karol-jarek1

Tο έργο «Αδαής και Παράφρων» του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα, επιστρέφει στη σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη για συγκεκριμένο αριθμό παραστάσεων. (Φωτογραφία: Karol Jarek)

Την περασμένη σεζόν ήταν μια από τις εκπλήξεις και κατά πολλούς η κορυφαία θεατρική παράσταση στην Ελλάδα. Κριτικοί και κοινό αποθέωσαν το έργο Αδαής και Παράφρων του Τόμας Μπέρνχαρντ, που ανέβασε ο Γιάννος Περλέγκας στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.

Ένα έργο δύσκολο και απαιτητικό, που κατάφερε να κερδίσει τον κόσμο, έστω κι αν, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο δημιουργός της παράστασης, ήταν κάτι που δεν περίμενε. Και τώρα η παράσταση επανέρχεται με ένα νέο κύκλο παραστάσεων, αυτήν τη φορά στη σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης.

Λίγο προτού αρχίσουν οι νέες παραστάσεις, είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με τον Γιάννο Περλέγκα για το έργο, τον Τόμας Μπέρνχαρντ, το θέατρο, την τέχνη, την υπερβολική αγάπη και την οικογένεια.

iason-arvanitakis1

«Τα έργα του Μπέρνχαρντ είναι πάρα πολύ φτωχά σε εξωτερική δράση, αλλά πάρα πολύ πλούσια σε εσωτερική, την οποία ο συγγραφέας δεν υποδεικνύει. Επομένως, ο σκηνοθέτης πρέπει να δημιουργήσεις όλες αυτές τις συνδέσεις ανάμεσα στον τόσο πυκνό λόγο».

Το έργο Αδαής και Παράφρων θεωρήθηκε μία από τις καλύτερες θεατρικές παραστάσεις τον περασμένο χειμώνα. Περιμένατε τέτοια ανταπόκριση από το κοινό και τους κριτικούς;
Η αλήθεια είναι πως στην αρχή δεν περίμενα τέτοια ανταπόκριση. Επειδή είναι ένα έργο που φαινομενικά μιλάει για τον κόσμο της όπερας και του θεάτρου, περίμενα να αγγίξει ένα κοινό που αντιμετωπίζει τις νευρώσεις, τις προκλήσεις και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι του θεάτρου. Αλλά την ανταπόκριση που είδαμε στην παράσταση, από ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων, δεν την περίμενα. Όμως μπόρεσα να την εξηγήσω, διότι το έργο επί της ουσίας, μέσω μιας οικογένειας καλλιτεχνών, μιλάει για όλους τους ανθρώπους. Ένα από τα πράγματα για τα οποία μιλάει το έργο είναι τι μπορούν να προκαλέσουν οι γονείς στα παιδιά τους, και αντιστρόφως, από την πολύ αγάπη. Και πως η πολύ αγάπη, η υπερβολική έγνοια και η ώθηση που δίνουν οι γονείς στα παιδιά για τελειοποίηση, περισσότερο κακό παρά καλό μπορεί να προκαλέσει. Αυτοί θεωρώ πως ήταν οι λόγοι που το έργο άγγιξε περισσότερο κόσμο από το αναμενόμενο.

Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να ανεβάσετε το συγκεκριμένο έργο;
Υπάρχουν και λιγότερο σοβαροί, καλλιτεχνικοί, λόγοι και περισσότερο υπαρξιακοί λόγοι. Κατ’ αρχάς, είναι ένα έργο ενός αδιανόητα σπουδαίου και αδιανόητα δύσκολου συγγραφέα, του Τόμας Μπέρνχαρντ, με τον οποίο στη συγκεκριμένη φάση της πορείας μου ένιωθα ότι έπρεπε να ασχοληθώ μαζί του, να βυθιστώ στον κόσμο του. Επίσης, η σχέση μου με τη σκηνοθεσία ξεκίνησε με αυτόν τον συγγραφέα και με ό,τι καταπιάνομαι από τότε αυτός είναι διαρκώς παρών. Επιπλέον, είχε την τεράστια πρόκληση να έχει το ρόλο του ιατροδικαστή αυτό το έργο, τον οποίο λαχταρούσα πολύ να παίξω. Ήταν ένας ρόλος που με τον που διάβασα με μαγνήτισε, τον λάτρεψα και ήθελα να βιώσω την τεράστια βιολογική πρόκληση που είναι να αντιμετωπίζεις έναν τόσο τερατώδη ρόλο.

«Είμαι αιχμάλωτος του θεάτρου. Το μόνο πεδίο στο οποίο νιώθω ότι υπάρχουν οι δυνατότητες να εκτείνεται η εκφραστική μου παλέτα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και μια πελώρια φυλακή».

Και οι πιο υπαρξιακοί λόγοι;
Αν το ψάξω βαθύτερα, επειδή είμαι ένα παιδί που προέρχεται από μια καλλιτεχνική οικογένεια και από πολύ νωρίς μπήκε στο μυαλό μου και υπήρχε με έναν τρόπο η ώθηση από τους γονείς μου να έχω σχέσεις με την τέχνη, διαπίστωσα ότι στην ουσία είναι σαν να αφηγούμαι και τη δική μου σχέση με το επάγγελμά μου και πώς καθορίστηκε αυτή η σχέση, όχι μόνο από μένα, αλλά και από τους γονείς μου. Είτε αυτοί είναι οι βιολογικοί μου γονείς, που επίσης έχουν σχέση με την τέχνη, είτε οι πνευματικοί μου γονείς, όπως είναι ο Λευτέρης Βογιατζής. Παρεμπιπτόντως, η σχέση μου με τον Τόμας Μπέρνχαρντ συμπίπτει χρονολογικά με την εποχή που πρωτοείδα παράσταση του Βογιατζή και, επίσης, η έναρξη της πορείας μου ως ηθοποιός ξεκίνησε από τη συνάντηση με αυτόν τον άνθρωπο. Οπότε όλη αυτή η πορεία μοιάζει σαν μια κάπως περίεργη, μεταφυσική συνέχεια και συνομιλία με τον πατέρα μου που δεν υπάρχει πια, με τον Λευτέρη που δεν υπάρχει πια. Είναι ένας διάλογος με τη μητέρα μου που υπάρχει, αλλά δεν είναι εύκολος διάλογος να κάνω.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε στη δημιουργία της παράστασης;
Μια ανυπέρβλητη δυσκολία ήταν, και ακόμα είναι, η συνάντηση με αυτό το έργο. Σχηματίστηκε η παράσταση, αλλά ακόμα διαμορφώνεται, τόσο επειδή μια παράσταση πρέπει να αναδιαμορφώνεται κάθε μέρα, αλλά και επειδή είναι τόσο μεγάλοι οι συντελεστές δυσκολίας που δεν μπορεί να τελειώσουν την ημέρα της δοκιμής παρά μόνο με το τέλος όλου του κύκλου των παραστάσεων.
Ως σκηνοθέτης -υποθέτω ότι είναι η δυσκολία που αντιμετωπίζει κάθε σκηνοθέτης που καταπιάνεται με έργο του Μπέρνχαρντ- είναι να δημιουργήσει τις εσωτερικές συνδέσεις και το εσωτερικό ενδιαφέρον ώστε αυτή η φαινομενικά ακίνητη και φλύαρη γραφή του συγγραφέα να μη φαίνεται φλύαρη, γιατί δεν είναι. Τα έργα του Μπέρνχαρντ είναι πάρα πολύ φτωχά σε εξωτερική δράση, αλλά πάρα πολύ πλούσια σε εσωτερική, την οποία ο συγγραφέας δεν υποδεικνύει. Επομένως, ο σκηνοθέτης πρέπει να δημιουργήσει όλες αυτές τις συνδέσεις ανάμεσα στον τόσο πυκνό λόγο, κάτι απίστευτα κουραστικό και παράλληλα ευχάριστα δημιουργικό να το αντιμετωπίζει κάποιος.

karol-jarek3

«Το να είσαι σκηνοθέτης, αλλά και ηθοποιός σε μια παράσταση είναι πολύ δύσκολο και κουραστικό. Δεν νομίζω να το δοκίμαζα ξανά».

Πόσο εύκολο και δύσκολο είναι για έναν καλλιτέχνη να είναι και σκηνοθέτης και ηθοποιός σε μια παράσταση;
Αυτή ήταν μια ακόμα μεγάλη δυσκολία στην συγκεκριμένη παράσταση. Το 80% του κειμένου της παράστασης είναι πάνω μου και έπρεπε να τη σχηματοποιήσω μην κάνοντας σχεδόν καμία πρόβα και, παράλληλα, προσπαθώντας να μη βλέπω την παράσταση μέσα από το πρίσμα του δικού μου ρόλου. Αυτή η διπλή μου ιδιότητα, τόσο για μένα όσο και για τους συνεργάτες μου, ήταν μια πολύ κουραστική διαδικασία, η οποία δεν διευκόλυνε πολύ τις πρόβες. Απλώς κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, όταν έπρεπε να λειτουργήσω ως ηθοποιός και όχι ως σκηνοθέτης, μπόρεσαν να αποκατασταθούν οι ισορροπίες και να αφοσιωθώ στο ρόλο μου. Είναι κάτι πολύ δύσκολο αυτός ο διπλός ρόλος, και δεν νομίζω να το έκανα ξανά ποτέ.

Αν ερχόταν κάποτε η στιγμή να επιλέξετε ανάμεσα στη σκηνοθεσία και την υποκριτική, ποια θα ήταν η επιλογή σας;
Αν σας απαντούσα τώρα, σε σχέση με την εξάντληση την οποία νιώθω, προσθέτοντας και τη συσσώρευση των προηγούμενων 15 χρόνων ως ηθοποιός, θα σας έλεγα ότι θα επέλεγα τη σκηνοθεσία. Από την άλλη όμως, δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη, ούτε έχω την επιθυμία να περάσω στην κατηγορία του επαγγελματία σκηνοθέτη, γιατί πιστεύω ότι δεν στέκω, τεχνικά τουλάχιστον, στα πόδια μου τόσο για να το ακολουθήσω ως επάγγελμα, παρά τη στήριξη των συναδέλφων μου ηθοποιών. Δεν λειτουργώ ως σκηνοθέτης, αλλά ως εμψυχωτής ηθοποιών που προσπαθεί πιο πολύ να βοηθήσει τους συναδέλφους του να νιώσουν δυνατοί. Αυτό είναι κάτι που σε ελάχιστες περιπτώσεις σκηνοθετών έχω βιώσει εγώ ο ίδιος. Μου έχει λείψει ως ηθοποιός και μπορεί αυτό να ήταν που με ώθησε τελικά να «παίξω» το ρόλο του σκηνοθέτη. Πάντως, με δελεάζει η σκέψη, παρότι βρίσκομαι σε μια δυνατή περίοδο ως ηθοποιός, ότι μπορεί και να πλησιάζει η ώρα που θα σταματήσω να σκέφτομαι τα βράδια «ωχ, να προετοιμαστώ, γιατί έχω να παίξω στο θέατρο».

«Κυλάει στο αίμα μου αυτή η αγάπη που έχω για το ρεμπέτικο. Είναι το καταφύγιό μου».

Τι  σημαίνει για εσάς το θέατρο;
Είμαι αιχμάλωτος του θεάτρου. Το μόνο πεδίο στο οποίο νιώθω ότι υπάρχουν οι δυνατότητες να εκτείνεται η εκφραστική μου παλέτα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και μια πελώρια φυλακή. Δεν μπορώ εύκολα να του ξεφύγω. Ενώ το λατρεύω, ταυτόχρονα το σιχαίνομαι. Ενώ ξέρω ότι σε πολλά πράγματα μου έχει κάνει καλό, ταυτόχρονα μου κάνει και πολύ κακό. Μου ξεκόβει άλλους δρόμους, άλλες πιθανότητες, άλλες ηδονές.

Η τέχνη πρέπει να έχει όρια;
Στο τι αφηγείται, φυσικά και όχι. Αν και η εποχή μας γίνεται όλο και πιο σκοταδιστική και φασιστική σε αυτό το επίπεδο. Δυστυχώς, ακόμα και στο ό,τι αφηγείται το θέατρο και στο ό,τι θέλουν να αφηγηθούν οι άνθρωποι, οι συνθήκες που επιβάλλουν οι κρατούντες οργανισμοί και θεσμοί ορθώνουν τοίχους λογοκρισίας στους καλλιτέχνες. Και αυτή η λογοκρισία είναι πολλαπλής μορφής. Άρα στο τι αφηγείται, η τέχνη δεν πρέπει να έχει όρια.
Όμως, όταν έρχεται η ώρα της δημιουργίας ενός καλλιτεχνικού έργου, κατά τη γνώμη μου πρέπει να υπάρχουν όρια, για να μπορείς να έχεις ένα πραγματικό περιθώριο ελευθερίας. Μόνο τα όρια, δηλαδή οι κανόνες, σε τέτοιες περιπτώσεις μπορούν να σου προσφέρουν τη δυνατότητα της ελευθερίας. Μόνο έτσι μπορεί να λάμψει ένα καλλιτεχνικό έργο. Η ασυδοσία και η έλλειψη κανόνων και ορίων δεν παρέχει πάντοτε ελευθερία. Όμως, για να είμαι ξεκάθαρος, στο τι αφηγούνται τα καλλιτεχνικά έργα δεν πρέπει να υπάρχει κανένα όριο.

karol-jarek4

«Δεν λειτουργώ σαν σκηνοθέτης, αλλά σαν εμψυχωτής ηθοποιών που προσπαθεί πιο πολύ να βοηθήσει τους συναδέλφους του να νιώσουν δυνατοί».

Διάβασα σε συνέντευξή σας για την αγάπη που έχετε στο ρεμπέτικο. Πώς προέκυψε αυτή η αγάπη και τι σας προσφέρει το ρεμπέτικο;
Το άκουσμα του ρεμπέτικου προέρχεται από τα πολύ μικρά παιδικά μου χρόνια και είναι κατ’ αρχάς η σχέση με τον πατέρα μου. Αυτός άκουγε αυτήν τη μουσική, έτσι κόλλησα κι εγώ, και είναι ένα από τα μεγάλα, πιο βαθιά ριζωμένα μέσα μου καταφύγια. Κυλάει στο αίμα μου αυτή η αγάπη για το ρεμπέτικο. Άρα λόγω του πατέρα μου, αλλά και των φίλων μου, με τους οποίους παίζουμε από παιδιά μαζί αυτήν τη μουσική.
Είναι όμως και ένα καταφύγιο, για όταν το θέατρο θα έχει αποδιοργανώσει πλήρως όλους τους δεσμούς μου με την πραγματικότητα. Επιπλέον, είναι ακόμα και ένα οικονομικό καταφύγιο αυτές τις δύσκολες μέρες. Ακόμα και εγώ που υποτίθεται ότι έχω συνεχώς δουλειά και είμαι καταξιωμένος ηθοποιός, ειδικά τα τελευταία χρόνια η μουσική που παίζουμε στα μαγαζιά με τους κουμπάρους μου και τη Λένα Κιτσοπούλου με έχει ζήσει. Έφτασε κάποια στιγμή πρόπερσι να μη με ζει το θέατρο και να με ζουν τα ρεμπέτικα. Οπότε είναι ένα πολλαπλό καταφύγιο από την αιχμαλωσία του θεάτρου.

//Το έργο Αδαής και Παράφρων επιστρέφει στη σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη για μερικές ακόμα παραστάσεις (13-17/9 και 20-24/9). Για περισσότερες πληροφορίες δείτε εδώ και εδώ.

 

Διαβάστε ακόμα: Έλληνες ηθοποιοί κάτω των 30 που αξίζει να γνωρίσεις

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top