Credit: Greg Martin

«Όσο είμαι βυθισμένος σε ένα διήγημα της Μάνρο, προσδίδω σε έναν απόλυτα αληθοφανή ήρωα το είδος της επισημότητας και του σεβασμού και του παγιωμένου ενδιαφέροντος που αποδίδω και στον εαυτό μου στις καλύτερες στιγμές μου ως ανθρωπίνου όντος», γράφει ο συγγραφέας του πολύκροτου βιβλίου «Ελευθερία». Credit: Greg Martin

Περισσότερο από οποιονδήποτε συγγραφέα μετά τον Τσέχοφ, η Μάνρο πασχίζει σε κάθε της ιστορία, και πετυχαίνει, μια πρότυπη πληρότητα στην απεικόνιση μιας ζωής. Πάντα είχε δεινότητα στο να αναπτύσσει και να ξετυλίγει στιγμές αποκάλυψης. Όμως στις τρεις συλλογές από τις Selected Stories (1996) έκανε το πραγματικά μεγάλο, εξαιρετικά σημαντικό άλμα και έγινε μετρ της αγωνίας. Οι στιγμές που κυνηγάει τώρα δεν είναι στιγμές πραγμάτωσης· είναι στιγμές μοιραίας, ανέκκλητης, δραματικής δράσης. Και η σημασία αυτού για τον αναγνώστη είναι ότι δεν μπορείς καν ν’ αρχίσεις να μαντεύεις το νόημα της ιστορίας, αν δεν ακολουθήσεις κάθε μεταβολή της· πάντα οι τελευταίες μια-δυο σελίδες γυρίζουν το διακόπτη για όλα τα φώτα.

Στο μεταξύ, όσο μεγαλώνουν οι αφηγηματικές της φιλοδοξίες, γίνεται ολοένα και πιο αδιάφορη προς την επίδειξη. Η πρώτη της δουλειά ήταν γεμάτη από μεγάλες ρητορικές, εκκεντρικές λεπτομέρειες, από συναρπαστικές φράσεις. [Δείτε για παράδειγμα το διήγημά της του 1977 με τίτλο «Royal Beatings» («Ξύλο και των γονέων»).] Όμως καθώς οι ιστορίες της έχουν φτάσει να μοιάζουν με κλασικές τραγωδίες σε πεζό λόγο, όχι απλώς δεν έχει χώρο για επουσιώδη πράγματα, αλλά θαρρείς πως θα ήταν πρακτικά δυσάρεστο, σκέτη καταρράκωση της διάθεσης –αισθητική και ηθική προδοσία– για το συγγραφικό «εγώ» της να εισβάλει στην αληθινή ιστορία.

«Η Μάνρο ανήκει σ’ εκείνη τη χούφτα συγγραφέων […] τους οποίους έχω στο νου μου όταν λέω πως η πεζογραφία είναι η θρησκεία μου».

Όταν διαβάζω τη Μάνρο μπαίνω σ’ εκείνη την κατάσταση ήρεμου στοχασμού, όπου σκέφτομαι τη δική μου ζωή: τις αποφάσεις που έχω πάρει, τα πράγματα που έχω κάνει και που δεν έχω κάνει, το είδος του ανθρώπου που είμαι, την προοπτική του θανάτου. Ανήκει σ’ εκείνη τη χούφτα συγγραφέων, από τους οποίους κάποιοι είναι στη ζωή, οι περισσότεροι έχουν πεθάνει, τους οποίους έχω στο νου μου όταν λέω πως η πεζογραφία είναι η θρησκεία μου. Γιατί όσο είμαι βυθισμένος σε ένα διήγημα της Μάνρο, προσδίδω σε έναν απόλυτα αληθοφανή ήρωα το είδος της επισημότητας και του σεβασμού και του παγιωμένου ενδιαφέροντος που αποδίδω και στον εαυτό μου στις καλύτερες στιγμές μου ως ανθρωπίνου όντος.

Όμως η αγωνία και η γνησιότητα, που είναι δώρο για τον αναγνώστη, παρουσιάζουν προβλήματα για το σχολιαστή. Στην ουσία, η Απόδραση είναι τόσο καλό, που δε θέλω να μιλήσω γι’ αυτό εδώ. Μια αναφορά δεν μπορεί να δικαιώσει το βιβλίο, όπως δεν μπορεί και μια συνοπτική περιγραφή. Ο μόνος τρόπος να το δικαιώσεις είναι να το διαβάσεις.

Ολοκληρώνοντας τα κριτικά μου καθήκοντα, θα ήθελα, αντ’ αυτού να προσφέρω αυτή τη σπαζοκεφαλιά για την τελευταία ιστορία από την προηγούμενη συλλογή της Μάνρο, Μ’ αγαπάει, δε μ’ αγαπάει (2001): Μια γυναίκα με πρόωρο Αλτσχάιμερ μπαίνει σ’ ένα ίδρυμα και μέχρι να επιτραπεί στο σύζυγό της να την επισκεφτεί, μετά από μια περίοδο τριάντα ημερών, εκείνη έχει βρει ένα «φίλο» ανάμεσα στους άλλους ασθενείς και δε δείχνει κανένα ενδιαφέρον για τον άντρα της.

Akoma pio makria Cover

Το βιβλίο του Τζόναθαν Φράνζεν «Ακόμα πιο μακριά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.

Αυτό δεν είναι κακό θέμα για ένα διήγημα. Όμως αυτό που το κάνει ξεχωριστά «μανροβιανό» είναι το ότι, πριν από χρόνια, κατά τη δεκαετία του ’60 και του ’70, ο άντρας, ο Γκραντ, είχε τη μια περιπέτεια πίσω από την άλλη με άλλες γυναίκες. Μόλις τώρα, για πρώτη φορά, ο πάλαι ποτέ άπιστος γνωρίζει την απιστία. Άραγε ο Γκραντ μετανιώνει στο τέλος γι’ αυτές τις σχέσεις; Ε, λοιπόν, όχι, κάθε άλλο. Και μάλιστα αυτό που θυμάται από εκείνη τη φάση της ζωής του είναι κυρίως «μια γιγάντια αύξηση της ευεξίας του». Ποτέ του δεν ένιωσε πιο ζωντανός απ’ όσο όταν απατούσε τη Φιόνα, τη γυναίκα του. Φυσικά τώρα καταρρακώνεται όποτε επισκέπτεται το ίδρυμα και βλέπει τη Φιόνα και το «φίλο» της τόσο φανερά τρυφερούς μεταξύ τους και τόσο αδιάφορους προς εκείνον. Όμως καταρρακώνεται ακόμα περισσότερο όταν η σύζυγος του φίλου της τον παίρνει από το ίδρυμα και τον φέρνει πίσω στο σπίτι τους. Η Φιόνα είναι συντετριμμένη και ο Γκραντ είναι συντετριμμένος για λογαριασμό της.

Κι εδώ είναι το πρόβλημα με μια συνοπτική περίληψη ενός διηγήματος της Μάνρο. Το πρόβλημα είναι ότι θέλω να σας πω τι γίνεται μετά. Δηλαδή ότι ο Γκραντ πηγαίνει να δει τη σύζυγο του φίλου για να της ζητήσει αν θα μπορούσε να ξαναφέρει τον άντρα της στο ίδρυμα για να δει τη Φιόνα. Και εδώ ακριβώς συνειδητοποιείτε ότι αυτό που νομίζατε πως πραγματευόταν η ιστορία –όλο το φορτισμένο ζήτημα του Αλτσχάιμερ και της απιστίας και των όψιμων ερώτων– ήταν στην ουσία μόνο το σκηνικό: ότι η κορυφαία σκηνή της ιστορίας διαδραματίζεται ανάμεσα στον Γκραντ και τη σύζυγο του φίλου. Και πως η σύζυγος, στη σκηνή αυτή, αρνείται ν’ αφήσει τον άντρα της να δει τη Φιόνα. Ότι οι λόγοι που προφασίζεται είναι φαινομενικά πρακτικοί, αλλά στο βάθος ηθικολογικοί και εμπαθείς.

«Όταν διαβάζω τη Μάνρο μπαίνω σ’ εκείνη την κατάσταση ήρεμου στοχασμού, όπου σκέφτομαι τη δική μου ζωή: τις αποφάσεις που έχω πάρει, τα πράγματα που έχω κάνει και που δεν έχω κάνει, το είδος του ανθρώπου που είμαι…»

Και εδώ η προσπάθειά μου για μια συνοπτική αναφορά διαλύεται ολοσχερώς, γιατί δεν μπορώ ν’ αρχίσω να σχολιάζω το μεγαλείο της σκηνής αν δεν έχετε μια συγκεκριμένη, ζωηρή αίσθηση των δύο ηρώων και του τρόπου με τον οποίο μιλούν και σκέφτονται. Η σύζυγος, η Μάριαν, είναι πιο στενόμυαλη από τον Γκραντ. Έχει ένα τέλειο, πεντακάθαρο σπίτι στα προάστια, το οποίο δε θα μπορέσει να συντηρήσει αν ο άντρας της επιστρέψει στο ίδρυμα. Εκείνο το σπίτι, κι όχι ο έρωτας, είναι αυτό που έχει σημασία για εκείνη. Δεν είχε τα ίδια πλεονεκτήματα, είτε οικονομικά είτε συναισθηματικά, που είχε ο Γκραντ, και η προφανής απουσία προνομίων δίνει την ευκαιρία για λίγη κλασική μανροβιανή ενδοσκόπηση, καθώς ο Γκραντ επιστρέφει στο δικό του σπίτι.

[Η κουβέντα τους] του θύμιζε συζητήσεις που είχε με άτομα από την ίδια του την οικογένεια. Οι θείοι του, οι συγγενείς του, ίσως και η μητέρα του ακόμα, είχαν σκεφτεί με τον τρόπο που σκεφτόταν η Μάριαν. Είχαν πιστέψει πως όταν οι άλλοι άνθρωποι δε σκέφτονταν έτσι ήταν επειδή κορόιδευαν τον εαυτό τους – είχαν γίνει υπερβολικά ασαφείς, ή ανόητοι, εξαιτίας της εύκολης και προστατευμένης ζωής τους ή της μόρφωσής τους. Είχαν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι, οι μορφωμένοι άνθρωποι, κάποιοι άνθρωποι πλούσιοι σαν τα πεθερικά του Γκραντ με τις σοσιαλιστικές ιδέες, είχαν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Λόγω μιας καλής τύχης που δεν την άξιζαν ή μιας έμφυτης κουταμάρας […]
Τι κόπανος! θα σκεφτόταν εκείνη τώρα.
Το να έχει ν’ αντιμετωπίσει ένα τέτοιο άτομο τον έκανε να νιώθει απελπισία, αγανάκτηση, σχεδόν απόγνωση τελικά. Γιατί; Επειδή δεν μπορούσε να είναι σίγουρος ότι θα μπορούσε να συγκρατηθεί απέναντι σ’ ένα τέτοιο άτομο; Επειδή φοβόταν ότι στο τέλος εκείνο θα είχε δίκιο;

Κλείνω αυτή την αναφορά με απροθυμία. Θέλω να συνεχίσω να παραθέτω και όχι απλώς μικρά κομμάτια αλλά ολόκληρα αποσπάσματα, επειδή όπως αποδεικνύεται αυτό που κατ’ ελάχιστον απαιτεί η συνοπτική μου αναφορά, για να δικαιώσω την ιστορία –τα «πράγματα στο εσωτερικό των πραγμάτων», την αλληλεπίδραση της φινέτσας και της ηθικής, του πόθου και της αφοσίωσης, του χαρακτήρα και της μοίρας– είναι ακριβώς αυτό που η ίδια η Μάνρο έχει ήδη γράψει στο χαρτί. Η μόνη σωστή περίληψη του κειμένου είναι το ίδιο το κείμενο.

Πράγμα που με επαναφέρει στην απλή προτροπή με την οποία ξεκίνησα: Διαβάστε Μάνρο! Διαβάστε Μάνρο!

Munro_photo

«Περισσότερο από οποιονδήποτε συγγραφέα μετά τον Τσέχοφ» γράφει ο Φράνζεν, «η Μάνρο (φωτογραφία) πασχίζει σε κάθε της ιστορία, και πετυχαίνει, μια πρότυπη πληρότητα στην απεικόνιση μιας ζωής».

Μόνο που πρέπει να σας πω –δεν μπορώ να μη σας πω, τώρα που ξεκίνησα– πως όταν ο Γκραντ γυρίζει στο σπίτι μετά την αποτυχημένη του έκκληση στη Μάριαν, βρίσκει στον τηλεφωνητή του ένα μήνυμα από τη Μάριαν, η οποία τον καλεί σ’ ένα χορό στη Λέσχη της πόλης.

Επίσης: ότι ο Γκραντ έχει ήδη ελέγξει το στήθος της Μάριαν και την επιδερμίδα της και την παρομοιάζει, στη φαντασία του, μ’ ένα κάθε άλλο παρά ωραίο λίτσι: «Εκείνη τη σάρκα με την παράξενα συνθετική, εξωτική υφή της, τη χημική της γεύση και μυρωδιά, τόσο λίγη γύρω από το μεγάλο, σκληρό σαν πέτρα, κουκούτσι».

Επίσης: ότι μερικές ώρες αργότερα, ενώ ο Γκραντ αναπολεί ακόμα τα θέλγητρα της Μάριαν, το τηλέφωνό του χτυπάει πάλι και απαντάει ο τηλεφωνητής του: «Γκραντ. Εδώ Μάριαν. Ήμουν στο υπόγειο κι έβαζα την μπουγάδα στο στεγνωτήριο, κι άκουσα το τηλέφωνο κι όταν ανέβηκα πάνω, όποιος κι αν ήταν, είχε κλείσει. Έτσι σκέφτηκα να σου πω ότι είμαι εδώ. Αν ήσουν εσύ βέβαια κι αν είσαι καν στο σπίτι».

Και δεν τελειώνει εδώ, ακόμα. Η ιστορία έχει έκταση σαράντα εννιά σελίδες –το μέγεθος μιας ολάκερης ζωής στα χέρια της Μάνρο– κι έρχεται κι άλλος γύρος. Κοιτάξτε όμως πόσα «πράγματα στο εσωτερικό των πραγμάτων» έχει ήδη αποκαλύψει η συγγραφέας: τον Γκραντ, τον γεμάτο αγάπη σύζυγο, τον Γκραντ που απατά, τον Γκραντ, τον τόσο αφοσιωμένο σύζυγο που είναι πρόθυμος, πράγματι, να κάνει τον προαγωγό στη γυναίκα του, τον Γκραντ που περιφρονεί τις καθωσπρέπει νοικοκυρές, τον Γκραντ που αμφισβητεί τον εαυτό του και θεωρεί πιθανό οι καθωσπρέπει νοικοκυρές να έχουν δίκιο που τον περιφρονούν. Ωστόσο, το δεύτερο τηλεφώνημα της Μάριαν δίνει το πραγματικό μέγεθος του συγγραφικού ύφους της Μάνρο. Για να φανταστείτε αυτό το τηλεφώνημα, δεν μπορείτε να οργίζεστε υπερβολικά με τους ηθικούς περιορισμούς της Μάριαν. Ούτε μπορείτε να ντρέπεστε πολύ με τη χαλαρότητα του Γκραντ. Πρέπει να συγχωρήσετε τους πάντες και να μην καταδικάσετε κανέναν. Διαφορετικά θα παραβλέψετε τις ήσσονες πιθανότητες, τις παράξενες ευκαιρίες, που σκίζουν στα δυο μια ζωή: τη δυνατότητα, για παράδειγμα, για τη Μάριαν μέσα στη μοναξιά της να νιώσει έλξη για έναν ανόητο φιλελεύθερο τύπο.

Και αυτή είναι μόνο μία ιστορία. Υπάρχουν ιστορίες στην Απόδραση που είναι καλύτερες και από αυτήν ακόμα –πιο θαρραλέες, πιο αιμοσταγείς, πιο βαθιές, πιο περιεκτικές– και που με χαρά θα γράψω τη σύντομη περίληψή τους μόλις εκδοθεί το επόμενο βιβλίο της Μάνρο.

Αλλά, γιά σταθείτε, ας ρίξουμε μια φευγαλέα ματιά στην Απόδραση: Κι αν το πρόσωπο που προσβάλλεται από το φιλελευθερισμό του Γκραντ –από την αθεΐα του, την ανοχή προς τον εαυτό του, τη ματαιοδοξία του, την ανοησία του– δεν ήταν κάποιο ξένο δυστυχισμένο πλάσμα, αλλά το ίδιο το παιδί του Γκραντ; Ένα παιδί του οποίου η κριτική είναι, θαρρείς, η κριτική ενός ολάκερου πολιτισμού, μιας ολάκερης χώρας, που τελευταία έχει αρχίσει να αγκαλιάζει τα απόλυτα;

Κι αν το μεγάλο δώρο που έχετε κάνει στο παιδί σας είναι η ατομική ελευθερία, κι αν το παιδί, όταν κλείσει τα είκοσι ένα, χρησιμοποιήσει αυτό το δώρο για να γυρίσει να σας πει: η ελευθερία σου με αηδιάζει, κι εσύ επίσης;

 

//Απόσπασμα από το δοκίμιο «Τι σε κάνει να πιστεύεις με τόση σιγουριά ότι δεν είσαι εσύ ο ίδιος ο κακός;» (2004), που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Τζόναθαν Φράνζεν «Ακόμα πιο μακριά» (εκδόσεις Ωκεανίδα, Σεπτέμβριος 2013. Mετάφραση: Άννα Παπασταύρου).

//Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία της «Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει» (2003) και «Πάρα πολλή ευτυχία» (2010) από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (εδώ η μεταφράστρια Σοφία Σκουλικάρη την μεταφέρει στα καθ’ ημάς ως Άλις Μονρό).

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top