«Τι να σκεφτόσουν καθώς κρύωνε η πληγή, και αρματωμένα τα παιδιά σου ποτίζαν τον ελαιώνα με δάκρυα;».

Ηλίας Γκρης, «Ο Καραϊσκάκης στο μπαρ Τσάι στη Σαχάρα»

 

Τότε είδομεν εκπυρσοκρότησιν όπλου από τον ημέτερον στρατόν και
ευθύς ο πυροβολήσας ανεμείχθη εις τον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικα-
τάρατος δολοφόνος του Καραΐσκου. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ

 

Κολυμπώντας σε νέφη από κρασί μεσάνυχτα μπήκα στο μπαρ. Καθώς
σε θυμιάματα οργίαζαν οι πόθοι, μπήκε αυτός· ο που φτάνει συχνά στο
μισοΰπνι μου. Πλησίασε δίπλα μου κι αμίλητος κάθισε κατεβάζοντας
ένα Cutty Sark ανέρωτο. Μέσα σε νότες αφρισμένες κορίτσια έπιναν
σκύβοντας όπως σε φέρετρο ανοιχτό. Με έπιασε μανία να μάθω. Τι να
’χε κατά νου τότε ριγμένος από τ’ άλογο; «Άσε τα λόγια και πιες». Είπε
και με πήραν φωταψίες σε τριγμούς μεγαφώνων. Και η νύχτα λιγόστευε
στο μπαρ, τον αγκάλιασα. Α! βρε Καραΐσκο πουτσαρά, πώς φύρανε η
φύτρα μας.

Με κοίταξε περίλυπος και σώπαινε άγρια κοψιά μιας γύφτισσας μοίρας.
Θα μάθαινα άραγε τι να είχε κατά νου;

Τι να σκεφτόσουν καθώς κρύωνε η πληγή, και αρματωμένα τα παιδιά σου
ποτίζαν τον ελαιώνα με δάκρυα; Ξεμάτωνες ρουφηγμένος από θανάσιμα ρίγη
κι έλεγες πως ξέρεις τον αίτιο, Καραϊσκάκη χωρατατζή, του γένους καμάρι.

Σε έπιασα απ’ το μπράτσο, πήραμε τους νοτισμένους δρόμους. Αλαφιασμένο
φίδι η γλώσσα μου, έλεγε να με πας στο Φάληρο, να δω πώς έγινε το φονικό
της Ρωμιοσύνης από φονιά ρωμιό. Ποιος ήταν; σου φώναξα. Πες μου, αλλιώς
να μην ξανάρθεις. Γεράκι το βλέμμα σου και βρυχηθμός η πνοή σου, και τρό-
μαξα. «Κλάστε μου τώρα τον μπούτζον», ξανάπες· στα μούτρα λεβαντίνων και
άκαπνων το ισόβιο φτύμα σου.

(Από τη συλλογή «Η Έφεσος των Αλόγων», εκδ. Δελφίνι, 1993)

 

Στην επόμενη σελίδα: «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη – 1».

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top