mangas2

«Τα λαμέ και τα χρυσά κοστούμια είναι το σήμα κατατεθέν μου. Μάλιστα, παλαιότερα, το Μουσείο Μπενάκη μου είχε ζητήσει να του δωρίσω ένα για μια έκθεση».

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην ένδοξη Λιβαδειά. Ο πατέρας μου ήταν περιζήτητος κλαριντζής στα πανηγύρια της Βοιωτίας. «Σολίστας» από τους λίγους, καθαρό, καμπίσιο κλαρίνο. «Θέριζε» –να κάτι πνευμόνια! Συχνά με έπαιρνε μαζί του, καθόμουν σε μια γωνιά και τον χάζευα. Σιγά, σιγά αγάπησα κι εγώ τα πανηγύρια, το μεθοκόπημα του κόσμου, τη διονυσιακή ατμόσφαιρα στην πίστα. «Περβόλια» ήταν οι άνθρωποι τότε…

Περνώντας τα χρόνια άρχισα να του ζητάω να με μάθει κλαρίνο. «Τι λες, βρε κουτορνίθι, θα πας να μάθεις γράμματα, να γίνεις γιατρός, δικηγόρος, να σε σέβονται οι άνθρωποι. Ξέχνα τα κλαρίνα και τα πανηγύρια», μου απαντούσε αυτός. Όμως, εγώ δεν τα έπαιρνα τα γράμματα. Πήγαινα στην τάξη και μου έλεγε ο δάσκαλος: «Τι έχεις, ρε Γιωργάκη, στην τσέπη σου και το πασπατεύεις όλη την ώρα;». «Τη φλογέρα, κυρ δάσκαλε». «Άιντε ρε, για παίξε να σε δω. Σκαμπάζεις τίποτα από φλογέρα;». Και δώσ’ του να γίνεται χαμός μες την τάξη με τα δημοτικά. «Δεν θα δει προκοπή από το σχολειό, κυρ-Θανάση», έλεγε ο δάσκαλος στο πατέρα μου. «Όλη μέρα με τη φλογέρα τριγυρνάει ο μπαγάσας». Ο συγχωρεμένος ο κυρ-Θανάσης, όμως, δεν άκουγε κουβέντα.

«Έχω πάνω από 100 κοστούμια. Η γυναίκα μου η Τζούλη μού τα φτιάχνει –ήταν και μοδίστρα στα νιάτα της».

Μια μέρα τον έπιασε η μάνα μου και του ’πε: «Κάθε φορά που φεύγεις από το σπίτι, τρυπώνει στο δωμάτιο και παίζει με το καλό σου το κλαρίνο». Τρελάθηκε! «Πωπω, θα μου το σπάσει ο αθεόφοβος», μονολογούσε. Είδε και απόειδε, αποφάσισε τελικά να με στείλει να μάθω. Πρώτα, όμως, πήγε στα Τρίκαλα και μου αγόρασε το πρώτο μου κλαρίνο –δώρο από κείνον. Το έχω ακόμα και παίζω. Υπέροχο όργανο, με πάνω από 150 χρόνια ζωής. Με το που το ’πιασα στα χέρια μου, έχασα το μυαλό μου. Πάνε και οι μπάλες στην αλάνα, πάνε όλα. Με ’χασαν τα παιδιά από το γήπεδο. Το πρόβλημα, βέβαια, ήταν ότι ο κυρ-Θανάσης αρνούταν να με διδάξει ο ίδιος. «Θα πας να μάθεις θεωρία πρώτα, να ξέρεις να διαβάζεις μουσική», μου έλεγε. Και με έστειλε στο πρώτο μου δάσκαλο, τον Γιώργο Καρακό. Αυτός μου έδειξε τις νότες, με «έφτιαξε» γενικά. Τότε θα ’μουν δεν θα ’μουν 10-11 χρόνων. Έπειτα από κανά εξάμηνο, με άκουσε ο πατέρας μου να παίζω και έπαθε πλάκα. «Ρε συ, τούτος θα βασιλέψει, μια σταλιά είναι και κοίτα τι φτιάχνει…», έλεγε στο δάσκαλο, κι εκείνος φούσκωνε σαν παγώνι.

mangas 1

«Πιτσιρικά ο πατέρας μου με πήγε στα Τρίκαλα και μου αγόρασε το πρώτο μου κλαρίνο. Με το που το ’πιασα στα χέρια μου, έχασα το μυαλό μου. Το έχω ακόμα και παίζω».

Όταν απολύθηκα από φαντάρος, με προσέλαβε στο μαγαζί του ο Στάθης Κάβουρας –τραγουδούσε εκείνη την εποχή δημοτικά σε μια ταβέρνα στην Ομόνοια. Μεγάλο όνομα, δεν τολμούσες να τον ζυγώσεις. Κάθισα κανά δυο χρόνια μαζί του. Μετά άρχισα να αλωνίζω, πότε στη μια και πότε στην άλλη παραδοσιακή ταβέρνα στη Βεραντζέρου. Ωραία χρόνια, ανέμελα. Εκείνη την εποχή γνώρισα και τη γυναίκα μου, την Τζούλη, στη «Βοσκοπούλα». Με το που την είδα, την ερωτεύθηκα αμέσως. Ήταν όμως παντρεμένη, όπως κι εγώ. Τι να κάνω, λοιπόν; Την πιάνω μια μέρα και της λέω: «Σ’ αρέσω, ρε παιδί μου;». «Μ’ αρέσεις», μου απαντάει. «Τέλος, πάμε να κλεφτούμε τότε», προτείνω, δίχως να σκεφτώ τίποτα. Τα παρατάμε όλα πίσω και φεύγουμε για την Αίγινα με μια βαλίτσα όλη κι όλη. Μείναμε εκεί κανά μήνα, «σώθηκαν» τα λεφτά και επειδή δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω στο μαγαζί –γιατί θα μας «κυνηγούσαν»–, αποφασίζουμε να επιστρέψουμε μεν στην Αθήνα, αλλά να μείνουμε αλλού. Το πρώτο μας σπίτι ήταν στο Αιγάλεω. Θυμάμαι είχαμε φτάσει βράδυ, χωρίς μία στην τσέπη, αλλά για καλή μας τύχη ο νοικάρης του σπιτιού με είχε να δει να παίζω στη «Βοσκοπούλα» και μας έδωσε το σπίτι τζάμπα για ένα μήνα μέχρι να βγάλουμε κανένα φράγκο και να τον πληρώσουμε. Καλή του ώρα όπου και να ’ναι…

mags

«Μια φορά είδα τον Πρίσλεϊ στην τηλεόραση. ”Ρε συ Τζούλη, κοίτα τι ωραία κοστούμια φοράει ο Έλβις”, είπα. ‘’Θες να σου φτιάξω κι εσένα ένα;’’, με ρώτησε. Έτσι άρχισαν όλα».

Μετά αρχίσαμε με την Τζούλη τις περιοδείες στο εξωτερικό. Και πού δεν έχουμε πάει… Σε όλο τον κόσμο: Γαλλία, Καναδά, Βραζιλία, Βέλγιο, Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία, Ελβετία, Βουλγαρία, Τουρκία, Κροατία, Ρουμανία, Ιταλία, Ισπανία, όπου θες… Πριν από καιρό με κάλεσε ένας Ελβετός DJ, ο Λουτσιάνο Νικολέτι, να παίξω μαζί του στην Ίμπιζα. Εγώ δεν είχα ιδέα τότε τι είναι η Ίμπιζα. Πάω λοιπόν, και τι να δω; Τρέλα στο νησί! Ειδικά όταν βγήκα με το κλαρίνο στη σκηνή, έγινε χαλασμός. Χοροπηδούσαν εκστασιασμένοι οι πιτσιρικάδες και έτσι όπως φορούσαν στα χέρια κάτι φωσφοριζέ βραχιόλια, το θέαμα ήταν εκπληκτικό. Κάποια στιγμή κατέβηκα από τη σκηνή με τα χρυσά μου τα κοστούμια και άρχισα να παίζω ανάμεσα στον κόσμο –χόρευα μαζί τους λες και ήμουν ξανά είκοσι χρονών.

Στη Βραζιλία, πάλι, θυμάμαι μια φορά έπαιζα στη σκηνή ενός φεστιβάλ και από κάτω άλλοι χόρευαν σάμπα και άλλοι στριφογύριζαν στον αέρα, όλοι παραδομένοι στο κλαρίνο. Είναι παγκόσμια γλώσσα η μουσική, δεν γνωρίζει σύνορα και φυλές –μόνο αγάπη χρειάζεται να ’χεις στην καρδιά για να την καταλάβεις…

mags2

«Είναι παγκόσμια γλώσσα η μουσική, δεν γνωρίζει σύνορα και φυλές –μόνο αγάπη χρειάζεται να ’χεις στην καρδιά για να την καταλάβεις».

Πριν από λίγα χρόνια με κάλεσαν στο Παρίσι να παίξω μαζί με δύο σπουδαίους δεξιοτέχνες του κλαρίνου, τους καλύτερους στον κόσμο: τον Βούλγαρο Ίβο Παπάσοφ και τον Τούρκο Γιαρίντ Μπουγιά. Είχα πολύ άγχος. Ειδικά όταν τους άκουσα να παίζουν πρώτοι έπαθα σοκ, ήταν και οι δύο απίστευτοι. Άρχισαν να τρέμουν τα γόνατά μου. Λίγο προτού βγω για το δικό μου μέρος, ήρθε και με βρήκε στο καμαρίνι η Τζούλη για να μου ευχηθεί καλή τύχη. Με είδε όμως κάργα αγχωμένο και μου είπε: «Γιώργο, αυτή είναι η ευκαιρία που ζητούσες πάντα να αποδείξεις ότι είσαι ο καλύτερος. Βγες λοιπόν και παίξε όπως δεν έχεις παίξει ποτέ ξανά, γιατί αλλιώς θα σε δείρω μπροστά σε όλους». Βάλαμε τα γέλια και οι δύο, και λίγο μετά βγήκα. Όχι όμως στη σκηνή, αλλά πίσω από τον κόσμο. Ήθελα να παίξω κάτω, να βάλω το κλαρίνο δίπλα στα αυτιά τους, να νιώσουν τη μελωδία μέσα τους. Μέσα σε λίγα λεπτά η αίθουσα παραληρούσε –υπουργοί, διπλωμάτες, όλοι όρθιοι να χειροκροτούν ενθουσιασμένοι. Όταν ανέβηκα στη σκηνή ο Παπάσοφ «υποκλίθηκε», φωνάζοντας δυνατά «Γκιώργο Μάγγα, the best». Έπειτα παίξαμε και οι τρεις μαζί, σε μια συναυλία που δεν θα ξεχάσω ποτέ.

Έχω πάνω από 100 κοστούμια. Η Τζούλη μου τα φτιάχνει –ήταν και μοδίστρα στα νιάτα της. Βασικά, η ιδέα ξεκίνησε μια φορά που είδα τον Έλβις Πρίσλεϊ στην τηλεόραση. «Ρε συ Τζούλη, κοίτα τι ωραία κοστούμια φοράει ο Έλβις…», της είπα. Και μου απάντησε «Θες να σου φτιάξω κι εσένα ένα;». Ε, αυτό ήταν. Έκτοτε τα λαμέ και τα χρυσά κοστούμια έγιναν το σήμα κατατεθέν μου. Μάλιστα, παλαιότερα, το Μουσείο Μπενάκη μου είχε ζητήσει να του δωρίσω ένα για μια έκθεση.

Τι θέλω πλέον από τη ζωή; Να συνεχίσω να παίζω κλαρίνο για τον κόσμο, να γεμίζω τις καρδιές τους με ωραίες μελωδίες. Αυτό μου φτάνει πια…

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top