bei1

Η «Χώρα του Παντού και του Πουθενά» είναι το τέταρτο μυθιστόρημα της Κατερίνας Μπέη. (Φωτογραφία: Γεράσιμος Φρόνιμος)

Η φιλία τους λειτουργεί σαν αντίβαρο και παρηγοριά στις ερωτικές τους απογοητεύσεις και τις επαγγελματικές τους ματαιώσεις από την εφηβεία τους μέχρι την ηλικία που τις βρίσκουμε: λίγο μετά τα τριάντα.

Η «Χώρα του Παντού και του Πουθενά» είναι το τέταρτο μυθιστόρημα της Κατερίνας Μπέη. Το ανατρεπτικό της χιούμορ -σήμα κατατεθέν της δουλειάς της και στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο- διαπερνά και πάλι τις σελίδες του τελευταίου της βιβλίου, το οποίο καταπιάνεται όμως, αυτήν τη φορά, με σοβαρά θέματα. Με ευαισθησία και οξύνεια μιλά για την ενηλικίωση και για την αναζήτηση της αγάπης και -όπως οι ηρωίδες της- εμφανίζεται εδώ πιο ώριμη και κατασταλαγμένη από ποτέ.

Απόσπασμα

bei_book

Το καινούργιο βιβλίο της Κατερίνας Μπέη «Στη Χώρα του Παντού και του Πουθενά» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδ. Σαββάλα.

Κλείνω τα παντζούρια, κατεβάζω τα τηλέφωνα και βουλιάζω οικειοθελώς στο σκοτάδι. Ο καιρός συμπάσχει με την διάθεσή μου, καθώς αρχίζει να βρέχει.
Πάντα με μελαγχολεί η βροχή, αλλά αυτή τη φορά φαντάζει σαν ειρωνεία στα αυτιά μου.
Ο μονότονος ήχος από τις στάλες που πέφτουν στο παράθυρο, μου τρυπάει τα μηνίγγια, καθώς η συνεχής επιμονή τους λειτουργεί σαν κομπρεσέρ, που μου υπενθυμίζει την αφέλειά μου.
Όλοι οι ήχοι παραμορφώνονται από τη δυστυχία μου και μου τρώνε το μυαλό καθώς επιμένουν με εκνευριστική περιοδικότητα να με ταράζουν.
Περνούν οι ώρες κι οι μέρες, αφήνοντάς με εμένα στάσιμη στον καναπέ μου, παραγκωνισμένη από τις εξελίξεις της ζωής μου, άβουλη και σαστισμένη από τις ραδιουργίες της μοίρας πίσω από τη πλάτη μου. Βλέπω τα τηλέφωνα βουβά και φοβάμαι να τα φορτίσω γιατί δε μπορώ να αντιμετωπίσω τα μυστικά που κρύβουν στα σπλάχνα τους.
Και συνεχίζω να κάθομαι σαν μαρμαρωμένη, και να παραδίδω το μυαλό μου στις εφιαλτικές σκέψεις που με ακινητοποιούν κι άλλο, και μου εξατμίζουν τη ψυχή.
Κι οι μέρες περνούν.
Κι ο Πάνος είναι άφαντος. Κι εγώ ακόμη πιο εξαφανισμένη μέσα στις λάθος επιλογές μου, ζαλισμένη από τα λάθη μου και το αλκοόλ.
Πίνω από το πρωί, μετά κάποια στιγμή με παίρνει ο ύπνος κι όταν ξυπνάω ξαναπίνω μέχρι να ξανακοιμηθώ.
Με θλίψη διαπιστώνω- με τη λιγοστή διαύγεια που μου έχει απομείνει- πως ενώ όλες μου οι φίλες τρέμουν μη γίνουν σαν την μάνα τους, εγώ έχω κι εκεί τα πρωτεία αφού τα καταφέρνω ακόμη χειρότερα: μετατρέπομαι στη γιαγιά μου…
Κι οι μέρες περνούν, και μοιάζουν όλο και περισσότερο με νύχτες… Κι εγώ είμαι όλο και πιο χαμένη, και πιο βυθισμένη στο σκοτάδι τους.
Μέχρι που ο εαυτός μου επαναστατεί και αποφασίζει να σταματήσει να αποφεύγει τη ζωή.
Σηκώνομαι, βάζω τα τηλέφωνα στη πρίζα. Ακούω τα πολυάριθμα μηνύματα της γιαγιάς μου που με βρίζει, της Χαράς που ανησυχεί, της Ηλένιας που δεν έχει καταλάβει και λέει κάτι άσχετα, του κύριου Λάκη που ματαιώνει το διαμέρισμα, του Πάνου που αναπνέει δραματικά. Του Πάνου που με βρίζει που δε σηκώνω τα τηλέφωνα. Του Πάνου που μου ζητάει συγγνώμη και μου ψελλίζει πόσο με αγαπάει.
Δίπλα μου ένα βουνό από γυάλινα μπουκάλια, αναζητούν κάδο ανακύκλωσης και μου χτυπούν το καμπανάκι της αυτοσυντήρησης. Είναι μέρες τώρα που ζω με κρασί και τοστ. Κυρίως με κρασί.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι είναι μια ζωή ολόκληρη που την έχω θρέψει με κρασί και τοστ.
Το κεφάλι μου είναι καζάνι που βράζει και το σώμα μου ένας βαρύς και δυσκίνητος κουβάς απορριμάτων.
Ανοίγω τα παντζούρια να αναπνεύσω ζωή.
Φλομώνω στο καυσαέριο.
Είναι βράδυ, κι εγώ δε μπορώ να περιμένω μέχρι να ξημερώσει.
Βγαίνω έξω και περιπλανιέμαι στους δρόμους.
Τα μαλλιά μου είναι λαδωμένα, φοράω μαύρο κολάν και πουλόβερ, μια καμπαρντίνα από πάνω και αρβύλες.
Περπατώ χωρίς προορισμό, χωρίς να παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου, χωρίς να σκέφτομαι καν.
Τα πόδια μου σταματούν σε ένα στενό στην περιοχή της Κυψέλης.
Μπαίνω χωρίς να σκεφτώ σε ένα καφενείο. Όλα γύρω μου είναι η επιβεβαίωση του αφόρητου κλισέ.
Είμαι η μόνη γυναίκα, ανάμεσα σε ξεδοντιάρηδες που χαρτοπαίζουν και μοναχικούς που μπεκροπίνουν και καπνίζουν ναργιλέ. Ένα ξεχαρβαλωμένο ηχείο παίζει το «καράβι από την Περσία». Το ταξίδι μου στον χρόνο ολοκληρώνεται, κάνοντας ακόμη και τα στερεότυπα να φαντάζουν ευφάνταστα, όταν με πλησιάζει ο μαγαζάτορας, με ποντικίσιο μουστάκι, ένα μπικ στο αυτί, και κομπολόι στο χέρι…
Παραγγέλνω για αλλαγή, ένα ουίσκι με νερό.
Κοιτάζω γύρω μου τις παρακμιακές φάτσες την ειρωνική πινακίδα που λέει πως απαγορεύεται το κάπνισμα, και το ασοβάντιστο ταβάνι και σκέφτομαι πως βρίσκομαι στο μέρος που μου αξίζει.

«Στο νεκροταφείο του Κόκκινου Mύλου, μπαίνοντας μέσα, πρώτη μούρη, βλέπεις έναν τάφο. Γράφει επάνω το όνομα του μακαρίτη κι από κάτω: Έζησε 22 χρόνια σαν άνθρωπος και 34 σα δικηγόρος!

Ξαφνικά ένα τραχύ χέρι με ακουμπάει στον ώμο.
Γυρνάω με ανεξήγητη, για τα χαλαρά μου αντανακλαστικά, ταχύτητα.
Είναι ο κύριος Μπουμπούρακας, κοινώς «Νυφίτσας», ένας τύπος που έχει μαγαζί με φρουτάκια κι έχει βρεθεί ουκ ολίγες φορές στη φυλακή, για εκβιασμό, σύσταση συμμορίας και παράνομο τζόγο.
Είναι αδύνατος σαν κοκοβιός, φοράει τεράστια γυαλιά -σαν να το κάνει επίτηδες- κι έχει μετρημένες τρίχες στο κεφάλι του, τις οποίες ντεκοράρει με πολύ μέριμνα στο πλάι για να κλέψει τις εντυπώσεις.
Έχει δυο νούμερα πιο μακριά χέρια από ότι ταιριάζει στο σώμα του κι αν συμπεριλάβεις και τη γκροτέσκα χοντρή μύτη του, η αμέσως επόμενη κίνησή σου, είναι να ψάξεις να βρεις σημάδια από τα καλά λιμαρισμένα του κέρατα ή πού κρύβει την ουρά του.
Ωστόσο, είναι πάντα γελαστός και προσηνής σαν η νύχτα να μην έχει αφήσει το στίγμα στη διάθεσή του.

bei2

Η Κατερίνα Μπέη σπούδασε στη Νομική Αθηνών και στο Δημοσιογραφικό Κολέγιο. Έχει εκδώσει ακόμα τρία μυθιστορήματα («Κι αν μου κάτσει;», «Επάγγελμα ερωτευμένη» από τις εκδόσεις Λιβάνη, «Το τετράδιο της ευτυχίας» από τις Εκδόσεις Σαββάλας).

«Τι κάνεις εδώ κυρά δικηγόρε;» μου λέει με στριγκιά φωνή νάνου κι όλο το μαγαζί -που δεν έχει και ολυμπιακές διαστάσεις- γυρνάει και με περιεργάζεται και δεν τους αδικώ: αν είναι σαν κι εμένα οι δικηγόροι, τότε οι κακοποιοί που με περιτριγυρίζουν μου πέφτουν πολύ!

«Ρε φίλε, εσύ μού δινες την εντύπωση πως είσαι μπίζνες κλας γκόμενα… δεν περίμενα να σε δω… έτσι… εδώ μέσα…», συνεχίζει και μου ρίχνει μια επιτιμητική ματιά.

«Δεν είμαι στα καλά μου κύριε… Νυφίτσα μου» του λέω και ασυναίσθητα του τσουγκρίζω.

«Μαγγελάνε! Πιάσε άλλο ένα ποτηράκι στη κυρά δικηγόρο μας!» λέει ο Νυφίτσας απευθυνόμενος στον κάπελα, καθώς στρογγυλοκάθεται δίπλα μου.

Μετά με ρωτάει για μια εκκρεμότητα που έχει για μια αναβολή ενός από τα δεκάδες δικαστήριά του κι όταν του λέω, παίρνει θάρρος και ζητάει ενημέρωση για μια ανακοπή που του είπαν να κάνει. Τον διαφωτίζω όσο μπορώ, κι αποκτώντας πλέον την εμπιστοσύνη του, πάμε στο επόμενο βήμα οικειότητας.

«Για πες τώρα; Τι τρέχει;» με ρωτάει και στήνεται να ακούσει.

«Τίποτε. Μάλλον το αναμενόμενο από όλους, που για μένα ήταν έκπληξη… Και μπορείς να το πεις και στους φίλους σου εδώ τον κύριο Μαγγελάνο κι όλους τους άλλους να με περιγελάσουν, μπας και ξυπνήσω καμιά φορά. Και κομμένο το δικηγόρος! Μας τέλειωσε!», του λέω χωρίς καμιά διάθεση να κρατήσω τα προσχήματα, αφού ήδη νιώθω πως η μοίρα κάτι θέλει να μου πει με αυτή τη παράδοξη συνάντηση.

«Δε ρωτάω γιατί! Αλλά ας πιούμε σε αυτό!» λέει και παραγγέλνει άλλη μια γύρα και κερνάει όλους τους παρευρισκόμενους από τον «Μαγγελάνο» μέχρι τον «Κροκόδειλα», έναν βλογιοκομμένο μαυριδερό με δέρμα γεμάτο φολίδες. Μετά συνεχίζει.

«Στο νεκροταφείο του Κόκκινου Mύλου, μπαίνοντας μέσα, πρώτη μούρη, βλέπεις έναν τάφο. Γράφει επάνω το όνομα του μακαρίτη κι από κάτω: Έζησε 22 χρόνια σαν άνθρωπος και 34 σα δικηγόρος! Την καλύτερη δουλειά κάνεις… Δεν είναι επάγγελμα αυτό αδελφέ μου. Είσαι σαν παράνομος χωρίς την αδρεναλίνη και τη μαγκιά του περιθωρίου, δηλαδή λιμοκοντόρος- απατεώνας!» ξεσπαθώνει.

«Χίλια τα δίκια σου κυρ- Νυφίτσα μου του λέω» και για μια στιγμή αναρωτιέμαι αν πρέπει να τον αποκαλώ, κυρά Νυφίτσα, ή κυρ- Νυφίτσα, αλλά από ό,τι φαίνεται εκείνος δε σκοτίζεται για τέτοιες λεπτομέρειες.

«Δεν είναι δουλειά αυτή για μια γυναίκα. Καλά θα κάνεις να βρεις κάτι να σου ταιριάζει, να το αγαπάς, γιατί αν δεν την αγαπάς τη δουλειά και τη βαρυγκομάς ούτε να αποδώσεις μπορείς, ούτε να περάσεις καλά στη ζωή σου γενικότερα…» παίρνω μαθήματα επαγγελματικού προσανατολισμού από έναν άνθρωπο που ‘χει κάνει καριέρα στη φυλακή ως τρωκτικό και το χειρότερο είναι ότι συμφωνώ.

«Και -με όλο το θάρρος- παράτα αυτόν τον λελέ το δικηγόρο που σε φλομώνει στο φούμαρο!» καταλήγει, κάνοντάς με ράκος που η ζωή μου είναι τόσο διαφανής παρά τις προσπάθειές μου να την κρύψω.

Τότε, ξαφνικά, όλο το αλκοόλ κι η συσσωρευμένη δυστυχία με εκδικούνται και ξεσπούν σε ένα γοερό κλάμα.
Ο Νυφίτσας, άτρωτος στα θέματα παλικαριάς, αλλά ευάλωτος σα σπουργίτι μπροστά σε μια γυναίκα που κλαίει -έστω κι αν αυτή είναι με λιγδωμένο μαλλί και αρβύλες- με παίρνει αμήχανα αγκαλιά και μου λέει:

«Κλάψε. Βγάλ’ το από μέσα σου, εγώ δεν παρεξηγώ τίποτα. Εγώ μεγάλωσα μέσα στο παραδοξόνιο…και τά ‘χω δει όλα. Μην τρελαίνεσαι… Και πού ‘σαι: άμα θες, κερνάω ατυχηματάκι. Γιατί ο δικός σου δε ξηγιέται καλά. Μόνο μέχρι να βάλει χέρι στο χαρτί και μετά δε βγαίνει ούτε στα τηλέφωνα. Κι αυτά ο Νυφίτσας δεν τα συγχωρεί… Από πόδια μέχρι δάχτυλα, ότι γουστάρεις, γιατί κι εμένα εδώ μου έχει κάτσει, αλλά και γιατί κι εσύ είσαι παιδί σπαθί.» λέει ο συνδαιτυμόνας μου, μιλώντας για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο, όπως ταιριάζει στις μεγάλες προσωπικότητες ή τους σχιζοφρενείς.

Με κρυφό καμάρι που οι αρετές μου έχουν εκτιμηθεί από τον υπόκοσμο, για μια στιγμή το μάτι μου αστράφτει, καθώς φλερτάρω με την ιδέα της θείας δίκης.
Το ενδεχόμενο να τον κάνω να πονέσει-έστω και με τη κατώτερη μορφή πόνου- του σωματικού, με κάνει για λίγο να νιώσω παντοδύναμη.
Ο παραλογισμός μου- ευτυχώς –κρατάει για λίγο, όσο χρειάζεται για να μου απαριθμήσει ο κυρ Νυφίτσας τις διαβαθμίσεις των αντιποίνων. Μετά, η καταχωνιασμένη φωνή της λογικής υπερισχύει δειλά και μου υπαγορεύει να φύγω το γρηγορότερο.
Καλός ο κυρ-Νυφίτσας κι οι υποσχέσεις αυτοδικίας, καλή κι η ψευδαίσθηση της στιγμιαίας παντοδυναμίας μου, καλή κι όλη αυτή η λούμπεν παραίσθηση, αλλά θέλω να πιστεύω πως η ζωή μου είναι αλλού.
Τον ευχαριστώ βιαστικά, παίρνω το τηλέφωνό του -«αχρείαστο να ‘ναι»- και φεύγω μέσα στη βροχή αφήνοντας πίσω μου ένα παράλληλο σύμπαν, που μοιάζει με την Κιβωτό του Νώε, όπου οι άνθρωποι έχουν ονόματα ζώων και θαλασσοπόρων και τις σχέσεις μεταξύ τους διέπει ο νόμος της ζούγκλας.
Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό νιώθω ελεύθερη καθώς περπατάω αγέρωχη κάτω από τις βίαιες στάλες που με ξεπλένουν.
Φτάνω σπίτι, πετάω όλα τα ρούχα του και καθαρίζω το σπίτι.
Πολύ αργά το βράδυ πέφτω να κοιμηθώ και κάνω την πρώτη κίνηση αυτοσυντήρησης μετά από καιρό. Βάζω το cd μου να με νανουρίζει καθώς βουλιάζω στην αγαπημένη μου εικόνα της ελαστικής γλιστερής θάλασσας.
«Sweet dreams are made of this
who am I to disagree?»
Όπως στη ζωή, έτσι και στην εικονική ζωή -αυτή που ζεις στον ύπνο σου- η έννοια της γαλήνης γίνεται κατανοητή μόνο μέσα από την ταραχή, η ευτυχία μόνο από την απειλή της απώλειάς της, η μπουνάτσα μόνο από την ύπαρξη της τρικυμίας.
Έτσι, μέσα από την ονειρική, καθησυχαστική ατμόσφαιρα, ξεπηδάει ο εφιάλτης, αφού το υδάτινο στρώμα μου μετατρέπεται σε σορό από κομμένα δάχτυλα και κατακρεουργημένα κρέατα σε ένα παλλόμενο ρευστό Νταχάου.
Ξυπνάω ιδρωμένη με ταχυκαρδία, και μένω ξάγρυπνη μέχρι να αλλάξει κάτι.
Δεν αλλάζει…

//Το νέο βιβλίο της Κατερίνας Μπέη «Στη Χώρα του Παντού και του Πουθενά» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σαββάλα.

 

Διαβάστε ακόμα: Έλσα Ροζάκη – Ή «Οι Ξανθιές το Γλεντάνε» πάλι και πάλι…

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top