Τη Μ. Πέμπτη 5 Απριλίου έφυγε από τη ζωή ο Isao Takahata, ιδρυτής του Studio Ghibli και μέντορας του Hayao Miyazaki. (Φωτογραφία: Martin Holtkamp)

Ένθερμος ειρηνιστής και πολέμιος της πολιτικής του σημερινού συντηρητικού πρωθυπουργού Shinzo Abe, γεννήθηκε το 1935 στην πόλη Ise (πρώην Ujiyamada), στην καρδιά της χώρας, σε μια οικογένεια επτά παιδιών. Στο πανεπιστήμιο του Τόκιο, μελετάει την αγαπημένη του γαλλική φιλολογία και παθιάζεται με την ποίηση του Jacques Prévert. Την τέχνη των κινουμένων σχεδίων την ανακαλύπτει μέσα απ’ τη δουλειά του Paul Grimault (1905-1994), σκηνοθέτη του Roi et l’Oiseau, μεταφορά μιας ιστορίας του Hans Christian Andersen, γραμμένης από τον ίδιο τον ποιητή.

Αν ο Isao Takahata (Ισάο Τακαχάτα) συχνά κρατήθηκε στη σκιά του μαθητή και συναδέλφου του Hayao Miyazaki (Χαγιάο Μιγιαζάκι), ο θάνατός του τη Μ. Πέμπτη στα 82 του χρόνια από καρκίνο του πνεύμονα, τον φέρνει πια σε πρώτο πλάνο: αυτόν και μόνον αυτόν η παγκόσμια κοινότητα των κινηματογραφόφιλων πενθεί, όπως μαρτυρούν όλες οι αναρτήσεις στο Facebook στολισμένες με κάποια εικόνα από τη θανατερή ομορφιά του Le tombeau des lucioles.

Αυτή η μεγαλειώδης ταινία, ένα μαγευτικό αλλά ταυτόχρονα πικρό και τρυφερό χρονικό της ιαπωνικής κατάρρευσης, όπως τη ζούνε δυο μικρά παιδιά τις τελευταίες ημέρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χάρισε στον Takahata τη δόξα. Είμαστε στο 1988, και ο κόσμος του κινηματογράφου κινουμένων σχεδίων δεν θά ‘ναι ποτέ πια ξανά ο ίδιος.

Το «Le tombeau des lucioles» ήταν το αριστούργημα του Takahata.

Εμπνεόμενος από το Γερμανία, έτος μηδέν του Ροσελίνι, και των αρχών του ιταλικού νεορεαλισμού, ο συνιδρυτής του στούντιο Ghibli ορθώνει μια γέφυρα ανάμεσα στο γκέτο της ποπ κουλτούρας όπου στριμώχνεται αυτό το υπερκωδικοποιημένο είδος που είναι το «japanim», κι ένα σινεμά πιο ενήλικο, τόσο ως προς την οπτική του προσέγγιση όσο και ως προς τον τρόπο του να ξορκίζει το τραύμα της Χιροσίμα – ο Takahata ήταν τότε 10 χρόνων.

Tο εξαίσιο Conte de la princesse Kaguya ωθεί το γραφιστικό μινιμαλισμό στο αποκορύφωμά του: τα χρώματα μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, ενώ κάθε μολυβιά είναι κι ένα ρίγος συγκίνησης.

Και ενώ η αφήγηση ξετυλίγεται μέσα από τις νοσηρές σπείρες μιας μαύρης ποίησης, το στυλ του Takahata παραμένει παραδόξως άμεσο, σχεδόν ξερό και «τετριμμένο». Σε αντίθεση με το σχέδιο του φίλου του Miyazaki που ξεπερνάει τα όρια του φανταστικού, το δικό του ύφος, που δεν μπορούσε να κρατήσει το μολύβι για να κάνει ένα σκίτσο, είναι μια συμπύκνωση ρεαλισμού που συνδυάζεται με σοβαρές επιφυλάξεις για την εποχή του ψηφιακού.

Στον Takahata δεν υπάρχουν περιττές λεπτομέρειες ούτε καμώματα ούτε ψυχεδελικά παραληρήματα. Κι αυτό ισχύει για κάθε εικόνα του Le tombeau des lucioles, όπου δεν κρατάει από τον ιαπωνικό μαρασμό παρά την ουσία του (πείνα, αρρώστια, στάχτες, διάλυση της πατρίδας, ατίμωση, χάος…). Το ίδιο και με την απολύτως μινιμαλιστική γραφή του Mes voisins les Yamada του 1999, ξεκαρδιστικές ιστοριούλες μιας μέσης ιαπωνικής οικογένειας, ή του Kié la petite peste του 1981, ζωηρές στιγμές της ζωής μιας πιτσιρίκας που δυστυχεί δίπλα στον ξενοδόχο πατέρα της.


Διαβάστε ακόμα: Κι όμως πέρασαν 50 χρόνια από το διαστημικό έπος του Stanley Kubrick «2001: A Space Odyssey»


Ακόμα κι όταν επινοεί στο Pompoko (1994) όντα φανταστικά, τα Tanuki, αυτά έχουν βαθιά ριζωμένα τα πόδια τους στην πραγματικότητα: Δηλωμένα ως είδη υπό εξαφάνιση, τα άχαρα αυτά θηλαστικά ενώνουν τις δυνάμεις τους, για να προστατέψουν τον βιότοπό τους από το μπετονάρισμα της χώρας τη δεκαετία του ‘60. Εξάλλου, τους δύο φίλους ανέκαθεν ένωνε το ενδιαφέρον για την προστασία του περιβάλλοντος. Μάλιστα, το 2011, το στούντιο Ghibli παίρνει θέση κατά της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα.

Conte de la princesse Kaguya: η αποθέωση του γραφιστικού μινιμαλισμού.

Όσο για το εξαίσιο Conte de la princesse Kaguya (μεταφορά ενός λαϊκού μύθου του 10ου αι., θεωρούμενο ως ένα από τα ιδρυτικά κείμενα της ιαπωνικής λογοτεχνίας), την τελευταία ταινία του Takahata (2013), ωθεί το γραφιστικό μινιμαλισμό στο αποκορύφωμά του: τα χρώματα μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, κάθε μολυβιά, κάθε εικόνα είναι κι ένα ρίγος συγκίνησης, ένας πανέμορφος κήπος που λουλουδιάζει στην πιο μικρή δυνατή περίμετρο.

O Takahata ζογκλάρει με τα είδη, ενώ αλλάζει καλλιτεχνικό διευθυντή από τη μία ταινία στην άλλη. Ωστόσο, μαζί με τον Miyazaki μοιράζονται μια ιδιοφυΐα της φόρμας και του χρώματος και μια οξυμένη ευαισθησία για την παιδική ηλικία.

Ο σχεδιαστικός μινιμαλισμός του στάθηκε εμπόδιο στη φήμη του κατά τη διάρκεια μιας καριέρας ασφαλώς λαμπρής, αλλά σχετικά διακριτικής. (Φωτογραφία: Frédéric Stucin | Liberation)

Η σταδιοδρομία του Takahata ξεκίνησε στο Toei Animation, μία εταιρεία παραγωγής-θεσμό τη δεκαετία του ’60. Εκεί ακόνισε τα πρώτα του όπλα και μαζί τη συνενοχή του σε συνδικαλιστικά θέματα με τον Miyazaki με τον οποίο ιδρύουν το 1985 το μυθικό στούντιο Ghibli (χωρίς να λείπουν οι αντιπαλότητες), ως εναλλακτική της βιομηχανίας κινουμένων σχεδίων για τις επερχόμενες γενιές. Αποτέλεσμα της συνεργασίας τους, με παραγωγό τον Toshio Suzuki, είναι 26 ταινίες που γνώρισαν παγκόσμια επιτυχία συν ένα Όσκαρ το 2003 για το Voyage de Chihiro.

Στα τέλη της δεκαετίας, η φήμη του Miyazaki παίρνει την άγουσα: πιο αναγνωρίσιμος και παραγωγικός από τον Takahata, σχεδιάζει ο ίδιος τις ταινίες του την ώρα που ο πρώην μέντοράς του (ο οποίος ακούει στο χαϊδευτικό «Paku») ζογκλάρει με τα είδη, η τελειομανία του απελπίζει, ενώ αλλάζει καλλιτεχνικό διευθυντή από τη μία ταινία στην άλλη, όπως θα έκανε κάθε κλασικός σκηνοθέτης της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Ωστόσο, κι οι δυο τους μοιράζονται ένα είδος ιδιοφυΐας της φόρμας και του χρώματος και μια οξυμένη ευαισθησία για την παιδική ηλικία.

Η προβολή του Conte de la princesse Kaguya στις Κάννες μάζεψε κάποιες τιμητικές διακρίσεις, αλλά τίποτα σε σχέση με την υποψηφιότητά του για τρεις Χρυσούς Φοίνικες ή ένα Όσκαρ το 2015 ούτε καν μια έκθεση XXL, όπως θα του άξιζε. Για άλλη μια φορά, ο μινιμαλισμός του (ο οποίος δεν απέκλειε την οργιώδη φαντασία ούτε το φλερτ του με τη ρήξη) στάθηκε εμπόδιο στη φήμη του κατά τη διάρκεια μιας καριέρας ασφαλώς λαμπρής, αλλά σχετικά διακριτικής. Ως συνήθως, όλα αυτά θα ακολουθήσουν μετά θάνατον, όπως εκείνη την όμορφη παλιά εποχή των πυγολαμπίδων.

 

Διαβάστε ακόμα: Και ο Βαντίμ έπλασε τη γυναίκα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top