Ο αρχιμουσικός Γιουτζήν Κον θα διευθύνει σήμερα στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού τη συναυλία My world με τον Μάριο Φραγκούλη και την Angela Gheorghiu. (Οι φωτογραφίες είναι μια ευγενική παραχώρηση του Eugene Kohn)

– Υπήρξατε συνεργάτης της Μαρίας Κάλλας. Ποια ήταν η φύση και η συγκυρία της συνεργασίας σας;
Συναντήθηκα για πρώτη φορά με την κ. Κάλλας επειδή συνεργαζόμουν στενά με τον Luciano Pavarotti, ο οποίος ήταν μέγας θαυμαστής της Κάλλας -όπως κάθε διάσημος και επιτυχημένος τραγουδιστής της όπερας από τότε που εκείνη σταδιοδρόμησε- και ήθελε να την συναντήσει και είχαν μια συζήτηση για τη μελέτη και την προετοιμασία των ρόλων του, και της είπε: «Έχω έναν νεαρό πιανίστα, ο οποίος είναι πολύ νέος αλλά ταλαντούχος, και εάν σκέφτεστε να δεχτείτε την προσφορά της σχολής Julliard για να δώσετε τα μαθήματά σας εκεί, αυτός είναι κάποιος που ίσως θα θέλετε να τον λάβετε υπόψιν». Και εκείνη ζήτησε να με συναντήσει και πήγα σε ένα στούντιο με πιάνο που εκείνη χρησιμοποιούσε στη Νέα Υόρκη και μου ζήτησε να παίξω κάτι στο πιάνο. Μου είπε: «Ο κ. Παβαρότι λέει ότι παίζεις τις όπερες από μνήμης χωρίς τις νότες· παίξε μου κάτι λοιπόν»· εγώ είπα: «Διαλέξτε εσείς, κυρία Κάλλας»· και μου είπε: «Εντάξει, τώρα μελετώ τον ρόλο της Amneris στην Aida»· οπότε έπαιξα μέρος της σκηνής της δίκης από την Amneris, την αρχή της Δ΄ πράξης της όπερας Aida του Verdi, και της άρεσε, και μου είπε: «Μου αρέσει που παίζεις δυνατά, επειδή η ορχήστρα παίζει δυνατά, και οι περισσότεροι πιανίστες παίζουν υπερβολικά σιγά».

Έτσι με προσέλαβε και η συνεργασία μας συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια, με έφερε στη Γαλλία, μέχρι που στη συνέχεια άρχισε να περιορίζει σταδιακά τις εμφανίσεις της, και την τελευταία φορά που την είδα ήταν στο σπίτι της στο Παρίσι, ίσως έξι μήνες πριν πεθάνει. Έμαθα πολλά από αυτήν. Αλλά αν μπορώ να πω την αλήθεια, αν και βρίσκομαι στην πατρίδα της την Ελλάδα, όταν ήμουν έφηβος, ήμουν ερωτευμένος με τη Ρενάτα Τεμπάλντι, και τότε υπήρχε επίσημα μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ των δύο αυτών καλλιτεχνών – στην πραγματικότητα η αντιπαλότητα ήταν κατασκευασμένη από τους θαυμαστές και από τις δισκογραφικές εταιρείες, επειδή διαπίστωσαν ότι είχαν πολύ περισσότερα έσοδα από την πώληση των δίσκων βινυλίου, αν οι δυο τους εμφανίζονταν συχνότερα στα νέα. Η Κάλλας θαύμαζε πολύ την Tebaldi και η Tebaldi θαύμαζε πολύ την Κάλλας και αναγνώριζαν η μία την αξία της άλλης. Αλλά εγώ επειδή είχα τόσο έντονα συναισθήματα για την Tebaldi, δεν αισθανόμουν δέος με την Μαρία Κάλλας, δεν ήμουν νευρικός μαζί της, και ανταποκρίθηκε πολύ θετικά σε αυτό, πιστεύω. Και για το λόγο αυτό φαινόταν να αισθάνεται άνετα μαζί μου.

Στα πρώτα χρόνια που δούλευα με την κ. Κάλλας δεν ήξερα πολλά για τη φωνή, δεν είχα την εμπειρία που έχω τώρα, οπότε όταν μου τραγουδούσε μια φράση ή μου ζητούσε κάποια συμβουλή για το πώς να να φτιάξει τη φράση καλύτερα, εγώ απαντούσα: «Δεν ξέρω κυρία Κάλλας, η πρώτη εκδοχή μου ακούγεται πιο στρογγυλή και η δεύτερη πιο διεισδυτική». Αλλά δεν είχα συμβουλές να της δώσω πώς να υποστηρίξει τη φωνή της ή πώς να τοποθετήσει την εκπομπή της φωνής της, και νομίζω ότι αυτό ήταν μάλλον καλό, γιατί είχε πολλούς ανθρώπους πρόθυμους να της προσφέρουν τη συμβουλή τους και η ίδια γνώριζε πολύ καλά τεχνικά τι έπρεπε να κάνει.

Το πρόβλημα στα τελευταία χρόνια των δημόσιων εμφανίσεων μπορεί να ήταν ότι ορισμένοι από τους συνδέσμους και τους μυς γύρω από τη φωνητικό όργανο ήταν λίγο καταπονημένοι από χρόνια έντονου τραγουδιού. Η Μαρία Κάλλας έτεινε να δίνει ό, τι έχει σε κάθε παράσταση, αν πέθαινε κατά τη διάρκεια της παράστασης αυτό θα ήταν αποδεκτό για αυτήν, αλλά ποτέ δεν συγκράτησε ενέργεια ή απόθεμα φωνής από το κοινό της, τους έδωσε όλα όσα είχε, και νομίζω ότι μετά από πολλά χρόνια που τραγουδούσε ένα πολύ βαρύ ρεπερτόριο, αυτό πιθανότατα έκανε τον φωνητικό της μηχανισμό να κουραστεί λίγο νωρίτερα από ό,τι αν ήταν πιο προσεκτική και πιο φειδωλή με τους πόρους της. Αλλά όλοι εμείς που την αγαπάμε είμαστε ευτυχισμένοι που έκανε ό, τι έκανε και νομίζω ότι ήταν και εκείνη επίσης ευτυχής γνωρίζοντας ότι έδωσε τα πάντα στο κοινό της και στη μουσική της.

«Δεν αισθανόμουν δέος με την Μαρία Κάλλας, δεν ήμουν νευρικός μαζί της, και για το λόγο αυτό φαινόταν να αισθάνεται άνετα μαζί μου».

– Υπήρχε κάτι συγκεκριμένο στον τρόπο με τον οποίο προετοίμαζε τη φωνή της, κάτι που οι καλλιτέχνες και οι σπουδαστές θα πρέπει να γνωρίζουν και να δίνουν προσοχή;
Ένα πράγμα που έμαθα για πρώτη φορά από τη Μαρία Κάλλας και στη συνέχεια έμαθα από πολλούς άλλους σπουδαίους τραγουδιστές, αν και κανένας από αυτούς δεν ήταν καλύτερος από αυτήν, ήταν η ένταση της κυκλοφορίας αέρα ή η τροφοδοσία της στήριξης της στήλης αναπνοής μαζί με τη φωνή. Η Κάλλας μελέτησε πολύ με τον Tullio Serafin, διάσημο αρχιμουσικό, που ήταν μέντορας για πολλούς κορυφαίους τραγουδιστές για μια περίοδο πενήντα ετών. Και επανειλημμένα μου ανέφερε πώς εκείνος επέμενε ότι κάθε νότα, κάθε τόνος που έβγαινε από το στόμα της και από το σώμα της, θα έπρεπε να ενεργοποιείται και να εντατικοποιείται με vibrato, με κίνηση του αέρα, και ενέργεια ή ενεργοποίηση στον τόνο. Νομίζω ότι όπως και κάποιοι τραγουδιστές πριν από αυτήν, ίσως ο Beniamino Gigli, ο τενόρος, δεν τραγούδησε ποτέ έναν τόνο που δεν δονήθηκε με vibrato. Και αυτό είναι, κατά την προσωπική εκτίμησή μου, ένα από τα βασικά σημεία σε μια κλασική ιταλική φωνητική τεχνική που μπορεί να ονομαστεί και belcanto, η οποία δημιουργεί μια δέσμευση από το σώμα και την ψυχή στο να πληρώσει ή να γεμίσει τον τόνο με μια συγκεκριμένη ενέργεια που δημιουργεί την εξατομίκευση του ήχου της φωνής του τραγουδιστή.

Η κυρία Κάλλας θεωρούσε ότι το vibrato της φωνής τής έδινε μια ταυτότητα στον τόνο της, μια ταυτότητα όπως αυτή που καλούμε σήμερα το bar-code που είναι σε κάθε αντικείμενο που αγοράζετε στο σούπερ μάρκετ ή στο κατάστημα, το οποίο αμέσως μπορεί να αναγνωρίσει τη διαφορά ανάμεσα στο χρώμα της φωνής κάθε σημαντικού τραγουδιστή και οποιουδήποτε άλλου, ακόμη και χωρίς να πει κάποιο σύμφωνο, ακούγοντας μόνο έναν φωνήεντα ήχο, και αυτή η φωνητική ταυτότητα είναι αυτό που εκφράζει τους πνευματικούς λόγους για τους οποίους κάποιος γίνεται μεγάλος τραγουδιστής. Και αυτοί οι λόγοι, από την εμπειρία μου, είναι, δυστυχώς, ο πόνος, μια βαθιά δυστυχισμένη παιδική ηλικία, και ο φόβος ότι κάποιος θα μάθει για τα μυστικά πάθη, τις μυστικές επιθυμίες, και την δυσάρεστη αμηχανία που συνοδεύει τα προβλήματα της παιδικής ηλικίας. Ο μόνος τόπος που είναι αποδεκτός για να τα εκφράσεις αυτά είναι ο πόνος και η ελπίδα και η λαχτάρα στον τόνο της φωνής, και η ενεργοποίηση του αέρα συνδέεται με τα βάθη αυτής της μνήμης και αυτού του συναισθήματος, και αυτό έκανε η Μαρία Κάλλας. Μερικά από τα συναισθήματα που έδωσε στη σκηνή, πιθανότατα δεν θα μπορούσε να τα εξωτερικεύσει ποτέ εκτός σκηνής, αλλά μόνο στη σκηνή, τα ύψη του ερωτισμού και τα ύψη της έκκλησης για βοήθεια και τα ύψη θυμού και εκδίκησης.

Ο Eugene Kohn μαζί με τη Μαρία Κάλλας.

– Πώς ήταν δυνατόν για την Κάλλας να χρησιμοποιήσει το vibrato και έπειτα να έχει μια τόσο ξεκάθαρη άρθρωση. Συνήθως αυτά τα δύο είναι είτε – είτε;
Αυτή είναι μια εξαιρετική ερώτηση. Νομίζω ότι ήταν πολύ συνειδητή στο ότι είχε τέλεια ιταλική άρθρωση, επειδή ζώντας στη Βόρεια Ιταλία κατά τη διάρκεια των χρόνων του Meneghini και χωρίς να είναι Ιταλίδα, εργάστηκε πολύ σκληρά για να ακούγεται περισσότερο Ιταλίδα από τους Ιταλούς, το οποίο κατάφερε, και εκτός από την υποστήριξη της φωνής, για την οποία μιλούσαμε σχετικά με την τροφοδοσία του αέρα και την ενεργοποίηση της κυκλοφορίας αέρα, ήταν πολύ επικεντρωμένη σε μια μετωπική εκπομπή ή τοποθέτηση της φωνής, για να προσπαθήσει να κάνει τα οστά μπροστά στο πρόσωπό της και στην άνω σιαγόνα να δονούνται και να ηχούν, και έτσι ήταν πολύ κοντά στο να εστιάζει τη ροή του αέρα στα δόντια και στη γλώσσα και πάνω από εκεί, όπου είναι εύκολο να προφέρει τα δύσκολα σύμφωνα όπως το R και το N, κάτι που σου δίνει καθαρότητα στην άρθρωση.

– Έχετε επίσης σπουδάσει με σπουδαίους αρχιμουσικούς, όπως οι Cleva, Schippers, Leinsdorf, Μητρόπουλο. Μπορείτε να μας πείτε για την τέχνη και τη διδασκαλία τους;
Ποτέ δεν συναντήθηκα με τον Μητρόπουλο, αλλά ήταν πάντα πρωταρχικό παράδειγμα για το πώς θα έπρεπε να φραζάρεται και να παίρνει μορφή η ιταλική όπερα, γιατί δημιουργούσε στην ορχήστρα έναν τραγουδιστικό τόνο που μοιάζει πολύ με αυτό που θέλουμε από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές όπερας και υποστήριζε πολύ καλά τη φωνητική γραμμή, δημιουργώντας ταυτόχρονα μοναδικούς και εκφραστικούς ήχους στην ορχήστρα, που ήταν πάντα σχετικοί με το κείμενο και τη δραματική κατάσταση της όπερας. Και κάθε νέος αρχιμουσικός που ετοιμάζει μια ιταλική όπερα ή κάτι σαν το Ernani ή οποιαδήποτε μεγάλη ιταλική όπερα, συνιστώ να ακούσει τις ηχογραφήσεις της Μετροπόλιταν όπερας με τον Δημήτρη Μητρόπουλο.

Ο πρώτος διδάσκοντάς μου ήταν ο Fausto Cleva, ήταν ευγενικός μαζί μου και νομίζω ότι έμαθα πολλά από αυτόν, με έκανε να απομνημονεύσω όλες τις όπερες, άρχισα μαζί του το 1965, ήμουν 16 ετών, και ήταν ταλαντούχος άνθρωπος, δυστυχώς πέθανε στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας παράσταση του Orfeo ed Euridice στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, και νιώθω τυχερός που μου δίδαξε κάποια πράγματα από την παράδοση. Συνεργάστηκα στενά με τον Erich Leinsdorf και ήταν πολύ ευγενικός και πολύ γενναιόδωρος, και μου είπε να μην μελετώ την παραδοσιακή τεχνική διεύθυνσης ορχήστρας, ότι αυτό που είναι μοναδικό σε κάθε αρχιμουσικό είναι πιο σημαντικό από το να προσπαθεί κανείς να τυποποιήσει μια τεχνική που όλοι μιμούνται. Καθ ‘όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας μου πάντα επανεξέταζα την τεχνική μου και το κάνω ακόμα, αλλά πιθανώς να κάνω την καλύτερη δουλειά μου όταν δεν το σκέφτομαι και σκέφτομαι το μήνυμα της μουσικής, και ακούω τους μουσικούς και την ποιότητά τους και την εκφραστικότητά τους. Ο Thomas Schippers ήταν ένας άνθρωπος σπουδαίος στη λεπτομέρεια για το χρώμα και τον τόνο στην ορχήστρα και αισθάνομαι πολύ τυχερός που υπήρξε βοηθός του για μερικά χρόνια, ήταν ένα μεγάλο μέρος της διαμόρφωσής μου.

– Είχατε πολλούς μαθητές. Ποιες είναι οι συμβουλές σας για την καλλιέργεια της φωνής;
Δεν είμαι πραγματικά δάσκαλος φωνής, απλά έχω τα αυτιά μου και έχω πολύχρονη εμπειρία, αλλά βρίσκω ότι η φυσική φωνητική τεχνική δεν είναι ο τρόπος μου να προσεγγίσω τους νέους τραγουδιστές. Νομίζω ότι η επιλογή του ρεπερτορίου είναι πολύ σημαντική. Νομίζω ότι η δυνατότητα να τραγουδάς τον Puccini δεν είναι τόσο σημαντική για έναν νέο τραγουδιστή. Νομίζω ότι στον Puccini πρέπει να φτάσει κανείς με το να μπορεί να τραγουδήσει τον Verdi και το ρεπερτόριο belcanto, όπως τον Donizetti, και νομίζω ότι είναι επικίνδυνο να τραγουδήσεις ρόλους – αν έχεις πραγματικά μια φωνή για να τραγουδήσεις ρόλους στην Tosca και τον Andrea Chenié -πολύ νωρίς στην σταδιοδρομία σου, εκτός αν έχεις κατακτήσει τη δυνατότητα να τραγουδήσεις επίσης Rigoletto και Traviata ή Louisa Miller ή Lucia di Lamermoor – μολονότι υπάρχουν πάντα εξαιρέσεις σε όλα.

«Ο Κώστας Πασχάλης ήταν λαμπρός τεχνικός για τη φωνητική γραμμή, είχε ένα όμορφο legato, και είμαι σίγουρος ότι ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος με όσους είχαν την τύχη να μελετήσουν μαζί του».

– Εκτός από τη Μαρία Κάλλας, έχετε δουλέψει με άλλους Έλληνες καλλιτέχνες;
Η Ελλάδα έχει πάρα μα πάρα πολλούς μεγάλους τραγουδιστές με τους οποίους είχα την τιμή να συνεργαστώ. Δούλεψα σε νεαρή ηλικία με τον Κώστα Πασχάλη, ο οποίος ήταν λαμπρός, λαμπρός τεχνικός για τη φωνητική γραμμή, είχε ένα όμορφο legato, και είμαι σίγουρος ότι ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος με όσους είχαν την τύχη να μελετήσουν μαζί του. Δούλεψα πολύ μαζί με τον Δημήτρη Καβράκο, έναν σπουδαίο καλλιτέχνη που τραγουδάει ακόμα υπέροχα – ναι, τραγουδά φέτος στη νέα όπερα -, αυτό είναι υπέροχο, πραγματικά – και επίσης μια ευγενής όμορφη φωνή με μια τεράστια τεχνική. Και φυσικά η Αγνή Μπάλτσα, είναι ασύγκριτη -εγκαινιάζει τη νέα όπερα – ναι, Κλυταιμνήστρα, θα ήθελα να μπορούσα να βρίσκομαι εδώ για να την ακούσω – είναι μια σπουδαία καλλιτέχνης και σπουδαία τραγουδιστής που θα την θυμούνται πάντα ανάμεσα στις μεγάλες μετσο-σοπράνο της ιστορίας.

– Πείτε μας για τη συναυλία σας στην Αθήνα.
Είμαι πολύ ενθουσιασμένος για την συναυλία στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Ο Μάριο Φραγκούλης είναι κάποιος που είχα τη χαρά να δουλέψω πολλές φορές. Τον συνάντησα για πρώτη φορά όταν ο Παβαρότι τον βοήθησε νωρίς στη σταδιοδρομία του και τον αναγνώρισε ως μία από τις πιο όμορφες νεαρές φωνές τενόρου. Από τότε έχει σπουδάσει μελετώντας στενά με τον Alfredo Kraus, έναν άλλο σπουδαίο τενόρο, και έχει μια τεράστια οπερατική παράδοση και επιπλέον μία από τις πιο υπέροχες φωνές, ο χρυσός στον τόνο της φωνής του είναι εκπληκτικός, και έχει συνδυάσει τις οπερατικές του φιλοδοξίες με ένα φήμη του crossover για να μεγιστοποιήσει τις δυνατότητές του και το πεδίο δράσης, και τον θαυμάζω για τα επιτεύγματά του, για τη μουσικότητα του και το πανέμορφο τραγούδι του.

Έχει καλέσει την Angela Gheorghiu να συμπράξει μαζί του σε αυτή τη συναυλία, είναι μία από τις πιο υπέροχες φωνές που έχουμε ποτέ και είμαστε ενθουσιασμένοι που εμφανίζονται και με την υπέροχη Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, παίζουν πολύ όμορφα. Νομίζω ότι ο καιρός θα είναι καλός, το πρόγραμμα είναι συναρπαστικό και ανυπομονώ για μια υπέροχη συναυλία.

Ειδικά με την Angela Gheorghiou άρχισα να δουλεύω όταν ξεκίνησε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, είχα πολλή τύχη να κάνω πολλές συναυλίες μαζί της και η φωνή της ήταν ήδη εκπληκτικά όμορφη, αλλά έχει γίνει ακόμα πιο όμορφη τα τελευταία χρόνια, που έχει προσθέσει λίγο πιο spinto ρεπερτόριο, ένα πιο δραματικό ρεπερτόριο, και όταν την διευθύνω, παρακολουθώ με πραγματική έκπληξη την τελειότητα των ήχων που βγαίνουν από το στόμα της. Όπως συζητήσαμε προηγουμένως σε αυτήν την ομιλία, διατηρεί επίσης τη φωνή της πολύ ενεργοποιημένη με vibrato στους τόνους, αλλά αυτό το vibrato, όπως είναι πάντα απαραίτητο, είναι τόσο τέλεια ισορροπημένο με αρμονικούς και υπερτόνους που το αποτέλεσμα που φτάνει στον ακροατή είναι σαν το ρολόι σας να έχει σταματήσει, και η στιγμή μένει μετέωρη σε μαγική αιώρηση, και είναι μια συναισθηματική και πνευματική εμπειρία να ακούς τους υπέροχους τόνους. Αγαπώ να την διευθύνω της και θαυμάζω την τέχνη της και νομίζω ότι είναι σπουδαία.

– Πράγματι είναι. Σας ευχαριστώ πολύ.

 

Διαβάστε ακόμα: Αυτός είναι ο πιο ενδιαφέρων άνθρωπος του πλανήτη που μάλλον δεν γνωρίζεις

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top