«Το 1932, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων τού “Ταρζάν των πιθήκων”, γνώρισα έναν ηλικιωμένο άντρα, ζαρωμένο σαν μαραγκιασμένο μήλο και ξερακιανό σαν ξύλο κληματαριάς. Ήρθε και κάθισε απέναντί μου. “Κύριε Βαϊσμίλερ”, είπε, “υποδύεστε έναν ήρωα του οποίου η ζωή είναι όλη μου η παιδική ηλικία!”».

Ο Τζόνι Βαϊσμίλερ πέθανε. Ο Ταρζάν έβγαλε την τελευταία του κραυγή στους διαδρόμους μιας αμερικανικής κλινικής. Όμως λίγο πριν φύγει για την αιώνια ζούγκλα, ο Τζόνι άφησε πίσω του μια μικρή εξομολόγηση: Το 1932, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων τού Ταρζάν των πιθήκων, γνώρισα έναν ηλικιωμένο άντρα, ζαρωμένο σαν μαραγκιασμένο μήλο και ξερακιανό σαν ξύλο κληματαριάς. Εξουθενωμένος απ’ τη σκηνή της μάχης μου με μια τίγρη, αποφάσισα να ξεκουραστώ για λίγο, πιάνοντας την κουβέντα με τον άντρα αυτόν. Βρισκόμασταν 90 μίλια από το Λος Άντζελες, στο ράντζο «Santa Anita», που είχε μεταμορφωθεί σε ζούγκλα για τις ανάγκες της ταινίας. Περιπλανιόταν στα γυρίσματα. παρατηρούσε γύρω του με περιέργεια. Ήρθε και κάθισε απέναντί μου. Οι βοηθοί μού στέγνωναν προσεκτικά το πρόσωπο.
     «Κύριε Βαϊσμίλερ», είπε, «υποδύεστε έναν ήρωα του οποίου η ζωή είναι όλη μου η παιδική ηλικία!»
     «Σας άρεσαν τα βιβλία του Μπάροουζ όταν ήσασταν μικρός;», τον ρώτησα.
     «Όχι, όχι, με παρεξηγήσατε! Έζησα την παιδική μου ηλικία στο τέλος του 19ου αιώνα. Γεννήθηκα το 1872 στην Αφρική. Οι γονείς μου με εγκατέλειψαν στη ζούγκλα».
     Τον ρώτησα διστακτικά: «Θέλετε να πείτε πως μεγαλώσατε σαν αγρίμι;»
     «Ακριβώς!»
     Γνώριζα φυσικά, όπως όλοι, το βιβλίο του Κίπλινγκ και την ιστορία τού μικρού Μόγλη. Είχα ακούσει ιστορίες για παιδιά που βρέθηκαν τυχαία μετά από καιρό στη φύση, χωρίς καμία ανθρώπινη επαφή. Πώς όμως ο παράλογος ισχυρισμός ενός ηλικιωμένου άντρα θα μπορούσε να αφορά τον Ταρζάν;

Αριστερά: ο συγγραφέας του «Ταρζάν» Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ. «Αν αυτή τη στιγμή υπάρχει ο Ταρζάν είναι επειδή βρέθηκα εγώ στο δρόμο του», είπε στον εμβρόντητο Τζόνι Βαϊσμίλερ ο ανθρωπάκος. Δεξιά: «Ο Ταρζάν περπατάει σαν άνθρωπος. Είναι τρελό! Το ανθρώπινο βάδισμα είναι το μοναδικό πράγμα που δεν μπορεί κανείς να δει στην άγρια φύση».


     Ο άντρας συνέχισε:
     «Πέρασα τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής μου σ’ αυτό το εχθρικό περιβάλλον. Κόντεψα να πεθάνω πάνω από εκατό φορές, πεταμένος στο δάσος, ξεσκισμένος από ζώα, άρρωστος. Εν ολίγοις δεν ξέρω πώς επέζησα, αν και πρέπει να σας τονίσω ότι δεν γεννήθηκα, σαν τον Ταρζάν, στη ζούγκλα».
     «Ούτε ο Ταρζάν γεννήθηκε στη ζούγκλα!», τον διόρθωσα ήρεμα.
     «Είναι αλήθεια. Όμως ήταν βρέφος, όταν για κακή του τύχη βρέθηκε εκεί. Αυτό θα σας το επιβεβαίωναν ακόμα και τα άγρια ζώα».
     «Μάλιστα!», απάντησα για να μη φέρω σε δύσκολη θέση τον καημένο το γεράκο. Δεν ήθελα να του πω πως ο ήρωας, για τον οποίο μιλούσε σαν να ήταν κάποιος ζωντανός, δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά ένα φάντασμα, το δημιούργημα του μυαλού ενός συγγραφέα.
     «Βλέπω στα μάτια σας πως με περνάτε για τρελό, και σίγουρα θα πιστεύετε ότι μετά από όσα πέρασα μου είναι αδύνατον να ξεχωρίσω την πραγματικότητα απ’ τη φαντασία. Μα μη γελιέστε, το σώμα μου μπορεί να φαίνεται ταλαιπωρημένο, όμως το πνεύμα μου παραμένει διαυγές. Φυσικά και δεν μπορώ να παραβλέψω ότι ο Ταρζάν είναι ήρωας φτιαγμένος από χαρτί. Για τον απλούστατο λόγο πως σε μένα οφείλεται η επινόησή του».
     Πρέπει να σας ομολογήσω ότι γέλασα με αυτή την πομπώδη δήλωση. Αν βλέπατε τον ανθρωπάκο αυτόν, με τα λιπόσαρκα χέρια και το σκαμμένο στέρνο, ακριβώς έτσι θα είχατε αντιδράσει κι εσείς. Ο οίκτος μου όμως, ευτυχώς, με βοήθησε να φανώ ψύχραιμος. Συνέχισα.
     «Κοιτάξτε, αγαπητέ κύριε, φαντάζομαι πως δεν αγνοείτε ότι ο συγγραφέας ονομάζεται…»
     «Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ! Φυσικά, αγαπητέ μου Τζόνι!», απάντησε, τονίζοντας ειρωνικά το «αγαπητέ», και συνέχισε την ιστορία του: «Θα έχετε ακούσει να μιλάνε για τον Ροβινσώνα Κρούσο».
     «Βεβαίως».
     «Γνωρίζετε τον Αλεξάντερ Σέλκιρκ;»

«Ο άντρας χαμογέλασε ειρωνικά. “Η κραυγή σας, κύριε, είναι μια προσβολή στην ανθρώπινη αντίληψη. Προφανώς, ένα παιδί παρατημένο μακριά από τους ανθρώπους δεν μπορεί να αναπτύξει λόγο. Όμως, όπως όλα τα ζώα, μπορεί να εκφραστεί με διαφορετικό τρόπο. Πάντως σε καμία περίπτωση με το δικό σας πρωτόγονο ουρλιαχτό”».


     Με έπιασε αδιάβαστο και αμέσως απέκτησε το ύφος του νικητή, καθώς τα μικρά ρυτιδιασμένα μάτια του με κοιτούσαν γεμάτα χαιρεκακία.
     «Ο Αλεξάντερ Σέλκιρκ ήταν ναυτικός που πέρασε έξι χρόνια ναυαγός σε ένα άγνωστο νησί του Ειρηνικού. Επιστρέφοντας στην Αγγλία, εξιστόρησε τις περιπέτειές του. Κάποιος, λοιπόν, ονόματι Ντάνιελ Ντεφόε έκλεψε την ιστορία του και έγραψε το γνωστό σε όλους βιβλίο… Ορίστε! Εγώ είμαι ο Σέλκιρκ του Μπάροουζ. Με άλλα λόγια, αν αυτή τη στιγμή υπάρχει ο Ταρζάν είναι επειδή βρέθηκα εγώ στο δρόμο του Μπάροουζ».
     «…»
     «Ή μάλλον επειδή ο Μπάροουζ είναι ψεύτης, απατεώνας, ένας μπάσταρδος!»
     Εκτόξευε τις λέξεις με τέτοια ορμή, που ο καημένος ο γεράκος έμοιαζε με κόκορα σε μάχη. Περίμενα να ηρεμήσει για να του ζητήσω να συνεχίσει.
     «Καταλάβετέ με, κύριε Βαϊσμίλερ, δεν έχω απολύτως τίποτα εναντίον των συγγραφέων, είναι χρήσιμοι, ταξιδεύουν τη φαντασία των ανθρώπων. Αλλά το να παρουσιάζουν την πραγματικότητα σαν δικό τους επινόημα, όχι, αυτό δεν θα το συγχωρούσα ποτέ».
     Ήθελα πολύ να συμπαρασταθώ στο συνομιλητή μου, είχε τόση θλίψη η φωνή του που ήταν έτοιμος να κλάψει.
     «Ο Ταρζάν περπατάει σαν άνθρωπος. Είναι τρελό! Το ανθρώπινο βάδισμα είναι το μοναδικό πράγμα που δεν μπορεί κανείς να δει στην άγρια φύση. Στη φύση τα ένστικτα υπερισχύουν και επανέρχονται. Ορίστε! Ακουμπήστε!»
     Έβγαλε τα ταλαιπωρημένα του πέδιλα κι ακούμπησα τις πατούσες του από καθαρή περιέργεια. Ήταν παράξενες, λυγισμένες, και τα πέλματά του είχαν κάλους σκληρούς σαν κόκαλα.
     «Ασφαλώς και δεν έτρεχα το ίδιο γρήγορα με τα υπόλοιπα ζώα, αλλά ξεδιπλωνόμουν και ελισσόμουν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο».
     Για μια στιγμή φαντάστηκα τον Ταρζάν να τρέχει στα τέσσερα. Τι αστείο θέαμα θα ήταν! Δεν μπορούσα καν να το φανταστώ!
     «Κι αυτές οι μάχες σώμα με σώμα με τις τίγρεις!», συνέχισε. «Θα μπορούσατε να φανταστείτε έναν άνθρωπο 70 κιλών να παλεύει με μια τίγρη; Σας έχω δει στο σινεμά να το κάνετε με τα εξημερωμένα ζώα· πιστέψτε με, στην πραγματικότητα με ένα τους χτύπημα θα σας είχαν αποκεφαλίσει».

«”Εγώ λοιπόν, αγαπητέ μου, τρεφόμουν όπως όλα τα σαρκοβόρα ζώα, αποκλειστικά με ωμό κρέας!”, φώναξε ο γεράκος. Είχα αρχίσει να νιώθω άβολα. Φανταζόμουν τον Ταρζάν να προσφέρει στην Τζέιν λίγο κρέας αντιλόπης και να της λέει “Φάε!”. Αμφιβάλλω αν οι θεατές θα έβρισκαν συμπαθητική αυτή την τρυφερή σκηνή».


     Όσα μου υποδείκνυε είχαν αρχίσει να με φέρνουν σε αρκετά δύσκολη θέση. Όμως συνέχιζε το παιχνίδι αυτό, καθώς ήταν εμφανές ότι το απολάμβανε.
     «Υπάρχει και κάτι εντελώς βλακώδες, για το οποίο πρέπει να σας μιλήσω. Τι τρώει ο Ταρζάν στις ταινίες σας;»
     «Μα, γιατί θα έπρεπε να απασχολήσει τον σεναριογράφο αυτό το ζήτημα;», απάντησα.
     «…Ε, βέβαια! Εγώ λοιπόν, αγαπητέ μου, τρεφόμουν όπως όλα τα σαρκοβόρα ζώα, αποκλειστικά με ωμό κρέας!», φώναξε.
     Η ζέστη έφερνε στον αέρα την έντονη οσμή των θηραμάτων που βρίσκονταν λίγο πιο κάτω, περιμένοντας στα κλουβιά τους. Είχα αρχίσει να νιώθω άβολα. Φανταζόμουν τον Ταρζάν να προσφέρει στην Τζέιν λίγο κρέας αντιλόπης και να της λέει «Φάε!». Αμφιβάλλω αν οι θεατές θα έβρισκαν συμπαθητική αυτή την τρυφερή σκηνή. Προσπάθησα λοιπόν να υπερασπιστώ τον ήρωά μου.
     «Πάντως, δεν μπορείτε να αρνηθείτε πως τουλάχιστον σε σχέση με την ομιλία του υπάρχει μια συνέπεια».
     Χαμογέλασε ειρωνικά. Ήταν εμφανές πως δεν ήταν η μέρα μου.
     «Η κραυγή σας, κύριε, είναι μια προσβολή στην ανθρώπινη αντίληψη. Προφανώς, ένα παιδί παρατημένο μακριά από τους ανθρώπους δεν μπορεί να αναπτύξει λόγο. Όμως, όπως όλα τα ζώα, μπορεί να εκφραστεί με διαφορετικό τρόπο. Πάντως σε καμία περίπτωση με το δικό σας πρωτόγονο ουρλιαχτό».
     Αυτή τη φορά είχα στ’ αλήθεια θυμώσει. Είχα ξοδέψει εβδομάδες προσπαθώντας να τελειοποιήσω αυτή την τόσο αρρενωπή πλευρά του ήρωα και o γέρος με έβγαζε άχρηστο. Ο Ταρζάν ήταν ένα κομμάτι του εαυτού μου, κι αυτός είχε αρχίσει να μου επιτίθεται.
     «Έμαθα να ξεχωρίζω τα ζώα που με περιτριγύριζαν», συνέχισε. «Ήξερα τι ένιωθαν, γνώριζα τα πιο βαθιά τους ένστικτα, ένστικτα ζωής και θανάτου. Δεν υπήρχε δικαιοσύνη. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Struggle for life, αυτός είναι ο μόνος κανόνας της ζούγκλας!»

«Καμία οικογένεια πιθήκων δεν με δέχτηκε ποτέ στη φυλή της. Οι πίθηκοι είναι οι μεγαλύτεροι ρατσιστές του κόσμου. Καθετί ξένο το διώχνουν χωρίς έλεος».


     Και ξαφνικά άρχισε να βγάζει μια σειρά από κραυγές που σε στοίχειωναν. Μια φραγκόκοτα που τη στραγγαλίζουν, ένα αγριογούρουνο που κυνηγά, ένας ελέφαντας έτοιμος να επιτεθεί. Έτρεμε σαν δαιμονισμένος. Τα ζώα άρχισαν να στριφογυρίζουν με μανία μέσα στα κλουβιά τους. Η Τσίτα, που κοιμόταν δίπλα μου και ονειρευόταν γιγάντιες μπανάνες, πήδηξε έντρομη στην αγκαλιά μου. Προσπάθησα πολύ για να τον ηρεμήσω και να σταματήσει. Αυτός όμως, ανενόχλητος, τινάχτηκε και προσγειώθηκε στο έδαφος, κοιτάζοντάς με περιφρονητικά.
     «Σαν τη μαϊμού σας… Καμία οικογένεια πιθήκων δεν με δέχτηκε ποτέ στη φυλή της. Οι πίθηκοι είναι οι μεγαλύτεροι ρατσιστές του κόσμου. Καθετί ξένο το διώχνουν χωρίς έλεος».
     «Ίσως αυτό να φταίει που δεν έγιναν ποτέ άνθρωποι!», απάντησα ειρωνικά.
     Δεν έδωσε σημασία στην αυθάδειά μου. Μόνο σηκώθηκε απ’ τη θέση του, θέλοντας να μου δείξει πως η συζήτηση θα τελείωνε εκεί. Δεν ξέρω πώς αυτός ο άνθρωπος επανεντάχθηκε στον πολιτισμένο κόσμο, όμως, να σας πω την αλήθεια, δεν με ενδιέφερε και πολύ. Θα προτιμούσα αυτός ο ενοχλητικός τύπος να μου αδειάσει τη γωνιά με τις ασυναρτησίες του.
     Γύρισε και μου είπε, με δραματικό τόνο:
     «Έτσι έμεινα μόνος μου. Είναι ο νόμος των ανθρώπων. Βρίσκονται τόσο μακριά από τους κατώτερους συγγενείς τους που είναι αδύνατο να επιστρέψουν ανάμεσά τους. Κι όμως, αγαπητέ μου κύριε, ο νόμος των ανθρώπων μου φαίνεται πιο βάρβαρος ακόμα και από το νόμο των αγριμιών όλου του κόσμου. Τουλάχιστον με τα ζώα ξέρεις τι να περιμένεις. Δεν σε εξαπατούν ποτέ…»
     Άρχισε να απομακρύνεται στο μονοπάτι που οδηγούσε στην τεράστια πύλη του ράντζου, Περπατούσε παράξενα. Με χαμηλωμένους ώμους και χέρια κρεμασμένα. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε προέλθει από πιθήκους. Είχε επιστρέψει σ’ αυτούς! Και έτσι, μου φώναξε από μακριά:
     «Εύχομαι καλή τύχη στη νέα σας ταινία! Είμαι σίγουρος ότι θα έχει επιτυχία. Οι άνθρωποι αρέσκονται να ξεχνούν πως είναι κι αυτοί ζώα!»

«Παρακολουθούσα σκεπτικός τον αληθινό Ταρζάν να απομακρύνεται. ‘’Εύχομαι καλή τύχη στη νέα σας ταινία! Είμαι σίγουρος ότι θα έχει επιτυχία. Οι άνθρωποι αρέσκονται να ξεχνούν πως είναι κι αυτοί ζώα!’’ μου φώναξε από μακριά».


     Αυτές οι τελευταίες του λέξεις χάθηκαν μέσα στο θόρυβο των μηχανών. Δύο μεγάλα καμιόνια κουβαλούσαν λάσπη για να φτιάξουν τους βάλτους του σκηνικού, που κάτω από τον καλιφορνέζικο ήλιο είχαν την ενοχλητική τάση να ξεραίνονται εύκολα.
     Παρακολουθούσα σκεπτικός τον αληθινό Ταρζάν να απομακρύνεται.
     Ήταν μικροκαμωμένος, ασθενικός και αλαζόνας. Δεν θα έριχνε ποτέ την Τζέιν. Η Τσίτα θα του είχε βγάλει τα μάτια. Δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει χιλιάδες θεατές να ονειρεύονται μέσα σε σκοτεινές αίθουσες.
     Θα ήταν όμως κρίμα να μη σας πω την ιστορία του…

 

*Ο Τζόνι Βαϊσμίλερ (2 Ιουνίου 1904 – 20 Ιανουαρίου 1984) ήταν αμερικανός κολυμβητής, ένας από τους καλύτερους του κόσμου στη δεκαετία του 1920. Αργότερα ακολούθησε καριέρα ηθοποιού. Κέρδισε πέντε ολυμπιακά χρυσά μετάλλια και ένα χάλκινο. Κατέκτησε πενήντα δύο αμερικανικά εθνικά πρωταθλήματα και κατέρριψε εξήντα επτά παγκόσμια ρεκόρ. Ο Βαϊσμίλερ είναι ο πιο εμβληματικός από τους ηθοποιούς που υποδύθηκαν τον Ταρζάν. Η χαρακτηριστική διαπεραστική κραυγή του έχει μείνει στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. (Σημείωση στο «Δέντρο»)

** Η τελευταία ταινία του Τζόνι Βαϊσμίλερ ως Ταρζάν «Tarzan and the Mermaids» βγήκε στις αίθουσες το 1948.

 

// Από το περιοδικό «Το Δέντρο», τεύχος 209, Μάιος 2016. Συγγραφέας ο Ρομπέρ Μπουντέ, πρωτότυπος τίτλος «Ο Ταρζάν και ο Ταρζάν». Απόδοση για το «Δ» Χριστίνα-Λουίζα Μαυρουδή.

 

Διαβάστε ακόμα: Κώστας Μαυρουδής – «Πέντε θέσεις για τον εστέτ»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top