LAGIOS_1

Ο Ηλίας Λάγιος.

Μπορείτε να γράψετε, κύριε αστυνομικέ,
ότι πατρίδα μου εμένα
είναι ο φίλος μου ο Σάκης Μανουηλίδης
που σκοτώθηκε στα βουνά της Αλβανίας
ο συμμαθητής μου Αλέξανδρος Καϊρης
που εξετέλεσαν οι Γερμανοί ξημερώματα
στο Σκοπευτήριο
και ο Νίκος Μαθάς που
πέθανε από τις κακουχίες στην Κατοχή.

Νίκος Καρύδης, «Στοιχεία Ταυτότητας»

 

Κάναμε παρέα, στενή, πολύ στενή, κοντά μιάμιση δεκαετία, και δεν θα ξεχάσω ποτέ τα γέλια, πάντα βροντερά, και τα κλάματα, πάντα γοερά, αυτών των δεκαπέντε χρόνων. Ο William S. Burroughs είχε πει για τον Brion Gysin ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο θα μπορούσε ευθαρσώς να πει ότι τον σεβόταν. Το έχω πει, πολλές φορές, σε φίλους, σε καφενεία, όχι κατ’ ανάγκην κακόφημα, και σε μπαρ, στα οποία πολλοί ευυπόληπτοι Αθηναίοι δεν έχουν πατήσει το πόδι τους ποτέ, ότι ο φίλος μου, ο ποιητής Ηλίας Λάγιος, είναι ο μόνος άνθρωπος που σεβάστηκα. Και φαντάσου, αναγνώστη, ότι στη διάρκεια των κάπου πέντε χιλιάδων εικοσιτετραώρων της φιλίας μας, από τα οποία καμιά τριακοσαριά τα περάσαμε στην ίδια κάμαρα, στο σπίτι μου, στην Κυψέλη, στην οδό Σύρου, ήπιαμε την αξία πάνω από δύο διαμερισμάτων σε ουίσκι, βότκες, ούζα, κρασιά, τεκίλες, και μπίρες, μας δόθηκαν, με εβδομάδες ή άλλοτε μήνες, και σε μία περίπτωση με χρόνια, διαφορά, μερικές πανέμορφες και γενναίες κοπέλες, διαβάσαμε, τουλάχιστον μία φορά, τα έργα του Μεγάλου Βάρδου, διανύσαμε πολλές εκατοντάδες φορές πεζοπορώντας και μιλώντας βραχνά την απόσταση Κυψέλη-Καλλιδρομίου, σπάσαμε κάμποσα ποτήρια, σταχτοδοχεία, βάζα, καρέκλες, προσφέραμε ο ένας στον άλλον πάμπολλα potlatch (στυλό διαρκείας μάρκας Parker, αναπτήρες Zippo, αλλά και Bic, μπλούζες, κασέτες, κασκέτα, και, φυσικά, βιβλία βιβλία βιβλία), παίξαμε άπαξ σκάκι στο «Πανελλήνιον», μια παρτίδα αλλόκοτη λόγω προκεχωρημένης μέθης, κάναμε καντάδες, μεταξύ άλλων, στην Άννα (αντάρτικα, οι αθεόφοβοι!), στην Μαριάννα (λαϊκά), στην Δηώ (ελαφρά), συνεργαστήκαμε στην τελική σύνθεση και στην έκδοση της Έρημης Γης, κάναμε δεκάδες φάρσες, όχι πάντα καλόγουστες, όχι πάντα ευγενικές, είδαμε φίλους μας να

Στο Άμα Λάχει, Καλλιδρομίου. Σύναξη ψυχών. Μπαμπασάκης, Σταθόπουλος, Λυμπέρη, Αρανίτσης, Λάγιος

Στο Άμα Λάχει, Καλλιδρομίου. Σύναξη ψυχών. Μπαμπασάκης, Σταθόπουλος, Λυμπέρη, Αρανίτσης, Λάγιος

αναχωρούν για τους Λειμώνες τ’ Ουρανού (τον Βακαλόπουλο, τον Μπαλή, τον Μιχαηλίδη, τον Τζουράκη, ω Χρήστο, ω Νικόλα, ω Σταμάτη, ω Ανδρέα, αθάνατοι!), αφήσαμε εμβρόντητους κάποιους πιτσιρικάδες φίλους μας όταν στου «Γλυκύ» αρχίσαμε να μιλάμε με τη δέουσα παθιασμένη σοβαρότητα για τον στρατάρχη Γκουντέριαν και για την Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου του Ουίνστον Τσόρτσιλ, διαφωνήσαμε έως παρ’ ολίγον ξυλοδαρμού για κοινωνικά, πολιτικά και λογοτεχνικά ζητήματα, περάσαμε όλους τους καύσωνες στην Αθήνα (ω Βεΐκου, ω Ουίλιαμ Κινγκ!), κάναμε παρέα όχι μονάχα με τον Κακουλίδη αλλά και με τον Βλαβιανό, φάγαμε και ήπιαμε όχι μονάχα με τον Αρανίτση αλλά και με τον Βαγενά, μπεκρουλιάσαμε όχι μονάχα με τον Γουδέλη αλλά και με τον Τριάντη, καταφύγαμε όχι μονάχα σε μπουζουκομάγαζα αλλά και σε απαστράπτοντα εστιατόρια, χορέψαμε ξανά και ξανά και ξανά ζεϊμπέκικους, βαλς, τάνγκο, αλλά και με τις ώρες τον Χορό του Αλοζανφάν, στις 10 Απριλίου του 1993, αναστατώνοντας τη γειτονιά, καλύψαμε ο ένας τον άλλον πλειστάκις όταν του ενός ή του άλλου η ευφρόσυνη αφροσύνη χτύπαγε κόκκινο, ζήσαμε επί πιστώσει πολλούς απανωτούς μήνες, κουμπαριάσαμε ένα σωρό φορές αλλά μονάχα στα λόγια και ποτέ στην πράξη, τάξαμε γάμους σε τουλάχιστον δέκα εύμορφες, κάναμε ένα μάλλον επικίνδυνο μικροσκάνδαλο στην κηδεία ενός λαοφιλέστατου πολιτικού ηγέτη, δίχως ευτυχώς να ποδοπατηθούμε από το σαστισμένο πλήθος, καταστρώσαμε το σχέδιο συγγραφής ενός βιβλίου αφιερωμένου στους πατεράδες μας, το οποίο όμως ποτέ δεν στρωθήκαμε να γράψουμε, είπαμε εκατοντάδες ανέκδοτα, μας γέμισε τα ποτήρια πάλι και ξανά η Αφροδίτη, μας πρόσφερε ουίσκι πάλι και ξανά η Μάρθα, μας φίλεψε πάλι και ξανά η Μαρία, απείλησε να μας ξεκάνει πάλι και ξανά η Μάγδα, καπνίσαμε πέντε καπνοβιομηχανίες, διαβάσαμε τουλάχιστον πεντακόσια βιβλία από κοινού και χιλιάδες ο καθένας μόνος του, γλεντήσαμε με τον Κοροβέση και με τον Παπαγιώργη και με τον Λεοντάρη και με τον Ροζάνη, εγκωμιάσαμε το φιλμικό western, το noir μυθιστόρημα, τον Παναθηναϊκό της δεκαετίας του εξήντα, τον ακραιφνή επαναστάτη Άγι Στίνα, τον αγέρωχο ποιητή Dylan Thomas, τον μεγάλο κινηματογραφιστή Νίκο Φατούρο, την ανοξείδωτη θεά Άννα Φόνσου, το έξοχο ουζομεζεδοπωλείον «Μετέωρα», μαγειρέψαμε αναρίθμητες φορές για φίλους και φίλες, ήπιαμε και ξαναήπιαμε και δώσ’ του πάλι ήπιαμε, και κάτω, Λάγιο μου, όχι, κάτω, Ηλία μου, δεν το βάλαμε ποτέ!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

* * *

Μικρή Μουζικούλα Για Τον Ηλία Λάγιο

Καμιά φορά κάθομαι και χαζεύω το μπαλκόνι, και σκέφτομαι τι είναι ο Λάγιος, για μένα, που, όσο κι αν με τσαντίζει να το ομολογώ, δεν αξιώθηκα να τον συναντήσω, κι ας γυρνούσα στις γειτονιές του, κι ας είχα, ίσως, περάσει μερικές φορές έξω από στέκια που τον φιλοξένησαν, κι ας είχα, ακόμη, μπει σε μερικά απ’ αυτά, χωρίς να κοιτάζω τις φάτσες γύρω μου, συγκεντρωμένος ήσυχα στο ποτό μου.
Τι είναι ο Λάγιος;
[Άκου ερώτηση…!]
Είναι, ίσως, η υπερβολή, η αδηφαγία, η ξεχειλωμένη συστολή, η γενναία ξεφτίλα, η αδιαφορία για τη γελοιότητα (τίμημα ακριβό της δημιουργίας), η προσήλωση, η φανατίλα, η αφοσίωση, η μελέτη, η μέθη, το εμπαθές αλισβερίσι με μια ορδή πεθαμένους απόστολους, η λεβεντιά (όχι της φυλής, αλλά της Φιλίας), και η ξεδιάντροπη τόλμη και το θράσος του Έρωτα.
Είναι, επίσης, η συντροφιά στην ταβέρνα, η καντάδα, η ελεγεία και η σάτιρα, ο σαρκασμός που δεν τρώει σάρκες, η γλυκιά ειρωνεία, η συμπάθεια, το οξύθυμο ταμπεραμέντο του ναύτη, ή του οδοιπόρου, και η επικίνδυνη γαλήνη του καλόγερου, είναι η κούραση, η νοσταλγία ως βίωμα και προσδοκία (και όχι ως θύμηση), η γιορτή, η σύναξη, και η θεολογία της καθ’ ημέρα νεκρανάστασης, το ντέρτι (και το γλέντι), και ο σεβντάς μιας αντί-μεταφυσικής που σε αναλαμβάνει στον όγδοο ουρανό, αυτόν που περιέχει τους άλλους εφτά, και συχνά τους φωνάζει: «Ξυπνήστε, φτάσαμε».
Ίσως είναι κι αυτό, ο Λάγιος.
Εννοώ το φτάσιμο.
«κι είδαν τον χρήστο τσουτσουβή γαμπρό μ’ άψογο μανικιούρ / κι είδαν γαμπρό παντός τον μαραγκό με μαυρισμένα νύχια – / ξανά / κι η οβριά η μάνα κι η νότα τσουτσουβή τους λούσαν και τους / μύρωσαν / κι ο κόσμος ύφαινε για μας σάβανο μαύρο την αιωνιότητα».
Είναι η ευθυμία της μουζικούλας στις άκρες των μπαλκονιών, λαλιά του ύψους που συχνά μας τρομάζει, ειδικά όσους από εμάς κάποτε, μεθυσμένοι, βγήκαμε απ’ την άλλη πλευρά, στο μπαλκόνι ενός κοριτσιού απ’ τη Θεσσαλονίκη, κοντά στην Καμάρα, και παραστήσαμε, τάχα, ότι χορεύουμε αφήνοντας, και πιάνοντας πάλι τα κάγκελα του τετάρτου ορόφου.
Όταν τα θυμάμαι αυτά, από άλλους καιρούς, με πιάνει κάτι σαν φρίκη, και σηκώνομαι, και τραβώ τις κουρτίνες, ή κλείνω τις μπαλκονόπορτες, δυναμώνω τη μουσική, βάζω καινούριο ποτό, και ξεφυλλίζω τα Ποιήματα, δηλαδή τα Άπαντα, του Ηλία Λάγιου, στη σιωπηλή συμφωνία του γραφείου, που λέει να μην σκέφτεσαι άλματα, αλλά περιπάτους, περιπάτους ατέλειωτους.
«Η νύχτα, γριά πουτάνα που νυστάζει. / Σ’ αυτό το διψασμένο το ξενύχτι, / σπαράζω, σαν το ψάρι μες στο δίχτυ. / Το ξέρω. Απόψε θα με σώσει η τέχνη. / Παραμιλώ. Γαμώ την ομορφιά σου. / Η αγάπη, κακοφόρμισε και ζέχνει. / Μα τι είναι; Σαν να θρόισαν τα μαλλιά σου…».
Μετά, βάζω τα γέλια, τσουγκρίζω νοερά με τον νεκρό, και τσουγκρίζω στ’ αλήθεια με τους φίλους του, λέω στην υγειά σου, ή στην υγειά του, και αφήνω να μιλήσουν εκείνοι που τον γνώρισαν, και ξέρουν κάτι παραπάνω, και ξέρουν, πάντα, καλύτερα.

Κυριάκος Μαργαρίτης

Ηλίας Λάγιος, Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος

Χειρόγραφο του Ηλία Λάγιου.

Χειρόγραφο του Ηλία Λάγιου για το περιοδικό που ετοίμαζαν να εκδώσουν με τον Γιώργο – Ίκαρο Μπαμπασάκη στα μέσα της δεκαετίας του 1990.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top