4d61a98d2deaeac1dd9b4000def2974b

«Σιέστα σημαίνει να συνθηκολογήσουμε με τον ημερήσιο ύπνο, να αποτίσουμε φόρο τιμής σ’ αυτόν, ν’ αποδεχτούμε τη συντροφιά του αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή στην ονειροπόληση…» (John Singer Sargent, «Siesta»).

Σηκώνομαι αργά από το γραφείο μου, σβήνω τον υπολογιστή μου, κατευθύνομαι προς το κρεβάτι μου, ξεκουμπώνω το παντελόνι μου, βγάζω τα παπούτσια και τις κάλτσες μου, τραβάω το τηλέφωνο από την πρίζα και, με λύπη, διακόπτω την ακρόαση του «Ρεσιτάλ άρπας» της Μαρτίν Ζελιό. Έπειτα ξαπλώνω, κλείνω τα μάτια κι ακούω τον εαυτό μου να εύχεται στην ανύπαρκτη ομήγυρη και σε μένα τον ίδιο «καλόν ύπνο», με φωνή αχνή, σαν ψίθυρο, σαν χάδι. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, δεν ελέγχω πια τίποτα, είμαι εξ ολοκλήρου «αλλού», στη χώρα του ύπνου…

Τι ώρα είναι; Σχεδόν δεκατρείς και τριάντα. Η αρχή του απογεύματος. Αυτή η τόσο ευχάριστη στιγμούλα όπου ο μεσημεριανός ύπνος σάς καλεί και σεις δεν ξέρετε αν θ’ ανταποκριθείτε. Να κοιμηθώ; Μα έχω τόσα πράγματα να κάνω! Να κοιμηθώ; Μα δεν είναι πρέπον! Κι αν κάποιος το αντιλαμβανόταν και το μαρτυρούσε στους οικείους μου, στους φοιτητές μου, στους συναδέλφους μου, στους προϊσταμένους μου… Όχι, όχι, μη μ’ ενοχλείτε, αναπαύομαι. Δεν είμαι εδώ για κανέναν: κοιμάμαι! Τι; Μάλιστα, μάλιστα, «ο Τιερύ Πακό κάνει νάνι, σαν μωρό!» Ντροπή του, ντροπή σε όλους και σε όλες όσοι ενδίδουν σε μια συνήθεια περασμένης εποχής, μια συνήθεια που θα ’πρεπε να καταδικάζουμε, ν’ απαγορεύουμε, να τιμωρούμε! Η μέρα είναι μέρα κι έγινε για να εργαζόμαστε, να πάρει η ευχή! Και η νύχτα… η νύχτα; Για να κοιμόμαστε. Τελεία και παύλα. Ούτε συζήτηση. Δεν θα κάνουμε φασαρία για το τίποτε. Πρόκειται για έναν ρυθμό εξαίρετο, σοφό, ορθολογικό, λειτουργικό και, σε τελευταία ανάλυση, αποδοτικό για όλους. Οι πάντες μπορούν να τον ακολουθήσουν, τόσο οι εργοδότες όσο και οι εργαζόμενοι. Εν ολίγοις, δεν είναι λογικό ν’ απουσιάζει κάποιος από την κοινωνική ζωή μόνο και μόνο για να πάρει έναν υπνάκο, σαν να μην τρέχει τίποτα.

Gustave CAILLEBOTTE (1848-1894) by Catherine La Rose (5)

«Η σιέστα είναι επιτακτική ανάγκη. Σας επιβάλλεται, δεν σας εκλιπαρεί. Είναι εκεί, παρούσα, θελκτική, προκλητική, τρυφερή – με μια λέξη, ακαταμάχητη. Σας τυλίγει με τη ζέστη της, σας κανακεύει, σας χαϊδολογά. Την ακολουθείτε τυφλά». (Gustave Caillebotte, «The Nap», 1877).

Κι όμως, σε αντίθεση με τα επιχειρήματα τόσων αξιοσέβαστων ανθρώπων, εγώ έχω να σας ομολογήσω, να σας εκμυστηρευτώ και να διακηρύξω πως η σιέστα είναι ένας χρόνος που εμπεριέχει την τέχνη της ζωής! Μάλιστα, την τέχνη με την οποία επιλέγουμε να ζούμε, μια τέχνη που οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε, να διαδίδουμε, να βιώνουμε συνειδητά με ευχαρίστηση και σοβαρότητα. Οπαδοί της σιέστας κάθε ηλικίας, σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, όποιο επάγγελμα κι αν ασκείτε, εκφράστε την προτίμησή σας και αντισταθείτε στην παγκόσμια, επιβεβλημένη, απολυταρχική χρονική τάξη. Κι αυτό, ας είναι μόνο η αρχή, η πάλη για το δικαίωμα στη σιέστα έπεται..

«Τα μάτια σας κλείνουν άθελά σας, σιγά σιγά χαλαρώνετε. Η ευτυχία, μια μορφή ευτυχίας, σας κυριεύει».

Η σιέστα είναι επιτακτική ανάγκη. Σας επιβάλλεται, δεν σας εκλιπαρεί. Είναι εκεί, παρούσα, θελκτική, προκλητική, τρυφερή – με μια λέξη, ακαταμάχητη. Σας τυλίγει με τη ζέστη της, σας κανακεύει, σας χαϊδολογά. Την ακολουθείτε τυφλά.

202delac

«Ο Εζέν Ντελακρουά στη “Γυναίκα με τον παπαγάλο” (1827) προσδίδει στη σιέστα χρώματα ζεστά, σαρκικά, ερωτικά», γράφει ο Τιερύ Πακό στο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Πίνακες με πρόσωπα σε μεσημεριανό ύπνο».

Τα μάτια σας κλείνουν άθελά σας, σιγά σιγά χαλαρώνετε, και το σώμα σας, που λίγο πριν το νιώθατε κάπως βαρύ, τώρα μοιάζει ελαφρύ, αόρατο, ανύπαρκτο. Η ευτυχία, μια μορφή ευτυχίας, σας κυριεύει. Αφήνεστε, δεν σας νοιάζει και, παρά την έκπληξή σας, παραδίνεστε. Σε ποιον; Σ’ έναν νέο εραστή; Σε μιαν ερωμένη; Σας πιάσαμε στα πράσα… Θέλατε να το κρατήσετε κρυφό; Είναι μια απαγορευμένη σχέση που πρέπει να μείνει μυστική; Ναι, είναι μια σχέση –που η ηθική της παραγωγικότητας αποδοκιμάζει– με τη νύχτα μέσα στη μέρα, μια σχέση με τον Ύπνο… Σιέστα σημαίνει να συνθηκολογήσουμε με τον ημερήσιο ύπνο, να αποτίσουμε φόρο τιμής σ’ αυτόν, ν’ αποδεχτούμε τη συντροφιά του αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή στην ονειροπόληση… Ο μεσημεριανός ύπνος είναι ευεργετικός.

Το παιδί είναι νευρικό. Κλαίει, ουρλιάζει, κυλιέται στο πάτωμα, αναποδογυρίζει τα πάντα στο πέρασμά του, αρνείται να πάει να κοιμηθεί, τόσο η προοπτική αυτή μοιάζει απειλητική και θυμίζει τιμωρία. Για να το ηρεμήσετε πρέπει να το πάρετε αγκαλιά, να το περιβάλλετε με όλη σας τη στοργή και να το οδηγήσετε στον ύπνο αμβλύνοντας τα άγχη και τους φόβους του, μεταδίδοντάς του τη δική σας απόλαυση κατά την ανάπαυση. Η ανάπαυση ακολουθεί το γεύμα, είτε ήταν λιτό είτε όχι. Όταν το παιδί ξυπνήσει θα είναι πάλι έτοιμο ν’ ανακαλύψει τον κόσμο με ακόρεστη δίψα. Ο μεσημεριανός ύπνος είναι σαν να ξαναπαίρνουμε ανάσα, μια αναγκαία στιγμή για ν’ ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας – σωματικές και μη.

Sleeping-boy-in-the-hay-by-Albert-Anker

«Τόσο το μωρό όσο και το μικρό παιδί τρέφονται από τον μοναδικό και πολύτιμο χρόνο της σιέστας. Το παιδί που κοιμάται είναι ακόμη ωραιότερο. Κοιτάξτε το. Αποπνέει γαλήνη. Το παιδί που κοιμάται μοιάζει με τοπίο ήρεμο και φωτεινό». (Albert Anker, «Sleeping Boy in the Hay», 1831).

Τόσο το μωρό όσο και το μικρό παιδί τρέφονται από τον μοναδικό και πολύτιμο χρόνο της σιέστας. Το παιδί που κοιμάται είναι ακόμη ωραιότερο. Κοιτάξτε το. Αποπνέει γαλήνη. Το παιδί που κοιμάται μοιάζει με τοπίο ήρεμο και φωτεινό. Με τοπίο χιονισμένο που απορροφά κάθε θόρυβο και μας προσφέρει ως αντίδωρο τον ύμνο της σιωπής. Με τοπίο ηλιόλουστο που θερμαίνει τους μυς του σώματος και γεννά το όνειρο. Πολλοί ζωγράφοι ασχολήθηκαν με την τέχνη του τοπίου, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Μονταίνι. Πράγματι, κάθε τοπιογραφία μάς μαθαίνει να βλέπουμε προσεκτικότερα και να εκτιμάμε τη «φύση». Το ίδιο συμβαίνει και με την τέχνη που αποδίδει τον ύπνο, αυτήν που μας κάνει να μοιραζόμαστε την ανάσα του, τη γαλήνη του και τα μαγευτικά του μισοσκόταδα. Είθε την ώρα που κοιμόμαστε ν’ απομακρυνθούμε από τα σκότη, να ταξιδέψουμε σε τόπους ήρεμους ή τρικυμιώδεις, πάντοτε όμως γεμάτους φως.

761px-Vincent_van_Gogh_-_The_siesta_(after_Millet)_-_Google_Art_Project

«Θυμάμαι τόσο πολλές σιέστες», εξομολογείται ο Πακό σ’ ένα άλλο σημείο του βιβλίου, «που καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου να τις ανακαλεί στη μνήμη, όπως κάνει αυτός που θέλει να κοιμηθεί μετρώντας προβατάκια, για να πετάξω γρηγορότερα και πιο ευχάριστα στη χώρα των ονείρων». (Vincent van Gogh, «The Siesta – after Millet»).

//Από το βιβλίο του Thierry Paquot «Η τέχνη της σιέστας» (το εναρκτήριο κεφάλαιο, με τίτλο «Ως εισαγωγή – Από τη μια σιέστα στην άλλη»), μετάφραση Μαρία Παγουλάτου, εκδόσεις Ποταμός.
Ο Thierry Paquot είναι καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολεοδομίας του Πανεπιστημίου Paris XII, εκδότης του περιοδικού Urbanisme, συνεργάτης της Monde Diplomatique, του Esprit και του Magazine Littéraire. Έχει γράψει βιβλία για την πολεοδομία, τον κινηματογράφο και τις γήινες απολαύσεις.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο συγγραφέας Πέτρος Αυλίδης παίρνει τη σιέστα του σ’ ένα μικρό νησί του Αιγαίου και φλερτάρει με μια… σαύρα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top