Επιτρέψτε μου την οικειότητα, γιατί την ξέρω από τότε που γεννήθηκε. Γιατί είναι κόρη της πιο καλής φίλης της μάνας μου κι ανεψιά των τριών άλλων κοριτσιών, εξίσου με τη μητέρα μου αγαπημένων, οικογένειά μου η οικογένειά της κι οικογένειά της η οικογένειά μου.
Η Νανά Κακίση, λοιπόν, η μητέρα μου, την Ελένη, τη Λενούλα για μας, Κοκκίδου, την αγαπούσε πολύ, αδυναμία είχαν η μία στην άλλη, δέσιμο μεταξύ τους ιδιαίτερο. Και μού ’λεγε η Νανά: «Έχεις κάνει εκατοντάδες συνεντεύξεις ως τώρα. Στην Ελένη μία, που την υπεραγαπώ, δεν θα κάνεις ποτέ;» Και της απαντούσα εγώ, ο ανέκαθεν αλλεργικός κι αντίθετος σε νεποτισμούς και χάρες: «Δεν ξέρω ακόμα για την Ελένη, Νανά. Πρέπει να πειστώ πρώτα, να καταλάβω πως αξίζει η Λενούλα, ίσως και παραπάνω από τους γύρω της, για να μην παρεξηγηθώ. Αλλιώς, δεν θα ’ναι καλό…»
Γιατί, ποιος ξέρει, θα μπορούσε η Ελένη να ήταν για λίγο μόνο στο χώρο αυτόν τον εξοντωτικό. Να, π.χ., σαν την πανέμορφη στα νιάτα της δική της μητέρα, την Αρετή, η οποία πόζαρε και για ένα από τα περίφημα του Θανάση Απάρτη αγάλματα. Και που μια φορά και μόνη πρωταγωνίστησε στο σινεμά, στους «Αδούλωτους Σκλάβους» του Πλωρίτη το 1946, μαζί με την Λαμπέτη μάλιστα, κι ύστερα δεν ασχολήθηκε πια, δεν ήταν εκεί ο χώρος ο δικός της.
Όμως, η Νανά ίσως κάτι πιο πέρα από μένα διαισθανότανε, όπως κι η μία θεία της, η φοβερή και τρομερή εν Βοστώνη πάντα άλλη Ελένη, η Παπούλια κι O’ Leary, που στη Λενούλα τους βλέπανε εξαρχής πολλά να ενυπάρχουν, σε δρόμο μεγάλο κι ουσιαστικό να βαδίζει, με αποφασιστικότητα και ταλέντο, όπως αποδείχτηκε εξαιρετικό, καθαρότατο και πολλαπλό.
Εγώ την άκουγα και ως τραγουδίστρια από καιρού εις καιρόν στη «Φαίδρα» πίσω από το Παρκ, με χαροποιούσε η φωνή κι ο τρόπος της, με συγκινούσε που η αδελφή μου σχεδόν η μικρότερη στην Τέχνη κι αυτή ήταν ξαφνικά αφιερωμένη, προσηλωμένη, ζηλωτής. Αλλά…
Αλλά είχε πεθάνει πια η μητέρα μου, όταν για τα «Νέα», για τα «Πρόσωπα» τότε, της έκανα την πρώτη της συνέντευξη, βέβαιος όμως πια από τις παραστάσεις της στο θέατρο που είχα παρακολουθήσει, πως εδώ μιλάγαμε, μιλάμε για την Ελένη Κοκκίδου, τη μεγάλη αγάπη της Ελλάδας όλης πια από πέρυσι, από το σίριαλ το τηλεοπτικό, από το διάσημο «Μην αρχίζεις τη Μουρμούρα», όμως κι αυτό για ’κείνη εντυπωσιακά αποκαλυπτικό. Μεσολαβώντας κι άλλα πολλά θεατρικά, και Εθνικό και Βασίλης Παπαβασιλείου, θυμάμαι, και σινεμά με Σπιρτόκουτα, αλλά και «Πίσω Πόρτα» και Τσεμπερόπουλος, όπου παντού η Ελένη δημιούργησε ρόλους τέλειους.
Η μεγαλύτερη πάντως αποκάλυψη της Ελένης Κοκκίδου για μένα υπήρξε –κι ακόμα παραμένει– και υποκριτικά, αλλά και τραγουδιστικά ταυτόχρονα, «Η Γυναίκα της Πάτρας» του Χρονά στη σκηνή, όπου την είδα και την ξαναείδα και μ’ έπεισε και με ξανάπεισε γι’ ακόμα πιο πολλά. Και πάνω απ’ όλα πως πολύ, πάρα πολύ περήφανος μπορώ να ’μαι κι εγώ γι’ αυτήν, την παιδική μου φίλη με την ανοιχτή καρδιά, με την ψυχή την τόσο κοντά στην ιδανική, την ολοκληρωμένη.
Κι επιπλέον, μ’ έκανε ν’ αναλογίζομαι κι εύθυμα μέσα μου, και να λέω, «Για δες!», εκείνη την αρχαία πια παιδική μας συνύπαρξη στο σπίτι των Παπουλαίων και Κοκκίδηδων στην οδό Ευζώνων, όπου τότε με φιλοξενούσαν 12χρονο, γιατί οι γονείς μου έλειπαν με τον πατέρα μου άρρωστο στο Λονδίνο, και η μητέρα της η Αρετή μάς είχε φτιάξει κάτι ωραία ζυμαρικά τριανταφυλλάκια να φάμε, να μας δελεάσει τα παιδιά. Κι ο Αλέξανδρος ο αδελφός της κι εγώ οι μεγαλύτεροι παίζαμε, τραβάγαμε τα πιάτα, και τα σκορπίσαμε τα τριανταφυλλάκια όλα στο χαλί. Κι όταν μπήκε η Αρετή κι αντίκρισε το κακό, εμείς απτόητοι την Ελένη την 5χρονη κατηγορήσαμε οι ασυνείδητοι, και την πλήρωσε η Λενούλα μας η αθώα.
Για δες!
Δείτε εδώ τη συνέντευξη της Ελένης Κοκκίδου στον Σωτήρη Κακίση.
Διαβάστε ακόμα: Για την Αλεξάνδρα Μπουτάρη.