Σκηνή από το μουσικό έργο “Anthracite Fields”. Photo: Richard Termine.

Με σπουδές σε διακεκριμένα πανεπιστήμια όπως το Manhattan School of Music, το Yale και το Princeton, η Αμερικανίδα συνθέτης Julia Wolfe από την Πενσυλβάνια είναι από χρόνια κάτοικος του Μανχάταν όπου και διδάσκει σύνθεση στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU). Φέτος, δύο από τους σημαντικότερους μουσικούς θεσμούς της πόλης παρουσιάζουν το έργο της.

Η πρώτη παράσταση, στις αρχές Δεκεμβρίου στο Carnegie Hall, αποτέλεσε τη νεοϋορκέζικη πρεμιέρα του βραβευμένου με Pulitzer το 2015 ορατορίου της, “Anthracide Fields”. Πρόκειται για μία μάλλον αρκετά προσωπική προσπάθεια, αφού η γεννημένη το 1958 συνθέτης μεγάλωσε στη μικρή πόλη Montgomeryville της Πενσυλβάνια, σε κοντινή απόσταση από τη μεγάλη περιοχή των ανθρακωρυχείων, τα οποία ασφαλώς χρηματοδότησαν στις αρχές του 20ου αιώνα την ανάπτυξη αυτής της περιοχής και εν πολλοίς ολόκληρης της χώρας. Η Wolfe θέλησε να στρέψει στο βλέμμα της στους εργάτες που με τίμημα ακόμα και τη ζωή τους συνέβαλαν στο «αμερικάνικο» όνειρο. Το έργο είναι ένα ορατόριο για χορωδία (The Choir of Trinity Wall Street) και μικρή ορχήστρα, φιλοξενήθηκε στην κατάμεστη μικρή αίθουσα Zankel Hall του Carnegie Hall, με τον Projection designer Jeff Sugg να είναι υπεύθυνος για τις προβολές και τις αλλαγές του φωτισμού που αποτελούσαν την οπτική διάσταση της παράστασης και με μαέστρο τον Julian Wachner. Το έργο είναι χωρισμένο σε πέντε μέρη.

Στην αρχή του έργου η οθόνη ήταν σκοτεινή με κάποια άσπρα ή γκρι κινούμενα στοιχεία που θύμιζαν άνθρακα ή ίσως και στάχτη και δημιούργησε έτσι μια μάλλον αποπνικτική, κλειστοφοβική θα λέγαμε ατμόσφαιρα στην υπόγεια αίθουσα, με τη μουσική να χρησιμοποιεί στην αρχή πολύ απλά επαναλαμβανόμενα μοτίβα του γκονγκ και του βιολοντσέλου και τον κιθαρίστα να «ξύνει» ελαφρά την επιφάνεια της ηλεκτρικής κιθάρας και την χορωδία σε ένα είδος κραυγής. Αυτό διακόπτονταν ενίοτε από έντονα ξεσπάσματα των κρουστών, κυρίως του μεταλλόφωνου και επανερχόταν περιοδικά, σαν τα όργανα να είχαν μοιραστεί και να ενάλλασσαν την δημιουργία της ατμόσφαιρας με τα έντονα ξεσπάσματα. Εν τω μεταξύ στην οθόνη εμφανίστηκε αρχικά ένας χάρτης των ΗΠΑ στον οποία διακρίνονταν οι περιοχές των ορυχείων και αργότερα σε ένα είδος κινουμένων σχεδίων παρουσιάζονταν κτίρια και ουρανοξύστες, η απεικόνιση των οποίων όμως δεν σταματούσε στο έδαφος αλλά συνεχιζόταν κάτω από τη γη απεικονίζοντας, ίσως ταυτόχρονα ρεαλιστικά και μεταφορικά, τα ορυχεία.

Το κοινό ανταποκρίθηκε σε αυτή την προσπάθεια μουσικής απεικόνισης της Αμερικανικής ιστορίας και αποθέωσε τους μουσικούς.

Με μια πολύ δραματική φωτογραφία ενός εργάτη που καπνίζει και μια ομαδική παιδιών-εργατών με μουτζουρωμένα πρόσωπα η μουσική περνούσε στο κύριο μέρος της πρώτης ενότητας με τον τίτλο “Foundations”. Εδώ με βάση την ιστορικού χαρακτήρα έρευνα που έκανε η Wolfe στα αρχεία η χορωδία αναφέρει μια ατελείωτη λίστα από τα θύματα των ατυχημάτων στα ανθρακωρυχεία από το 1869 ως το 1916. Μια από τις πιο σημαντικές πηγές έμπνευσης της είναι ο μινιμαλισμός. Χρησιμοποιεί μάλλον συνειδητά και κατα κόρον την επανάληψη, την οποία επιτείνει το γεγονός ότι δίνει σε όλα τα πραγματικά επώνυμα των θυμάτων το μικρό μονοσύλλαβο όνομα John. Ακολουθεί ένα μικρό κείμενο από επιστημονικές περιγραφές της εποχής για τα ανθρακωρυχεία και αργότερα η λίστα συνεχίζεται με τα πολυσύλλαβα αυτή τη φορά ονόματα που απεικονίζουν ανάγλυφα την ποικίλη εθνική προέλευση των σε μεγάλο βαθμό μεταναστών θυμάτων. Με την τσελίστα Ashley Bathgate να απαγγέλει και το πιάνο σε κάποια τζαζ arpeggios ακούστηκε το “That was the list”.

Η βραβευμένη συνθέτις Julia Wolfe. Photo: Peter Serling.

Το επόμενο μέρος με τον τίτλο: «Breaker Boys» ήταν αφιερωμένο στα παιδιά – θύματα της εποχής εκείνης με μια εικόνα ενός από αυτά να κρατά ένα καναρίνι, με μια άλλη φωτογραφία ραγισμένη και με κομμάτια του κειμένου να αναφέρονται στην ηλικία των παιδιών, μέχρι και 8 χρονών, με άλλα να είναι σκοτεινά και μελαγχολικά και να συνοδεύονται από το κλαρινέτο, από τις αρμονικές της ηλεκτρικής κιθάρας, ένα είδους ξυλοφώνου και το βιολοντσέλο ενώ κάποια στιγμή η Ashley Bathgate σε έντονο ροκ «Stick them up and Stick them down … or else I’ll beat you as black as coal… stone dead, stone dead” μας έδωσε για πρώτη φορά την εξήγηση του γιατί, όπως είχαμε διαβάσει στο πρόγραμμα το ροκ είναι το άλλο κύριο στοιχείο της μουσικής της Wolfe. Στο τέλους αυτού του μέρους υπό ένα γαλαζοπράσινο φως και με τη χρήση μιας ρόδας ποδηλάτου της οποίας οι ακτίνες ηχούσαν από ένα κομμάτι ξύλο που μπαίνει ανάμεσά τους, ακούστηκε το εμφατικό «I am the king of the castle you are a dirty rascal!».

Ακολούθησε μια ροκ μπαλάντα του επίσης κιθαρίστα Mark Stewart, με τη χορωδία σε συνοδευτικό ρόλο, που αποτελεί μια μελαγχολική αναφορά στους εργάτες που διακινδυνεύουν και χάνονται, βασισμένο σε ένα κείμενο με έντονες θρησκευτικές αναφορές ενός από τους προέδρους του σωματείο των ανθρακωρύχων John L. Lewis που είχε χρησιμοποιηθεί σε ομιλία του στις επιτροπές του Κογκρέσου. Στο δεύτερο μέρος η μουσική παίρνει έντονα εμβατηριακό χαρακτήρα και η φωνή στα όρια της κραυγής απελπισίας διεκδικεί: “I say it, I voice it, I proclaim it»!

Έντονο το κοντράστ με το ειδυλλιακό τέταρτο μέρος: “Flowers”. Μέρος της ερευνητικής δραστηριότητας της Wolfe ήταν η προφορική ιστορία. Η συνομιλία της με την Barbara Powell, κόρη και εγγονή ανθρακωρύχων που όμως φαίνεται να θυμάται μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία στην οποία ποτέ δεν αισθάνθηκε φτωχή, δίνει την ευκαιρία στη συνθέτη, με έναν έντονα ροζ χαρούμενο φωτισμό της αίθουσας και με λουλούδια κυρίως στην οθόνη να δώσει και μια άλλη διάσταση στο κυρίως μελαγχολικό έργο της, μια αίσθηση ευτυχίας με απλούς στίχους απλώς να λένε, όπως η Powell ότι «όλοι είχαμε κήπους» και μετά μια απαρίθμηση διαφόρων λουλουδιών με τελευταίο να επαναλαμβάνεται, προφανώς όχι τυχαία, το «Μη Με Λησμόνει».

Με αναφορές στο σήμερα και κυρίως στον βασισμένο στον άνθρακα εξηλεκτρισμό, η οθόνη στο “Appliances” του φινάλε προβάλει σκηνές από εργοστάσιο κατασκευής ατσάλινων ελασμάτων ή εξαρτημάτων, τονίζοντας ίσως κάποιες στιγμές και με κάποιο βιμπράτο, την πίεση της πρέσας, ενώ οι εικόνες serial production από ένα υφαντήριο παρέπεμπαν συνειρμικά στους Μοντέρνους Καιρούς του Τσάπλιν. Τέλος το πορτραίτο μιας όμορφης γυναίκας την παρουσίαζε μπροστά σε κάποια από τα αγαθά, τα πλεονεκτήματα της μοντέρνας εποχής.

Από μουσικής πλευράς το τελευταίο μέρος ήταν έντονα ρυθμικό και σε πιο υψηλή ταχύτητα με στοιχεία μινιμαλισμού και τζαζ, αλλά και στοιχεία από τις πρώτες στιγμές του έργου και τις εναλλαγές που προαναφέραμε. Το κοινό ανταποκρίθηκε σε αυτή την προσπάθεια μουσικής απεικόνισης της Αμερικανικής ιστορίας και αποθέωσε τους μουσικούς.

Συνεχίζοντας στην ίδια προβληματική, αυτή τη φορά σε μεγαλύτερη κλίμακα και με κέντρο την πόλη στην οποία ζει η Wolfe, τη Νέα Υόρκη, με πλήρη ορχήστρα και σύγχρονα μέσα, βίντεο και προβολές, πάλι του Jeff Sugg, θα παρουσιαστεί σε παγκόσμια πρώτη σήμερα, αύριο και μεθαύριο, από τη Φιλαρμονική Ορχήστρας της Νέας Υόρκης το νέο έργο της Wolfe: “Fire in my mouth”. Το έργο αναφέρεται σε καταστροφική πυρκαγιά το 1911 στο Triangle Shirtwaist Factory, η οποία στοίχησε τη ζωή σε πάνω από εκατό εργάτες, σχεδόν αποκλειστικά νεαρούς μετανάστες. Το έργο παρήγγειλε στη Wolfe η Φιλαρμονική στα πλαίσια ενός ευρύτερου προγράμματος με τον τίτλο: “ New York Stories: Threads of Our City». Η συναυλία συνοδεύεται και με έκθεση αφιερωμένη στους μετανάστες, βασικό στοιχείο της ιστορίας της ταυτότητας αλλά και της αυτογνωσίας της Νέας Υόρκης.

Τη συναυλία θα διευθύνει ο νέος μουσικός διευθυντής της ορχήστρας Jaap van Zweden, στον οποίο αναφερθήκαμε πρόσφατα από τις στήλες του Andro, αλλά μιλώντας για νέες συνθέσεις, τα εύσημα πρέπει να αποδοθούν και στον προηγούμενο αρχιμουσικό Alan Gilbert ο οποίος με πολλούς τρόπους προσπάθησε να ενισχύσει την παρουσίαση αλλά και τις παραγγελίες από την πλευρά της ορχήστρας σύγχρονων έργων.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top