Harold Robbins

Με τη δεύτερη γυναίκα του, Γκρέις, στο γιοτ του στην Côte d’Azur. Δέχτηκε να την παντρευτεί, το 1965, με μια προϋπόθεση: θα αγαπούσε μόνον αυτόν, αλλά θα έκανε έρωτα και με όλους τους φίλους του.

Στο βασίλειο των οργασμών

Αν και ο Ρόμπινς ξεκίνησε να γράφει στα μέσα της δεκαετίας του ’40, τότε που η Ευρώπη μετρούσε ακόμα νεκρούς –ένα από τα πρώτα μυθιστορήματά του έγινε το κεντρικό θέμα της ταινίας του Έλβις Πρίσλει «King Creole»–, το άστρο του έλαμψε αργότερα. Στις πρώτες ιστορίες του, οι ήρωές του έσμιγαν πάντα με αληθινούς διάσημους χαρακτήρες, όπως ο πλέιμποϊ Πορφίριο Ρουμπιρόζα ή μεγιστάνες σαν τον Χάουαρντ Χιουζ και τα αγόρια της δυναστείας των Φορντ. Ο κεραυνός του σεξ ήρθε αργότερα, σαν το μπουμπουνητό της αμαρτίας ενός κόσμου που ο Ρόμπινς, σαν το Θεό, τον αγνάντευε πάντα με αγάπη και μίσος.

Η γλυκιά παρακμή της δεκαετίας του ’70 τον τύλιξε σαν μάγισσα. Αποχαιρέτησε τότε τους διάσημους χαρακτήρες και άρχισε να δημιουργεί πλάσματα της δικής του φαντασίας, τα οποία έγιναν διάσημα χάρη στις ομοιότητές τους με όλους τους λαμπερούς και τους πλούσιους εκείνης της φιλήδονης εποχής: αδυναμία στο σεξ, στα ναρκωτικά, στα γιοτ, στα μεταξωτά σεντόνια, στην απιστία, στην ντόλτσε βίτα. Στον κόσμο του κυνικού Χάρολντ υπήρχε περισσότερο έγκλημα και λιγότερη τιμωρία και όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στο βασίλειο των πολλαπλών οργασμών.

«Από τα δεκαέξι αγόρια του ορφανοτροφείου, μόνο τέσσερις ή πέντε είμαστε ακόμα ζωντανοί. Τρεις πέθαναν στην ηλεκτρική καρέκλα, τέσσερις είναι στη φυλακή και οι υπόλοιποι έγιναν αξιοπρεπείς πολίτες σαν εμένα!»

Ο ίδιος δεν είχε ποτέ αμφιβολία: «είμαι για τη γενιά μου αυτό που ήταν ο Κάρολος Ντίκενς για τη δική του», δήλωσε κάποτε σοβαρά στην αμερικανική τηλεόραση. Αν στη στερημένη εποχή του Ντίκενς οι πεινασμένοι πάλευαν για ένα κομμάτι ψωμί, στις μέρες του Ρόμπινς οι χορτασμένοι πεινούσαν κυρίως για σεξ. Μετά από αιώνες σεμνοτυφίας και σεξουαλικής στέρησης, η Αμερική της δεκαετίας του Studio 54 ήταν η Μέκκα της σάρκας. Ο Ρόμπινς είχε έρθει από το πουθενά σε αυτήν τη Μέκκα και μυρίστηκε από νωρίς το ψητό. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς την προέλευσή του. Κάποιος κάποτε τον αποκάλεσε «δεξιοτέχνη μασέρ της αλήθειας», επειδή είχε πλάσει την ιστορία του σαν μυθιστόρημα.

harold robbins 1970s sunglasses

Ο ίδιος δεν είχε ποτέ αμφιβολία: «είμαι για τη γενιά μου αυτό που ήταν ο Ντίκενς για τη δική του». Ωστόσο, το μόνο πρόβλημα ήταν η έλλειψη ταλέντου του ως συγγραφέα. Αλλά οι ιδέες του ήταν ραδιενεργές για άλλους πιο ταλαντούχους συγγραφείς, όπως ο Νόρμαν Μέιλερ.

Σύμφωνα με τις φλυαρίες του ίδιου, ήταν ορφανός, μεγαλωμένος σε ένα κακόφημο ορφανοτροφείο όπου κάπνισε μαριχουάνα στα οκτώ του και έκανε κοκαΐνη στα έντεκα, την ίδια χρονιά που έχασε την παρθενιά του από μια πόρνη και άρχισε να κοιμάται με άντρες για λεφτά. «Από τα δεκαέξι αγόρια του ορφανοτροφείου», δήλωσε ο ίδιος σε μια συνέντευξη το 1971, «μόνο τέσσερις ή πέντε είμαστε ακόμα ζωντανοί. Τρεις από αυτούς πέθαναν στην ηλεκτρική καρέκλα, τέσσερις είναι στη φυλακή και οι υπόλοιποι έγιναν αξιοπρεπείς πολίτες σαν εμένα!». Μέχρι το θάνατό του, το 1997, κανένας δεν αμφέβαλλε για όλα αυτά, ως πέρυσι, όταν ο Γουίλσον, μετά από μακρόχρονη έρευνα, αποκάλυψε στη βιογραφία του πως όσα έλεγε ο Ρόμπινς για τον εαυτό του ήταν καλοδιατυπωμένα παραμύθια.

Η μυθολογία γύρω από τη ζωή του άγγιξε ομηρικά ύψη την εποχή της μεγάλης διασημότητάς του, όπου δήλωνε τα απίστευτα στους εντυπωσιασμένους δημοσιογράφους: ήταν το εξώγαμο του Τσάρου της Ρωσίας που είχε έρθει στη Νέα Υόρκη το 1916, για να συγκεντρώσει χρήματα υπέρ του αγώνα κατά των μπολσεβίκων! Ήταν ζιγκολό! Ήταν μια αρσενική πόρνη που είχε κοιμηθεί με όλους τους ναύτες στο υποβρύχιο όπου υπηρέτησε! Ήταν ένας άντρας που έκανε έρωτα με είκοσι γυναίκες κάθε νύχτα, οι οποίες τον πλήρωναν αδρά για κάθε κανονιά! Ήταν… ήταν…ήταν… Διόλου τυχαία, στο πρώτο μπεστ σέλερ που τον έκανε διάσημο το 1948, το «Ποτέ μην αγαπήσεις ξένο», ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας, ο Φράνσις, παρουσιάζεται ως ένας ορφανός χωρίς ιστορία, «ένα φάντασμα, ένα στοιχειό, ένα όνομα δίχως σώμα». Στο ίδιο βιβλίο, ο Φράνσις κλαψουρίζει πως «από όλους τους ανθρώπους που γνώρισα, τον εαυτό μου τον γνώρισα λιγότερο απ’ όλους».

Διαβάστε ακόμα: Το λεξικό του ώριμου στυλ.

Η δύναμη του αρσενικού

Ο Ρόμπινς, βεβαίως, ήξερε πολύ καλύτερα τον εαυτό του απ’ ό,τι οι ήρωές του τον δικό τους. Το μυστήριο της ζωής του ήταν ένα καλοραμμένο πέπλο πίσω απ’ το οποίο κρυβόταν μια απόλυτα συνηθισμένη ζωή. Γεννήθηκε το 1916 στο Μπρούκλιν, από μια μικροαστική εβραϊκή οικογένεια ρωσικής καταγωγής. Είχε τρία αδέρφια και, όταν ενηλικιώθηκε, έφυγε για το Λος Άντζελες για να κυνηγήσει την τύχη του. Ένας οικογενειακός γνωστός τού βρήκε μια υπαλληλική θέση στα γραφεία μεγάλης κινηματογραφικής εταιρείας και ήταν εκεί όπου, στον ελεύθερο χρόνο του, άρχισε να σκαρώνει τα παραμύθια που τον έκαναν πλούσιο και διάσημο.

Mόνο τη δεκαετία του ’70 πουλήθηκαν πάνω από 100 εκατομ. αντίτυπα βιβλίων του – αριθμός πολύ μεγαλύτερος από το σύνολο των άλμπουμ που πούλησαν παγκοσμίως ο Μάικλ Τζάκσον και η Μαντόνα μαζί μέσα σε μια δεκαετία.

Παρά το «κανόνι» του, λίγες γυναίκες ήθελαν να κοιμηθούν μαζί του προτού ανέβει στο ρετιρέ της δόξας του, διότι ο Χάρολντ ήταν πιο ωραίος στη φαντασία του παρά στην πραγματικότητα. Ήταν αυτή η αχαλίνωτη φαντασία που διοχετεύτηκε σε λέξεις, ώσπου κάθε παραμυθένια λεξούλα άρχισε να αντιστοιχεί με ένα αληθινό εκατομμύριο. Λέγεται πως ως το 1969 πάνω από 25.000 πιστοί αναγνώστες αγόραζαν ένα μυθιστόρημα του Ρόμπινς κάθε μέρα. Και υπολογίζεται ότι μόνο μέσα στη δεκαετία του ’70 πουλήθηκαν πάνω από 100 εκατομμύρια αντίτυπα βιβλίων του μεταφρασμένα σε 32 γλώσσες – αριθμός πολύ μεγαλύτερος από το σύνολο των άλμπουμ που πούλησαν παγκοσμίως ο Μάικλ Τζάκσον και η Μαντόνα μαζί μέσα σε μια δεκαετία.

Stiletto / Stiletto

“Της τράβηξε τα μαλλιά, σπρώχνοντας το κεφάλι της προς τα πίσω”. Εξίσου εύγλωττες ήταν οι σκηνές και στην ταινία “Stiletto” του 1968.

Αν κάθε μυθιστόρημα του Ρόμπινς ξεπερνούσε τις 100.000 λέξεις, ο πολλαπλασιασμός με τα εκατομμύρια έφτανε στο φεγγάρι. Εκεί, στο φεγγάρι, άρχισε να ζει ο δισεκατομμυριούχος κύριος Ρόμπινς. Και όταν οι κριτικοί του επιτέθηκαν για το «πρόστυχο λεξιλόγιο» του, ο εκδότης του, ο Νοπφ Τζούνιορ, έβγαλε τον πελάτη του και πάλι ασπροπρόσωπο. Όπως εξήγησε ο ίδιος σ’ έναν επιθετικό κριτικό, η εκδοτική εταιρεία των Νοπφ είχε υπογράψει «συμβόλαια ζωής» μόνο με τρεις συγγραφείς: τον Τόμας Μαν, τον Αντρέ Ζιντ και τον Χάρολντ Ρόμπινς. Και οι δύο πρώτοι δεν έφτασαν ποτέ ούτε στο ένα χιλιοστό των κερδών του τελευταίου. Γι’ αυτό, όπως απαντούσε ο Χάρολντ σε όσους αμφέβαλλαν για το ταλέντο του, «Fuck you, body!».

Η συνταγή του Ρόμπινς ήταν αλάνθαστη. Ο ήρωας κάθε βιβλίου του έβγαινε πάντα από το ίδιο καλούπι: ένας παραστρατημένος όσο και αδικημένος άντρας, συνήθως μεγαλωμένος σε ορφανοτροφείο, ο οποίος παλεύει για να φτάσει στο λιμάνι της δικαίωσης με το πείσμα, τη γενναιότητα και τη γοητεία του Τζέιμς Μποντ – και ώσπου να φτάσει εκεί, έχει ρίξει τόσες γροθιές και πιστολιές όσες και «κανονιές» στα στήθια και στα σκέλια καλλονών που θα έδιναν και τη ζωή τους για μια ακόμα έκρηξη από τα σωθικά αυτού του απαράμιλλου αρσενικού.

Μπορεί ο Ντίκενς να μην έγραφε ποτέ έτσι, οι εποχές όμως αλλάζουν και νά πώς περιέγραφε την αγάπη ο «Ντίκενς» της λευκής εποχής του Studio 54 και της κοκαΐνης:
Ξαφνικά, εκείνος την έσπρωξε μακριά. Τον κοίταξε, ανίκανη ακόμα και να αναπνεύσει. Στεκόταν τώρα γονατιστός, ανάμεσα στ’ ανοιγμένα πόδια της. Πήρε το μπουκαλάκι κι έριξε τη σκόνη πάνω στο πέος του, μέχρι που το πασπάλισε όλο, λες και ήταν ζάχαρη. Τέντωσε τα πόδια της να ανοίξουν όσο δεν έπαιρνε άλλο και μπήκε αργά μέσα της… Από κάπου μακριά μπορούσε ν’ ακούσει τον εαυτό της να φωνάζει, καθώς την κομμάτιαζαν οι οργασμοί, ο ένας μετά τον άλλον. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε φτάσει σ’ ένα τέτοιο σημείο. Ποτέ. Πίστευε ότι τέτοιου είδους ερωτική αναστάτωση υπήρχε μόνο στα βιβλία ή στις συζητήσεις των ανθρώπων, που τη χρησιμοποιούσαν σαν ένα μέσο για να κρύψουν τις αληθινές, φτωχές εμπειρίες τους. Και στην περίπτωση που ήταν αλήθεια, εκείνη είχε πειστεί ότι ήταν ανίκανη να τη νιώσει. Για την Τζορντάνα, το σεξ ήταν ένας θρίαμβος πάνω στη δύναμη του αρσενικού και κάθε δική της ικανοποίηση ήταν απλώς μια σύμπτωση. Αλλά τώρα ήταν εντελώς διαφορετικό. Τώρα τη χρησιμοποιούσαν, τώρα της χάριζαν ηδονή, τώρα μπορούσε να δώσει και να πάρει, ένιωθε γεμάτη.

Το παρατσούκλι του ήταν «αχνιστή γραφομηχανή». Όταν ερχόταν η στιγμή, ο «κανονιέρης» άφηνε το γιοτ και τα κορίτσια και κλεινόταν στη σουίτα του, όπου δακτυλογραφούσε 5.000 λέξεις ημερησίως.

Το χαρακτηριστικό αυτό απόσπασμα από τον «Πειρατή» ξεσήκωσε κάποτε την Αμερική με τον ίδιο τρόπο που, περίπου την ίδια εποχή, αναστάτωνε την υφήλιο η περίφημη σκηνή με το βούτυρο από «Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι». Μπορεί ο Ρόμπινς να μην έγινε ποτέ ούτε Ντίκενς ούτε Μπερτολούτσι, κατάφερε ωστόσο να γίνει πιο καλτ και από τους δύο. Όπως σημειώνει ένας κριτικός των New York Times, «ο Ρόμπινς είπε κάποτε πως “απλώς πιστεύω πως κατάφερα καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον να απεικονίσω τους καιρούς στους οποίους έζησα”…». Αν μη τι άλλο, το μυθιστόρημα «Ο Νονός», το οποίο δοξάστηκε χάρη στην ταινία του Κόπολα, δεν θα είχε γραφτεί ποτέ χωρίς το παράδειγμα του Χάρολντ Ρόμπινς, ο οποίος απέδειξε ότι το μεγαλείο μπορεί να στροβιλιστεί γύρω από την κενολογία του εντυπωσιασμού. Είναι κρίμα που το μόνο πρόβλημα ήταν η έλλειψη ταλέντου του ως συγγραφέα. Αλλά οι ιδέες του ήταν ραδιενεργές για άλλους πιο ταλαντούχους συγγραφείς, όπως ο Νόρμαν Μέιλερ».

Το παρατσούκλι του στον εκδοτικό κόσμο ήταν «αχνιστή γραφομηχανή», επειδή, σε αντίθεση με τον Μέιλερ, τον Ζιντ, ή τον Μαν (!), έγραφε τα μυθιστορήματά του σε χρόνο ρεκόρ. Όταν ερχόταν η στιγμή να παράξει την επόμενη ιστορία του, ο «κανονιέρης» άφηνε το γιοτ και τα κορίτσια και κλεινόταν για τρεις εβδομάδες στη σουίτα του στο St Regis, στο Μανχάταν, όπου δακτυλογραφούσε 5.000 λέξεις ημερησίως. Συνήθως έγραφε ένα μυθιστόρημα ετησίως και όταν με το πέρασμα του χρόνου το μυαλό του θόλωσε από το σεξ και την κοκαΐνη, προσέλαβε ghost writers, στους οποίους υπαγόρευε τις ιστορίες του κι εκείνοι τις διαμόρφωναν «λογοτεχνικά». Βεβαίως, πριν ή μετά από την εποχή των ghost writers, ο Ρόμπινς δεν θεωρήθηκε ποτέ λογοτέχνης, αλλά ούτε και κάτι λιγότερο από αυτό. Όπως το έθεσε ένας κριτικός, «δεν υπάρχει άλλη λέξη για να χαρακτηρίσει κάποιος αυτού του είδους τα μυθιστορήματα που έγραψε πέρα από robinsesque».

Διαβάστε ακόμα: “Φλερτάρετε και στα 70 σας”, συμβουλεύει ο Sir Taki.

harold-robbins-1024x767

Ο Τζακ Νίκολσον δεν το κρύβει από κανέναν. Όπως ακούστηκε να λέει σε μια χολιγουντιανή βεράντα, «ελπίζω να γίνει σύντομα ταινία η ζωή του Χάρολντ, για να προλάβω να τον παίξω εγώ».

Ένας αληθινός ρόλος

Το άστρο του Χάρολντ Ρόμπινς μαράζωσε μαζί με την υπερβολή των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Του άρεσε συχνά να διατυμπανίζει πως «θα ζήσω διακόσια χρόνια και θα γράφω όλες τις ιστορίες που έχω μέσα μου», αλλά διαψεύστηκε. Ογδόντα ένα χρόνια ήταν αρκετά. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, αποχαιρέτησε τον «πλανήτη σεξ» ένα χρόνο προτού ο κομήτης Μόνικα Λεβίνσκι τινάξει το Λευκό Οίκο στον αέρα. Ήταν ένας δύσκολος και πικρόχολος γέρος που ρουφούσε κοκαΐνη ως τα ογδόντα του, έξαλλος επειδή το «κανόνι» του δεν δούλευε πια και οι λέξεις τον είχαν εγκαταλείψει. Πέθανε από εγκεφαλικό εξαιτίας της κοκαΐνης, αφήνοντας πίσω του αποξενωμένες κόρες, εχθρούς και χρέη. Τα πολλά αυτοκίνητα, οι βίλες και η θαλαμηγός είχαν ήδη πουληθεί πριν από το θάνατό του, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεπληρωθούν τα χρέη του. Έτσι, ο πλουσιότερος συγγραφέας στον κόσμο έγινε ο φτωχότερος συγγραφέας στον κόσμο. Με το χρέος του ενός εκατομμυρίου δολαρίων να τον βαραίνει, ο θάνατος θα πρέπει μάλλον να τον ανακούφισε.

«H ζωή μου είναι σαν μυθιστόρημα και το ρόλο μου θα τον παίξω ως το τέλος όπως τον έχω στο μυαλό μου εγώ. Όταν πεθάνω, μπορούν να με ψήσουν και να πετάξουν τις στάχτες μου όπου τους αρέσει και να πουν ό,τι θέλουν».

Στην κηδεία του δεν πήγε κανείς. Ίσως γι’ αυτό ο Χάρολντ Ρόμπινς γέλασε τελευταίος· διότι το φινάλε του, αν μη τι άλλο, ήταν τόσο robinsesque όσο και οι ίδιες οι ιστορίες του. Η ζωή ήταν γι’ αυτόν ένας αληθινός ρόλος που τον έπαιξε ως το τέλος με σκυλίσιο πείσμα. Όπως το τοποθέτησε κάποτε ο ίδιος, «η ζωή μου είναι σαν μυθιστόρημα και το ρόλο μου θα τον παίξω ως το τέλος όπως τον έχω στο μυαλό μου εγώ. Αδιαφορώ αν το στόρι μου θα έχει χάπι εντ ή όχι. Αδιαφορώ, επίσης, για τη γνώμη των άλλων. Όταν πεθάνω, μπορούν να με ψήσουν και να πετάξουν τις στάχτες μου όπου τους αρέσει και να πουν ό,τι θέλουν».

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, βαθιά στο μυαλό του, ο μαέστρος του σεξ ήξερε ότι οι μελλοντικές γενιές δεν θα τον ξεχάσουν και πως στην τρίτη χιλιετία το όνομά του θα επιβίωνε σαν εφτάψυχη κολασμένη γάτα. Αλλιώς δεν θα μιλούσαμε γι’ αυτόν ούτε θα ενδιαφερόμαστε για τη βιογραφία του – και αλλιώς ούτε εσείς θα τρέχατε να αναζητήσετε τον «Πειρατή» στα βιβλιοπωλεία, όπως μυρίζομαι ότι θα κάνετε την επομένη που θα διαβάσετε αυτές τις σελίδες. Ξέρω, η εποχή μας έχει προχωρήσει πολύ από τότε και το εύκολο σεξ έχει απομυθοποιηθεί. Αλλά όπως ειρωνεύτηκε κάποτε ένας γνωστός μου Αμερικανός συνάδελφος, «όπως κανένας συνθέτης δεν πρόκειται να ξαναγράψει τις συμφωνίες του Μπετόβεν, κανένας άντρας δεν θα ξαναγράψει για το σεξ με τον τρόπο του Ρόμπινς». Γι’ αυτό ο Τζακ Νίκολσον δεν το κρύβει από κανέναν. Όπως ακούστηκε να λέει ο πιο robinsesque σταρ σε μια χολιγουντιανή βεράντα, «ελπίζω να γίνει σύντομα ταινία η ζωή του Χάρολντ, για να προλάβω να τον παίξω εγώ».

 

Διαβάστε ακόμα: Sexy: δημόσια βίτσια, ιδιωτικές αρετές.

1 2

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top