόμενο με μύρα.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δια χειρός Οδυσσέα Ελύτη.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δια χειρός Οδυσσέα Ελύτη.

Souliotis 1

Στην επίσκεψή του Ανδρέα Εμπειρίκου στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1973, ένα μεσημέρι ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης του έκανε το τραπέζι. «Μαζευτήκαμε στο σπίτι του Μίμη όπου η γυναίκα του, η Ελένη, είχε μαγειρέψει το περίφημο χταποδοπίλαφο. Ο Εμπειρίκος ενθουσιάστηκε. Ο Μίμης Σουλιώτης περιγράφει το αξέχαστο εκείνο μεσημέρι στο κείμενό του «Το Οκταποδοπίλαφον».

Στην επίσκεψη του Ανδρέα Εμπειρίκου στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1973, ένα μεσημέρι ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης του έκανε το τραπέζι. «Μαζευτήκαμε στο σπίτι του Μίμη όπου η γυναίκα του, η Ελένη, είχε μαγειρέψει το περίφημο χταποδοπίλαφο», θυμάται ο Δ. Καλοκύρης. Ο Εμπειρίκος ενθουσιάστηκε. Διαβάστε πάνω πώς ο Σουλιώτης περιγράφει το αξέχαστο εκείνο μεσημέρι στο κείμενό του «Το Οκταποδοπίλαφον».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top