Στην Αυστρία των ναζί και λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας μουσικοκριτικός θα προσπαθήσει, μέσω του Φεστιβάλ, να σώσει τον Μότσαρτ και όσα εκείνος αντιπροσωπεύει για τον κόσμο του χθες. (Φωτογραφία: Wikipedia)

Η ανησυχία ότι, ενδεχομένως, η ιστορία πράγματι επαναλαμβάνεται είναι, πιστεύω, η κύρια αιτία της μεγάλης έλξης που ασκεί στον σύγχρονο αναγνώστη η περίοδος που προηγήθηκε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς διαρκώς και με τρόμο ανακαλύπτουμε αναλογίες μεταξύ της σημερινής πραγματικότητας και της πραγματικότητας εκείνης της εποχής, κατά την οποία ο φασισμός βρισκόταν σε άνοδο σχεδόν παντού στην Ευρώπη: με τον δικτάτορα Σαλαζάρ να παίρνει την εξουσία στην Πορτογαλία, τον εμφύλιο πόλεμο, που θα καταστήσει τον Φράνκο κυρίαρχο, να μαίνεται στη γειτονική Ισπανία, ενώ στην Ελλάδα η εξουσία βρίσκεται στα χέρια του Μεταξά, στην Ιταλία κυβερνάει ο Μουσολίνι, στη Γερμανία ο Χίτλερ – και λίγο πολύ παρόμοια καθεστώτα κυριαρχούν στην Ουγγαρία και την Πολωνία, στη Βουλγαρία και τη Λιθουανία, στην Εσθονία και αλλού.

Ο Raphaël Jerusalmy. (Φωτογραφία: Oumeya El Ouadie)

Αυτόν τον ιστορικό και λογοτεχνικό τόπο διερευνά και χρησιμοποιεί ο Γάλλος συγγραφέας Raphaël Jerusalmy στο σύντομο, ημερολογιακής μορφής, μυθιστόρημά του Να σώσουμε τον Μότσαρτ, το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μελάνι σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη. Το καλοκαίρι του 1939 το Anschluss, η προσάρτηση της Αυστρίας στο γερμανικό Ράιχ είναι από καιρό ήδη πραγματικότητα και η πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας έχει διαβρωθεί για τα καλά από τη ναζιστική ιδεολογία και πρακτική. Ο πρωταγωνιστής του έργου είναι ένας Αυστριακός μουσικοκριτικός, με καλά κρυμμένες και σχεδόν ξεχασμένες εβραϊκές ρίζες, ο οποίος νοσηλεύεται, σε άσχημη κατάσταση λόγω της φυματίωσης, σε ένα σανατόριο του Ζάλτσμπουργκ. Από εκεί παρακολουθεί, ανήμπορος και με συντριβή, την ταχεία άλωση του αυστριακού πολιτισμού και του τρόπου ζωής που ως τότε γνώριζε.

Μόνη του διαφυγή η μουσική, ακόμα και όταν πια δεν μπορεί πραγματικά να την ακούσει: Το γραμμόφωνό μου δε δουλεύει πολύ καλά. Έχει φθαρεί η μανιβέλα. Είναι πολύ ακριβή για να την αντικαταστήσω. Οι δίσκοι είναι εδώ, στοιχισμένοι στο κάτω ράφι. Παίρνω έναν στην τύχη και μουρμουρίζω τη μελωδία από μνήμης. Με παραλλαγές. Και τα μάτια κλειστά.

Το μυθιστόρημα του Jerusalmy, πέρα από το ξεκάθαρα πολιτικό του θέμα, έχει και μια υπαρξιακή διάσταση: είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που εξελίσσεται, που αλλάζει, που γίνεται κάποιος άλλος.

Όταν όμως ένας πρώην συνεργάτης του θα του ζητήσει απεγνωσμένος βοήθεια για τη διοργάνωση, υπό το βλέμμα των ναζί πλέον, του διάσημου μουσικού φεστιβάλ της πόλης, ο αποτραβηγμένος μουσικοκριτικός δεν μπορεί να παραμείνει άλλο αμέτοχος: Αυτή η ανάμειξη των ναζί στον προγραμματισμό του Festspiele είναι απαράδεκτη. Εξοργιστική. Και η μετατροπή του Φεστιβάλ σε χυδαίο εργαλείο προπαγάνδας, σε ψυχαγωγία για το στράτευμα, είναι η χαριστική βολή. Να κρατάνε όμηρο τον Μότσαρτ. Να τον ταπεινώνουν έτσι. Μα δεν υπάρχει κανείς ν’ αποτρέψει αυτή την ύβρη; Μου φαίνεται πως, τώρα, έχουν ξεπεράσει κάθε όριο! Δεν πρέπει να τους αφήσουμε να κάνουν κάτι τέτοιο. Χωρίς καμία αντίδραση, καμία αντίσταση. Αυτή η φάρσα πρέπει να τελειώνει. Πάση θυσία. Πρέπει να σώσουμε τον Μότσαρτ!

Raphaël Jerusalmy, Να σώσουμε τον Μότσαρτ, εκδ. Μελάνι.

Θα προσπαθήσει, μέσω του Φεστιβάλ, να σώσει τον Μότσαρτ και όσα εκείνος αντιπροσωπεύει για τον κόσμο του χθες, όπως τον ονομάζει ο Τσβάιχ, αλλά ένα τυχαίο γεγονός θα τον φέρει δίπλα στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι και θα του δώσει την ευκαιρία να αλλάξει, ενδεχομένως, μια και καλή την ιστορία του κόσμου. Προηγουμένως όμως θα χρειαστεί να αλλάξει ο ίδιος. Γιατί το μυθιστόρημα του Jerusalmy, πέρα από το ξεκάθαρα πολιτικό του θέμα, με τις αναλογίες με τη δική μας εποχή που διαρκώς συναντάμε, έχει και μια υπαρξιακή διάσταση: είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που εξελίσσεται, που αλλάζει, που βάζει κατά μέρος, σε κάποιο βαθμό, ό,τι επί δεκαετίες υπήρξε και γίνεται κάποιος άλλος.

Πρόκειται για το ίδιο, σε γενικές γραμμές, μοτίβο που παρακολουθούμε να εκτυλίσσεται και στο μυθιστόρημα του Αντόνιο Ταμπούκι Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, όπου ένας παχύσαρκος ηλικιωμένος δημοσιογράφος, στη Λισαβόνα σε αυτή την περίπτωση, υπεύθυνος για την πολιτιστική σελίδα μιας μικρής απογευματινής εφημερίδας, προσπαθεί να αντιμετωπίσει την πολιτική κατάσταση πείθοντας τον εαυτό του πως αυτά τα πράγματα δεν έχουν θέση στο πανόραμα της ζωής του, στην οποία δεν χωράει παρά μόνο η λογοτεχνία. Το καλοκαίρι του 1938 όμως ήταν μια δύσκολη εποχή για όποιον ήθελε να καμωθεί τον αδιάφορο και να παραμείνει αμέτοχος. Τόσο στη Λισαβόνα όσο και στο Ζάλτσμπουργκ. Το ίδιο, χωρίς αμφιβολία, και στον κόσμο μας σήμερα.

// Raphaël Jerusalmy, Να σώσουμε τον Μότσαρτ, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Μελάνι.

 

Διαβάστε ακόμα: «Έτσι δολοφόνησα τον Βίνκελμαν»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top