Ο Ροθ είναι ένας συγγραφέας που διαρκώς σκέφτεται και αυτό είναι, αναμφίβολα, ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής του που πιο πολύ απ’ όλα απολαμβάνει ο αναγνώστης στα βιβλία του. (Φωτογραφία: Peter Pereira)

Στην είδηση του θανάτου ενός αγαπημένου μας καλλιτέχνη ή μιας αγαπημένης μας δημιουργού, η πρώτη αντίδραση όλων μας -και πριν ακόμη ανακαλυφθούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- είναι να ξαναγυρίσουμε στο έργο του, με τη βεβαιότητα ή την αυταπάτη πως στα βιβλία και στις ταινίες του, στα τραγούδια και τις ζωγραφιές του μένει για πάντα ζωντανό ό,τι πολυτιμότερο είχε να δώσει ο τεθνεώς. Έτσι, ο θάνατος, πριν λίγες ημέρες, του Αμερικανού συγγραφέα Φίλιπ Ροθ (19 Μαρτίου 1933 – 22 Μαΐου 2018) με οδήγησε σε εκείνα από τα βιβλία του που έχουν για πρωταγωνιστή τους ή παρατηρητή των γεγονότων τον Εβραίο συγγραφέα Νέιθαν Ζούκερμαν, που είναι και τα πιο αγαπημένα μου.

Ο ίδιος ο Φίλιπ Ροθ έχει επιστρέψει πολλές φορές στο ίδιο αυτό βιβλίο, μια που σε διάστημα μιας τριακονταετίας έχει αναπτύξει και διαπραγματευτεί εννέα φορές την ιστορία του ήρωά του, στα βιβλία: Ο συγγραφέας-φάντασμα (1979), Ζούκερμαν Λυόμενος (1981), Μάθημα ανατομίας (1983), Το όργιο της Πράγας (1985) – τα τέσσερα παραπάνω βιβλία εκδίδονται σε έναν τόμο πια με τον τίτλο Ζούκερμαν δεσμώτης. Και επίσης: Αντιζωή (1986), Αμερικάνικο ειδύλλιο (1997), Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή (1998), Το ανθρώπινο στίγμα (2000) και Φεύγει το φάντασμα (2007).

Θεωρώ πως το Αμερικάνικο ειδύλλιο είναι το καλύτερο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, εκείνο δηλαδή που περισσότερο από τα περισσότερα σύγχρονα έργα πλησιάζει την έννοια της τραγωδίας, αφού κάθε ατομική και συλλογική τραγωδία της εποχής μας δεν μπορεί παρά να σχετίζεται, με κάποιον τρόπο, με τη διάψευση των προσδοκιών, με την αποτυχία και με την απογοήτευση· είτε πρόκειται για τις προσδοκίες που κάθε άνθρωπος, κάθε νέος άνθρωπος ιδίως, τρέφει για τη ζωή του και τον εαυτό του είτε για τις ελπίδες στις οποίες στήριξε την ανάπτυξη και την εξέλιξή του ο δυτικός πολιτισμός τους δύο τελευταίους αιώνες. Το Αμερικάνικο ειδύλλιο είναι εξάλλου το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ όπου το ατομικό και το συλλογικό πεπρωμένο κατεξοχήν συνδέονται.

Στο «Φεύγει το φάντασμα» ο γερασμένος, άρρωστος και διάσημος πια συγγραφέας Νέιθαν Ζούκερμαν, μετά από τόσα χρόνια απομόνωσης και εργασίας θα διανύσει τα 200 χιλιόμετρα που τον χωρίζουν από τη Νέα Υόρκη.

Όσο όμως και αν θαυμάζω τη σύλληψη και την ανάπτυξη, τη σκέψη και τη γραφή αυτού του μυθιστορήματος, δεν είναι το πιο αγαπημένο μου απ’ όλα. Αφού οι λόγοι που μας ωθούν να αγαπήσουμε ένα βιβλίο δεν έχουν να κάνουν πάντα και αποκλειστικά με την αξία του έργου και, σίγουρα, δεν συμπίπτουν πάντα με τους λόγους για τους οποίους άλλοι αναγνώστες μπορεί να αγαπάνε το ίδιο βιβλίο. Το πιο αγαπημένο μου από τα βιβλία του Ροθ είναι ο Ζούκερμαν Δεσμώτης – τέσσερα σύντομα μυθιστορήματα, δηλαδή, στη συσκευασία του ενός, γεμάτα συναρπαστικές λεπτομέρειες που με κάνουν να επανέρχομαι κάθε τόσο σε αυτό.

Πάντως, παραδόξως, η είδηση του θανάτου του Φίλιπ Ροθ δεν με οδήγησε σε κανένα από τα δύο αυτά έργα. Αντιθέτως πήρα στα χέρια μου και βάλθηκα να ξαναδιαβάζω, σε ένα είδος αναγνωστικού ηδονικού μνημοσύνου, το τελευταίο από τα μυθιστορήματά του που έχουν για ήρωά τους τον Ζούκερμαν, το Φεύγει το φάντασμα. Ίσως γιατί θυμόμουν την τελευταία πρόταση στην τελευταία σελίδα του βιβλίου: Αποχωρεί μια για πάντα.

Philip Roth, «Φεύγει το φάντασμα», μυθιστόρημα, μτφ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις.

Ο συγγραφέας-φάντασμα, που ανακαλεί ο τίτλος του πρώτου βιβλίου της «σειράς», είναι ο επινοημένος συγγραφέας Ε. Ι. Λόνοφ, τον οποίο επισκέπτεται ο νεαρός Ζούκερμαν στο αγρόκτημα όπου ζει απομονωμένος και κατανοεί γιατί το να κρύβεται κανείς σε καμιά τετρακοσαριά μέτρα υψόμετρο στις υπώρειες ενός βουνού μαζί με πουλιά και δέντρα μονάχα ίσως και να μην ήταν τόσο κακή ιδέα για έναν συγγραφέα. Πενήντα χρόνια αργότερα (διαβάζουμε στο Φεύγει το φάντασμα) στα ίδια εκείνα μέρη έχει καταφύγει, από δεκαετίας ήδη, ο γερασμένος, άρρωστος και διάσημος πια συγγραφέας Νέιθαν Ζούκερμαν. Η ιστορία που αφηγείται το βιβλίο ξεκινάει όταν μετά από τόσα χρόνια απομόνωσης και εργασίας θα διανύσει τα 200 χιλιόμετρα που τον χωρίζουν από τη Νέα Υόρκη.

Δεν υπάρχει πιο εγκόσμιος τόπος στον κόσμο, θα διαπιστώσει μια εβδομάδα αργότερα, από τη Νέα Υόρκη, γεμάτη απ’ όλους εκείνους τους ανθρώπους με τα κινητά που πάνε σε εστιατόρια, έχουν ερωτικές περιπέτειες, αλλάζουν δουλειές, διαβάζουν τις ειδήσεις, αναλώνονται σε πολιτικά πάθη· κι εγώ είχα σκεφτεί να επιστρέψω, να ξαναρχίσω να ζω εκεί μετενσαρκωμένος, να ξαναπιάσω απ’ την αρχή όλα τα πράγματα που είχα αποφασίσει να παρατήσω – έρωτα, επιθυμία, καβγάδες, επαγγελματικές συγκρούσεις, όλη τη ρυπαρή κληρονομιά του παρελθόντος.

Το σκηνικό του δράματος έχει στηθεί και περιμένει τον γέρο ερημίτη συγγραφέα, ο οποίος προχωράει –εν πλήρει συνειδήσει αλλά και ανίκανος να αντισταθεί– προς την καταστροφή και την ταπείνωση. Στην εξοχή, θα παραδεχτεί, δεν υπήρχαν πειρασμοί που θα μπορούσαν να με δελεάσουν και να γεννήσουν προσδοκίες. Είχα συνάψει ειρήνη με τις προσδοκίες μου. Αλλά, όταν έφτασα στη Νέα Υόρκη, μέσα σε λίγες μόνο ώρες, η Νέα Υόρκη μού έκανε ό,τι κάνει σε όλους τους ανθρώπους – ξύπνησε τις πιθανότητες. Η ελπίδα ξεσπάει σαν επιδημία. Και, ως γνωστόν, όπου υπάρχει ελπίδα εκεί υπάρχει και η διάψευση.

Ο Ζούκερμαν θα γνωρίσει στη Νέα Υόρκη ένα νεαρό ζευγάρι συγγραφέων, θα αισθανθεί έντονη μετά από πολλά χρόνια απομόνωσης και μοναξιάς έλξη και επιθυμία για αυτή τη γυναίκα, θα έρθει αντιμέτωπος με έναν φιλόδοξο και αδίστακτο βιογράφο τού μέντορά του Ε. Ι. Λόνοφ, θα συναντήσει μετά από πενήντα χρόνια την άρρωστη και ετοιμοθάνατη σύντροφο του Λόνοφ, θα παρακολουθήσει –αποστασιοποιημένος πια– τις πολιτικές εξελίξεις των ημερών, θα δοκιμάσει άλλη μια διάψευση των ελπίδων για ίαση που του είχαν δημιουργηθεί από έναν ακόμη γιατρό.

Για τον Φίλιπ Ροθ, όπως και για τον ήρωά του, η μυθοπλασία δεν ήταν ποτέ αναπαράσταση. Είναι στοχασμός σε αφηγηματική μορφή.

Και σαν όλα αυτά να μην ήταν αρκετά για έναν ηλικιωμένο και άρρωστο άνθρωπο που επί έντεκα χρόνια απείχε συνειδητά από τη ζωή και είχε αφιερωθεί στη συγγραφική του δουλειά και στην παρακολούθηση της φθοράς του σώματος και του μυαλού του, θα βαλθεί να γράφει κιόλας για τα κατακλυσμιαία γεγονότα της Νέας Υόρκης. Γιατί ο Ζούκερμαν είναι συγγραφέας, ένας άνθρωπος υποχρεωμένος, θα έλεγε κανείς, να οξύνει τον πόνο που βιώνει επιχειρώντας, εκ των υστέρων ή ταυτόχρονα, να τον περιγράψει, να τον εξηγήσει, να τον αναλύσει, να τον νοηματοδοτήσει, να τον απαθανατίσει.

Άραγε το άθροισμα του πόνου που νιώθει κανείς, θα αναρωτηθεί, δεν είναι αρκετά συγκλονιστικό και χωρίς τη μεγέθυνση που πλάθει η φαντασία, χωρίς τη φόρτιση των πραγμάτων με μια ένταση εντελώς εφήμερη στη ζωή, κάποτε έως και αόρατη; Για μερικούς δεν είναι. Για μερικούς, για πολύ λίγους, η μεγέθυνση αυτή, που πηγάζει αβέβαια από το τίποτα, συνιστά τη μόνη τους βεβαιότητα· κι αυτά που δεν βιώθηκαν, αυτά που υπονοήθηκαν, πλήρως αποτυπωμένα στο χαρτί, είναι η πραγματική ζωή – η ζωή που το νόημά της καταλήγει να βαραίνει περισσότερο.

Ένα στοχαστικό μυθιστόρημα για τον έρωτα και τη φιλοδοξία, για την πολιτική και για το πένθος, για τη φθορά και το χάσμα των γενεών, για τη μνήμη και τα γηρατειά, για την πόλη και τη σύγχρονη ζωή. Γιατί για τον Φίλιπ Ροθ, όπως και για τον ήρωά του, η μυθοπλασία δεν ήταν ποτέ αναπαράσταση. Είναι στοχασμός σε αφηγηματική μορφή. Ο Ροθ είναι ένας συγγραφέας που διαρκώς σκέφτεται και αυτό είναι, αναμφίβολα, ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής του που πιο πολύ απ’ όλα απολαμβάνει ο αναγνώστης στα βιβλία του. Και είναι και η εγγύηση πως θα συνεχίσει, όπως εγώ αυτές τις μέρες, να επιστρέφει σε αυτά ξανά και ξανά.

 

Διαβάστε ακόμα: Φίλιπ Ροθ, ο σαρκαστής των δαιμόνων της Αμερικής

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top