«Δεν ήταν σαν τους άλλους: πιο τρελός, πιο αυθάδης, ένας απίστευτος τύπος φοβερά αστείος…» θυμάται ο συμφοιτητής του Guy Bedos. (Φωτογραφία: IMDb)

Στο αίμα αυτού του τύπου συνυπάρχουν ο καλλιτέχνης με τον αστό. Η ιστορία του είναι αυτή ενός πιτσιρικά που ονειρευόταν να γίνει ένας και μοναδικός παρά να προβάλει την εικόνα του περιθωριακού, χωρίς ωστόσο να απαρνείται τον πλακατζίδικο χαρακτήρα του. Έτσι ήταν φτιαγμένος, αλλά έπαιξε ρόλο κι η οικογένεια.

Η Madeleine Reinaud-Richard προορίζεται για ζωγράφος όταν γνωρίζει στην Καλών Τεχνών έναν γλύπτη σιτσιλιάνικης καταγωγής που είχε έρθει από την Αλγερία, τον Paul Belmondo. Ερωτευμένοι, εγκαθίστανται όχι μακριά απ’ το μποέμικο Montparnasse, στο Neuilly. Εκεί γεννιέται σαν σήμερα, δυο χρόνια μετά τον αδελφό του Alain, o Jean-Paul στις 9 Απριλίου του 1933.

Λατρεύοντας μια μητέρα-συνένοχη κι έναν πατέρα τεράστιας ευγένειας και καλοσύνης, θα αναγνωρίσει ότι «μεγάλωσε μέσα στην αγάπη και την ευθυμία». Σε σημείο, μικρός, η αγαπημένη του ασχολία να είναι να τριγυρνάει στο ατελιέ του πατέρα του. Όχι για να ποζάρει -πράγμα που θα μετανιώσει- αλλά για να τον βλέπει να δουλεύει τον πηλό και να χαζεύει τις γυμνές γυναίκες που τον ενέπνεαν. «Περισσότερα έμαθα εκεί μέσα, θα ομολογήσει, παρά όλα αυτά τα χρόνια στη σχολή».

Μετά τον πόλεμο, ο Jean-Paul αρχίζει να βάζει ερωτήματα. Μέτριος μαθητής, παθιασμένος με τον αθλητισμό. Τερματοφύλακας, μποξέρ, σκέφτεται να γίνει επαγγελματίας… προτού αλλάξει γνώμη και δηλώσει στους γονείς ότι θέλει να γίνει ηθοποιός. Γεγονός που δεν εκπλήσσει κανέναν. Μεγαλωμένος από μια μητέρα που από πολύ νωρίς τον παίρνει μαζί της στην Comédie-Française, θαυμαστής του Jules Berry και του Michel Simon, δεν σταματά να υποδύεται. Στο Clairefontaine ανεβαίνει στη σκηνή. Στις διακοπές στη Βρετάνη, παριστάνει τον αλητάκο που κάνει πλάκες στους τουρίστες. Το ίδιο και μπροστά στους συμμαθητές του, το πρώτο του κοινό. Έχοντας γραφτεί στα μαθήματα του Raymond Girard, έχει τη χαρά ν’ ανακαλύψει ένα επάγγελμα: «Χάρη στο δάσκαλό μου, γιατί αρχικά ήθελα να παίζω σε τραγωδίες, προσανατολίστηκα στην κωμωδία», διευκρινίζει.

«Έμοιαζε με διακοπές, με φοιτητική φάρσα», θυμάται ο Μπελμοντό για τα γυρίσματα της ταινίας Με κομμένη την ανάσα (À bout de soufflé,) του 1960. (Φωτογραφία: IMDb)

Ωστόσο, ο δρόμος προς τη δόξα είναι στρωμένος με αγκάθια. Αν καταφέρνει να μπει στο Conservatoire, είναι μόνο υπό την ιδιότητα του ακροατή. Κανονικός μαθητής γίνεται επιτέλους το 1952, μετά από πολλές προσπάθειες. Η φυσιογνωμία του, με τη μύτη σαν στραβοχυμένη μελιτζάνα που απέκτησε παίζοντας ξύλο στην αυλή του σχολείου, γίνεται τότε το πρότυπο για μια νεολαία που ήθελε, χωρίς να το τολμάει, να κάνει πέρα τους «παλιούς». «Ήδη, από τότε, για τα φιλαράκια ήτανε βεντέτα», θυμάται ο συμφοιτητής του Guy Bedos. «Δεν ήταν σαν τους άλλους: πιο τρελός, πιο αυθάδης, ένας απίστευτος τύπος φοβερά αστείος…».

«Το να είσαι συντονισμένος με την εποχή σου είναι ένα είδος ιδιοφυΐας για έναν ηθοποιό, εξηγεί ο Ζαν Ροσφόρ. Εξάλλου, φυσιογνωμίες πιο ιδιαίτερες έγιναν αποδεκτές χάρη στον Ζαν-Πολ. Μετά απ’ αυτόν, μπορέσαμε επιτέλους να σφιχταγκαλιάσουμε τις ζεν πρεμιέρ!»

Η συμπεριφορά του εξαγρίωνε τους καθηγητές του, που του έδιναν διαρκώς ρόλους υπηρέτη. Μπορεί σε επαγγελματικό επίπεδο, ο Μπελμοντό να έκρυβε την ανυπομονησία του, αλλά στην ιδιωτική του ζωή τα πράγματα ήταν διαφορετικά. «Τα χρόνια στο Conservatoire, θα αναγνωρίσει, ήταν η εποχή της ανεμελιάς και της χαράς της ζωής. Νύχτες έρωτα στα καταγώγια του Saint-Germain-des-Près. Χορεύαμε. Τα πίναμε. Κάναμε βλακείες. Ήμασταν ευτυχισμένοι δίχως να το ξέρουμε».

Αρχηγός μια παρέας την οποία αποτελούσαν ο Jean-Pierre Marielle, ο Claude Rich και ο Jean Rochefort που χάθηκε πρόσφατα, ο «Bébel» επιδεικνύει ένα φαντεζίστικο στυλ που γοητεύει. Λίγο ενδιαφέρει αν ο δάσκαλός του, ο Pierre Dux, είναι πεπεισμένος ότι, πάνω στη σκηνή, δεν θα μπορέσει ποτέ να φιλήσει μια ωραία γυναίκα. «Ακόμα κι αν δεν ανταποκρινόταν στα πρότυπα των ζεν πρεμιέ, έκαιγε καρδιές στη Σχολή, έλεγε γελώντας η Françoise Brion. Ήταν όμως πολύ συγκεντρωμένος, πολύ επαγγελματίας. Λάτρευε τη δουλειά αυτή». Επιβάλλει ένα παίξιμο λιγότερο θεατρικό, πιο φυσικό, που γοητεύει το κοινό.


Διαβάστε ακόμα: Στιβ Μακουίν – 88 χρόνια φέτος από τη γέννηση του βασιλιά του cool


Μετά από τέσσερα χρόνια στο Conservatoire, η κριτική επιτροπή του απονέμει επιτέλους έπαινο. Μια αδιανόητη ανταμοιβή δεδομένης της ιδιορρυθμίας του. Οι συμμαθητές του τον σηκώνουν στα χέρια για να γιορτάσουν το θρίαμβο, την ώρα που ο Μπεμπέλ βγάζει τη γλώσσα και σηκώνει το δάχτυλο στους καθηγητές του. Όμως, αν και βγαίνει στη σκηνή μαζί με τον Pierre Brasseur και εμφανίζεται στη μεγάλη οθόνη την ίδια ώρα με τον Αλέν Ντελόν, ο Jean-Paul , παντρεμένος με την χορεύτρια Élodie Constantin και προσεχώς πατέρας, δεν μπορεί πλέον να αρκεστεί σε ρόλους κομπάρσου.

Αρχές 1959, σκέφτεται να εγκαταλείψει, όταν ένας νεαρός Ελβετός, εκπληκτικά άχαρος, έρχεται σε επαφή μαζί του. Κριτικός στο Cahiers du cinema, ο Jean-Luc Godard βάζει τον Μπελμοντό να πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία μικρού μήκους προτού τον βάλει να παίξει -τον διαβεβαιώνει- στην πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Επιστρέφοντας από μια σύντομη στρατιωτική θητεία στην Αλγερία, ο Ζαν-Πολ το έχει ξεχάσει, σε αντίθεση με τον Γκοντάρ. Αφού πρώτα τον συστήσει στον Chabrol που τον προσλαμβάνει για το Τρίγωνο της αμαρτίας (À double tour, 1959), κατόπιν τιμά την υπόσχεσή του.

Με την Ursula Andress το 1967, μια από τις πολλές ωραίες γυναίκες της ζωής του. (Φωτογραφία: Keystone / Getty Images / Ideal Image)

Ιστορία ενός καταζητούμενου μικροαπατεώνα, προδομένου απ’ το κορίτσι με το οποίο είναι ερωτευμένος, το Με κομμένη την ανάσα (À bout de soufflé, 1960) γυρίστηκε με μεγάλη ελευθερία. «Έμοιαζε με διακοπές, με φοιτητική φάρσα», θυμάται ο Μπελμοντό. Η ταινία γνωρίζει το θρίαμβο, καθώς φέρνει τα πάνω-κάτω στην κινηματογραφική γραμματική, όπως και το νέο είδωλο που γίνεται ο πρωταγωνιστής της. Η παρεξήγηση είναι διπλή. Πρώτον, γιατί συγκρίνουν έναν πολύ Γάλλο ηθοποιό με τον Μπόγκαρτ και τον Μπράντο και, δεύτερον, γιατί γίνεται η ενσάρκωση της Nouvelle Vague με την οποία, από πλευράς κουλτούρας, δεν έχει καμία σχέση. Οι φίλοι του βλέπουν πιο μακριά. «Το να είσαι συντονισμένος με την εποχή σου είναι ένα είδος ιδιοφυΐας για έναν ηθοποιό, εξηγεί ο Ζαν Ροσφόρ. Εξάλλου, φυσιογνωμίες πιο ιδιαίτερες έγιναν αποδεκτές χάρη στον Ζαν-Πολ. Μετά απ’ αυτόν, μπορέσαμε να σφιχταγκαλιάσουμε τις ζεν πρεμιέρ!».

Σιγά-σιγά φιξάρονται οι σταθερές του Μπεμπέλ: πειραχτήρι, γόης και γεμάτος χιούμορ. Μόνο το συνοικιακό του accent είναι φτιαχτό. Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα, ο τύπος δεν εξαπατά και επιβάλλει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων μία άνεση που κρύβει τη δουλειά που έχει ρίξει.

Για τον Μπελμοντό, ωστόσο, το μέλλον παραμένει αβέβαιο. «Έζησα τόσο καιρό απ’ την άλλη πλευρά του τείχους που έλεγα στον εαυτό μου πως αυτή η ιστορία δεν πρόκειται να διαρκέσει. Αυτός ήταν κι ο λόγος που εκείνη την εποχή γύρναγα ό,τι ταινία νά ‘τανε, για να κρατήσω πισινή». Εγκαταλείποντας το θέατρο, εναλλάσσει τα είδη, συμμετέχει στα πρώτα βήματα του Claude Sautet και του Jean Becker, κάνει υπέροχη dolce vita στις νατουραλιστικές ταινίες του Bolognini και του De Sica, επιστρέφει στη Γαλλία όπου τον υιοθετούν ο Henri Verneuil και ο Gabin, προτού πάρει τη σκυτάλη, κάνοντας τον κασκαντέρ, από τον Jean Marais στις ταινίες του de Broca, ο οποίος από τον Καρτούς (Cartouche, 1962) ως τον Άνθρωπο από το Ρίο (L’Homme de Rio, 1964) τον μετατρέπει σε alter ego του.

Με τον Alain Delon στην ταινία «Borsalino» του 1970. (Φωτογραφία: IMDb)

Σιγά-σιγά φιξάρονται οι σταθερές του Μπεμπέλ: πειραχτήρι, γόης και γεμάτος χιούμορ. Μόνο το συνοικιακό του accent είναι φτιαχτό. Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα, ο τύπος δεν εξαπατά και επιβάλλει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων μία άνεση που κρύβει τη δουλειά που έχει ρίξει. Συν ότι γυρίζει ο ίδιος όλες τις επικίνδυνες σκηνές. Πάντα με το τζην και το δερμάτινο μπουφανάκι του, εκτός απ’ τις φορές που θα βγει απ’ τη σκηνή του κάμπινγκ μ’ ένα διασκεδασμένο χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά φορώντας ένα ατσαλάκωτο σμόκιν. Ο αυστηρός Melville υποκύπτει στο ταλέντο του και του προσφέρει, με τον Εφημέριο (Léon Morin prêtre, 1961), μία από τις ωραιότερες δημιουργίες του.


Διαβάστε ακόμα: Γαλλίδες Vs Ιταλίδες – Ποιο έθνος έχει τις αξεπέραστες γυναίκες;


Διφορούμενος, γεμάτος λάθη και αδυναμίες, δεν είναι ακόμα μια καρικατούρα του εαυτού του. Περισσότερο καλλιτέχνης παρά σταρ, απολαμβάνει να υποδύεται μέσα στην ίδια χρονιά τον γκονταρικό αντιήρωα στο Ο τρελός Πιερό (Pierrot le fou, 1965) και τον Τεντέν στο Ο τυχοδιώκτης τον δύο ηπείρων (Les tribulations d’un Chinois en Chine, 1965). «Υπό την προϋπόθεση, προειδοποιεί, οι αποτυχίες να μην είναι περισσότερες απ’ τις επιτυχίες».

Μια ισορροπία που τίθεται εν αμφιβόλω λίγο αργότερα. Το εκπληκτικό μηδενιστικό του παίξιμο στον Κλέφτη (Le voleur, 1967) και εκείνο, σχεδόν γυναικείο, στη Σειρήνα του Μισισιπή (La sirène du Mississipi, 1969), καθώς δεν γνώρισαν την επιδοκιμασία του πλήθους, τον βάζει σε σκέψεις. «Οι συνεργασίες μου με τον Malle και τον Truffaut ήταν περισσότερο ποιοτικές παρά δημοφιλείς, παραδέχεται. Όμως, ένας ειλικρινής ηθοποιός δεν θέλει να του λένε ότι παίζει για την ψυχή της μάνας του». Επιπλέον, κάνει μια διαπίστωση που θα αποβεί καθοριστική για την καριέρα του: «Ο ρόλος μου στη Σειρήνα ήταν παθητικός, κάποιου που υφίσταται τα πάνδεινα χωρίς να αντιδράει. Κι αυτό ο κόσμος δεν το κατάλαβε». Έτσι, αποφασίζει πλέον να του δώσει όσα εκείνος περιμένει απ’ αυτόν.

Το όνομά του αποτελεί εγγύηση ότι ο κόσμος θα έχει να κάνει μ’ έναν θετικό ήρωα, άνθρωπο της δράσης και τρυφερό ταυτόχρονα, με τον οποίο μπορεί να ταυτιστεί. Κι όλο αυτό συνοδεία του ζητούμενου της ποιότητας και τα ακροβατικά του.

Αυτός ο καλλιτεχνικός και εμπορικός επαναπροσδιορισμός, ο οποίος κάνει τον Μπελμοντό τον πιο δημοφιλή σταρ της δεκαετίας του ’70, μπαίνει μπρος με τον Εγκέφαλο (Le cerveau, 1969) και το Παντρεμένοι α λα… γαλλικά (Les mariés de l’an II, 1971), προτού μορφοποιηθεί δίπλα στον Αλέν Ντελόν, την άλλη πλευρά του φεγγαριού, στην ασύγκριτη συνταγή του Borsalino (1970). Επεκτείνεται με τη δημιουργία της δικής του εταιρείας παραγωγής, τη Cerito, όπου έχει τον πρώτο λόγο τόσο στην παραγωγή όσο και στη διανομή. Βάζοντας στην άκρη τους ενδιάμεσους, ο Μπελμοντό απευθύνεται απευθείας στους θεατές. Οι ταινίες του γίνονται προϊόντα. Το όνομά του αποτελεί εγγύηση ότι ο κόσμος θα έχει να κάνει μ’ έναν θετικό ήρωα, άνθρωπο της δράσης και τρυφερό ταυτόχρονα, με τον οποίο μπορεί να ταυτιστεί. Κι όλο αυτό συνοδεία του ζητούμενου της ποιότητας και τα ακροβατικά του.

Με τη Sophia Loren στην ταινία «La ciociara» του 1960. (Φωτογραφία: IMDb)

Βιρτουόζος στο Αχτύπητος εραστής, τρελός καταδιώκτης (Le magnifique, 1973), θεαματικός στο Τρόμος πάνω απ’ την πόλη (Peur sur la ville, 1975), αρχετυπικός στον Επαγγελματία (Le professionnel, 1981) ή στον Άσος των άσων (L’ as des as, 1982), έχει την πολυτέλεια να παίξει έναν κόντρα ρόλο στο αριστουργηματικό Stavisky (1974) του Resnais. Όμως, τέτοιου είδους ρίσκα σπανίζουν πλέον, αποτελούν εξαίρεση. «Μπορεί ο Μπελμοντό, θα πει Charles Vanel, να έφτιαχνε τους ήρωές του κατ’ εικόνα και ομοίωση, αλλά ήξερε πάντα να γίνεται ένα με ρόλους τελείως διαφορετικούς. Εξάλλου, ο άνθρωπος αυτός δεν κατασκευάζει. Έτσι είναι. Και τρελαίνεται να παίζει».

Τα χρόνια που ακολουθούν δεν έχουν πάντως την ίδια γλύκα: Από το Ο περιθωριακός (Le marginal, 1983) ώς
Το αρπαχτικό (Les morfalous, 1984) το πράγμα δεν περπατάει με σενάρια της πλάκας. Ο ίδιος ο Μπελμοντό δείχνει να βαριέται. Σ’ αυτή τη στοχευμένη διαδρομή, μόνον ο Lelouch αναθερμαίνει τη φλόγα του χαϊδεμένου παιδιού. Ενδιαμέσως, ο Ζαν-Πολ τσιμπάει ένα César. Αλλά για τον Μπεμπέλ, που διψάει περισσότερο για αναγνώριση παρά για τιμές, είναι πια πολύ αργά.

 

Από το ντοκιμαντέρ «Belmondo, itinéraire…» (2011).

Επιστρέφοντας στο θέατρο, ο Μπελμοντό ξαναβρίσκει ένα χώρο στα μέτρα του, αυτά ενός ιερού τέρατος, και την υγειά του. Μέχρι το εγκεφαλικό του 2001. Βυθισμένος στη σιωπή επί 8 μήνες, ο Ζαν-Πολ συνεχίζει να παλεύει. Για την αξιοπρέπειά του. Και για να μην ξεχάσει ο κόσμος πως αυτός που υπήρξε σύντροφος της Ursula Andress και της Laura Antonelli, της Carlos Sotto Mayor και της Natty, παραμένει ένας από τους λίγους ήρωες του γαλλικού σινεμά. Υπερβολικός, φανταχτερός, αλλά καλλιεργημένος και σεβαστός από ένα κοινό που όχι μόνον τον αγάπησε αλλά και τον ακολούθησε, ο Μπεμπέλ, πατέρας τεσσάρων παιδιών, επέστρεψε στον κινηματογράφο, όταν κανείς πια δεν το περίμενε και παρά το κουσούρι που του έμεινε στην εκφορά του λόγου του.

Ύστατο δώρο ενός ανθρώπου με 130 εκατ. θεατές, που τιμήθηκε πρόσφατα στο φεστιβάλ της Βενετίας, πιο περήφανου και πιο σεμνού απ’ ό,τι θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, αλλά του οποίου η αγάπη για τη ζωή και τις χαρές της, ήταν πιο δυνατή απ’ τα χτυπήματα της μοίρας.

 

Διαβάστε ακόμα: Αυτός είναι ο πιο γνωστός ηθοποιός που μάλλον δεν έχεις δει ποτέ

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top