«Ο τύπος αυτός δεν ήταν δική μου ιδέα. Τον επινόησε ο Κώστας Νικολαΐδης, της συγγραφικής τριάδας Νικολαΐδης-Ελευθερίου-Λυμπερόπουλος». («Η πρώτη εμφάνιση του παράξενου αυτού ταξιδιώτη από τη μακρινή επαρχία έγινε το καλοκαίρι του 1949, στο Βερντέν, στο Βαριετέ της Κούλας Νικολαίδου, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας», όπως έχει πει σε συνέντευξή του ο Κώστας Χατζηχρήστος).

Ήταν το 1949 όταν πρωτολάνσαρα τον Θύμιο, αυτόν τον παμπόνηρο βλάχο με τα γλωσσικά του μπουρδουκλώματα.

(Εγώ γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, από γονείς Κωνσταντινουπολίτες, κι ήμουν πολύ μικρός όταν μετακομίσαμε στην Αθήνα – στο Παγκράτι.)

Ο τύπος αυτός, που έγινε για μένα ισόβιος ρόλος, δεν ήταν δική μου ιδέα. Τον επινόησε ο Κώστας Νικολαΐδης, της συγγραφικής τριάδας Νικολαΐδης-Ελευθερίου-Λυμπερόπουλος, κι αγαπήθηκε από τον κόσμο όσο κανένας άλλος χαρακτήρας.

Όποιο πρόσωπο κι αν υποδύθηκα (αστυφύλακας, αεροπόρος, μπακαλόγατος, φουστανελάς βοσκός, κληρονόμος, έμπορος ή φαντάρος), ο βλάχος ήταν πανταχού παρών με τις ατάκες του.

«Όποιο πρόσωπο κι αν υποδύθηκα, ο βλάχος ήταν πανταχού παρών με τις ατάκες του».

Η αλήθεια είναι πως δούλεψα πολύ για να χτίσω τον Θύμιο. Γρήγορος, κοφτός ρυθμός στην ομιλία, σωστά πλασαρισμένες οι κρίσιμες λέξεις, μελέτη της σιωπής και του βλέμματος που ακολουθούν την ατάκα.

Δούλεψα εξίσου, ίσως και πιο πολύ, τις κινήσεις. Ήθελα η υπερβολή του λόγου να έχει την αντίστοιχη κίνηση. Χειρονομίες νευρικές, σαν μαριονέτα, συνεχές ανεβοκατέβασμα των άκρων –τα χέρια είναι η στίξη στο κείμενο– και βέβαια, οι μούτες, οι συνεχείς αλλαγές στην έκφραση.

Αν προσθέσουμε σ’ αυτά την επιτηδευμένη βλάχικη προφορά, φτάνουμε στο τελικό αποτέλεσμα: ένας βλάχος κλόουν!

«Τα κύματα των, σαν εμένα, βλάχων είδαν την πόλη σαν καταφύγιο μιας νέας, ανερχόμενης τάξης, σαν τελευταία ελπίδα οικονομικής ανόρθωσης με εσωτερική μετανάστευση• αυτήν την μετανάστευση που έκανε την Αθήνα μεγαλούπολη».

Σ’ αυτά βοήθησε και η εμπειρία μου σε πολλούς τομείς: βαριετέ, οπερέτα, πίστα, πολύ σινεμά και θέατρο. Πρωτοπάτησα στο σανίδι στο «Μισούρι» στον Πειραιά. Ενθουσίασα στο «Βερντέν» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, χάλασα κόσμο στο «Περοκέ» και το «Ακροπόλ». Οι ατάκες μου, διαχρονικές: «Τίποτας», «Τ’ άκοσες, πολί μου;», «Αμ πώς;», «Ασουπή».

Χρόνια μετά, απόμαχος σχεδόν, βλέποντας τις ασπρόμαυρες ταινίες μου στην τηλεόραση, συλλογιζόμουν: Είναι άραγε το ταλέντο μου που έκανε τον Θύμιο τόσο δημοφιλή; Ή μήπως αυτή η κωμική καρικατούρα συνέπεσε με την κάθοδο εκατομμυρίων επαρχιωτών στην πρωτεύουσα; Μήπως σ’ αυτόν ανακάλυψαν τον άλλο εαυτό τους;

«Οι ατάκες μου, διαχρονικές: ‘‘Τίποτας’’, ‘‘Τ’ άκοσες, πολί μου;’’, ‘‘Αμ πώς;’’, ‘‘Ασουπή’’».

Τα κύματα  των, σαν εμένα, βλάχων είδαν την πόλη σαν καταφύγιο μιας νέας, ανερχόμενης τάξης, σαν τελευταία ελπίδα οικονομικής ανόρθωσης με εσωτερική μετανάστευση· αυτήν την μετανάστευση που έκανε την Αθήνα μεγαλούπολη. Ήταν μια κάθοδος που γκρέμισε παραδοσιακά κτήρια για αντιπαροχή, που φύτεψε χιλιάδες κακόγουστες πολυκατοικίες, αναδιέταξε τη ρυμοτομία, χάραξε κακότεχνα δρόμους.

Ακόμα κι αν οι παλιές ταινίες μας δεν είναι καλές, η Αθήνα σ’ αυτές είναι πιο όμορφη, μια συνετή και ανθρώπινη πόλη.

«Χρόνια μετά, απόμαχος σχεδόν, βλέποντας τις ασπρόμαυρες ταινίες μου στην τηλεόραση, συλλογιζόμουν: Είναι άραγε το ταλέντο μου που έκανε τον Θύμιο τόσο δημοφιλή; Ή μήπως αυτή η κωμική καρικατούρα συνέπεσε με την κάθοδο εκατομμυρίων επαρχιωτών στην πρωτεύουσα; Μήπως σ’ αυτόν ανακάλυψαν τον άλλο εαυτό τους;»

Βράδυ 2001, μόνος σ’ ένα δωμάτιο, κυκλωμένος από προβλήματα, απώλειες αγαπημένων προσώπων, θλίψη και πένθος (κανείς θεατής δεν φαντάζεται έναν κωμικό σε προσωπικό δράμα), θυμάμαι, επαναφέρω, συλλογίζομαι.

Επιζητώ έναν τίτλο («ΤΕΛΟΣ») μ’ αυτά τα άκομψα γράμματα που διπλοτυπώνονται στο τελευταίο πλάνο, κι έναν άγγελο που, γελώντας, θα με οδηγήσει στην αιώνια σιωπή.

Ή, μάλλον, στην αιώνια ασουπή.

 

// Από το βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη «Κλεινόν» – μυθιστορίες για την Αθήνα (σελ. 51 – 53, τίτλος στο βιβλίο «Του ηθοποιού»). Εκδόσεις Μελάνι, 2016. «Πρόκειται για μικρά πεζά, τα οποία συνθέτουν μία φανταστική μαρτυρία επιφανών Αθηναίων για την πόλη τους. Όλες οι αφηγήσεις είναι φανταστικές (του συγγραφέα), αλλά όλα τα στοιχεία που παρατίθενται, πραγματικά».

 

//Σημ.: Από το Σάββατο 26 Οκτωβρίου και κάθε Σάββατο στις 16:00 ο Γιάννης Ευσταθιάδης θα παρουσιάζει από το Τρίτο Πρόγραμμα (90.9 ή 95.6) ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (σε 20 – 25 ωριαίες εκπομπές). Η εκπομπή θα επαναλαμβάνεται κάθε Δευτέρα στις 13:00.

 

Διαβάστε ακόμα: Σωτήρης Κακίσης – «Αχ, ιερή μορφή του Νίκου Φέρμα!»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top