Στην ΚΟΑ ο Λεωνίδας Καβάκος έχει βρει μια ορχήστρα που έχει να μάθει από αυτόν, και η ορχήστρα έναν σπουδαίο μουσικό (Credits: Από την επίσημη σελίδα της ΚΟΑ στο Facebook).

Αναλόγως πώς υπολογίζει κανείς, η συνεργασία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών με τον Λεωνίδα Καβάκο στον διπλό ρόλο του σολίστ και αρχιμουσικού κλείνει δυόμιση χρόνια ή… διανύει το τέταρτο, αφού ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2016 με συναυλία στο Μέγαρο Χορού στην Καλαμάτα,  την οποία είχαμε την χαρά να παρακολουθήσουμε και να γράψουμε σχετικά τότε, αναγνωρίζοντας εξαρχής τη σημασία του εγχειρήματος.

Έκτοτε πραγματοποιήθηκαν άλλα τρία project. Τον Ιανουάριο του 2018 έγινε η πρώτη περιοδεία στο Αγρίνιο και την Πάτρα, όπου το Σάββατο 13 και την Κυριακή 14 αντίστοιχα, έδωσαν συναυλία με έργα Μότσαρτ, Μπάρτοκ και Ντβόρζακ. Στις 11 και 13 Μαΐου του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκαν άλλες δύο συναυλίες με κοινό πρόγραμμα Μπαχ και Μπρούκνερ στα Μέγαρα Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Και μόλις την προηγούμενη Παρασκευή 8  Μαΐου 2019, συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με έργα Μότσαρτ και Μπραμς. Με εξαίρεση αυτήν της Θεσσαλονίκης, είχαμε την ευκαιρία να τις παρακολουθήσουμε όλες.

Η σύμπραξη οφείλεται σε πρωτοβουλία μουσικών της ορχήστρας, αρκετοί από τους οποίους υπήρξαν συμμαθητές και παραμένουν φίλοι του Λεωνίδα Καβάκου. Άλλωστε ο πατέρας του, όπως και ο δάσκαλός του, Γιώργος Καφαντάρης, ήταν μέλη της. Τόσο η πρόταση, όσο και η απόδοχή της, φανερώνουν μια κοινή επιθυμία να ενεργοποιηθούν στο έπακρο λανθάνουσες καλλιτεχνικές δυνάμεις, με σκοπό την προσωπική καλλιτεχνική ολοκλήρωση όλων των συμμετεχόντων. Η τελική της διαμόρφωση σε περιοδείες εθνικού βεληνεκούς αποσκοπεί στην μεγαλύτερη δυνατή επιδραστικότητα στην κοινωνία.

Η σύμπραξη οφείλεται σε πρωτοβουλία μουσικών της ορχήστρας, αρκετοί από τους οποίους υπήρξαν συμμαθητές και παραμένουν φίλοι του Λεωνίδα Καβάκου.

Χάρις στην ευγενική πρόσκληση της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, είχαμε την ευκαιρία να  την ακολουθήσουμε στην πρώτη περιοδεία σε Αγρίνιο και Πάτρα. Το ταξίδι αυτό υπήρξε μία μοναδική και σύνθετη εμπειρία, η πλήρης αξιολόγηση της οποίας κατέστησε αναγκαία μια χρονική και νοητική απομάκρυνση. Σε περιπτώσεις όπως αυτή, ο αναστοχαστικός χρόνος της κριτικής επιβάλλεται στον πτερόεντα ρυθμό της επικαιρογραφίας.

Ενδεικτική της σημασίας του εγχειρήματος ήταν η ορχηστρική δοκιμή που παρακολουθήσαμε το πρωί του Σαββάτου (13 Ιανουαρίου 2018) στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, όταν ο Λεωνίδας Καβάκος και η ορχήστρα έπαιξαν ολόκληρο το Κοντσέρτο αρ 4. του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (χωρίς τις καντέντσες). Αμέσως διαπιστώσαμε την πρόοδο της ορχήστρας στην ικανότητα να αυτοοργανώνεται με τον σολίστ. Οι μουσικοί μπορούσαν πλέον να παίξουν συγχρονισμένοι με εσωτερική συνεννόηση, ανταλλάσσοντας ένα βλέμμα και ακούγοντας ο ένας τον άλλο, χωρίς κάποιος να μετράει  συμβατικά τον χρόνο.

Η παρακολούθηση με την παρτιτούρα ανοιχτή ανά χείρας ήταν επίσης διαφωτιστική ως προς την ερμηνευτική προσέγγιση του Καβάκου, κυρίως ως βιολονίστα. Μακριά από την ρομαντική παράδοση, όπου ο ερμηνευτής οφείλει να φωτίσει το έργο υπό την έποψη της δικής του υποκειμενικότητας και να επικοινωνήσει προς το ακροατήριο την προσωπική του εμπειρία, εδώ ο στόχος είναι να αναδειχθεί όσο πιο ιδανικά γίνεται το μουσικό κείμενο· εντέλει, βέβαια, ο μουσικός επενδύει τη φαινομενική ουδετερότητα με την ένταση της προσωπικότητάς του.

Στον Μότσαρτ αυτή η προσέγγιση λειτουργεί, αφήνοντας στην ακρόαση μια αίσθηση αυτοσυγκράτησης. Συχνά μοιάζει να υπαινίσσεται δρόμους που όμως δεν θα ακολουθηθούν, σε μια ερμηνεία που εμπεριέχει, θα έλεγε κανείς, όλες τις δυνατές ερμηνείες. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αναζήτηση του πλατωνικού ιδεώδους στο πεδίο της μουσικής εκτέλεσης. Τα άλλα δύο έργα του προγράμματος ήταν οι Ουγγρικές Εικόνες του Μπάρτοκ και η Συμφωνία αρ. 8 του Ντβόρζακ. Εδώ έγινε φανερό ότι η κίνησή του ως αρχιμουσικού είναι πλέον πολύ πιο καθαρή από ό,τι στο παρελθόν, με έμφαση όχι στο μέτρημα, αλλά στην κίνηση της μουσικής φράσης.

Σε όλη τη διάρκεια της δοκιμής ο Λεωνίδας Καβάκος είναι εξαιρετικά ευγενικός, αλλά και σαφής, με τόνο που δε σηκώνει αντιρρήσεις. Τα ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει μπορεί να αφορούν στην σωστή είσοδο ενός οργάνου ή την ισορροπία των φωνών, στην χωροταξία των μουσικών πάνω στη σκηνή, στα φώτα ή τη θερμοκρασία της αίθουσας. Όταν χρειαστεί, θα διαλύσει τυχόν εντάσεις ανασύροντας ένα ταιριαστό ανέκδοτο από την ιστορία της μουσικής ή τη δική του μεγάλη εμπειρία, η οποία αφορά εξίσου στη μουσική ερμηνεία όσο και στην πρακτική και ψυχολογική διαχείριση καταστάσεων.

Ο πατέρας του Λεωνίδα Καβάκου, όπως και ο δάσκαλός του, Γιώργος Καφαντάρης, ήταν μέλη της ΚΟΑ (Credits: Από την επίσημη σελίδα της ΚΟΑ στο Facebook).

Εκτός, ή ίσως περισσότερο, από την τεχνική, η προσφορά αφορά το ήθος, αφού χάρις στο κύρος και το παράδειγμά του εκμαιεύει από τους μουσικούς το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Εθίζει την ορχήστρα σε καλές πρακτικές, όπως είναι η συγκέντρωση, η πιστή εφαρμογή των οδηγιών του αρχιμουσικού, η καλή συνεργασία, πράγματα δυστυχώς όχι πάντοτε αυτονόητα. Στην ΚΟΑ ο Λεωνίδας Καβάκος έχει βρει μια ορχήστρα που έχει να μάθει από αυτόν, και η ορχήστρα έναν σπουδαίο μουσικό, ταγμένο να της αφιερώσει τον χρόνο και τον κόπο του προκειμένου να γίνουν όλοι καλύτεροι.

Οι συναυλίες, η πρώτη στο προσανατολισμένο στην ακουστική του πεζού λόγου ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, 330 θέσεων, και η δεύτερη στην ακουστικά πολύ ικανοποιητική αίθουσα στο  Συνεδριακό και Πολιτιστικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Πατρών, στο Ρίο, 1000 θέσεων, και τα δύο κατάμεστα από ένα συγκινησιακά παλλόμενο ακροατήριο, ήταν η διπλή επιβεβαίωση των προσδοκιών.  Ακούσαμε μια ορχήστρα υψηλού επιπέδου, με την αυτοπεποίθηση που δίνει η σωστή και άρτια προετοιμασία, να ερμηνεύει πολύ ικανοποιητικά τα μεγάλα έργα του ρεπερτορίου. Τα εξαιρετικά πιανίσσιμι, τα όμορφα ηχοχρώματα, η σωστή ισορροπία των φωνών, η απουσία ηχηρών λαθών, και επιπλέον η εγρήγορση, ο ενθουσιασμός και η συνέργεια, έδιναν ένα μέτρο των δυνατοτήτων και πρότυπο στοχοθεσίας για την ίδια αλλά και τα ελληνικά μουσικά σύνολα εν γένει.

Λίγοι μήνες μεσολάβησαν ως την επόμενη κοινή εμφάνιση, την Παρασκευή 11 Μαΐου 2018 στο κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Αυτή η αίθουσα δεν είναι ασφαλώς ξένη για τον Λεωνίδα Καβάκο, ούτε αυτός στους θαμώνες της. Την τελευταία μόνο πενταετία εμφανίστηκε ως σολίστ με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, και ως σολίστ και αρχιμουσικός με την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας. Ήταν όμως η πρώτη του εμφάνιση με διπλή ιδιότητα επικεφαλής της ΚΟΑ στην Αθήνα.

Το νέο βιολί του Λεωνίδα Καβάκου, επίσης Στραντιβάριους όπως και το προηγούμενο είναι ένα όργανο με σαφώς διαφορετικό χαρακτήρα από το  Abergavenny του 1724.

Επίσης συμμετείχαν μέλη της MOYSA – Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης και της Ακαδημίας Νέων Μουσικών της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, αλλά και αρκετοί άλλοι έκτακτοι μουσικοί, για να συμπληρωθούν οι αναγκαίες δυνάμεις για την Συμφωνία αρ . 4 του Άντον Μπρούκνερ, που παίχτηκε στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, ενώ η βραδιά ξεκίνησε με το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε ελάσσονα BWV 1052 του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.

Ήταν καταρχήν μια έξοχη ευκαιρία να θαυμάσουμε σε αίθουσα εξαιρετικής ακουστικής το νέο βιολί του Λεωνίδα Καβάκου, επίσης Στραντιβάριους όπως και το προηγούμενο. Όργανο με σαφώς διαφορετικό χαρακτήρα από το  Abergavenny του 1724 (τα “στραντ” συνήθως αποκαλούνται με το όνομα κάποιου ιστορικού ιδιοκτήτη τους) που είχε πιο σκοτεινό, γήινο ηχόχρωμα, το Willemotte του 1734 έχει σαφώς πιο φωτεινό ήχο και μεγαλύτερη προβολή. Το προηγούμενο έδινε έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα στο παίξιμο, το καινούργιο τραγουδάει.

Κάπως λιγότερη σημαντική, αλλά εξίσου εμφανής, αλλαγή, ήταν ότι ο σολίστ μετά από χρόνια εγκατέλειψε την γαλάζια “στολή” με την οποία τον είχαμε συνηθίσει και φόρεσε ένα πολύ ωραίο σακάκι, που οπτικά είναι σίγουρα πολύ καλύτερο.

Όλες ουσιαστικά οι ως τώρα συναυλίες, είναι αφιερωμένες σε συνθέτες της αυστρογερμανικής και ευρύτερα κεντροευρωπαϊκής παράδοσης (Credits: Από την επίσημη σελίδα της ΚΟΑ στο Facebook).

Στο Κοντσέρτο του Μπαχ κάθε νότα για το σόλο βιολί ακουγόταν με πάθος αλλά και ευκρίνεια, με το τρίτο και τελευταίο μέρος να αποτελεί μια έκρηξη δεξιοτεχνίας. Συνολικά ήταν μια πολύ  αντικειμενική προσέγγιση ως προς την απόλυτη αξία των φθόγγων και την ισομέρειά τους. Αν και δεν είχε αξιώσεις “αυθεντικότητας”, η ερμηνεία ικανοποίησε και για την πολύ ισορροπημένη ένταξη του τσέμπαλο στο περιορισμένο κλιμάκιο εγχόρδων της ορχήστρας. Ήταν μια ικανοποιητική ισορροπία, ένα ιδανικό “μέσο” ανάμεσα στη συναυλία της Καλαμάτας το 2016, όταν το τσέμπαλο είχε “κρυφτεί”  μεταξύ των εγχόρδων, και στην αντίθετη τάση πολλών ερμηνειών με αξιώσεις ιστορικά ενημερωμένης πρακτικής να βγαίνει το κοντίνουο μπροστά, σαν να ήταν αυτό ο βασικός συνομιλητής σολίστ και ορχήστρας.

Στον αντίποδα της μπαρόκ αισθητικής βρίσκεται η Συμφωνία αρ. 4 του Άντον Μπρούκνερ, η λεγόμενη Ρομαντική, που είναι μάλλον η δημοφιλέστερη του συνθέτη. Χωρίς να είναι απολύτως σαφές στο πρόγραμμα ποια εκδοχή χρησιμοποιήθηκε, ήταν σίγουρα μια από τις αναθεωρήσεις μετά το 1878. Στο εντυπωσιακά αιθέριο τρέμολο των εγχόρδων η τονικά σωστή αν και λίγο απότομη είσοδος του κόρνου έδωσε το στίγμα μιας εξαιρετικά δυναμικής ερμηνείας με έμφαση στην ανάδειξη, κυριολεκτικά στη σμίλευση των λεπτομερειών – σε κάποιο diminuendo στο α’ μέρος με μια βουστροφηδόν καθοδική κίνηση του δεξιού χεριού έμοιαζε να μειώνει με ένα χάδι την ένταση του ήχου.

Συνολικά ήταν μια εντυπωσιακή και ενδιαφέρουσα, πραγματικά συναρπαστική, ερμηνεία, μολονότι στο σκέρτσο είχαμε δυστυχώς κάποιες ατασθαλίες στα χάλκινα πνευστά. Με μάλλον άνετα tempi και με διάρκεια μια ώρα και είκοσι λεπτά, βρισκόταν ασφαλώς στο ανώτατο χρονικό όριο, με τις συντομότερες εκτελέσεις της συμφωνίας να διαρκούν ελάχιστα λιγότερο από ώρα. Ήταν πάντως και μια μη παραδοσιακή προσέγγιση, στον αντίποδα, για παράδειγμα, της πολύ πιο ορθόδοξης, πιο “βιεννέζικης” ερμηνείας του ίδιου έργου που είχε διευθύνει με την ΚΟΑ ο Κάρολος Τρικολίδης στις 7 Φεβρουαρίου του 2014 στην ίδια αίθουσα, ερμηνεία που, χάρις στην ευρεία ρομαντική προοπτική της, αποτελεί κατά τη γνώμη μας σημείο αναφοράς στη σχέση της ορχήστρας με τον συγκεκριμένο συνθέτη.

Εκτός προγράμματος ο Λεωνίδας Καβάκος έπαιξε μια μεταγραφή για βιολί του δημοφιλούς έργου για κιθάρα “Αναμνήσεις από την Αλάμπρα” του Τάρρεγκα.

Εξαιρετικά ενδιαφέρον ήταν ότι λίγες ημέρες μετά, στις 2 Μαΐου 2018, ο Λεωνίδας Καβάκος ερμήνευσε το ίδιο πρόγραμμα με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βιέννης στην Μεγάλη Αίθουσα των Φίλων της Μουσικής στην αυστριακή πρωτεύουσα. Τι εντύπωση έκανε η ερμηνεία του στους Βιεννέζους, οι οποίοι, αν και δεν καλοδέχτηκαν τον Μπρούκνερ όσο ζούσε, με τον καιρό οι ορχήστρες τους αναδείχτηκαν σε ερμηνευτές αναφοράς;  Ο ηλεκτρονικός τύπος (Thomas Genser, klassik-begeistert.de) μετέφερε πως το κατενθουσιασμένο κοινό χειροκροτούσε για αρκετά λεπτά. Αντίθετα, ο κριτικός της Presse δεν έμεινε καθόλου ικανοποιημένος, καταλογίζοντας του, σε τεχνικό και ερμηνευτικό επίπεδο αντίστοιχα, μια “ανακριβή και ατελή ερμηνεία” (Walter Dobner, 24.05.2018). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο βιεννέζος κριτικός τίμησε τον Έλληνα μουσικό με την παρουσία και τη γνώμη του, ενώ στην Αθήνα υπήρξαν και μουσικοί κριτικοί που άφησαν τις (περιζήτητες) θέσεις τους αινιγματικά κενές.

Πάντως για την πρόσφατη συναυλία που δόθηκε στην Αθήνα, στο Μέγαρο Μουσικής, την Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019, η κριτική των… φουαγιέ ήταν ομόφωνη: επρόκειτο για μια σπουδαία εμφάνιση της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και του Λεωνίδα Καβάκου, τόσο ως σολίστ, όσο και ως αρχιμουσικού.

Αφιερωμένη, όπως όλες ουσιαστικά οι ως τώρα συναυλίες, σε συνθέτες της αυστρογερμανικής και ευρύτερα κεντροευρωπαϊκής παράδοσης, η βραδιά ξεκίνησε με μια εξαιρετική ερμηνεία στο Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ.3 του Μότσαρτ.  Από την πρώτη στιγμή βρεθήκαμε σε ένα υψηλό επίπεδο μουσικοποιΐας, με βασικό άξονα τον εκπληκτικό ήχο και το σαφέστατο παίξιμο που σολίστ, ο οποίος αυτή τη φορά ακούστηκε πολύ πιο ελεύθερος και πιο προσωπικός από άλλες του εμφανίσεις, κάτι που μπορεί να ερμηνευθεί και ως μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους μουσικούς και το ακροατήριο. Το τελευταίο πάντως ήταν συγκεντρωμένο και έβηξε μόνο στις παύσεις.

Υπέροχες ήταν οι καντέντσες, δηλαδή τα κομμάτια όπου το βιολί παίζει ασυνόδευτο τα πιο δεξιοτεχνικά μέρη, γεμάτες αυτοπεποίθηση αλλά και εκλέπτυνση, πάντοτε όμως εντός μια ερμηνευτικά συγκρατημένης προσέγγισης. Στο τέλος του κάθε μέρους και του έργου συνολικά απέφυγε την αναμενόμενη επιβράδυνση, αντίθετα το πλησίασμα της ολοκλήρωση του έργου σηματοδοτήθηκε με δυναμικά κυρίως μέσα, δηλαδή με την χειραγώγηση της έντασης του ήχου. Η ορχήστρα συνόδευσε τον σολίστ χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, αν και βρέθηκε λίγο εκτεθειμένη στα ανοίγματα και τα κλεισίματα των κομματιών, τα οποία μπορούν να βελτιωθούν σε συγχρονισμό και “στρογγύλεμα” του ήχου.

Εκτός προγράμματος ο Λεωνίδας Καβάκος έπαιξε μια μεταγραφή για βιολί του δημοφιλούς έργου για κιθάρα “Αναμνήσεις από την Αλάμπρα” του Τάρρεγκα. Πρόκειται για ένα κομμάτι απίστευτης δυσκολίας, και καλύτερα αντί άλλου σχολίου προτείνουμε μια παλαιότερη ερμηνεία που βρήκαμε στο διαδίκτυο, αλλά θα πρέπει να φανταστείτε έναν πιο καθαρό και λαμπερό ήχο από το βιολί.

Ακολούθησε η Συμφωνία αρ. 31 του ίδιου συνθέτη, λεγόμενη του Παρισιού, καθώς συνετέθηκε και πρωτοπαρουσιάστηκε στην πόλη των του διαφωτισμού. Με όλη την προσοχή πλέον στη διεύθυνση, έδειξε ότι έχει πολύ καλή αντίληψη της δομής, της θεματικής-αρμονικής περιπέτειας που χαρακτηρίζει το πρώτο μέρος (φόρμα σονάτα) μιας κλασικής συμφωνίας, με έμφαση σε σημαντικές στιγμές όπως η έκπληξη στο μέτρο 127-8 ή μια πονηρή παρέμβαση στα φαγκότα αμέσως μετά. Η ισορροπία των ομάδων ήταν πολύ προσεγμένη, με όλα τα όργανα να έχουν καλή απόδοση. Για τα τύμπανα επελέγησαν οι πιο ξερές μπαγκέτες, κάτι που ήταν ίσως μια μικρή υπερβολή προς τον μπαρόκ ήχο, αφού  έτσι και αλλιώς η ορχήστρα παίζει με σύγχρονα όργανα.

Μετά το διάλειμμα ακούσαμε την Συμφωνία αρ. 1 του Μπραμς. Ήταν μια άρτια ερμηνεία, με συνοχή και άποψη, και κύριο στοιχείο τη δύναμη, εξαιρετικά σημαντική στα δύο εξωτερικά μέρη του έργου. Η κίνηση του αρχιμουσικού ήταν εξαιρετικά δυναμική και σαφής. Τα δύο μεσαία μέρη θα ήταν ευπρόσδεκτο να είχαν μεγαλύτερη διαφοροποίηση ρυθμού αλλά κυρίως χαρακτήρα προς τα δύο εξωτερικά, με μια κάποια παραχώρηση προς το ρομαντισμό, λίγη περισσότερη γλυκύτητα και λυρικότητα ίσως, στοιχεία που θα επέτρεπαν μια πιο πολυδιάστατη ανἀδειξη του έργου, ειδικά στο τρίτο μέρος. Στο κάτω κάτω ο Μπραμς είναι ένας συνθέτης που επιδέχεται και λίγη ονειροπόληση.

Αξιοσημείωτο ήταν ότι σε πολλά αναλόγια δεν κάθισαν οι κορυφαίοι αλλά νεώτερα στελέχη, δημιουργώντας θετικές προσδοκίες για την εξέλιξη του ανθρώπινου δυναμικού της ορχήστρας. Γενικά η ορχήστρα έδωσε μια πολύ καλή εικόνα του τι μπορεί να πετύχει με σωστή προετοιμασία, κάτι που θα ήταν ευχής έργον να κάνει σε όλες τις συναυλίες της.

 

Διαβάστε ακόμα: Μανόν, μια τολμηρή όπερα ακόρεστης φιληδονίας και έρωτα.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top