«Γύρεψα πάντοτε / εκδίκηση / στ’ όνομα καθετί εύθραυστου, / είχα ξεχάσει πως ό,τι / είναι εύθραυστο / είμαι εγώ, / πως είσαι εγώ».

«Μελίσσα – IV»

Γύρεψα πάντοτε
εκδίκηση
στ’ όνομα καθετί εύθραυστου,
είχα ξεχάσει πως ό,τι
είναι εύθραυστο
είμαι εγώ,
πως είσαι εγώ.
Έφυγα γρήγορα
μες στον εαυτό μου,
όπως ο Ηρακλής
μες στον χιτώνα που του
ξεκόλλαγε τις σάρκες·
έφθασα σπίτι,
ο Ένοικος έφθασε σπίτι,
τα βήματά του
τρίζαν στο πάτωμα
σαν ασανσέρ με τα λουριά του φθαρμένα,
πάνω κάτω
πάνω κάτω·
στα κούφια βήματά του μέσα
στο σκοτάδι
άνθιζε σαρκοβόρο λουλούδι·
Κάθισα,
μια βραχυκυκλωμένη συσκευή·
πια δεν μπορούσα
να εκτοξευτώ
στον ουρανό,
ο ουρανός με κοιτούσε
φακίρης απάνω στις κεραίες,
ένας γέρος που κανέναν δεν νοιάζει
και κανέναν δεν νοιάζεται·
ο ουρανός ξοφλημένος
μου είπε:
«Υποδύεσαι τον εαυτό σου»,
κι ο Έρωτας
χαμογελούσε
με ένα χαμόγελο
πιο ακροβατικό
χίλιες φορές
απ’ το χαμόγελο του
Da Vinci.

 

Στην επόμενη σελίδα: «Ακούστε καλά!».

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top