604292-bottlenose-dolphins

«Ανεβάζω την ένταση και δεν περνάει ένα λεπτό και τα νερά γύρω μας γεμίζουν δελφίνια. Κολυμπούνε ομαδικά ή κατά ζεύγη και εκτινάσσονται επιδέξια γύρω μας – θα ’ναι πάνω από εφτά οχτώ. Γλιστρούνε γύρω απ’ τη βάρκα, τινάζονται ψηλά, καμπυλωτά και ξαναβουτούνε γλυκά απολαμβάνοντας τη μουσική». (Φωτό: Borongaja)

«Πάρε», μου ’χε πει ο παπα-Θεόφιλος, «και το ραδιοφωνάκι μαζί σου» – τι να το κάνω, σκέφτηκα, το τρανζίστορ μες στη βάρκα;
     Έχουμε βγει οι δυο μας να μαζέψουμε ένα μικρό παραγαδάκι που ’χε ρίξει την προηγουμένη λίγο πιο έξω απ’ την Ουρανούπολη, όπου αυτός λειτουργεί σε μια εκκλησιά κι εγώ κάνω θερινές διακοπές. Ήταν συμφοιτητής μου στην Αρχιτεκτονική, που μετά πήγε στη Θεολογική και κατέληξε στο ιερατικό σχήμα.
     Ο καιρός είναι καλός, λαμπρός. Αρχές Αυγούστου. Είμαστε κι οι δυο στη βάρκα με τα μαγιό. Έχει νηνεμία κι ο Άθωνας, δίπλα μας, ορθώνεται καμπουριαστός, γαλαζωπός δεινόσαυρος. Ανεβάζοντας το μικρό παραγάδι (ούτε τριάντα αγκίστρια), είπαμε να το ξεψαρίσουμε σιγά σιγά μες στο σκάφος. Βλέπουμε να έχουνε πιαστεί κάτι μικρά ψάρια και ένα μουγγρί, που το έχει κουκουλώσει ένα χταπόδι και το ρουφάει, το απομυζάει ολόκληρο. Έχει αφήσει μόνο ένα κομμάτι – το υπόλοιπο απόμεινε σκελετός, γυμνή η ραχοκοκαλιά και τ’ αγκάθια. Το ξαγκιστρώνω και το αφήνω στην κουπαστή.


Διαβάστε ακόμα: Στη Χαλκιδική παρέα με τον Ουμπέρτο Έκο


     «Προχτές», μου λέει ο παπάς, «ψάρευα απέξω, απ’ τα βράχια. Και τσιμπάει ένα μεγάλο χταπόδι – δεν μπορούσα να το βγάλω. Λαστιχάριζα την πετονιά και δεν τραβιότανε. Βουτάω κρατώντας ένα μυτερό ξύλο απ’ τις ντοματιές. Είχε βραχώσει, είχε βεντουζάρει στην πέτρα το χταπόδι και δεν έβγαινε με τίποτα. Το λυπήθηκα τελικά – έκοψα την πετονιά και τ’ άφησα. Τέτοιο πάθος για ζωή…»
     Ξεσκαλώνω μερικές μικρές τσιπούρες και κεφαλόπουλα.
     «Σήμερα», λέει ο ιερέας, «δεν βλέπω τόνους. Την προηγούμενη βδομάδα γέμισα μια μπανιέρα με τονάκια μονόκιλα. Φαίνεται είχα πέσει σε κοπάδι, από κείνα που κατεβαίνουνε απ’ τη Μαύρη Θάλασσα. Μιλάμε για πογκρόμ. Θα ήτανε πάνω από είκοσι πέντε κιλά».

P2055713

«Ο Άθωνας, δίπλα μας, ορθώνεται καμπουριαστός, γαλαζωπός δεινόσαυρος…». (Φωτό: Agio Oros Net)

     Τελειώνουμε το ξεψάρισμα κι ανάβω τσιγάρο.
     «Γιάννη, άνοιξε το ραδιόφωνο», μου λέει, ενώ άρχισε να λεντίζει στο πανέρι τις πετονιές που είχανε γίνει κανταΐφι απ’ το μπέρδεμα.
     «Σου αρέσει η μουσική;»
     «Όχι εμένα τόσο, όσο στα δελφίνια. Άνοιξ’ το και θα δεις, θα ’ρθούνε να μας βρούνε».
     Ανοίγω το τρανζίστορ – παίζει κάτι τραγουδάκια του Κηλαηδόνη.
     «Πιο δυνατά», λέει ο ιερέας.
     Ανεβάζω την ένταση και δεν περνάει ένα λεπτό και τα νερά γύρω μας γεμίζουν δελφίνια. Κολυμπούνε ομαδικά ή κατά ζεύγη και εκτινάσσονται επιδέξια γύρω μας – θα ’ναι πάνω από εφτά οχτώ. Γλιστρούνε γύρω απ’ τη βάρκα, τινάζονται ψηλά, καμπυλωτά και ξαναβουτούνε γλυκά απολαμβάνοντας τη μουσική.

«Απ’ την πείρα μου σου λέω πως στα δελφίνια αρέσει πιο πολύ να ακούνε το “Αγνή Παρθένε Δέσποινα, Άχραντε Θεοτόκε …”», είπε ο ιερέας.

     Στο μεταξύ, εγώ ποτέ δεν έχω δει δελφίνι από τόσο κοντά· βγαίνουνε δίπλα στα πλαϊνά της βάρκας, στο μισό μέτρο. Μάλιστα το ένα αναδύεται πολύ αργά, κοιτάζει μέσα, εμάς, και καθυστερεί, σαν για να ακούσει πιο καθαρά τις νότες. Τα μάτια του είναι έντονα, έξυπνα κι ακούω τον αέρα που βγάζει σφυρίζοντας απ’ την οπή στη ράχη του σαν αναπνοή τενόρου.
     «Χάιδεψ’ το», μου λέει ο παπα-Θεόφιλος.
     Διστάζω λίγο, αλλά μετά, μόλις ξανάρχεται και καθυστερεί δίπλα μας με το μισό του σώμα απέξω, σκύβω προς τα νερά κι αγγίζω με το δάχτυλο ήσυχα, αργά το υγρό γυαλιστερό του μέτωπο. Το χαϊδεύω τρεις φορές. Εκείνο στέκεται αμήχανο κοιτάζοντας. Σέρνω το χέρι μου στη ράχη του – ως το πτερύγιο. Το δελφίνι σαν να τρεμούλιασε λίγο και μετά βυθίζεται καμπυλωτά στην άβυσσο, χάνεται και ξαναγυρίζει γράφοντας κύκλους γύρω μας.

dolphin-point-dolphin-seaworld-san-diego

«Το ένα δελφίνι αναδύεται πολύ αργά, κοιτάζει μέσα, εμάς, και καθυστερεί, σαν για να ακούσει πιο καθαρά τις νότες. Τα μάτια του είναι έντονα, έξυπνα κι ακούω τον αέρα που βγάζει σφυρίζοντας απ’ την οπή στη ράχη του σαν αναπνοή τενόρου. ‘’Χάιδεψ’ το’’, μου λέει ο παπα-Θεόφιλος». (Φωτό: Family Vacation Hub)

     Το χταπόδι στην κουπαστή συνεχίζει να σαλεύει αργά και να απομυζάει το μουγγρί παρότι πεθαίνει και το ίδιο, σβήνει.
     Ο παπάς παίρνει το τρανζίστορ και το κλείνει. Τα δελφίνια χάνονται. Μου λέει:
     «Μερικές φορές που ψαρεύω μόνος μου και με κουράζει η μοναξιά, αρχίζω και ψέλνω. Και τότε έρχονται πάλι τα δελφίνια. Μου αρέσουνε, με παρηγορούνε, αν και κάνα δυο φορές μου κομμάτιασαν τα δίχτυα».
     Πιάνει επιδέξια το ζωντανό χταπόδι με το μουγγρί και το αφήνει, απ’ τα πλαϊνά, μέσα στο νερό. Εκείνο στέκεται για λίγο ακίνητο και μετά ποντίζεται με κινήσεις πανικού. Συνεχίζει:
     «Απ’ την πείρα μου σου λέω πως στα δελφίνια αρέσει πιο πολύ να ακούνε το “Αγνή Παρθένε Δέσποινα, Άχραντε Θεοτόκε …”».
     «Α, το ’χω ακούσει. Είναι υπέροχο. Το έχουνε κυκλοφορήσει οι Αθωνίτες πατέρες, οι Σιμωνοπετρίτες, και σε σιντί».
     «Το έγραψε ο άγιος Νεκτάριος Αιγίνης, τον 19ο αιώνα, όταν υπηρετούσε ως διευθυντής στη Ριζάρειο της Αθήνας».

«Στον τρίτο στίχο “Υψηλοτέρα ουρανών, ακτίνων λαμπροτέρα”, τα δελφίνια εμφανίζονται ξανά. Ο ιερέας κάνει τρεις φορές τον σταυρό του ενώ ψέλνει».

     Και, σαν συνεννοημένοι από πριν, πιάνουμε κι οι δυο με μια φωνή, σε ήχο πλάγιο Α΄: «Αγνή Παρθένε Δέσποινα …», όσο πιο δυνατά μπορούμε – εγώ δυσκολεύομαι, ακολουθώ γιατί δεν το ξέρω καλά και αγκομαχώ λόγω αγυμνασιάς και τσιγάρου.
Ο καπνός μού έχει σοβαντίσει τον λαιμό. Μουρμουροψέλνω αδέξια κι ενδιάμεσα βήχω. Αλλά η φωνή του παπά είναι βαθιά και κατακλυσμική – τη νιώθω να αντιλαλεί ως πέρα, μακριά ξώμακρα, ως την ακτή, ως την ανάσα του άλλου κόσμου.


Διαβάστε ακόμα: Top 5 ποιήματα των νέων ποιητών για τη θάλασσα


     Στον τρίτο στίχο: «Υψηλοτέρα ουρανών, ακτίνων λαμπροτέρα», τα δελφίνια εμφανίζονται ξανά, θαρρείς απ’ το πουθενά – οι ράχες τους γυαλοκοπούνε μπαινοβγαίνοντας και μερικά, στα ανεβάσματα και στις κορυφώσεις της φωνής, δίνουν αψιδωτά σάλτα στον αέρα ξαναπέφτοντας με παφλασμό χαράς μέσα στο διάφανο βάθος και χάνονται για να αναδυθούν, και πάλι, στο πιο απρόσμενο σημείο της θάλασσας.
     Ο ιερέας κάνει τρεις φορές τον σταυρό του ενώ ψέλνει. Κι εγώ, που έχω να πάω δεκαπέντε χρόνια σε εκκλησιά (αν εξαιρέσω γάμους, βαφτίσια και κηδείες) κι άλλα τόσα να μπω στο Όρος, έχω σωπάσει πια. Στέκομαι και τον βλέπω και τον ακούω άναυδος. Ανάβω τσιγάρο. Βήχω. Αισθάνομαι την αισχροκέρδεια του χρόνου και να φεύγει αργά, να σβήνει, αυτή η σταθερή, ύπουλη απελπισία που σέρνεται μέσα μου από καιρό. Νιώθω να ξαλαφρώνω. Και κρατώντας ακόμα το τσιγάρο σηκώνομαι πατώντας στη γάστρα, ισορροπώ κάπως και αλαλάζοντας κάνω μια ξαφνική ανάποδη, ατσούμπαλη κωλοτούμπα και πέφτω αδέξια σκάζοντας με την κοιλιά, παφλάζοντας μέσα στα θεϊκά νερά.

//Από το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Νοέμβριος», εκδόσεις Πατάκη, 2014.


Ακούστε το «Αγνή Παρθένε Δέσποινα, Άχραντε Θεοτόκε» από τους μοναχούς της Σιμωνόπετρας


 

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Σκαμπαρδώνης – «Όταν ήμουν άφραγκος στη Θεσσαλονίκη του ’70»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top