«Δεν είναι δυνατόν!», είπε ο Βαγενάς, γυρνώντας την πλάτη προς την πηγή της αντανάκλασης. «Εκεί… Μόλις μας προσπέρασε! Ο Μπόρχες!». (Η φωτογραφία του Μπόρχες είναι από το Istituto Italo Latino Americano)

[…] Ένα απόγευμα, τον Σεπτέμβριο του 1983, ο Νάσος Βαγενάς καθόταν με φίλους σε ένα από τα τραπεζάκια στου Ζόναρς, στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου. Συζητούσαν περί λογοτεχνίας, και κάποιος ρώτησε τον Βαγενά πάνω σε τι δούλευε εκείνες τις μέρες. «Μια μελέτη για τον Μπόρχες», απάντησε. Κανείς δεν εξεπλάγη, καθώς η αγάπη του για τον μεγάλο Αργεντινό συγγραφέα τούς ήταν γνωστή. Έπειτα, καθώς μιλούσε στους φίλους του για τη μελέτη του, ο Βαγενάς, ξαφνικά, σταμάτησε. Κάτι είχε τραβήξει την προσοχή του: μια φευγαλέα εικόνα σε έναν καθρέφτη στο εσωτερικό του ζαχαροπλαστείου, μια αντανάκλαση από κάτι που είχε συμβεί έξω, στο πεζοδρόμιο, πίσω απ’ την πλάτη του.

Έκπληκτος ο Βαγενάς ψιθύρισε: «Ο Μπόρχες». «Ναι, ναι», του είπαν οι φίλοι του, «για πες μας κι άλλα για τη μελέτη σου για τον Μπόρχες». «Δεν είναι δυνατόν!», είπε ο Βαγενάς, γυρνώντας την πλάτη προς την πηγή της αντανάκλασης. «Εκεί… Μόλις μας προσπέρασε! Ο Μπόρχες!» Οι φίλοι του γέλασαν, αλλά ο Βαγενάς σηκώθηκε και άρχισε να ακολουθεί έναν ηλικιωμένο άνδρα και μια νεαρή γυναίκα που προχωρούσαν αργά προς την πλατεία Συντάγματος, κουβεντιάζοντας. Επιτάχυνε το βήμα του, φτάνοντας αρκετά κοντά τους, τόσο όσο να ακούσει τη συζήτησή τους. Μιλούσαν ισπανικά. Έπειτα τους προσπέρασε, στάθηκε μπροστά τους και ρώτησε: «Ο κ. Μπόρχες;». «Ναι», είπε ο ηλικιωμένος κύριος.

«Ο μεγάλος Αργεντινός συγγραφέας και ο Έλληνας μιμητής του περπατούν σε κάποιο δρόμο του Ρεθύμνου, μιας πόλης του νησιού όπου γεννήθηκε ο λαβύρινθος». (Απόσπασμα από το βιβλίο – από όπου και η φωτογραφία του Βαγενά με τον Μπόρχες, σελ. 68)

Ο Βαγενάς θυμάται καθαρά δυο φράσεις από τη συνομιλία τους. «Έχω δημοσιεύσει κι εγώ κάποια διηγήματα», είπε στον Μπόρχες, «στα οποία σάς μιμούμαι ασύστολα». Ο ηλικιωμένος κύριος κούνησε το κεφάλι του. «Αγαπητέ μου», του είπε, «είμαστε όλοι μιμητές».

Ο καθρέφτης –όπως εκείνος που δέχθηκε στο Ζόναρς την αντανάκλασή του– είναι από τα βασικά σύμβολα του Μπόρχες.* Αλλά για να κερδίσει ένα σύμβολο το ενδιαφέρον ενός μεγάλου συγγραφέα, πρέπει να είναι, ταυτόχρονα, διαυγές και αμφίσημο, να διαβάζεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ο καθρέφτης είναι και τα δύο, καθώς προσφέρει ένα αντίγραφο και μαζί ένα πρωτότυπο. Η πρωτοτυπία ξεκινά από το γεγονός ότι ο καθρέφτης περιβάλλεται από μια κορνίζα, κι έτσι κάθε αντίγραφο του κόσμου το οποίο αντανακλά δείχνει μόνο ένα μέρος του – και η επιλογή, το ξεδιάλεγμα, είναι η αρχή της δημιουργικής διαδικασίας. Επιπλέον, ένας καθρέφτης μπορεί να είναι και θαμπός. Αυτός είναι κι ο λόγος που ο Απόστολος Παύλος αντιπαραθέτει το να βλέπει κανείς δι’ εσόπτρου [καθρέφτη] εν αινίγματι, με το πρόσωπον προς πρόσωπον,** το αντίκρισμα δηλαδή της ίδιας της πραγματικότητας – και η θαμπάδα είναι μια πόρτα προς το μυστήριο και την υποβολή. Κι ένας καθρέφτης μπορεί βέβαια να είναι παραμορφωτικός, και όχι μόνο για να μας κάνει να γελάμε. Επομένως, το να λέει κανείς ότι ο συγγραφέας είναι μιμητής θα μπορούσε να σημαίνει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι φαίνεται να δηλώνει αυτή η φράση.

Στο βιβλίο ο Απόστολος Δοξιάδης, γράφοντας για την ιστορία του διηγήματος του Νάσου Βαγενά «Ο Πάτροκλος Γιατράς και οι ελληνικές μεταφράσεις της “Έρημης Χώρας”», της προϊστορίας και της επίδρασής του, πραγματεύεται το κεντρικό θέμα της επανάληψης στη λογοτεχνία.

Καθώς ο Τ.Σ. Έλιοτ, μαζί με τον Μπόρχες και τον Βαγενά, είναι ένας από τους πρωταγωνιστές ετούτης της ιστορίας μιμήσεων –υπάρχουν και κάποιοι πιο δεύτεροι ρόλοι– θα τον παρουσιάσω με κάποια λόγια του που ταιριάζουν στο θέμα μας: «Οι ανώριμοι ποιητές μιμούνται· οι ώριμοι ποιητές κλέβουν· οι κακοί ποιητές παραμορφώνουν αυτό που παίρνουν, οι καλοί το μετατρέπουν σε κάτι καλύτερο ή, τουλάχιστον, σε κάτι διαφορετικό».*** Η άποψη αυτή δεν διαψεύδει τον Μπόρχες. Πιστεύω ότι εάν ο Βαγενάς στη συνάντησή τους, περπατώντας προς το Σύνταγμα, του είχε πει, αντί «στο βιβλίο μου σας μιμήθηκα ασύστολα», «στο βιβλίο μου σας έκλεψα ασύστολα», ο Μπόρχες θα είχε απαντήσει: «Είμαστε όλοι κλέφτες». […]

 


* Μια περιγραφή της απροσδόκητης συνάντησής του με τον Μπόρχες στο κέντρο της Αθήνας έχει δημοσιεύσει ο Βαγενάς στο περιοδικό Χάρτης, τχ. 8, Οκτώβριος 1983, σ. 202-204, με τίτλο «Ο Μπόρχες στην οδό Πανεπιστημίου».
** Βλ. Προς Κορινθίους, Α’, 13.12.
*** T.S. Eliot, «Philip Massinger», The Sacred Wood. Essays on Poetry and Critisism, Methuen, Λονδίνο [1920], σ.114.


 

//Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη «Λέγοντας και ξαναλέγοντας, Η λογοτεχνία, ο μυστηριώδης Πάτροκλος Γιατράς και οι μεταφράσεις της Έρημης Χώρας», εκδόσεις Ίκαρος, Μάρτιος 2017.

 

Διαβάστε ακόμα: Οι ποιητές μας για τον Μπόρχες

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top