«Όταν καιρό μετά θα δω να φιγουράρει στις βιτρίνες το πρώτο μου βιβλίο («Η δοτική του χάους»), πέρα από τη χαρά που θα νιώσω, καταλαβαίνω (και συνεχίζω ακόμα) πως αυτό το στρατί όχι μόνο το χάραξαν αλλά και με πήραν απ’ το χέρι οι Αουρελιάνο Μπουενδία, οι Χοσέ Αρκάδιο, ο Μελκίαδες, η Ούρσουλα…» (Φωτογραφία: Κώστας Τσιρώνης)

«Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο». Η εναρκτήρια περίοδος από το «Εκατό χρόνια μοναξιά» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Είκοσι οχτώ λέξεις, τρία ρήματα, η εκτίναξη της πρώτης λάβας από τις εικόνες που μέλλεται να λάμψουν στις τετρακόσιες σελίδες που ακολουθούν.

Είμαι-δεν-είμαι είκοσι πέντε χρονών και καυχιέμαι ανοήτως πως τα λογοτεχνικά βιβλία που έχω μέχρι εκείνη τη στιγμή διαβάσει, είτε από προσωπική επιλογή είτε υποχρεωμένος από τις απαιτήσεις του πανεπιστημίου, είναι αρκετά να με στηρίξουν στο δασκαλίκι που ανοίγεται μπροστά μου. Τούτο εδώ, όμως, είναι άλλο πράγμα. Λογοτεχνική εμπειρία πρωτόγνωρη, σοκ τέτοιο που μόνο οι εμπνευσμένοι μάστορες των λέξεων το κατορθώνουν, καθώς παρόν, παρελθόν και μέλλον σαρκώνονται εν ριπή οφθαλμού σ’ ένα ενιαίο αφηγηματικό σώμα.

Το ξάφνιασμα ωστόσο έχει και συνέχεια. Το Μακόντο ήταν τότε ένα χωριό με είκοσι σπίτια από πηλό και καλάμια, χτισμένα στην όχθη ενός ποταμού με διάφανα νερά, που κυλούσαν σε μια κοίτη με λείες πέτρες, άσπρες και τεράστιες σαν προϊστορικά αβγά. Ο κόσμος ήταν τόσο νεόπλαστος ώστε πολλά πράγματα δεν είχαν όνομα και για να τα αναφέρεις έπρεπε να δείξεις με το δάχτυλο. Η γεωγραφία τσακίζεται: μα πού βρίσκεται αυτό το αχαρτογράφητο μέρος; Η ιστορία, μετεξεταστέα: ο άνθρωπος έκανε τις λέξεις ή οι λέξεις τον άνθρωπο;

«Χάρη στο βιβλίο “Εκατό χρόνια μοναξιά” του Μάρκες περνάω δύο καλοκαίρια και άλλους τόσους χειμώνες μέσα σε εμπύρετη έξαψη. Γιατί τώρα γράφω (αγωνιώ…) το δικό μου βιβλίο».

Δεν θυμάμαι πότε τελείωσα το βιβλίο, θυμάμαι μόνο πώς. Σαγηνευμένος, καταϊδρωμένος από συγκίνηση και, το πιο σημαντικό, με μια υπόγεια επιθυμία να ξεκλειδωθούν μέσα μου και οι δικές μου, οι προσωπικές λέξεις. Είχα ήδη κάνει μια απόπειρα να πατήσω το πρώτο σκαλί –αυτό απ’ όπου κανείς μας δεν πρέπει να το κουνήσει ρούπι– και ένα διήγημά μου είχε βραβευτεί από ΤΑ ΝΕΑ σε διαγωνισμό για νέους λογοτέχνες. Χάρη στο βιβλίο του Μάρκες περνάω δύο καλοκαίρια και άλλους τόσους χειμώνες μέσα σε εμπύρετη έξαψη. Γιατί τώρα γράφω (αγωνιώ…) το δικό μου βιβλίο. Δεν ψάχνω να βρω το θέμα, δεν με παιδεύει το πώς της γραφής του, δεν προσχεδιάζω, όπως θα συμβεί με τα επόμενα βιβλία, το αφηγηματικό του σκαρί. Αφήνομαι να με κουμαντάρουν οι λέξεις. Το χέρι μου είναι απλώς το ραβδάκι του μάγου λόγου. Προχωρώ και όλο προχωρώ, μέχρι που καταλαβαίνω κάποια στιγμή η μια ιστορία να έρχεται και να κουμπώνει με την προηγούμενη, τα πρόσωπα από δύσκαμπτα που ήταν στην αρχή να βρίσκουν τον βηματισμό τους, ο ρυθμός της διήγησης να δίνει τα πρώτα ψήγματα ικανοποίησης.

Όταν καιρό μετά θα το δω να φιγουράρει στις βιτρίνες («Η δοτική του χάους»), πέρα από τη χαρά που θα νιώσω, καταλαβαίνω (και συνεχίζω ακόμα) πως αυτό το στρατί όχι μόνο το χάραξαν αλλά και με πήραν απ’ το χέρι οι Αουρελιάνο Μπουενδία, οι Χοσέ Αρκάδιο, ο Μελκίαδες, η Ούρσουλα… Ο μέγιστος Γαβρίλης.

 

//Το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Ακρίβου «Τελευταία νέα από την Ιθάκη» κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

 

Διαβάστε ακόμα: Αλφόνς Χοχάουζερ – Ελλήνων Ύφος

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top