crc_3299

«Το μετέωρο χέρι μου, εκείνη η άρνηση χειραψίας από τη μεριά του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, συμβόλιζε τι δεν πήγαινε καλά στην Ευρώπη. Ήταν συμβολική απόδειξη ότι, στον μισό αιώνα που μεσολάβησε ανάμεσα στις νύχτες μου κάτω από την κόκκινη κουβέρτα και αυτή την πρώτη συνάντηση στο Βερολίνο, η Ευρώπη είχε μεταλλαχθεί».

Από τις πιο έντονες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων ήταν ο γεμάτος παράσιτα ήχος ογκώδους ραδιοφώνου βραχέων κυμάτων που, καλυμμένο με μια κόκκινη μάλλινη κουβέρτα, «καθόταν» στο πάτωμα του καθιστικού μας, στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το γραφείο του πατέρα μου. Κάθε βράδυ, γύρω στις εννέα θαρρώ, οι γονείς μου στριμώχνονταν κάτω από την κόκκινη κουβέρτα, σχεδόν πάνω στο ραδιόφωνο, διψασμένοι για «νέα». Με το που άκουγα το πνιχτό ηχητικό σήμα της Deutsche Welle, και κατόπιν τη φωνή του εκφωνητή, η φαντασία μου, φαντασία ενός εξάχρονου παιδιού, ταξίδευε από το σπίτι μας στο Παλαιό Φάληρο στην Κεντρική Ευρώπη, τόπο μυθικό που δεν τον είχα επισκεφθεί ακόμη και τον οποίο γνώριζα μόνο από το εικονογραφημένο βιβλίο με τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ που είχα στο δωμάτιό μου.

Η περίεργη τελετουργία της κόκκινης κουβέρτας άρχισε το 1967, τη χρονιά που τα τανκς επέβαλαν τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Η Deutsche Welle, ο διεθνής ραδιοφωνικός σταθμός της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, πρόβαλλε στη φαντασία μου ως ο πολυτιμότερος σύμμαχός «μας» εναντίον του πέπλου σιωπής που τύλιγε τον τόπο. Ήταν το παράθυρο από το οποίο, μου έλεγε η μητέρα μου, μπορούσαμε να «διακρίνουμε», στο βάθος, τη δημοκρατική Ευρώπη. Αφού ολοκλήρωναν την ακρόαση, οι γονείς μου έστρωναν το τραπέζι και καθόμασταν να φάμε με μόνιμο θέμα συζήτησης, βεβαίως, τα τελευταία νέα. Δεν καταλάβαινα προφανώς για τι μιλούσαν ακριβώς. Θυμάμαι όμως ότι δε με ένοιαζε που δεν καταλάβαινα και πως ούτε καν βαριόμουν. Αντίθετα, έβρισκα συναρπαστική την παράξενη κατάστασή μας: για να μαθαίνουμε τι συνέβαινε στην Αθήνα, έπρεπε να ταξιδεύουμε, μέσω ραδιοκυμάτων, σκεπασμένοι με μια κόκκινη κουβέρτα, σ’ έναν τόπο που ονομαζόταν Γερμανία. Τα παραμύθια που είχα στο δωμάτιό μου δεν ήταν περισσότερο συναρπαστικά!

«Το 1967, που τα τανκς επέβαλαν τη δικτατορία των συνταγματαρχών, η Deutsche Welle πρόβαλλε στην παιδική φαντασία μου ως ο πολυτιμότερος σύμμαχός ‘’μας’’ εναντίον του πέπλου σιωπής που τύλιγε τον τόπο».

Η κόκκινη κουβέρτα έδινε στη φαντασία μου τροφή πολλή. Για τους γονείς μου όμως η χρησιμότητά της ήταν πεζή: να κρύψει τους ήχους της Deutsche Welle από τα αυτιά του Γρηγόρη. Ο Γρηγόρης ήταν ένας από τους γειτόνους μας. Τριτοκλασάτος σπιούνος, που για χρόνια προσπαθούσε να προσφέρει υπηρεσίες στην ασφάλεια, γυρόφερνε το σπίτι μας προσπαθώντας να μαζέψει «στοιχεία και υλικό» εναντίον του Μακρονησιώτη πατέρα μου. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται σήμερα κάτι τέτοιο, τα χρόνια εκείνα ακόμα και η ακρόαση της Deutsche Welle μπορούσε να βάλει κάποιον (ιδίως με το ιστορικό του πατέρα μου) σε περιπέτειες. Έχοντας στο παρελθόν πιάσει στα πράσα τον Γρηγόρη να μπαίνει στο κηπάκι μας μέσα στη νύχτα και να κρυφακούει, οι γονείς μου μετέτρεψαν την κόκκινη κουβέρτα στην ασπίδα μας απέναντι στα αδιάκριτα αυτιά του.

573495f4e4b04d1fc48e16a6-854x480-1-may-12-2016-14-58-18-poster

«Για τον κ. Σόιμπλε και τους υποτακτικούς του δεν ήμουν παρά μια ενόχληση. Εκπροσωπούσα μια κυβέρνηση που αυτοαποκαλούνταν “ριζοσπαστικά αριστερή”. Οι εκλογικές μας εξαγγελίες ήταν το λιγότερο άβολες για τη γερμανική κυβέρνηση και τα σχέδιά της ως προς τον τρόπο με τον οποίο το Βερολίνο θα διατηρούσε την “τάξη” στην Ευρωζώνη». (Screenshot από βίντεο του focus.de)

Τα καλοκαίρια, όταν οι γονείς μου έπαιρναν την άδειά τους, δραπετεύαμε από την Ελλάδα των συνταγματαρχών για έναν ολόκληρο μήνα. Φορτώναμε βαλίτσες στο μαύρο Morris μας και κατευθυνόμασταν στην Αυστρία και στη νότια Γερμανία, όπου «οι δημοκράτες μπορούν να αναπνέουν», όπως έλεγε συνεχώς ο πατέρας μου στη διάρκεια του ατελείωτου ταξιδιού. Τους άκουγα να μιλούν ασταμάτητα για «σπουδαίους» ανθρώπους που ορίζουν εκείνους τους τόπους. Μιλούσαν για τον Βίλλυ Μπραντ, τον Γερμανό καγκελάριο, και λίγο αργότερα για τον Μπρούνο Κράισκυ, τον Αυστριακό ομόλογό του, σαν να επρόκειτο για οικογενειακούς φίλους που εργάζονταν συστηματικά για να μας απελευθερώσουν. Η στάση των ντόπιων στα χωριά του Τιρόλου, στη Βιέννη, στο Μόναχο και ευρύτερα στη Βαυαρία, σε όλη τη διάρκεια της καλοκαιρινής μας απόδρασης, μακριά από την κιτς φασιστική αισθητική του κράτους των συνταγματαρχών, ενίσχυε την αίσθηση ότι αυτές οι γερμανόφωνες χώρες μάς περιέβαλλαν με γνήσια αλληλεγγύη. Και όταν το Morris μας έπαιρνε αργά αργά τον δρόμο της επιστροφής, αφού περνούσαμε το συνοριακό τελωνείο με τις φωτογραφίες του τρελού δικτάτορά μας και τα λοιπά σύμβολα του παρανοϊκού του καθεστώτος, η κόκκινη κουβέρτα γινόταν ξανά το καταφύγιό μας.

Μετέωρο χέρι

Σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2015, πραγματοποιούσα την πρώτη επίσημη επίσκεψή μου στο Βερολίνο ως υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας. Η ελληνική οικονομία είχε καταρρεύσει πέντε χρόνια πριν, κάτω από το βάρος ενός τεράστιου δημόσιου χρέους, και η Γερμανία ήταν ο κύριος πιστωτής της. Για πέντε χρόνια οι εφαρμοζόμενες πολιτικές συρρίκνωναν τα ήδη ισχνά εισοδήματα των Ελλήνων την ώρα που τα γιγαντιαία χρέη μεγάλωναν. Ήμουν στο Βερολίνο για να συζητήσουμε τι θα κάναμε.


Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Τζιρτζιλάκης – Το δεξί χέρι της Αφροδίτης


Από το αεροδρόμιο του Τέγκελ κατευθύνθηκα αμέσως προς το ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών, όπου θα συναντούσα τον επικεφαλής, τον θρυλικό δόκτορα Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Για τον κ. Σόιμπλε και τους υποτακτικούς του δεν ήμουν παρά μια ενόχληση. Εκπροσωπούσα μια κυβέρνηση που αυτοαποκαλούνταν «ριζοσπαστικά αριστερή» και η οποία επικράτησε νικώντας τους Έλληνες συμμάχους των χριστιανοδημοκρατών του δόκτορα Σόιμπλε και της καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ. Οι εκλογικές μας εξαγγελίες ήταν το λιγότερο άβολες για τη γερμανική κυβέρνηση και τα σχέδιά της ως προς τον τρόπο με τον οποίο το Βερολίνο θα διατηρούσε την «τάξη» στην Ευρωζώνη.

10743-1

«Στη μητέρα μου Ελένη, που με τη μέγιστη λεπτότητα και συμπόνια θα είχε βάλει στη θέση τους όποιους τολμούσαν να ισχυριστούν ότι οι αδύναμοι υποφέρουν αυτά που τους πρέπουν.» (Η αφιέρωση του Γιάνη Βαρουφάκη στην αρχή του βιβλίου, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο)

Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε μπροστά σε έναν μακρύ ψυχρό διάδρομο, στο τέλος του οποίου περίμενε ο σημαντικός αυτός Ευρωπαίος ηγέτης στη φημισμένη αναπηρική καρέκλα του. Τον πλησίασα και άπλωσα το χέρι μου για να τον χαιρετήσω. Εκείνος δεν ανταποκρίθηκε. Αντί να μου σφίξει το χέρι, έστριψε την καρέκλα του προς την κατεύθυνση του γραφείου του και μου ένευσε βιαστικά να τον ακολουθήσω. Τους μήνες που ακολούθησαν οι μεταξύ μας σχέσεις έγιναν θερμότερες, πιο ανθρώπινες. Όμως το μετέωρο χέρι μου, εκείνη η άρνηση χειραψίας από τη μεριά του, συμβόλιζε τι δεν πήγαινε καλά στην Ευρώπη. Ήταν συμβολική απόδειξη ότι, στον μισό αιώνα που μεσολάβησε ανάμεσα στις νύχτες μου κάτω από την κόκκινη κουβέρτα και αυτή την πρώτη συνάντηση στο Βερολίνο, η Ευρώπη είχε μεταλλαχθεί. Πράγματι, ήταν αδύνατον για τον οικοδεσπότη μου, και να ήθελε, να φανταστεί ότι καθώς έφτανα εκείνη τη μέρα στο Βερολίνο ο νους μου έσφυζε από παιδικές αναμνήσεις στις οποίες η Γερμανία ήταν η κουβέρτα-καταφύγιό μου. […]

 

//Απόσπασμα από τον Πρόλογο (με τίτλο «Η κόκκινη κουβέρτα») του βιβλίου του Γιάνη Βαρουφάκη «Η αρπαγή της Ευρώπης. Οι ρίζες της καταστροφικής διαχείρισης μιας αναπόφευκτης κρίσης», εκδόσεις Πατάκη, Οκτώβριος 2016. Μετάφραση Ελένη Αστερίου –από το αγγλικό πρωτότυπο («And the week suffer what they must?», εκδόσεις Nation Books, Nέα Υόρκη, και Bodley Head, Λονδίνο, 2016).

 

Διαβάστε ακόμα: Γιάνης Βαρουφάκης – «Μιλώντας στην κόρη μου για την Οικονομία»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top