Γιώργος Βέης

Από το 2010 ο Γιώργος Βέης είναι ο πρέσβης της Ελλάδος στην Ινδονησία, με παράλληλη διαπίστευση στη Μαλαισία, στο Σουλτανάτο του Μπρουνέι και στο Ανατολικό Τιμόρ. Φωτογραφία: Βασίλης Καλέγιας

Τι πιο συνηθισμένο από το ν’ ακούει κανείς τη «μασέζ» μιας λουτρόπολης να φλυαρεί για τις γκέισες της περιοχής;
Γιασουνάρι Καβαμπάτα, Η Χώρα του χιονιού

Xωρίς καμία ελπίδα να βγουν κι αυτές κάποτε στο φως. Κάτι σαν τίποτε, αποτελούν μάλλον υπολείμματα ταυτοτήτων. Αμελητέες ποιότητες του ανθρώπινου βίου, που ζουν υποχρεωτικά στο περιθώριο της κίνησης των μεγάλων αστικών κέντρων. Άλλες θυμούνται ακόμη κάπως αχνά το περιβάλλον τους, όπως περίπου θα ήταν λίγο προτού χάσουν για πάντα την όρασή τους, άλλες, που είναι και οι περισσότερες, ξέρουν ότι δεν θα αξιωθούν ποτέ αυτό που για όλους εμάς είναι τόσο αυτονόητο όσο είναι και η δικαιωματική ιδιοκτησία. Όσοι από μας ταξιδεύουμε συστηματικά στα μέρη τους τις θυμόμαστε ως παραλλαγές της ατελεύτητης ασιατικής έκπληξης. Αθόρυβες, εξαιρετικά προσιτές και παραδοσιακά αποδεκτές, οι τυφλές μασέζ της Άπω Ανατολής δεν χρειάζεται καν να μπουν στον κόπο να διαφημίσουν τις ποικιλίες των προσφορών τους. Από στόμα σε στόμα μαθαίνει κανείς διευθύνσεις, ονόματα και τιμές. Οι πολυπληθείς πελάτες τους, προερχόμενοι από όλα τα τμήματα του κοινωνικού ιστού, γνωρίζουν πολύ καλά πότε και πού να τις αναζητήσουν. Οι ίδιοι συνιστούν, άλλωστε, τη μοναδική, αλλά και την αποδοτικότερη τάξη των διαφημιστών τους.

Πάντως, πρόκειται για μια αρκετά μεγάλη υποκατηγορία της εργατικής τάξης. Ποτέ απρόθυμες, διστακτικές ή υποκριτικά δουλικές, αλλά αντιθέτως αποφασιστικές και διορατικές ταυτόχρονα, ξέρουν από κυριολεκτικά πρώτο χέρι τι σημαίνει των σωμάτων η ματαιοδοξία. Είναι, πιστεύουν οι περισσότεροι, οι πλέον συμπαθείς, οι πλέον διακριτικές θεραπαινίδες της αγοραίας καθημερινότητας. Η αμοιβή τους είναι, όπως θα περίμενε κανείς, κατά πολύ μικρότερη της αντίστοιχης που επιζητούν οι άλλες, οι λεγόμενες «κανονικές». Οι υπηρεσίες τους παρέχονται από τις πρωινές κιόλας ώρες ως αργά τη νύχτα. Είναι πάντα εκεί, συνήθως δυο τρεις μαζί, στους ημιωρόφους κυρίως των κεντρικών ξενοδοχείων, σε ειδικούς χώρους των πολυκαταστημάτων ή ακόμη και σε λιγότερο διακεκριμένα σημεία των πόλεων, όπως είναι, για παράδειγμα, το ταλαιπωρημένο πίσω μέρος των κουρείων, οι βοηθητικοί χώροι των λαϊκών εστιατορίων, των μανάβικων ή και τα ταπεινά υπόγεια, των οποίων οι στενές είσοδοι μόλις διακρίνονται στα φθαρμένα πεζοδρόμια.

*

Θορυβώδες απομεσήμερο ενός Σεπτέμβρη. Στα πρόθυρα της Μπανγκόκ, καθώς πλησιάζει κανείς από τα δυτικά. Μου έχουν μιλήσει, πάει κάμποσος καιρός που είμαι εδώ, για ένα χαμηλοτάβανο σπιτάκι, πολύ κοντά στο κεντρικό φαγάδικο αυτής της γειτονιάς. Το βρίσκω εύκολα. Χτυπάω ελαφρά την πόρτα. Μια φωνή μού λέει να ανοίξω και να περάσω μέσα. Απέριττος, φανερά περιποιημένος χώρος. Καθαρές κουρτίνες, μαλακά χρώματα, ελαφριά μυρωδιά σαπουνιού. Φρέσκα χρυσάνθεμα σ’ ένα μικρό πλαστικό βάζο. Οι άσπρες πετσέτες, σημαίες ανοχής. Η σειρά από τα απαραίτητα μπουκαλάκια των καθησυχαστικών ελαίων του μασάζ στο περβάζι του παραθύρου: υποσχέσεις άμεσης ανακούφισης από τα δεινά που ταλαιπωρούν μυς και οστά των βιαστικών περαστικών ή των μόνιμων κατοίκων της περιοχής.

Τα μόρια του φωτός μεταφέρουν από τον ένα τοίχο στον άλλο ένα ιδιαίτερο φορτίο, κάτι σαν την αύρα μιας καλά οργανωμένης θαλπωρής.

Με πλησιάζει με άνεση. Έχει τη χαριτωμένη βεβαιότητα ενός πουλιού που επιστρέφει στην απόμερη, καλά προστατευμένη φωλιά του…

Την απόσταση που τη χωρίζει από το άνοιγμα της πόρτας έως το κρεβάτι, όπου είμαι ξαπλωμένος και την περιμένω, θα πρέπει να την έχει διανύσει ασφαλώς χιλιάδες φορές ‒κατά το παρελθόν μιας πολύ απόμακρης, εργατικής πάντως, εφηβείας. Γι’ αυτό και με πλησιάζει με άνεση. Έχει τη χαριτωμένη βεβαιότητα ενός πουλιού που επιστρέφει στην απόμερη, καλά προστατευμένη φωλιά του. Παραιτούμαι γρήγορα από οποιονδήποτε υπολογισμό των χρόνων που κουβαλάει αυτό το λιπόσαρκο κορμί. Είναι απροσδιόριστης ηλικίας, αρχέτυπο δηλαδή της Ταϊλάνδης, το οποίο ενσωματώνει αιώνες μιας σοφής τεχνικής μασάζ. Η πρωταρχική της μέριμνα, να με κάνει να ξεχάσω τα βάρη της ύπαρξης. Η επιχειρηματολογία των μαλάξεων, μέριμνα μιας ολόκληρης ζωής.

*

Το προκαταρκτικό, γαλήνιο χαμόγελο, που με αναζητεί, που με καλεί να ενδώσω, αναδεικνύει εύκολα την έμφυτη ευγένεια. Θέλει μήπως να μου πει με τον τρόπο της ότι υπάρχει πιθανότητα να με έχει ήδη συναντήσει, πολλά χρόνια, ή λίγους μόλις μήνες, πριν; Θέλει άραγε να μου θυμίσει εμπειρίες και βιώματα στην ενδοχώρα απώτερων ή πρόσφατων θεραπευτικών μαλάξεων; Είναι μια πιθανότητα σαν όλες τις άλλες, που κάνουν τη ζωή της λιγότερο μονότονη. Εννοώ αυτή την ευκολία να σκέφτεται διαρκώς, να δημιουργεί το παρόν της, ερχόμενη σε άμεση επαφή με το ανομοιογενές σάρκινο υλικό που της δίνουμε όλοι εμείς, που εμπιστευόμαστε τυφλά τις ικανότητές της, το ταλέντο της να μας εξαφανίζει έστω για λίγο μέσα στην ευεργετική ακύρωση του μυϊκού άλγους.

Τα χέρια της, πολύτιμα σύνεργα, κρέμονται για λίγο άπρακτα. Μικροσκοπικά, χαλαρά. Φαντάζουν ασήμαντα. Σαν την όλη παρουσία της, τώρα απλώς δείχνουν κι αυτά ότι είναι ευκαταφρόνητα. Αλλά έχω την αίσθηση ότι μάλλον εκείνα είναι που κατά κανόνα προηγούνται για να της ανοίξουν δρόμο με ασφάλεια ανάμεσα στις μαύρες χαράδρες της ημέρας, στις κακοτοπιές του πεπρωμένου της.

Στέκεται για λίγο ακίνητη. Βρίσκεται πολύ κοντά μου ήδη. Τις σωματικές μου λεπτομέρειες μήπως τις διαβάζει αυτήν τη συγκεκριμένη στιγμή; Ίσως μπορέσει να ερμηνεύσει σ’ ένα βαθμό και μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα την υπόστασή μου: εννοώ να αντιληφθεί χαρακτηριστικά, διαθέσεις κι εμμονές, χωρίς να πέσει και πολύ έξω στις εκτιμήσεις της. Μήπως όμως μαντεύει και άλλα πολλά, τα οποία με αφορούν άμεσα και τα οποία δεν θέλω τουλάχιστον τώρα να παραδεχτώ νοερά; Σκέφτομαι να της μιλήσω, όταν βέβαια θα έχει τελειώσει το έργο της. Τα στοιχειώδη αγγλικά της αποτελούν την ευκαιριακή αλλά τόσο χρήσιμη γέφυρά μας. Θα μας σώσει και τους δύο από τις όποιες παρεξηγήσεις και τα παρεπόμενά τους.

credit: Magalie L'Abbé/Flickr

«Οι τυφλές μασέζ της Άπω Ανατολής δεν χρειάζεται καν να μπουν στον κόπο να διαφημίσουν τις ποικιλίες των προσφορών τους. Από στόμα σε στόμα μαθαίνει κανείς διευθύνσεις, ονόματα και τιμές». Credit: Magalie L’Abbé/Flickr

*

Η σταθερή αίσθηση ότι με βλέπει· ότι με διασχίζει. Ένα παράδοξο, τυφλό βλέμμα που ξέρει τι μπορεί να επιτύχει, που με περπατάει απροκάλυπτα από τη μιαν άκρη ως την άλλη. Με όλα τα μόριά της σε σιωπηλή διέγερση, με ολόκληρη τη διάνοιά της σε προσεκτικά καλυμμένη ετοιμότητα. Μια φυσιογνωμίστρια του σκοταδιού ‒με ολόκληρο μάλιστα το σώμα της, αυτό το έμπειρο φίλτρο· νιώθω ότι με διαποτίζει μαζί με τις εκπνοές, την αχλύ, τους ατμούς του δωματίου. Ένα παρατεταμένο χαμόγελο ‒η θέρμη του καλωσορίσματος, τα πρώτα αγγίγματα, προτάσεις πλήρεις νοημάτων. Κι άλλες ευδιάκριτες φράσεις ζωγραφισμένες στην επιφάνεια του λαιμού, κεντημένες στο λείο μέτωπο, στα ζυγωματικά, στα ρόδινα μάγουλα, στο καλοφτιαγμένο πιγούνι.

Ένα παράδοξο, τυφλό βλέμμα που ξέρει τι μπορεί να επιτύχει, που με περπατάει απροκάλυπτα από τη μιαν άκρη ως την άλλη. Με όλα τα μόριά της σε σιωπηλή διέγερση…

Η φυσικότητα με την οποία με αντιμετωπίζει με καθηλώνει. Αίσθηση ασφαλώς πρωτόγνωρη. Ακυρώνοντας γρήγορα τα οποιαδήποτε πιθανά εμπόδια, οι παλάμες, τα ακροδάχτυλα, οι καρποί, οι χούφτες, ο συνδυασμός των μικρών, αλλεπάλληλων χτυπημάτων ‒ραβδάκια μαέστρου που εναλλάσσονται με μια αξιοζήλευτη επαγγελματική δεξιότητα ‒υποχρεώνουν το σώμα μου σε ένα είδος διολίσθησης. Πρόκειται για μια σταδιακή απώλεια, ας την πούμε άλωση, του όγκου μου, κάτι που προαισθάνθηκα μόλις την αντίκρισα. Αντιλαμβάνομαι ότι με περιβάλλει μια ζώνη πλήρους αφαίρεσης, μια σφαίρα όπου σπανίζουν οι βασανιστικοί ή μη συνειρμοί, ενώ έχουν καταργηθεί οριστικά οι αλυσίδες των αιτίων και των αιτιατών που οργανώνουν τον κόσμο της ρουτίνας, ό,τι δηλαδή ρέει βασανιστικά και μόνιμα έξω από το δωμάτιο. Στους ώμους, στους μηρούς, στα πέλματα, ψηλά και χαμηλά στην πλάτη μου, παροδικές σφραγίδες μύησης και δωρεάς μαζί. Στο μεταξύ υποθέτω ότι η μασέζ με έχει κιόλας κατατάξει σε κάποια ευρύτερη ομάδα πελατών, αποκωδικοποιώντας το ένα μετά το άλλο τα σινιάλα του απολυτρωμένου, του εντελώς ανυπεράσπιστου σώματος.

*

MANXATAN_BANGOK

«Μανχάταν-Μπανγκόκ», εκδόσεις Κέδρος.

Δεν ξέρω πότε πρέπει να γυρίσω ανάσκελα. Εκείνη θα μου το πει. Το πρόσωπό μου βρίσκεται αναπόφευκτα λίγα μόλις εκατοστά κάτω από το στήθος της. Μια φευγαλέα εικόνα, επινοημένη σκηνή από τις πρώτες ηδονές της με κάποιον κοντινό ξάδερφο, παιχνίδια με τις ώρες στα σκοτεινά του έρωτα. Στη συνέχεια γλιστράει προς τα πίσω, γιατί χρειάστηκε ν’ αλλάξει θέση. Η χάρις των μικρών, ανεπαίσθητων διασκελισμών. Η τυποποίηση των κινήσεων έχει γίνει με τον καιρό ευκρινής προοπτική χορού.

Σαν τον κύριο Σουζούκι, στο μυθιστόρημα Το ημερολόγιο ενός τρελού γέρου του Τζουνίτσιρο Τανιζάκι, εκείνο τον τυφλό βελονιστή, ο οποίος προσφέρει με το αζημίωτο τις υπηρεσίες του στον ηλικιωμένο αρχηγό της οικογένειας των Ούτσουγκι, τον ερωτομανέστατο Τοκούσουκε: η μασέζ είναι το ίδιο συνεπής μ’ εμένα, τον αλλοδαπό πελάτη της, όσο και με τον θεό της γνωστικής τυφλότητας. Ένα όριο σοφόκλειας θέλησης κι ευαισθησίας.

*

Ξαφνικά ακινητοποιείται. Λες κι έχει χτυπήσει κάποιο εσωτερικό καμπανάκι. Ένα νεύμα του χρόνου που το αισθάνεται ακαριαία. Και δεν έχει κάνει λάθος: μόλις πέρασαν τα προγραμματισμένα σαράντα πέντε λεπτά της εντατικής της εργασίας.

Στρέφεται να φύγει. Την έχω άλλωστε προπληρώσει. Τα ίδια βηματάκια του πείσματος, να φανεί δηλαδή ακόμη μια φορά χρήσιμη. Βλέπει ικανοποίηση. Τότε αρχίζω να της μιλώ.

 

//Από το βιβλίο του Γιώργου Βέη «Μανχάταν-Μπανγκόκ», εκδ. Κέδρος. Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής (Βραβείο Λάμπρος Πορφύρας της Ακαδημίας Αθηνών, 2007) και ταξιδιωτικός συγγραφέας (Κρατικά Βραβεία 2000, 2010). Από το 2010 είναι ο πρέσβης της Ελλάδος στην Ινδονησία, με παράλληλη διαπίστευση στη Μαλαισία, στο Σουλτανάτο του Μπρουνέι και στο Ανατολικό Τιμόρ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top