«Νιώθω καλύτερα σε έναν ενδιάμεσο χώρο όπου τα όρια ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα είναι δυσδιάκριτα».

Είχε προηγηθεί η κατάδυσή του σε έναν Δαντικό Πιραντέλο στην παράσταση «Να ντύσουμε τους γυμνούς». Τώρα, σκηνοθετεί το έργο των Καταλανών  Τζόρντι Σάντσεθ και Πεπ Άντον Γκόμεθ «Μισά Μισά» με τους Θανάση Δήμου και Θάνο Τοκάκη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Κοινό σημείο αναφορά η ματιά του Γιάννου Περλέγκα.

Τι συμβαίνει πέραν της παράστασης; Τι συμβολισμούς έχει μ’ αυτά που βιώνουμε; Το έργο, έτσι κι αλλιώς, είναι σύγχρονο. Γράφτηκε το 2002 κι από το 2012, οπότε και ανέβηκε πρώτη φορά στην Ισπανία, έχει πραγματοποιήσει μεγάλη διαδρομή.

Ήρωες είναι δύο αδέλφια: ο Χουάν, ένας πενηντάρης που έχει παντρευτεί μια γυναίκα άκρως κτητική και βλέπει την επιχείρησή του να πνέει τα λοίσθια. Ο Κάρλος, ο έτερος αδελφός, είναι 42 ετών και συντρέχει την μάνα τους. Τα οικονομικά και των δύο πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο και οι προοπτικές τους είναι δυσοίωνες. Το άχθος της μάνας που όλο «φεύγει», αλλά πάντα είναι παρούσα (σ.σ.: στο έργο δεν εμφανίζει, αλλά υποδηλώνεται με ένα κουδούνι που χτυπάει από το πλαϊνό δωμάτιο), είναι έντονο και επιτακτικό.

Κι αν την γλιτώσει πάλι, ως φαίνεται; Ένα βράδυ, ίσως το πιο καθοριστικό, τα δύο αδέλφια αποφασίζουν να την «βοηθήσουν» να περάσει στην αντίπερα όχθη – να την σκοτώσουν.  Φυσικά, αμφιταλαντεύονται, κάνουν πίσω, υπό το φως της ημέρας βλέπουν τις πιθανότητες να λιγοστεύουν. Στο τέλος, όπως συμβαίνει πάντα, τους περιμένει μια έκπληξη.

Ποια είναι, λοιπόν, η μάνα-τροφός, αλλά και η μάνα-δυνάστης; Μήπως υπάρχει ένας συμβολισμός και για τη μεγάλη «μάνα», την πατρίδα, η οποίο ομοίως μας τρέφει, αλλά και μας δυναστεύει με την παρουσία της; Ο Γιάννος Περλέγκας μίλησε στο Andro για την παράσταση, αλλά και για τη γενικότερη συνθήκη που βιώνει η χώρα.

– Το έργο λειτουργεί σε ένα διπλό επίπεδο: το προφανές (δύο γιοι και η μητέρα τους) αλλά συμβολικό με την πατρίδα στη θέση της τροφού-μητέρας. Θέλετε να μας πείτε για τις δικές σας σκέψεις;
Στην ουσία το ίδιο το έργο υπέβαλλε στην ανάγνωσή μας αυτό το διπλό επίπεδο. Φαινομενικά είναι ένα ρεαλιστικό έργο το οποίο μπορείς να το δεις είτε ως αυτούσιο νατουραλιστικό δράμα, ή μαύρη κωμωδία, ή σκέτη κωμωδία. Οι παραλληλισμοί που κάναμε θέλοντας να δούμε το πλήρες μέγεθος του έργου, μας απομάκρυναν από την ιδέα του δωματίου της μητέρας. Η είσοδος προς και η έξοδος από το δωμάτιο της μητέρας έγινε το κύριο θέμα μας. Θέλαμε να δούμε τους δύο γιους να μπαίνουν και να βγαίνουν από ένα πηγάδι που μοιάζει με μήτρα. Αυτό έφερε και τη συμβολική διάσταση της πατρίδας, αλλά πρώτα επειδή δεν θέλαμε τη ρεαλιστική απεικόνιση.

«Τείνουμε να εννοούμε την πατρίδα σαν κάτι το ασώματο. Οπότε αυτή η αγάπη είναι στην καλύτερη περίπτωση λογοτεχνική».

– Άλλαξε, πιστεύετε, η σχέση που έχουμε αποκτήσει με την πατρίδα μας στα χρόνια της κρίσης;
Ίσως είμαστε ακόμα πιο θυμωμένοι μαζί της από πριν. Σαν να μην μας είχε προετοιμάσει κάποιους για αυτό που ήρθε, που εμείς το ονομάζουμε κρίση, μα στ’ αλήθεια είναι κατάρρευση. Τα αισθήματά μας απέναντί της μοιάζουν με αυτά του Χουάν και του Κάρλος. Και σίγουρα όλοι μας έχουμε σκεφτεί να την σκοτώσουμε. Πρέπει βέβαια, όπως με όλους τους θυμούς να δούμε κι αυτόν πώς θα τον διαχειριστούμε. Μοιάζει όλο αυτό με τον παιδικό θυμό του Χουάν και του Κάρλος προς τη μητέρα τους.

– Υπάρχει η αίσθηση ότι ο Έλληνας αγαπάει την πατρίδα του, αλλά εχθρεύεται το κράτος που την συγκροτεί. Είναι παράδοξο πιστεύετε;
Είναι, μα ως ελληνικό μοιραία είναι και παράδοξο. Δεν ξέρω βέβαια τι είναι αγάπη προς την πατρίδα. Υπάρχει, φοβάμαι, μια θολή, άυλη, μεταφυσική σχεδόν αγάπη προς την πατρίδα. Τείνουμε να εννοούμε την πατρίδα σαν κάτι το ασώματο. Οπότε αυτή η αγάπη είναι στην καλύτερη περίπτωση λογοτεχνική. Όχι απτή.

– Τι άποψη έχετε για τον εθνικισμό ως ακραία εκδοχή της «αγάπης» προς την πατρίδα;
Ο εθνικισμός έχει αυτήν την επικίνδυνη λογοτεχνική χροιά που υπαινίχθηκα και προηγουμένως.  Δεν μπορεί να έχει σχέση με την εθνική συνείδηση. Η εθνική συνείδηση κατά τη γνώμη μου, η σωστή εθνική συνείδηση δεν μπορεί να μην αποτελεί κομμάτι μιας διεθνιστικής συνείδησης.

– Η κωμωδία βοηθάει να δούμε πιο «ευθύβολα» τα προβλήματά μας;
Ενδεχομένως μπορεί να το κάνει, αλλά μόνο αν αντιμετωπίζεται σοβαρά. Η κωμωδία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση.

– Θεωρούμε την κωμωδία συνώνυμη της διασκέδασης αφαιρώντας της την τραγική της διάσταση. Πώς πρέπει να δούμε την παράσταση που έχετε σκηνοθετήσει;
Μπορείτε και πρέπει να δείτε την παράσταση όπως εσείς επιθυμείτε και να εξαγάγετε όσα συμπεράσματα θέλετε από αυτήν. Είστε εξίσου δημιουργοί της όπως και οι ηθοποιοί που βρίσκονται πάνω στη σκηνή, γιατί εκείνοι δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς το βλέμμα σας και αυτό το βλέμμα τους διαμορφώνει αλλιώς σε κάθε παράσταση, παρά το συγκεκριμένο στήσιμο της παράστασης. Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος της ερώτησής σας, θα συμφωνήσω μαζί σας. Κάτι αποτυπώνεται στα μάτια μας ως κωμικό, αλλά επειδή διαπιστώνουμε την κωμικότητα που ενυπάρχει στην τραγικότητα. Και το ανάποδο, φυσικά.

«Οι θεατές είναι εξίσου δημιουργοί της όπως και οι ηθοποιοί που βρίσκονται πάνω στη σκηνή».

– Σε τι μοιάζουν και σε τι διαφέρουν τα δύο αδέλφια;
Μοιάζουν στον θυμό που έχουν και δεν το γνωρίζουν. Τον βιώνουν βεβαίως αλλιώς ο καθένας αυτόν τον θυμό. Διαφέρουν σε κάποια λίγο προφανή χαρακτηριστικά: ο ένας είναι ιδιωτικός, ο άλλος δημόσιος υπάλληλος∙ ο ένας είναι παντρεμένος, ο άλλος πιθανόν ομοφυλόφιλος∙ ο ένας μισεί εμφανώς τη μητέρα του, ο άλλος σχεδόν δεν το γνωρίζει ότι τη μισεί κι έρχεται η στιγμή να το διαπιστώσει.

– Εσείς πού αισθάνεστε πιο οικεία; Στο δράμα ή την κωμωδία;
Νιώθω καλύτερα σε έναν ενδιάμεσο χώρο όπου τα όρια ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα είναι δυσδιάκριτα. Τουλάχιστον αυτός είναι ο απώτερος καλλιτεχνικός στόχος όταν σκηνοθετώ αλλά κι όταν παίζω. Έχω, όμως ανάγκη, λόγω μακρόχρονου καταφυγίου στο δράμα, τη φαινομενική χαλαρότητα της κωμωδίας για να μπορώ να βλέπω καλύτερα το δυσδιάκριτο των ορίων. Η γελοιότητα είναι μεγάλο όπλο.

– Σκηνοθέτης ή ηθοποιός; Υπάρχει αυτό το δίλημμα ή είναι θέμα οπτικής γωνίας που προσεγγίζει κανείς το υλικό μιας παράστασης;
Είμαι ένας ηθοποιός που έχει τύχει να σκηνοθετεί τα τελευταία πέντε χρόνια. Ανεξαρτήτως της επίτευξης ή όχι των στόχων της κάθε σκηνοθετικής μου εργασίας, γνώμονάς μου και μόνος τρόπος προσέγγισης είναι η υποκριτική μου εμπειρία. Όπως όλοι οι συνάδελφοί μου έχω κληθεί, όταν είμαι ηθοποιός, να δώσω απαντήσεις για το για ποιον λόγο βρίσκομαι κάθε μέρα στη σκηνή. Πολλές φορές οι ηθοποιοί δεν μπορούμε, για πολλούς λόγους, να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα. Ως σκηνοθέτης επιθυμώ οι ηθοποιοί να επιθυμούν να βρίσκονται πάνω στη σκηνή και σχεδόν να μην θέλουν να κατέβουν. Αυτή είναι όλη κι όλη η προσπάθειά μου.

– Τι είδους θέατρο έχουμε στις μέρες μας; Εχει αλλάξει κάτι στα χρόνια της κρίσης;
Έχουμε δυστυχώς πολύ θέατρο της κρίσης. Έργα που μιλάνε για την κρίση, εκατοντάδες παραστάσεων της κρίσης που ανεβαίνουν χωρίς χρήματα, μόνο για την ανάγκη της έκφρασης. Έχει πολλαπλασιαστεί η έκφραση μες στα χρόνια της κρίσης. Είναι άλλο ένα σύμπτωμα της κρίσης.

«Ο ήρωας είναι κάποιες χυμένες φράσεις σε ένα χαρτί, ξαπλωμένες. Ο ηθοποιός ανασταίνει ή όχι αυτές τις φράσεις».

– Είμαστε καταναλωτές πολιτισμού; Ζηλωτές; Μήπως οι θεράποντες των τεχνών αναφέρονται σε ένα μικρό μέρος του πληθυσμού;
Αν ξεχνούν οι θεράποντες των τεχνών πως αυτό που κάνουν έχει απεύθυνση, πως είναι μία περιπέτεια στην οποία έχουν μπει επειδή ένας συγγραφέας τους έχει δώσει τη δυνατότητα να ζήσουν αυτήν την περιπέτεια, με το κόστος που μπορεί αυτή να έχει, κι αν το κοινό επίσης δεν διατίθεται να ζήσει και να μπει κι αυτό σε αυτήν την περιπέτεια, παρά στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα εκπαιδευμένο κοινό που πάει να καταναλώσει τέχνη για να δει πώς προσέγγισε ερμηνευτικά ο τάδε καλλιτέχνης ένα συγκεκριμένο έργο ή θέμα, τότε ισχύουν απολύτως οι ερωτήσεις σας.

– Ποια διαδικασία ακολουθεί ο ηθοποιός ή για να «ντυθεί» το ρόλο του; Θέλω να πω: βλέπουμε (μόνο) τα πάθη του ήρωα επί σκηνής ή του ηθοποιού που τα μεταφέρει στον ρόλο;
Πώς είναι δυνατόν να δούμε τα πάθη του ήρωα; Ο ηθοποιός δεν είναι ο ήρωας. Ο ήρωας είναι κάποιες χυμένες φράσεις σε ένα χαρτί, ξαπλωμένες. Ο ηθοποιός ανασταίνει ή όχι αυτές τις φράσεις. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως αυτό που βλέπουμε επί σκηνής είναι μόνο ο ηθοποιός – ή, δεν θα έπρεπε να βλέπουμε μόνο αυτόν. Υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από τον ηθοποιό: οι λέξεις που περιμένουν να σηκωθούν. Σε αυτήν την ανάσταση διαθέτει όλες τις δυνάμεις του ο ηθοποιός.

Ο Θάνος Τοκάκης και ο Θανάσης Δήμου στην παράσταση «Μισά Μισά» (Credits: ELinaGiounanli).

– Πότε μια παράσταση είναι επιτυχημένη για εσάς; Ποιο είναι το ζητούμενό σας;
Η επιτυχία είναι κάτι πολύ σχετικό. Το βαθύ μου ζητούμενο παραμένει πάντα η επικοινωνία των νοημάτων ενός έργου πρωτίστως ανάμεσα στους συντελεστές μιας παράστασης, η δημιουργική εμπλοκή τους σε αυτόν τον αγώνα και έπειτα η διάθεση μετάδοσης αυτής της εμπλοκής στο κοινό.

– Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Βασίλη Παπαβασιλείου; Τι έχει μείνει μέσα σας;
Η συνάντηση με τον Βασίλη ήρθε σε μια στιγμή που χρειαζόμουν πάλι, και εκ νέου, την παρουσία μιας ισχυρότερης, παλαιότερης, σοφότερης και παιγνιώδους πατρικής φωνής στην ενασχόλησή μου με το θέατρο. Δεν μπορώ να φανταστώ την δημιουργική μου πορεία των τελευταίων χρόνων χωρίς την επιρροή, τη δύναμη, τη συγκίνηση και το πείσμα που μου χαρίζει η συναναστροφή μαζί του.

– Το θέατρο, η τέχνη εν γένει, σώζει; Ποια είναι η λειτουργία τους;
Φοβάμαι τι να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Τι σώζει το θέατρο; Μπορεί κάτι να σώζει και κάτι να καταστρέφει την ίδια στιγμή. Κι έτσι πρέπει ίσως. Πάντα χρειάζεται η καταστροφή. Αν η τέχνη μεταβληθεί σε ένα γαλήνιο καταφύγιο νωθρότητας, ανάθεμα τη σωτηρία που προσφέρει. Καλύτερα να καταστρέφει κάτι, ώστε να σώζεται κάτι άλλο.

 

ΙNFO

ΜΙΚΡΟ ΓΚΛΟΡΙΑ (Ιπποκράτους 7, Κέντρο, Τηλ.: 2103642334)
ΜΙΣΑ ΜΙΣΑ
Μέχρι : 21/4
Παραστάσεις : Πέμ.-Σάβ. 9 μ.μ., Κυρ., Τετ. 7 μ.μ.

 

Διαβάστε ακόμα: Κατερίνα Ευαγγελάτου, «σκηνοθέτης που δεν είναι αυστηρός, δεν έχει λόγο ύπαρξης».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top