«Ήταν ένα ανανεούμενο, κάθε χρόνο, καλειδοσκοπικό, ζωντανό ντοκιμαντέρ η ΔΕΘ. Ο αφελής επαρχιωτισμός και οι στενότατοι ορίζοντές μας ξαφνικά, κάθε Σεπτέμβριο, ξάνοιγαν μέσα από μια χρυσή πύλη προς όλες σχεδόν τις πιθανές διαδρομές» (helexpo.gr).

Η στάση λεωφορείου στη Διεθνή Έκθεση είναι για τους περισσότερους Θεσσαλονικείς σκανδάλη πυροδότησης ενθυμήσεων· όλοι σχεδόν έχουν συνδέσει την «Έκθεση» με ιστορίες της παιδικής κι εφηβικής ηλικίας, με μια εποχή φτώχειας, αθωότητας και ονείρων. Η ίδια η ΔΕΘ ήταν μια βιομηχανία μαγείας και δραπέτευσης, ταξιδιού σε άλλους κόσμους, ένα είδος μηχανής του χρόνου που σε διακτίνιζε σε άλλες χώρες, σε άλλους πολιτισμούς και ζωές ανθρώπων. Η Έκθεση υπήρξε ένα Γραφείο Ασάλευτων Ταξιδίων προς όλα τα μέρη του πλανήτη με αντίτιμο λίγες δραχμές – άσε που εμείς, ως παιδιά, τρυπώναμε και στο τζαμπέ, κάτι συνηθισμένο εκείνα τα ζόρικα και αγγελικά χρόνια.

Έμπαινα μέσα και από τις λάσπες της Χαριλάου και τα αυθαίρετα του Βότση βρισκόμουν ξαφνικά στη Νέα Υόρκη, στη Μόσχα, στο Πεκίνο, στην Φρανκφούρτη ή μπροστά στον Πύργο του Άιφελ, στο Παρίσι. Έβλεπα από γεωργικά μηχανήματα και τρακτέρ του Γκντανσκ, μέχρι νέες τηλεφωνικές συσκευές της «Siemens», από πολωνικά πλυντήρια (τα λέγανε «Γκομούλκα», μάλλον λόγω του Πολωνού Γενικού Γραμματέα της εποχής) μέχρι καινούργια ψυγεία με φρέον, ραδιογραμμόφωνα «Celard» και ό,τι άλλο παρήγε η τότε τεχνολογία.

«Εμείς, ως παιδιά, τρυπώναμε και στο τζαμπέ, κάτι συνηθισμένο εκείνα τα ζόρικα και αγγελικά χρόνια».

Μια φορά οι Σοβιετικοί είχαν φέρει και εκθέσει τον πραγματικό, κυρίως θαλαμίσκο του «Σπούτνικ». Είχα πάει να τον δω μ’ ένα συγγενή του πατέρα μου, που τότε υπηρετούσε φαντάρος στη Θεσσαλονίκη, τον Κίμωνα· έχω ακόμα μια φωτογραφία μαζί του (είμαι πολύ μικρός, με κοντό παντελονάκι) μέσα στη ΔΕΘ. Πήγαμε στο ρωσικό περίπτερο και χάζευα τον θαλαμίσκο με ανοιχτό στόμα και με τη βοήθεια της φαντασίας έμπαινα μέσα και ταξίδευα στους πλανήτες, στη Σελήνη και σε μακρινούς γαλαξίες. (Μπορεί και να μην πρόλαβα τον «Σπούτνικ» και να έφτιαξα στο μυαλό μου την ιστορία από μνήμες άλλων – ποιος ξέρει;) Πάντως το όνομα του δορυφόρου, που εμείς για κάποια χρόνια νομίζαμε πως είναι πύραυλος, διαστημόπλοιο, τότε κι αργότερα το είχαμε ταυτίσει με την ταχύτητα. Για κάποιον που έτρεχε πολύ γρήγορα λέγαμε: «Έγινε Σπούτνικ». Ή το χρησιμοποιούσαμε ειρωνικά για όσους ήταν πολύ αργοί και τεμπέληδες. Το έλεγε και η μάνα μου για διάφορους αργόσυρτους: «Αυτός είναι κοιμισμένη δημοκρατία. Μέχρι να σηκώσει το ένα ποδάρι του, το άλλο βρωμάει». Και συμπλήρωνε: «Σκέτος Σπούτνικ».

«Έμπαινα μέσα και από τις λάσπες της Χαριλάου και τα αυθαίρετα του Βότση βρισκόμουν ξαφνικά στη Νέα Υόρκη, στη Μόσχα, στο Πεκίνο, στην Φρανκφούρτη ή μπροστά στον Πύργο του Άιφελ, στο Παρίσι. Η Έκθεση υπήρξε ένα Γραφείο Ασάλευτων Ταξιδίων προς όλα τα μέρη του πλανήτη με αντίτιμο λίγες δραχμές».

Να μην πέσω στη νοσταλγία και στην κοινοτοπία και αρχίσω να μιλάω για το λούνα παρκ και τη μαύρη μπίρα – όχι. Πάντως μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση τότε που είχα πάει σε ένα αυτοσχέδιο περίπτερο σαν επιμήκη κλειστή τέντα, όπου είχαν μέσα μια βαλσαμωμένη φάλαινα· ζωντάνεψε πάλι εντός μου πρόσφατα όταν ξανάδα σε DVD το έργο «Οι αρμονίες του Βερκμάιστερ», του Ούγγρου Μπέλα Ταρ. Κι εκεί υπάρχει μια βαλσαμωμένη φάλαινα μέσα σε ένα μεγάλο φορτηγό, όπου μπαίνουν και τη θαυμάζουν οι πολίτες στην πλατεία μιας αλλόκοτης πόλης. Όπως υπάρχει και ο ρινόκερος στο αμπάρι του κρουαζιερόπλοιου «Gloria N.» στην ταινία του Φελίνι, «E la nave va», ίσως εμπνευσμένος από τον πίνακα «Ρινόκερος» (1751) του Βενετσιάνου ζωγράφου Πιέτρο Λόνγκιο.

Η φάλαινα της ΔΕΘ ήταν μεγάλη, καμιά εικοσαριά μέτρα, την είχαν βέβαια βαλσαμώσει κι έμοιαζε σαν λαστιχένια ή σαν πέτσινη, έτσι όπως ήταν χρώματος μπλε νουάρ. Ένα πραγματικό, τεράστιο, επίφοβο κήτος. Περνούσαμε δίπλα της και ως αυθάδεις που ήμασταν απλώναμε διστακτικά το χέρι και αγγίζαμε τη νεκρή σάρκα της· στο τέλος της διαδρομής θαυμάζαμε με τρόμο το κεφάλι της, με τα ανοιχτά σαγόνια και τις κατάλευκες μπαλένες. Τα μάτια της, που είχαν σβήσει από καιρό, τα είχαν αντικαταστήσει με γυάλινες μπίλιες. Υπήρχε μια μελαγχολία στην όλη ξενάγηση: βλέπαμε έναν κακόμοιρο, υποδεέστερο Μόμπι Ντικ που κατάντησε φτηνό, λαϊκό, περιπλανώμενο θέαμα για περίεργους – έτσι έβγαζαν κάποτε λεφτά μερικοί άνθρωποι, Τώρα, βέβαια, κάνουν πολύ χειρότερα.

«Περνούσαμε δίπλα στη φάλαινα της ΔΕΘ και ως αυθάδεις που ήμασταν απλώναμε διστακτικά το χέρι και αγγίζαμε τη νεκρή σάρκα της».

Εκείνη η φάλαινα, που την είχαν δει και θαμάξει πολλά παιδιά της γειτονιάς, αποτέλεσε θέμα τερατωδών αφηγήσεων, φαντασιώσεων και ονείρων για πολύ καιρό· με το μικρό μας το μυαλό κουβεντιάζαμε ή επινοούσαμε πιθανές ιστορίες και περιπέτειες γι’ αυτήν. Και ήταν φυσικό, γιατί ως τότε στην περιοχή δεν υπήρχε ιχθυοπωλείο και περνούσε μια φορά τη βδομάδα ο ψαράς με το κάρο, που πουλούσε μόνο σαρδέλες, αθερίνες, γοβιούς, σπαράκια μέχρι κεφαλόπουλα και γόπες. Μεγαλύτερα ψάρια σαν κι αυτά που τρώμε σήμερα, όπως τσιπούρες, λαβράκια, μαγιάτικα, ξιφίες και σολομούς, δεν είχαμε δει ούτε καν ακούσει – για φάλαινες και καρχαρίες είχαμε διαβάσει μόνο σε κανένα εικονογραφημένο βιβλίο. Αφού, θυμάμαι, ένας γείτονας που είχε προσκληθεί από κάποιον πλούσιο στο κέντρο της πόλης κι εκείνος τον κέρασε τσιπούρα, γύρισε και του είπε: «Πρώτη φορά βλέπω τόσο μεγάλη γόπα».

Και έζησε, λοιπόν, η φάλαινα, το κήτος εκείνο, μέσα στο μυαλό μας διαπαντός, γιατί το τερατώδες, το τρομερό, το επίφοβο χαρακώνει πιο βαθιά τη μνήμη απ’ το όμορφο, το χαριτωμένο ή ακόμα και το τέλειο.

«Η ΔΕΘ ήταν μια βιομηχανία μαγείας και δραπέτευσης, ταξιδιού σε άλλους κόσμους, ένα είδος μηχανής του χρόνου που σε διακτίνιζε σε άλλες χώρες, σε άλλους πολιτισμούς και ζωές ανθρώπων».

Υπήρχε όμως και ένα άλλο περίπτερο, εν είδει μικρού τσίρκου, όπου είχα πάει με τον πατέρα μου να δω άγρια ζώα. Ο κράχτης απέξω φώναζε με μια ντουντούκα: «Ελάτε, κόσμε· ελάτε, κόσμε, να δείτε τα άγρια τα θηρία μες στα σιδερένια τα κλουβιά… Τίγρεις, τοξικρόταλοι, λέων της Κεντρικής Αφρικής τριακόσια κιλά…» Μπήκαμε μέσα κι είδα αρκετά άγρια ζώα. Σε ένα ξεχωριστό μέρος είχε και μεγάλα, τεράστια, τροπικά φίδια μέσα σε γυάλινα δοχεία, που ανακλαδίζονταν και θηλυκώνονταν νωχελικά, αργά και θανάσιμα και ο κόσμος τα παρατηρούσε με κομμένη ανάσα από απόσταση. Λίγοι μόνο πλησίαζαν περισσότερο να τα περιεργαστούν, με κάποια φρίκη. Αυτή ήταν η ΔΕΘ: σχεδόν το πρώτο μας Internet, στο οποίο τώρα ανά πάσα στιγμή μπορείς να δεις όποιο φίδι του κόσμου θες στο σπίτι σου, μ’ ένα απλό κλικ μπορείς να δεις έναν βόα να καταπίνει live μια αντιλόπη και μάλιστα με μουσική υπόκρουση.

«Παίρνω το λεωφορείο της Γραμμής ‘‘10’’ στη Θεσσαλονίκη, από την αφετηρία Χαριλάου ως το Τέρμα, ως τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, και γράφω ό,τι θυμάμαι, επινοώ και φαντάζομαι από κάθε στάση. Δεκαεννιά στάσεις», εξηγεί για το βιβλίο του ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης.

Ήταν ένα ανανεούμενο, κάθε χρόνο, καλειδοσκοπικό, ζωντανό ντοκιμαντέρ η ΔΕΘ. Ο αφελής επαρχιωτισμός και οι στενότατοι ορίζοντές μας ξαφνικά, κάθε Σεπτέμβριο, ξάνοιγαν μέσα από μια χρυσή πύλη προς όλες σχεδόν τις πιθανές διαδρομές. Η μη δυνατότητα του ταξιδιού στο εξωτερικό, η έλλειψη τηλεόρασης και πληροφόρησης εν γένει, επέτειναν την αξία της Έκθεσης, που ήταν σαν ένα είδος ετήσιας, αφαιρετικής συμπύκνωσης όλου του πλανήτη στο κέντρο της πόλης μας. Τώρα, βέβαια, έχει ξεπεραστεί απ’ αυτή την άποψη, διότι μπορείς να δεις τα πάντα στις πολλαπλές οθόνες σου, τηλεόραση, κομπιούτερ και κινητό, όμως τότε όλα αυτά ήταν θαυμαστά και αδιανόητα και μας σημάδεψαν εσαεί. Έθρεψαν το δέος, την περιέργεια και την παιδική φαντασία μας με μεγάλες δόσεις του πραγματικού κόσμου, αλλά και εξωτισμού και συναίσθησης του τι συνέβαινε σε άλλες ηπείρους, σε άλλες χώρες – άρα ήταν επιπλέον και μια διδασκαλία για μας. […]

 

// Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Λεωφορείο» (από το κεφάλαιο με τίτλο «Στάση ‘‘Έκθεση’’ – ΔΕΘ», σελ. 127-137). Εκδόσεις Πατάκη, Απρίλιος 2018.

 

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Σκαμπαρδώνης – «Φτωχοί και έφηβοι στη Θεσσαλονίκη».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top