«Στα 64 μου, ξέρω καλά πως θέατρο από έναν δεν γίνεται – αφορά στις σχέσεις πολλών πάνω στη σκηνή. Πρέπει να υπάρχει συνεννόηση».

Τον παρακολουθώ πολλά χρόνια. Εχω ζήσει στιγμές μαγικές με τις ερμηνείες του. Εχω φύγει άφωνη και άφωνη σχεδόν παρέμεινα όταν κάποιος μου τον είχε συστήσει μετά από μια παράσταση. Σε ένα παλιό αφιέρωμα στο θέατρο για το περιοδικό ΜΕΝ, ήταν μεταξύ όσων είχα συναντήσει και είχαμε μιλήσει για λίγο. Όχι ασφαλώς τόσο όσο τώρα, όταν πια με άλλη ωριμότητα και ηρεμία απήλαυσα μια διήγηση για τη ζωή του, σχεδόν τραγουδιστή και ονειρική. Έχει ζήσει πολλά και όμως, δεν ακούγεται ούτε παλιακός ούτε γκρινιάρης όταν εκφράζεται κατηγορηματικά για τα κακώς κείμενα. Χορτασμένος είναι και ικανοποιημένο τον ένιωσα. Τώρα, ξαφνικά, σαν μικρό παιδί ξεκίνησε να ζωγραφίζει κιόλας. Και δείχνει τα έργα του με αυτόν τον ενθουσιασμό του αρχάριου και με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. Και με αυτό το χαμόγελο με χαιρέτησε, αναφωνώντας για πολλοστή φορά «Μία!». Το υπογραμμίζω: είναι ο πρώτος άνθρωπος σε συνέντευξη που συνεχώς προφέρει το όνομά σου. Κάνοντάς σε να νιώθεις, και εσύ, κάπως σημαντικός. Με μια ευγένεια σπάνια.

-Εχετε ζήσει το θέατρο σε κάθε εποχή του. Τώρα, παρά την κρίση, νομίζω πως πάνε καλά τα θέατρα.

Παίζω εδώ και 43 χρόνια στο θέατρο και κάθε χρόνο, όλο και περισσότεροι θεατές μού λένε «πολύ ωραία παράσταση, αλλά τι δύσκολο έργο!». Ναι, δουλεύουν αρκετά θέατρα, όμως είναι κρίμα που το μυαλό μας έχει αποβλακωθεί με τα σίριαλ, τα σόου και τα ριάλιτι της τηλεόρασης και το οτιδήποτε διαφορετικό μας φαίνεται δύσκολο. Οταν ήμουν εγώ νέος, πηγαίναμε στον Κουν και βλέπαμε Μπέκετ, Πίντερ, Ιονέσκο και αντίστοιχους συγγραφείς. Απορώ τι θα έλεγε το σημερινό κοινό αν είχε μόνο τέτοιες επιλογές. Νομίζω πως τότε οι άνθρωποι διάβαζαν ψάχνονταν περισσότερο.

– Μήπως οι άνθρωποι δεν έχουν υπομονή αφού το Ιντερνετ προσφέρει διαρκώς μια γρήγορα αναλώσιμη πληροφορία…

Ναι, δεν έχουν και χρόνο κι αυτή η έλλειψη χρόνου κάνει τον άνθρωπο να μην μπορεί να συγκεντρωθεί, πράγμα πολύ δύσκολο για τον χώρο του θεάτρου. Το θέατρο βασίζεται στα λόγια – δεν έχει εικόνες. Και εξαιτίας της έλλειψης συγκέντρωσης, μεγάλο μέρος του θεάτρου έχει αρχίσει να μετακινείται περισσότερο προς το θέαμα και την εικόνα. Επόμενο βέβαια στην εποχή που όλοι κοιτούν ένα κινητό.

«Προσπαθώ να έχω την ουδετερότητα και την ευγένεια να φέρομαι το ίδιο σε όλους, γιατί δεν είναι σωστό να κάνεις διακρίσεις».

– Ας ξεκινήσουμε από τον δάσκαλο Καταλειφό. Παραδίδετε μαθήματα υποκριτικής πολλά χρόνια. Αλήθεια, πώς διαχειρίζεστε το μεγάλο ταλέντο και πώς τον τελείως ατάλαντο;

Προσπαθώ να έχω την ουδετερότητα και την ευγένεια να φέρομαι το ίδιο σε όλους, γιατί δεν είναι σωστό να κάνεις διακρίσεις. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι χρειάζεται  προσπάθεια γιατί η χαρά όταν βλέπεις τον ταλαντούχο δεν κρύβεται. Είναι τόσο ωραίο πράγμα να μπορεί να σε συγκινήσει ένα παιδί. Με κάποιον που δεν έχει αυτές τις ικανότητες, προσπαθώ να είμαι ευγενικός όμως να ξέρετε ότι οι άνθρωποι περνάμε διάφορες φάσεις και κάποιος «κουμπωμένος» τον πρώτο χρόνο, μπορεί κατόπιν να έχει τόσο μεγάλη αλλαγή που να μην  τον αναγνωρίζεις. Και άλλες φυρές να δεις εκείνον με τις ευκολίες να μπλοκάρει. Γι’ αυτό πρέπει να μην προτρέχουμε. Ακούστε: το θέατρο είναι μια τέχνη με άνισα αποτελέσματα. Επίσης, είναι μια συλλογική τέχνη και η χημεία των ανθρώπων που κάθε φορά συναντιούνται, αλλάζει τη δική σου απόδοση και το αποτέλεσμα. Εγώ βέβαια είχα την τύχη να είμαι σε χώρους της επιλογής μου και επί μακρόν. Ξεκίνησα στην ουσία με τον Βογιατζή, μετά κάναμε το «Εμπρός», μετά ήμουν χρόνια στο «Απλό» και τώρα για μεγάλο διάστημα στο «Εμπορικό» – έχω, δηλαδή, περάσει τη θεατρική μου ζωή σε τέσσερις χώρους-σπίτια. Αυτό, από τη μια, έχει το πλεονέκτημα ότι δεν πρέπει να προσαρμόζεσαι αλλού κάθε τρεις και λίγο ούτε να προσαρμόζεσαι στην εκάστοτε παντιέρα για να αφομοιώνεις κάτι καινούργιο. Από την άλλη, το μειονέκτημα είναι ότι σε αυτούς τους χώρους δεν βγάλαμε ποτέ ιδιαίτερα χρήματα. Επίσης, ειδικά στις ομάδες που δημιουργήθηκαν με ίσους όρους, επειδή εμείς οι ηθοποιοί κινούμαστε σε ένα χώρο ανασφάλειας, φόβου, ματαιοδοξίας, εγωισμού, αναζήτησης, κάποια στιγμή το «μαζί» γίνεται «εγώ», αρχίζουν οι προστριβές και επέρχεται η φθορά.

«Το θέατρο είναι όπως η ζωή: ξεκινάμε με τις καλύτερες προθέσεις αλλά είτε φταίμε εμείς είτε οι άλλοι, η χημεία ή υπάρχει ή όχι».

-Τι ξεχώριζε το κάθε «σπίτι», από αυτά που αναφέρατε, για εσάς;

Το πρώτο «σπίτι», που ήταν «Η Σκηνή» κι εγώ ήμουν ο μικρότερος όλων των συντελεστών του – εκεί άρχισα να παίρνω πιο σοβαρά την τέχνη του ηθοποιού. Είχα την τύχη να ακολουθήσω πολύ ταλαντούχους ανθρώπους, όπως τον Βογιατζή, τον Παπαβασιλείου, τον Πανδή, τη Οικονομίδου… Ηταν σαν ένα Πανεπιστήμιο με άπειρες ώρες πρόβας. Η ιστορία μας είχε δραματικό τέλος γιατί μπήκαν εγωισμοί στη μέση και διαλυθήκαμε. Μετά από αναζήτηση χρόνων, μαζί με τη Ράνια Οικονομίδου, τον Τάσο Μπαντή και τον Γιώργο Κέντρο, φτιάξαμε το «Εμπρός». Ήμουν 35 χρονών τότε και εκεί πέρασα τα δέκα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής μου. Εκεί ήταν όλα πιο ώριμα, οι ρόλοι πιο μεγάλοι, η δημιουργία της Σχολής πολύ σημαντική υπόθεση. Υστερα από μία ακόμη δυσάρεστη λήξη βρέθηκα με τον Αντύπα στο «Απλό», όπου ουσιαστικά έμεινα μία δεκαετία. Ο Αντύπας μού έδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη και υπήρξε ένας από τους καλύτερους εργοδότες που έχω συναντήσει στην επαγγελματική μου ζωή. Οταν δεν μπορούσε πλέον να συντηρεί οικονομικά την επιχείρηση, ασχολήθηκα, μαζί με κάποιους άλλους, με το θέατρο «Εμπορικό», όπου είμαι εδώ και έξι χρόνια.

– Μέσα σε όλες αυτές τις συνεργασίας, νιώθετε πως τιθασεύσατε το δικό σας «εγώ» ή υπήρξαν φορές που ξέφυγε;

Το «εγώ», από μια πλευρά, είναι πολύτιμο – χωρίς αυτό δεν υπάρχει λόγος να γίνεις ηθοποιός, αν δηλαδή δεν έχεις την «πετριά» τού να θέλεις να σε βλέπουν. Από εκεί και πέρα, το πώς το διαχειρίζεται κάποιος, έχει σχέση ακόμη και με την παιδική του ζωή ή τα τυχόν τραύματά του. Έχω την αίσθηση ότι το δικό μου «εγώ» το διαχειρίζομαι λίγο πιο εγωιστικά όταν κάνουμε πρόβες. Μέχρι να ανεβεί το έργο, ομολογώ ότι κάποιες φορές έχω ξεπεράσει τα όρια, από την αγωνία και την ανασφάλεια να δημιουργηθεί αυτό που πρέπει.  Γι’ αυτό και πολλοί με θεωρούν δύσκολο, κάποιοι ίσως δεν με χωνεύουν. Αλλά όλο αυτό που κάνω είναι στο πλαίσιο μιας συλλογικής αγωνίας για την παράσταση, όχι για τον εαυτό μου. Στα 64 μου, ξέρω καλά πως θέατρο από έναν δεν γίνεται – αφορά στις σχέσεις πολλών πάνω στη σκηνή. Πρέπει να υπάρχει συνεννόηση. Αν, δε, δεν υπάρχουν καλές σχέσεις, αν δεν παίζεις με καλούς ηθοποιούς, χαντακώνεσαι και ο ίδιος. Γενικά, όμως, με το που θα ανέβει το έργο και ηρεμήσουν τα πράγματα, πιστεύω ότι είμαι ένας πολύ ταπεινός άνθρωπος.

«Για μένα η σκηνή του θεάτρου έχει αίμα, δάκρυ, χαρά, παιχνίδι, κατάθεση ψυχής, αλλιώς ας γινόμασταν υπάλληλοι στην Τράπεζα».

– Σας έχει τύχει να είστε σε μια παράσταση όπου δεν αισθάνεστε καλά;

Μου έχει τύχει δυο-τρεις φορές. Και αυτές τις φορές ομολογώ ότι κατέληξα στον ψυχίατρο. Εμείς οι ηθοποιοί κάνουμε ακριβώς την ίδια δουλειά κάθε βράδυ επί μήνες. Εκτίθεσαι τρομερά και αν κάπου νιώθεις άσχημα και δεν τραβάει, καταλήγει να γίνεται μαρτυρικό. Γι’ αυτό στις πρόβες προσπαθώ να εξασφαλίσω ένα minimum τού να είμαστε καλά πάνω στη σκηνή. Αυτό, όμως, δεν μπορείς να το πετύχεις πάντα, γιατί όπως είπα και πριν είναι συνδυασμός πολλών παραγόντων.

«Πολλοί με θεωρούν δύσκολο, κάποιοι ίσως δεν με χωνεύουν. Αλλά όλο αυτό που κάνω είναι στο πλαίσιο μιας συλλογικής αγωνίας για την παράσταση, όχι για τον εαυτό μου».

– Το εγωκεντρικό κομμάτι κοπάζει ή ενισχύεται με την ηλικία; Δηλαδή δείχνετε μεγαλύτερη κατανόηση ή ανέχεστε λιγότερα σε διάφορες καταστάσεις;

Είναι πάντα ίδιο – ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται. Είναι μία σταθερή ανάγκη για την οποία, στην ουσία, κάνω θέατρο. Δεν θα μπορούσα να παραβλέψω ένα πράγμα που πήγαινε στραβά στα 40 ή στα 45, αλλά ούτε τώρα στα 64. Για αυτό και είναι πολύ σημαντική η επιλογή των ανθρώπων που θα είσαι μαζί – αν και αυτό δεν περνάει πάντα από το χέρι σου, μπορεί να σου προκύψει και μια έκπληξη. Το θέατρο είναι όπως η ζωή: ξεκινάμε με τις καλύτερες προθέσεις αλλά είτε φταίμε εμείς είτε οι άλλοι, η χημεία ή υπάρχει ή όχι.

«Πιστεύω πολύ στη φράση που είπε κάποτε ο Μινωτής ότι ”το θέατρο είναι ένας ρεφενές όπου ο καθένας βάζει ό,τι έχει”. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό».

– Ο ρόλος σας ως δασκάλου έχει και σκηνοθετική χροιά;

Σίγουρα έχεις και μια τέτοια ευθύνη, γιατί είσαι απ’ έξω και βλέπεις. Αυτή η δραστηριότητά μου, αν και ξεκίνησε εντελώς πειραματικά το ’93 στη Σχολή του «Εμπρός», διαρκεί 25 χρόνια. Έχουν περάσει από μένα πάρα πολλοί νέοι ηθοποιοί -πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες. Είναι μια πολύ υπεύθυνη υπόθεση, αλλά πολύ ευχάριστη και αγαπητή. Εγώ πάντως ως δάσκαλος δεν μιλάω πολύ, θέλω να εκφράζονται τα παιδιά, είμαι οπαδός της μαιευτικής μεθόδου του Σωκράτη. Στο τέλος κάθε μαθήματος, κάνουμε έναν κύκλο, όπου ο καθένας λέει τι ένιωσε, τι σκέφτηκε, τι κατάλαβε, κάτι που το θεωρώ πολύτιμο. Ούτε ο δάσκαλος ούτε ο σκηνοθέτης πρέπει να παριστάνουν τον ξερόλα.

– Δεν έχετε πάντως καλή σχέση με την εξουσία…

Καθόλου. Πιστεύω πολύ στη φράση που είπε κάποτε ο Μινωτής ότι «το θέατρο είναι ένας ρεφενές όπου ο καθένας βάζει ό,τι έχει». Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό – αν εγώ, δηλαδή, σκεφτώ κάτι ωραίο και το πω στον σκηνοθέτη, πρέπει αυτός να μην το δεχτεί επειδή δεν είμαι εγώ ο σκηνοθέτης; Γιατί να φοράμε ταμπέλες; Στο θέατρο οι σχέσεις πρέπει να είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αλλά δυστυχώς για διάφορους λόγους κρυβόμαστε πίσω από μία ταμπέλα, ορίζουμε τη συμπεριφορά του καθενός από αυτήν κι έτσι δεν υπάρχει ένας βαθύτερος διάλογος. Αυτό όμως είναι εικόνα από ένα αστικό σαλονάκι. Για μένα η σκηνή του θεάτρου έχει αίμα, δάκρυ, χαρά, παιχνίδι, κατάθεση ψυχής, αλλιώς ας γινόμασταν υπάλληλοι στην Τράπεζα. Μπορεί τώρα που το λέω αυτό να ακούγεται ωραίο και ρομαντικό, όμως σπανίως συμβαίνει. Έρχονται κάποιοι και λένε “θέλω πολύ να δουλέψω μαζί σου” και μετά έτσι και πεις μια κουβέντα, ενοχλούνται. Δεν είμαστε εκεί για να λέμε απλώς τα λόγια του έργου. Έχουμε ξεχάσει την έννοια των λέξεων – τι σημαίνει συνεργάζομαι, πρόβα, παράσταση. Διότι «συνεργάζομαι» θα πει «ανοίγομαι», ενώ τελικά εμείς ζούμε κρυπτόμενοι. Δεν υπάρχει η αγνότητα της ανταλλαγής.

Ο Δημήτρης Καταλειφός και η E-Pace, το μικρότερο SUV της Jaguar και, για πολλούς, το κομψότερο αυτοκίνητο της κατηγορίας. Εκφράζει την παραδοσιακή πολυτέλεια καλύτερα από οποιοδήποτε, ξεχωρίζοντας ως ένα μοντέλο με βρετανικό στυλ σε μια θάλασσα ευρωπαϊκής ανωνυμίας”.

– Το κείμενο είναι το πρωτεύον για να συζητήσετε για μια δουλειά ή οι εξαιρετικοί συνεργάτες;
Αν μου ζητούσαν να επιλέξω ανάμεσα στα δύο, θα έλεγα το δεύτερο, γιατί για μένα αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία. Φυσικά είναι πολύ ωραίο να έχεις ένα καλό κείμενο και, παρεμπιπτόντως, είναι εφάμιλλης σημασίας και η εκάστοτε μετάφραση. Επίσης, ένα άλλο βασικό πρόβλημα της εποχής μας είναι ότι με αυτή την πολυφωνία, δεν υπάρχει ούτε ένα μίνιμουμ συμφωνίας, να πούμε δηλαδή, ναι, “αυτό το τριαντάφυλλο είναι κόκκινο”. Δεν συμφωνούμε ούτε στα πιο θεμελιώδη πράγματα. Και επειδή το θέατρο είναι σαν μια μικρογραφία της κοινωνίας, ζούμε ακριβώς το ίδιο: όπως βλέπεις ένα φαινόμενο που συμβαίνει, κάποιος να το εξηγεί ρατσισμό και άλλος να το ονομάζει πρόοδο –έτσι και με την κριτική – το ίδιο έργο κάποιος το βλέπει αριστούργημα και ο άλλος το βλέπει τερατούργημα, ένας το λέει βαρετό κι ο άλλος ουσιαστικό. Δεν υπάρχει κανένας βασικός άξονας, είμαστε ένα τεράστιο facebook.

– Άρα ο ρόλος σας στον «Φεγγίτη», αυτός ο συντηρητικός τύπος, είναι πολύ μακριά από την προσωπικότητά σας.

Απόλυτα.

– Μια και μιλάμε για τον «Φεγγίτη», η μεγάλη διαφορά ηλικίας σε ένα ζευγάρι δημιουργεί μια σχέση εξουσιαστική εξ ορισμού, έτσι δεν είναι;

Σε ένα βαθμό, ναι. Παρ’ όλα αυτά, εγώ πάντα το έβλεπα αυτό με μεγάλη συμπάθεια. Γενικά η διαφορά ηλικίας είναι κάτι που το βρίσκω πολύ ερωτικό, μου αρέσει. Ποτέ δεν είχα αυτό το ταμπού. Στο συγκεκριμένο έργο, αυτός ο άνθρωπος ήταν ο μέντορας της κοπέλας, της έμαθε πολλά πράγματα. Όπως μου είπε ένας φίλος μου, που είδε το έργο, «είναι δύο ανόμοιοι άνθρωποι αλλά φύτρωσε αγάπη». Και πραγματικά, η αγάπη μπορεί να φυτρώσει οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Αυτά τα στερεότυπα, ευτυχώς στις μέρες μας, οι άνθρωποι τα έχουν απομυθοποιήσει αρκετά. Το κοινό μου με τον ήρωα του έργου, που μου είναι πολύ συμπαθής, είναι ότι ενώ πρόκειται για έναν άνθρωπο που επιφανειακά μοιάζει τόσο δυνατός, δεν μπορεί παρά να μοιράζεται τη ζωή του με άλλους, έχει ανάγκη την οικογένεια. Αυτό είναι κάτι που με συγκινεί, επειδή εγώ δεν ζω έτσι, δεν νιώθω την ανάγκη να μοιράζομαι τη ζωή μου με αυτό τον τρόπο. Επίσης είναι αυτοδημιούργητος όπως κι εγώ.

«Όταν αγαπήσω κάποιους ανθρώπους, έχω μεγάλη ανάγκη να τους βλέπω και να τους έχω κοντά μου».

– Οι γονείς σας δεν σας βοήθησαν;

Όχι, επίσης δεν ζουν πλέον. Ήταν όμως δύο υπέροχοι άνθρωποι, οι οποίοι αν και δεν είχαν ιδιαίτερη μόρφωση, ποτέ δεν παρενέβησαν σε κανένα από τρία παιδιά τους για το τι θα κάνει στη ζωή του. Δεν μου έφεραν, λοιπόν, καμία αντίρρηση όταν αποφάσισα να γίνω ηθοποιός, δεν έρχονταν στις πρεμιέρες, δεν με ρώταγαν αν είχαμε ή δεν είχαμε κόσμο κι έτσι ήμουν πολύ χαλαρός ως προς αυτό το θέμα.

– Ήταν χαρούμενοι όμως;

Ήταν χαρούμενοι όταν έπαιξα στην τηλεόραση! Κάτι που με εντυπωσιάζει πάντως τα τελευταία χρόνια είναι ότι βλέπω τους γονείς να πηγαίνουν στις δραματικές σχολές, να βιντεοσκοπούν τα παιδιά τους όταν παίζουν, να μιλάνε με τους καθηγητές τους… Εγώ αυτό δεν το έχω ζήσει και δεν το καταλαβαίνω, αλλά μου φαίνεται πολύ εγκλωβιστικό για τα παιδιά. Χαίρομαι που οι γονείς μου δεν ήταν έτσι.

– Είστε μοναχικός άνθρωπος;

Είμαι αντιφατικός, θα έλεγα. Επειδή λόγω της δουλειάς μου, κάθε βράδυ βρίσκομαι μπροστά σε κόσμο και με έναν τρόπο από τη μία εκφράζομαι αλλά από την άλλη εκτίθεμαι, ομολογώ ότι μ’ αρέσει να έχω κοντά μου πολύ λίγους ανθρώπους και μ’ αρέσει πολλές φορές να είμαι μόνος μου. Ας πούμε όταν προετοιμάζεις ένα ρόλο, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη από το να είσαι σε φάση που το ονειρεύεσαι μόνος σου. Τα περισσότερα καλοκαίρια της ζωής μου, όταν κολυμπώ, οραματίζομαι τους ρόλους του χειμώνα. Από την άλλη, όμως, όταν αγαπήσω κάποιους ανθρώπους, έχω μεγάλη ανάγκη να τους βλέπω και να τους έχω κοντά μου.

– Προετοιμάζετε κάτι αυτή την περίοδο;

Θα κάνω τον Μάιο έναν μονόλογο του Μπέκετ, που λέγεται «Το τέλος». Πρόκειται μάλιστα για έναν ήρωα που ενώ είναι ένας μισάνθρωπος, από την άλλη νιώθεις πόσο ανάγκη έχει τους ανθρώπους, γι’ αυτό και λέει αυτό τον μονόλογο. Δηλαδή μονολογεί για να τον ακούσουν. Με αφορμή αυτό, σκέφτομαι ότι τελικά είμαστε όλοι μία κινούμενη αντίφαση, δεν είμαστε το ίδιο πράγμα συνέχεια.

«Κριτής μπορεί είναι ο καθένας και κανένας, από την άλλη. Στην ουσία ξέρεις πολύ καλά μέσα σου, αρκεί να ακούσεις τη βαθύτερή σου φωνή».

– Με το κοινό τι σχέση έχετε, αυτό δηλαδή που οι ηθοποιοί λένε «η επαφή μου με το κοινό»;

Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσω πως απεχθάνομαι πάρα πολύ τις επίσημες πρεμιέρες, ακόμη και ως ύπαρξη. Δηλαδή, το θεωρώ προσβλητικό να βαφτίζεις μία παράσταση «επίσημη». Τι σημαίνει αυτό; Ότι εκείνοι που θα έρθουν τότε είναι καλύτεροι από τους υπόλοιπους; Στο «Εμπορικό» έχω επιδιώξει να μην κάνουμε πρεμιέρες. Έχω δει ηθοποιούς, να παίζουν διαφορετικά σε πρεμιέρα ή όταν ξέρουν ότι θα έρθει κάποιος «επίσημος», και διαφορετικά τις απλές ημέρες – κάτι που μου δημιουργεί μεγάλη ενόχληση. Εγώ προσπαθώ κάθε βράδυ να παίζω όσο καλύτερα μπορώ. Δεν το πετυχαίνω πάντα, αλλά δεν με ενδιαφέρει αν θεατής είσαι εσύ ή ο δίπλα. Θέλω να πω μάλιστα ότι ποτέ δεν ένιωσα μεγαλύτερη επισημότητα όσο κάποια Χριστούγεννα, που παίζαμε τον «Χορό του θανάτου» και είχε έρθει ένας κύριος με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του να δούνε Στρίντμπεργκ. Μου θύμισε αυτό που τα παλιά χρόνια, στις γιορτές, η οικογένεια πήγαινε να δει ένα ιδιαίτερο έργο και μου έφερε μια βαθιά συγκίνηση. Το κοινό το αγαπάω και το σέβομαι με την έννοια ότι στις μέρες μας το να δώσεις 20 ευρώ για να δεις μια παράσταση είναι κάτι πολύ ιερό, που απαιτεί τον σεβασμό. Εγώ μάλιστα νιώθω ότι ποτέ δεν υπήρξα ιδιαίτερα τόσο αγαπητός σε σκηνοθέτες ή ηθοποιούς όσο στο κοινό και νομίζω ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε βράδυ σέβομαι αυτούς τους ανθρώπους που έρχονται και κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ.

«Παίρνω πλέον ένα χαπάκι για την πίεση, που όταν μου το είπε ο γιατρός, έπαθα σοκ που μπήκα σε αυτή την πορεία».

– Έχετε κριτή; Ποιος σας κρίνει, ποιον ακούτε;

Κριτής μπορεί είναι ο καθένας και κανένας, από την άλλη. Στην ουσία ξέρεις πολύ καλά μέσα σου, αρκεί να ακούσεις τη βαθύτερή σου φωνή. Είναι κάτι που το αισθάνεσαι πάνω στη σκηνή από το ίδιο σου το σώμα – αν προχωρά με ροή ένα έργο ή αν έχει μπλοκαρίσματα. Μία άλλη φράση που με έχει στοιχειώσει, είναι της αγαπημένης μου ηθοποιού, της Μέριλ Στριπ, που είχε πει «δεν με νοιάζει να πείσω τους άλλους για έναν ρόλο, όσο να πείσω τον εαυτό μου». Το βρήκα τόσο σοφό:  τον εαυτό σου δεν μπορείς να τον κοροϊδέψεις, ξέρεις μέχρι πού σε πήγε το όνειρό σου και πού δεν σε πήγε.

– Η χαρά και το πάθος, μετά από τόσα έργα, πώς διατηρούνται;

Οφείλω να ομολογήσω ότι μετά τα εξήντα, η ζωή του ανθρώπου αρχίζει και δυσκολεύει, αρχίζουν τα πρώτα θεματάκια υγείας. Εγώ παίρνω πλέον ένα χαπάκι για την πίεση, που όταν μου το είπε ο γιατρός, έπαθα σοκ που μπήκα σε αυτή την πορεία. Μου έχει έρθει όμως ξαφνικά, εδώ και πέντε μήνες, και μια μεγάλη επιθυμία να ζωγραφίζω, ενώ ποτέ δεν είχα σχέση με τη ζωγραφική. Όπως μου είπε και η Όλια Λαζαρίδου, που της χάρισα έναν πίνακα που έφτιαξα, μετά τα εξήντα θέλουμε να πούμε κάτι εμείς οι ίδιοι κι όχι μόνο τα λόγια των συγγραφέων. Από τη μία, δεν έχει μειωθεί η αγάπη και ο ενθουσιασμός για το θέατρο, από την άλλη όμως, επειδή έχει αλλάξει τόσο πολύ η ζωή και οι όροι στο θέατρο εξακολουθούν να είναι οι ίδιοι, αισθάνομαι ότι χρειάζεται μια καινούργια προσαρμογή. Διάβαζα χθες μια συνέντευξη του Φασουλή, που έλεγε ότι «από μια ηλικία κι έπειτα, δεν θέλω να παίζω πάνω από πέντε φορές την εβδομάδα μια παράσταση» – και συμφώνησα απολύτως. Ειδικά η διπλή παράσταση του Σαββάτου, όταν το έργο μάλιστα είναι τόσο απαιτητικό όσο ο «Φεγγίτης» με τόσο πολλά λόγια, είναι εξαντλητικό. Εξακολουθώ πάντως να λατρεύω τις πρόβες.

– Γιατί ποτέ σκηνοθέτης κύριε Καταλειφέ;

Έχω κάνει πολύ λίγα πράγματα παρότι μου αρέσει πολύ η σκηνοθεσία. Δεν μπορείς όμως να είσαι και από τις δύο πλευρές. Ή πρέπει να αποφασίσω να σκηνοθετώ και να μην παίζω –  κάτι που όσες φορές το επιχείρησα, το βίωσα πιο προβληματικά-, ή να παραμείνω αποκλειστικά στην ηθοποιία, που μάλλον με τραβάει περισσότερο. Δεν υπάρχει όμως έργο που να μην έχω κάπως «κρυφοσκηνοθετήσει», οπότε κάπως καλύπτεται και αυτή η επιθυμία. Πάντως, όπως και στη ζωή, όλα δεν μπορείς να τα κάνεις – κάτι θα πάει πίσω.

 

Φωτογραφίες: Μόνικα Κρητικού.
Styling: Bespoke Athens.
Αυτοκίνητο: Jaguar E-Pace.
Ευχαριστούμε το εστιατόριο Cookoovaya για τη φιλοξενία.

 

Διαβάστε ακόμα, Γιώργος Κιμούλης: «Οι δικοί μου τσακωμοί πουλάνε, συγκρούομαι με όσους έχουν εξουσία».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top