Kατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας’ Les Risques du Metier’, τον Ιούλιο του 1967 (Photo by REPORTERS ASSOCIES/Gamma-Rapho via Getty Images/Idealimage).

Υπάρχει ένας κύκλος  των χαμένων ποιητών. Εκείνων, των πραγματικών. Ο Jacques Brel γεννήθηκε το 1929, 90 χρόνια πριν, και πέθανε μήνα Οκτώβριο, το 1978. Ο καρκίνος του είχε διαγνωστεί στις 5 Νοεμβρίου του 1974. Έζησαν μαζί τέσσερα χρόνια. Στο τέλος, πέθανε από πνευμονική εμβολή. Χωρίς ανάσα.

Μια ζωή που κατέληξε στις Μαρκίζες νήσους, αυτό το αρχιπέλαγος της γαλλικής Πολυνησίας. Ήταν το ταξίδι ενός τραγουδοποιού που έμοιαζε με χρυσαλλίδα και γινόταν πεταλούδα. Πεταλούδα σπάνια που δεν την τράβαγε το φως των προβολέων.

«Οι συνετοί άνθρωποι είναι ανάπηροι», έλεγε. Η περίληψη ενός παρκούρ. Amsterdam, Ces gens-là, Mathilde, Les vieux… Τόσα χρόνια έχουν περάσει, κι όμως οι στίχοι εξακολουθούν να συναρπάζουν με την ακρίβεια και τη βιαιότητά τους.

O Jacques Brel στη σκηνή του εμβληματικού Olympia στο Παρίσι, τον Οκτώβριο του 1964 (Photo by Andre SAS/Gamma-Rapho via Getty Images/Idealimage).

Ο Μπρελ είναι μια θρησκευτική εικόνα. Εκείνη ενός καλλιτέχνη που αναλωνόταν όπως το κερί επί σκηνής, λες και παιζόταν η ζωή του, θεατρικός και κάθιδρος, κλαμένος. Και πάντα μ’ ένα τσιγάρο καρφωμένο στα χείλη. Αλλά η φωνή του είχε χάρη, ήταν αγνή, αληθινή, βαθιά και ποιητική.

Σημάδεψε τις εποχές, όχι μόνον τη δική του. Οι παραστάσεις του σταμάτησαν στις 9 Οκτωβρίου του 1967 στο Roubaix. Aλλά το κοινό του δεν έπαψε να ενδιαφέρεται, ν’ αναρωτιέται. Στις 17 Νοεμβρίου του έκανε δώρο το τελευταίο του άλμπουμ: Les Marquises.

Ήταν μετά από μια πολύ σοβαρή εγχείρηση που τον είχε αφήσει μ’ έναν πνεμόνι λιγότερο, εκούσιος ναυαγός στο νησί Χίβα Όα. Δίχως τηλεόραση, δίχως τηλέφωνο, ανώνυμος. Ξαναρχίζει να πιλοτάρει. Το αεροπλανάκι που προσφέρει στον εαυτό του το ονομάζει Jojο. Μ’ αυτό, μεταφέρει αρρώστους και εγκύους, τρόφιμα, κάνει τον ταχυδρόμο.

Tα τραγούδια του τα δανείστηκαν ο Ρέι Τσαρλς, ο Φρανκ Σινάτρα, η Νίνα Σιμόν, ο Μπόουι.

Γόνος αστικής βρυξελλιώτικης οικογένειας, την παρατάει καβαλώντας τα είκοσι, για να δοκιμάσει την τύχη του στα καμπαρέ. Είχε αρχίσει να γράφει από τα 15 του, εμπνευσμένος από τα διαβάσματα του Ιουλίου Βερν και του Τζακ Λόντον. Και ήταν παθιασμένος με την κλασική μουσική.

Ως ηθοποιός στις ταινίες ” Mont Dragon” and “Les risques du metier” (Photo by Jean-Claude FRANCOLON/Gamma-Rapho via Getty Images/Idealimage).

Το Σεπτέμβριο του 1959, κυκλοφορεί ένα δίσκο με τρία κλασικά: Ne me quitte pas, La valse à mille temps, Les Flamandes. Γίνεται πρώτο όνομα στη μαρκίζα του Bobino. Συν ένας πρώτος γάμος, τρία παιδιά και μια μακριά αλυσίδα από ερωμένες. Κατά βάθος, μισογύνης. Η σκοτεινή πλευρά του.

Ο «Μεγάλος Ζακ», τη δεκαετία του ’60, χτυπάει 250 με 300 γκαλά το χρόνο. Αλλά σιχαίνεται να επαναλαμβάνεται, το βρίσκει δημαγωγικό. Υπήρξε ένας από τους στιχουργούς-συνθέτες-ερμηνευτές που πραγματικά σημάδεψαν τη μουσική σκηνή της Γαλλίας, που οι αμέτρητες επιτυχίες του ακούγονται ευλαβικά ακόμα και σήμερα, που τα τραγούδια του τα δανείστηκαν ο Ρέι Τσαρλς, ο Φρανκ Σινάτρα, η Νίνα Σιμόν, ο Μπόουι. Έλεγε πως «το να γράφεις ένα τραγούδι είναι ανθρώπινη εργασία, το να το τραγουδάς είναι δουλειά του ζώου».

To εσωτερικό του αεροπλάνου του (Photo by Jacques Langevin/Sygma/Sygma via Getty Images/Idealimage).

Παθιασμένος με αεροπλάνα και βαπόρια, με προσωπικότητα πιο μυστική από το έργο του, αφήνεται υποκριτικά να υποδύεται (L’emmerdeur, L’homme de la Mancha). Σύνολο, καμιά 15αριά ταινίες. Ώσπου το φθινόπωρο του 1974, ενώ έχει βαλθεί να κάνει το διάπλου του Ατλαντικού πάνω στο ιστιοφόρο του, το Askoy, μαζί με τη φίλη του τη Μάντλι, μαθαίνει τη διάγνωση των γιατρών.

Ημερολόγιο καταστρώματος. Η κηδεία γίνεται στις 14 Οκτωβρίου του 1978 στις Μαρκίζες, κοντά στον τάφο του Γκογκέν. Χέρι-χέρι με τον Αντουάν ντε Σαιντ-Εξ’. Στο τραγούδι του Adieu l’ Emile, μιλώντας για το θάνατό του, κραύγαζε «Θέλω να γελάνε, θέλω να χορεύουν».

 

Διαβάστε ακόμα: Zizi, τα παπούτσια του διαφθορέα Σερζ Γκενσμπούρ.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top