009

«Μόλις πεθάνεις, αρχίζουν τα bonus χωρίς αποδέκτη…», γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης. «Αν κρατήθηκα να μην παρασυρθώ σε λυγμούς και δεκάρικους επικήδειους, είναι γιατί σε κάθε φράση έκανα την ιαματική σκέψη: Τι θα έλεγε ο Χρήστος, αν ζούσε και διάβαζε αυτά τα χαρτιά;».

[…] Τώρα που χάθηκε αμετάκλητα από τα μάτια μας ο Χρήστος Βακαλόπουλος, σκέφτηκα αιφνιδιασμένος ότι ποτέ δεν μοιραστήκαμε την όποια σπιτική ζωή. Στο μάκρος μιας δεκαετίας, αν εξαιρέσω μερικά ματς που είδαμε μαζί στο γυαλί, δεν τον είδα ποτέ να κάθεται αναπαυτικά σε μια σπιτική πολυθρόνα και να πίνει το ποτό του· δεν τον θυμάμαι σε ένα άπλετα φωτισμένο δωμάτιο να μιλάει και να χαριεντίζεται· είναι αδύνατο να τον φέρω στην μνήμη μου πλαγιασμένον σε ένα ντιβάνι να ακούει αμέριμνος κάποια από τις προσφιλείς του μουσικές. Ούτε τον χάρηκα ποτέ να χορεύει.

Μολονότι οι Λάρητες ήταν από τους αγαπημένους του θεούς, μιά και ήταν τέκνο σπουδαίας οικογένειας, με την οποία δεν ήρθε ποτέ σε ρήξη, όσο κι αν αναπολώ τις στιγμές που τον έζησα, τον ξαναβρίσκω στην ταβέρνα, στο μπαρ και σπανίως στο σκυλάδικο, με την ίδια πάντα στάση: ποτήρι ή τσιγάρο στο χέρι και το βλέμμα χαμένο στα σούρτα-φέρτα των κοριτσιών που σέρβιραν και στα πες-πες των παρακαθήμενων θαμώνων.


Διαβάστε ακόμα: «Από τον Χρήστο διδάχτηκα ότι το ιδεώδες είναι να ονειρεύεσαι τη ζωή σου ενώ συνάμα τη ζεις».


Το παράδοξο είναι ότι στα δύο πρώτα του βιβλία, όπου τα πάντα –πρόσωπα και τρόποι– είναι αμειγώς νεανικά και διαρκώς γίνεται λόγος για το έξω, οι καταστάσεις διαδραματίζονται μέσα σε κλειστούς χώρους. Ο Χρήστος είχε μονίμως το σύνδρομο της συντροφιάς που διαπραγματεύεται την ανέφικτη συγκατοίκηση. Ένα είδος ομαδικής μοναξιάς και συντροφικών αδιεξόδων φαίνεται πως του πρόσφερε μια ατμόσφαιρα θετικών αντιδράσεων και απρόσκοπτης δημιουργικότητας. Ίσως του άρεσε να μένουν κάποιοι φίλοι στην διπλανή κάμαρη, όπως καμιά φορά αφήνουμε ανοιχτό το φως του διαδρόμου, Κύριος οίδε γιατί. Ένα φτωχό κλαδάκι σε μια γυάλα φτάνει να πείσει το χρυσόψαρο ότι κολυμπά στον βυθό.

1_1

«Ο Βακαλόπουλος έδινε την εντύπωση ενός πρώην έφηβου που το γλέντησε κανονικά, ενός διακριτικού μοναχοφάη που του έπεσε, όταν έπρεπε, το καλό κομμάτι τής πίτας. Φυσικά, ακολούθησαν τα χρόνια της θλίψης και της σοβαρότητας».

Αλλά το κακό με τις νεανικές «κατασκηνώσεις» –σαν το χιόνι στις πόλεις– είναι ότι διαλύονται γρήγορα. Ώσπου να στηθεί η νεανική χαρά έχει ξεστηθεί· και οι νέοι τριγυρνάνε εδώ κι εκεί ψαρομάλληδες. Ο Χρήστος είχε έκδηλα πάνω του τα χαρακτηριστικά τού νεανία που έχει παίξει όλους τους ρόλους σε αυτό το εφήμερο θέατρο. Πέρα από την αξία τής παράστασης, λείψανά της δεν είναι μόνο η κόπωση και η νοσταλγία, αλλά και κάποιες εκφράσεις που χρονοτριβούν μυστηριωδώς – όπως όταν βγαίνεις στον δρόμο και χειρονομείς ακόμα ή γελάς για κάποια έντονη λογομαχία που είχες πριν. Ο Βακαλόπουλος έδινε την εντύπωση ενός πρώην έφηβου που το γλέντησε κανονικά, ενός διακριτικού μοναχοφάη που του έπεσε, όταν έπρεπε, το καλό κομμάτι τής πίτας. Φυσικά, ακολούθησαν τα χρόνια της θλίψης και της σοβαρότητας. Όταν πια φτάνει στη Γραμμή τού ορίζοντος δεν υπάρχουν οι νεανικοί του ήρωες –ούτε Σάμης ούτε Ρίλα– αλλά μόνο ένας δύσκολος Βακαλόπουλος με ακόμα πιο δύσκολη ματιά.

«Το κακό με τις νεανικές “κατασκηνώσεις” –σαν το χιόνι στις πόλεις– είναι ότι διαλύονται γρήγορα».

Πόσος «Χρήστος» υπήρχε σε αυτή τη λιπόσαρκη μορφή που έμενε διακριτικά στην όχθη της νύχτας και πρόσμενε υπομονετικά να διαβούν οι ώρες και οι άνθρωποι; Πόσο παρών και πόσο απών ήταν αυτός ο σκληραγωγημένος είρωνας που θέρμαινε την καρδιά του με το κρύο φως μιας αυτεπίγνωσης η οποία είχε διαισθανθεί τόσο καίρια το ανούσιο, ώστε είχε την ευγένεια να το καταδικάζει με τις μακριές σιωπές του; Το φιάσκο της ζωής μας, η σκληρή φάρσα του εφήμερου που παίζεται ατελεύτητα σε βάρος όλων μας, είναι ότι τελικά –και αυτό το τελικά κρύβει πάντα κάποια κηδεία– πρέπει να θεωρήσουμε ισχυρά τεκμήρια ζωής τις λαθραίες στιγμές που ένας φίλος έζησε ή λησμόνησε πλάι μας, χωρίς να έχει την πρόθεση να τις υπογράψει σαν διαθήκη. Το τυχαίο άναμμα τής στιγμής, το συμπτωματικό και το ακούσιο αποκτούν ξαφνικά κύρος κωδίκελων. Μόνο ο ίδιος –σοβαρός στην ευθυμία του και εύθυμος στην σοβαρότητά του– θα ήξερε να σχολιάσει αυτή την κατάπικρη δολιότητα της τύχης. Αθροίζοντας λόγια, χειρονομίες και ράκη από τον καθημερινό συγχρωτισμό είναι ποτέ δυνατόν να βρούμε το βαθύτερο εγώ ενός ανθρώπου που, με κάθε νεύμα του, μετέδιδε την υποψία ότι η εκλεκτή φύση δεν απέχει και πολύ από το παράδοξο;

PTYXIOUXOI-COVER

«Ο Χρήστος είχε μονίμως το σύνδρομο της συντροφιάς που διαπραγματεύεται την ανέφικτη συγκατοίκηση». Στη φωτογραφία ο Χρήστος Βακαλόπουλος (δεξιά) με τους ηθοποιούς (από αριστερά) Χαρά Αγγελούση, Ανδρέα Τσάφο και Γιώτα Φέστα, από την πρώτη ταινία μικρού μήκους του Βακαλόπουλου «Βεράντες» (1984). Η φωτογραφία κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου του «Οι πτυχιούχοι».

Ο θάνατος του φίλου, μετά από το πρώτο αποκάρωμα, γρήγορα εκφυλίζεται σε ανακουφιστική τύψη που σου υπαγορεύει εκ του ασφαλούς να πεις και να γράψεις δωρεάν εγκώμια, υμνολογίες που δεν ενδιαφέρουν κανέναν – και, ειδικά, τον νεκρό. Μόλις πεθάνεις, αρχίζουν τα bonus χωρίς αποδέκτη… Αν κρατήθηκα να μην παρασυρθώ σε λυγμούς και δεκάρικους επικήδειους, είναι γιατί σε κάθε φράση έκανα την ιαματική σκέψη: Τι θα έλεγε ο Χρήστος, αν ζούσε και διάβαζε αυτά τα χαρτιά; Περιεχόμενο τού βιβλίου θέλω να είναι το πένθος· αλλά πιλότος το βλέμμα ενός ανθρώπου που, κι αν δεν τον αγάπησα όσο του άξιζε, παραμένει ολοζώντανος μέσα μου.

«Όταν πεθαίνει ένας φίλος, έστω και για λίγες μέρες γινόμαστε όλοι αισθητά καλύτεροι».

Όσοι έχουν κλάψει κάποτε για έναν άνθρωπο δικό τους, γνωρίζουν ότι δεν γλυτώνεις από την άταφη θωριά και την άταφη φωνή του νεκρού. Το σχήμα του Χρήστου συχνάζει τακτικά στην Καλλιδρομίου, κάθεται στην καρέκλα, παραγγέλλει το ποτό του, ψάχνει ένα γύρο για συντροφιά και για καμιά όμορφη περαστική. Η φωνή του ακούγεται καθαρά ανάμεσα στα δικά μας λόγια, το γέλιο του καθυστερεί ακόμα στον «Ένοικο» και στο «Παρασκήνιο». Αυτή η αόρατη σαΐτα χωρίς νήμα, χωρίς χρόνο, εξαντλεί το πάνω και το κάτω, από την Ασκληπιού ως την Ασημάκη Φωτήλα. Ξένος πια στους δικούς του δρόμους, ξένος, μόνος και ανείδωτος.

 

Όταν πεθαίνει ένας φίλος, έστω και για λίγες μέρες γινόμαστε όλοι αισθητά καλύτεροι. Σάμπως να προστέθηκαν μερικές νέες μέρες στο ημερολόγιο, οι συμπεριφορές έχουν μια φρέσκια βαθύτητα. Οι γνωστοί γίνονται επιστήθιοι φίλοι και οι φίλοι συγγενείς, καθώς από κοινού απολαμβάνουμε με σκοτοδίνη την κακή ανάσα του θανατικού, που εισάγει ακαριαία στα πράγματα ένα άλλο ρίγος. Μολονότι απειράριθμοι από καταβολής ανθρωπίνου γένους, μιλιούνια σκιών που μνησικακούν απέναντι στον χρόνο, οι νεκροί βαραίνουν στις ψυχές των ζωντανών και τις πιλατεύουν ευεργετικά μόνον όταν είναι κοντινοί – από σάρκα ή από καρδιά. Ο ξένος νεκρός δεν υπολογίζεται. Ανήκει στα κατάστιχα της στατιστικής και στα τερατώδη καμώματα του πληθυσμού. Αντίθετα, ο δικός μας νεκρός, ο χτεσινός φίλος που χάριζε νόημα με κάθε του κίνηση στην ανομολόγητη συνενοχή, αποκτά ανυπολόγιστα δικαιώματα. Αιφνίδια μεταμορφώνεται σε άφαντο θεό που σε περιεργάζεται σε κάθε τόπο και σε κάθε στιγμή, αδειάζει τον χώρο και τον χρόνο από την αισθητή του παρουσία, για να μετουσιωθεί σε πανίσχυρη δεισιδαιμονία. Ό,τι είχαμε του ανήκει, ό,τι κάνουμε το διεκδικεί. Στα πάντα σπεύδει πριν από μας, στα πάντα μας αφήνει προσωρινά ελεύθερους.

papagiorgis_kolaz

«Περιεχόμενο τού βιβλίου» γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης (φωτογραφία: Δημήτρης Τσουμπλέκας), «θέλω να είναι το πένθος· αλλά πιλότος το βλέμμα ενός ανθρώπου που, κι αν δεν τον αγάπησα όσο του άξιζε, παραμένει ολοζώντανος μέσα μου».

Νεκρός για τα καλά, σφιχταγκαλιασμένος με το αναπότρεπτο, δεν επιτρέπει κανένα περιθώριο ελπίδας. Αν στην καθημερινή συνάφεια κάθε στιγμή παριστάνει την σταγόνα που καθρεφτίζει απατηλά το ψέμα και την αλήθεια, στην αιωνιότητα του νεκρού –αυτή την αδιατάρακτη σιωπή που αψηφά την ηλικία– δεν έχει πέραση κανένα τέχνασμα. Ακόμα και ο θρήνος είναι ένας τρόπος τού ζωντανού να ξεφύγει από τον πόνο του. Ο νεκρός είναι πλέον απόλυτα σοβαρός, ανέκφραστος από την πολλή ευθύνη. Σαν τα παιδιά, λοιπόν, που παίζουν μπροστά στον ανδριάντα τού αγέλαστου προγόνου, αλλάζουμε ψιθύρους και βλέμματα, για να ξαναβρούμε την ανασφαλή άνεση των ζωντανών. Δεν υπάρχει πια αναχώρηση και άφιξη. Καταργήθηκαν δια παντός τα βήματα τού ανθρώπου που πλησιάζει με την ψυχή στο πρόσωπο. Το μόνο σπίτι που τον στεγάζει δεν είναι η πόλη, ο κόσμος, η οικουμένη και κατοικημένη. Ο νεκρός υπάρχει πλέον μονάχα στην καρδιά μας. Και ακόμα βαθύτερα.

Είναι πια ο σιωπηλός τών σιωπηλών.

//Απόσπασμα από το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη «Γεια σου, Ασημάκη» (από το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Τζερεμέδες»), που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1993 –μες στη χρονιά που έφυγε ο Χρήστος Βακαλόπουλος.

 

Διαβάστε ακόμα: Top 5 βιβλία για τη Φιλία.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top